Αρχική Διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών, κυβερνοασφάλεια και προστασία προσωπικών δεδομένων πολιτώνΆρθρο 6 Άρση του απορρήτου των επικοινωνιών για τη διακρίβωση εγκλημάτωνΣχόλιο του χρήστη Μπάλλας, Πελεκάνος & Συνεργάτες Α.Ε.Δ.Ε. | 22 Νοεμβρίου 2022, 17:22
Σύμφωνα με το Άρθρο 6 του Σχεδίου Νόμου, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών είναι επιτρεπτή για τη διακρίβωση των κακουργημάτων που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα, τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα και τους ειδικούς ποινικούς νόμους, καθώς και για τη διακρίβωση των πλημμελημάτων που περιοριστικά προβλέπονται από το άρθρο αυτό. Επίσης, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου, η άρση στρέφεται μόνο κατά συγκεκριμένου προσώπου ή προσώπων που έχουν σχέση με την υπόθεση που ερευνάται ή για τα οποία, βάσει συγκεκριμένων περιστατικών, προκύπτει ότι λαμβάνουν ή μεταφέρουν συγκεκριμένα μηνύματα που αφορούν ή προέρχονται από τον κατηγορούμενο ή χρησιμοποιούνται ως σύνδεσμοί του. Πλην όμως, η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών στρέφεται και κατά του παρόχου υπηρεσιών επικοινωνίας, τον οποίον διατάζει το αρμόδιο Συμβούλιο Εφετών ή Πλημμελειοδικών να γνωστοποιήσει τα στοιχεία, που θεωρούνται απαραίτητα για τη διακρίβωση τέλεσης του εκάστοτε αδικήματος. Ο πάροχος ωστόσο δεν διαθέτει από τη διατύπωση του άρθρου αυτού τη δυνατότητα να αντιλέξει κατά βουλευμάτων, τα οποία ενδεχομένως πάσχουν ακυρότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠΔ και του ΠΚ. Αντιθέτως, είναι υποχρεωμένος να πειθαρχήσει με τα βουλεύματα αυτά, ακόμη κι αν με την εκτέλεση των πράξεων που τα βουλεύματα επιτάσσουν, προβαίνει στην τέλεση άλλων αδικημάτων, όπως για παράδειγμα το αδίκημα του άρθρου 38 του ν. 4624/2019. Συνεπώς, θα πρέπει να προβλεφθεί η δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων από τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας έναντι βουλευμάτων με τα οποία διατάσσεται η άρση του απορρήτου. Έτι περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του ιδίου άρθρου, προβλέπεται η διαταγή της άρσης του απορρήτου από τον εισαγγελέα που διεξάγει την προανάκριση ή την προκαταρκτική εξέταση, ή τον ανακριτή που ενεργεί τακτική ανάκριση, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις. Η σχετική αίτηση, σύμφωνα με την διατύπωση του άρθρου, εισάγεται στο Συμβούλιο εντός τριών (3) ημερών, ενώ η ισχύς της παύει με τη λήξη της τριήμερης προθεσμίας ή από την έκδοση του σχετικού βουλεύματος, αν το ζήτημα εισήχθη εμπρόθεσμα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, προκύπτει μείζον ζήτημα για τους παρόχους υπηρεσιών επικοινωνίας, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν εάν η διάταξη του εισαγγελέα ή του ανακριτή εισήχθη ή όχι εμπροθέσμως στο αρμόδιο Συμβούλιο, ούτε φυσικά ενημερώνεται για την έκδοση ή όχι του σχετικού βουλεύματος από το αρμόδιο Συμβούλιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι πάροχοι καλούνται να εκτελέσουν την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, παρότι ενδέχεται η διάταξη του εισαγγελέα ή του ανακριτή να μην εισαχθεί εμπροθέσμως ή να μην καταλήξει σε έκδοση βουλεύματος από το Συμβούλιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ενδέχεται να προκύψουν ποινικές ή αστικές ευθύνες για τους παρόχους. Προτείνεται η αναδιαμόρφωση του συγκεκριμένου άρθρου, ώστε να διαρθρωθεί η διαδικασία με τέτοιον τρόπο, ώστε να επιτυγχάνεται ο έλεγχος νομιμότητας τόσο των βουλευμάτων όσο και των εισαγγελικών διατάξεων από τα μέρη που συμμετέχουν στη διαδικασία άρσης του απορρήτου. Σε κάθε περίπτωση, η ρύθμιση της παραγράφου 1 εμφανίζεται ατελής/ελλιπής καθώς από προφανή αβλεψία έχει παραληφθεί κείμενο (βλ. τέλος παραγράφου: «… και τους ειδικούς ποινικούς νόμους και τον …»