Αρχική Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτώνΆρθρο 6 Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτωνΣχόλιο του χρήστη ΝΙΚΟΛΑΟΣ | 17 Νοεμβρίου 2022, 00:10
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Χωρίς σαφείς και πειστικούς λόγους, με την προτεινόμενη ρύθμιση διερεύνονται υπέρμετρα οι περιπτώσεις άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών σε περίπτωση διερεύνησης ποινικών αδικημάτων, αφού πλέον θα θεωρείται επιτρεπτή η άρση για όλα τα κακουργήματα του ΠΚ, των ειδικών ποινικών νόμων κλπ αδιακρίτως. Η υπερβολική διεύρνηση του καταλόγου των αξιοποίνων πράξεων για τις οποίες είναι επιτρεπτή η άρση ανατρέπει τον χαρακτήρα αυτής ως ειδικής ανακριτικής πράξης, μετατρέποντάς την εκ των πραγμάτων σε γενική. Κατά τον τρόπο αυτό, τίθενται βαθύτεροι περιορισμοί στο θεμελιώδες δικαίωμα του άρθρου 19 Σ. Έτσι, όμως, καταστρατηγείται η συνταγματική πρόβλεψη που ορίζει ότι το δικαίωμα σε ελεύθερη και απόρρητη επικοινωνία είναι απαραβίαστο, υποδηλώνοντας ότι η άρση του απορρήτου θα πρέπει να συνιστά εξαίρεση και όχι τον γενικό κανόνα. Με την υπό συζήτηση διάταξη, η άρση του απορρήτου θα καταστεί συνήθης δικονομική πρακτική, αφού πλέον για κάθε κακούργημα του ΠΚ θα είναι δυνατή η άρση. Τα δικαιοκρατικά προβλήματα που θα προκαλέσει η ψήφιση της εν λόγω ρύθμισης καθίστανται εμφανή αν αναλογιστεί κανείς ότι υπό το νέο νομικό καθεστώς θα είναι κατά βάση εφικτή η άρση του απορρήτου για την εξιχνίαση εγκλημάτων που στρέφονται ακόμη και κατά περιουσιακών αγαθών, χωρίς να εμπεριέχουν το στοιχείο της βλάβης της προσωπικής ελευθερίας, όπως η κακουργηματική υπεξαίρεση, η κακουργηματική απιστία, και πολλά άλλα εγκλήματα όπως η παιδοκτονία, διακοπή της κύησης, τα οποία δεν συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο του άρθρου 4 Ν 2225/1994 και δεν ήταν αποδεικτικά προσπελάσιμα μέσω μιας τόσο επαχθούς ανακριτικής πράξης. Περαιτέρω, θα προκληθεί ο κίνδυνος οι διωκτικές αρχές να καταφεύγουν σε μια εξόχως επαχθή ανακριτική πράξη, παρά το ότι η φύση των διερευνώμενων εγκλημάτων, ακόμα και κακουργημάτων, δεν θα εμπεριέχει πάντα αποδεικτικές δυσχέρειες. Δεν πρέπει δε να παροράται ότι τα βουλεύματα που διατάσσουν την άρση είναι κατά κανόνα ανεπαρκώς αιτιολογημένα, αφού είθισται να επαναλαμβάνουν και να υιοθετούν τις ενίοτε αυθαίρετες κρίσεις των διενεργούντων την αστυνομική προανάκριση αστυνομικών αρχών. Επίσης, το κριτήριο περί δυσχέρειας ή αδυναμίας διερεύνησης του εκάστοτε εγκλήματος με άλλο τρόπο πλην της άρσης του απορρήτου, στην πράξη σπανίως τηρείται. Κατά συνέπεια, με την επέκταση της δυνατότητας άρσης του απορρήτου σε όλα τα κακουργήματα, ελλοχεύει ο σοβαρός κίνδυνος να εφαρμόζεται το μέτρο της άρσης σε περιπτώσεις που δεν είναι αναγκαίο, κατά παράβαση της αρχής της επικουρικότητας ως έκφανσης της lato sensu αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, η υπό κρίση ρύθμιση θα πρέπει να επανεξεταστεί και να προβλεφθεί η δυνατότητα άρσης του απορρήτου για συγκεκριμένα μόνο κακουργήματα, επί τη βάσει καταλόγου που θα περιγράφει τις πράξεις για τις οποίες είναι επιτρεπτή η άρση με περιοριστικό τρόπο.