Αρχική Δίκαιη ΔίκηΆρθρο 90: Κωλύματα εντοπιότηταςΣχόλιο του χρήστη ΣΤΑΘΗΣ ΒΕΡΓΩΝΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΩΝ | 20 Δεκεμβρίου 2011, 09:59
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη προτεινόμενη τροποποίηση για την επαναφορά του κωλύματος εντοπιότητας σε τέσσερις πόλεις, έχει συγκεντρώσει τα περισσότερα σχόλια, τα οποία στην συντριπτική πλειοψηφία είναι αρνητικά, είναι απόδειξη ότι η εντελώς αναιτιολόγητη, γιατί η μοναδική πρόταση στην αιτιολογική έκθεση είναι απλή επανάληψη της ρύθμισης, νομοθετική πρωτοβουλία θεωρήθηκε από το σύνολο του νομικού κόσμου και ιδιαίτερα των δικαστών και εισαγγελέων, ως βάναυση επίθεση τόσο στην λειτουργία των δικαστηρίων αυτών, όσο και στο προσωπικό επίπεδο διαβίωσης σειράς δικαστικών λειτουργών και των οικογενειών τους, σε μια εποχή πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης και ανάδειξής της πια ως προβλήματος διαβίωσης, γεγονός που σχολιάσθηκε επιτυχώς από πολλούς. Είναι όμως και βάναυση επίθεση στην λογική και στον ορθολογικό τρόπο νομοθέτησης, που περιλαμβάνει τόσο την εκτίμηση της μέχρι τώρα πραγματικότητας, όπως διαμορφώθηκε από το υφιστάμενο πλαίσιο και την διαπίστωση τυχόν προβλημάτων που δημιούργησε, όσο και την πρόταση για την εξάλειψη των δυσλειτουργιών που οφείλονται σε αυτά. Λοιπόν, η άρση των κωλυμάτων αυτών έγινε προ εικοσαετίας περίπου, για τον λόγο ότι τα συγκεκριμένα δικαστήρια υπολειτουργούσαν, επειδή δεν μπορούσαν να καλυφθούν οι οργανικές θέσεις, παράλληλα δε κάθε τοποθέτηση ή χωρίς αίτηση μετάθεση δικαστών δεν είχε αποτελέσματα, αφού οι μετατιθέμενοι και τοποθετούμενοι στα δικαστήρια αυτά, μετετίθεντο όσο νωρίτερα γινόταν. Οι εισαγγελείς καταλαβαίνουν γιατί η πρακτική αυτή λειτουργεί ως παράγων υπέρμετρης αύξησης της εκκρεμότητας. Η άρση των κωλυμάτων είχε ως αποτέλεσμα την ικανοποιητική στελέχωση των δικαστικών σχηματισμών των πόλεων αυτών και την επίτευξη του στόχου της επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης στις συγκεκριμένες περιοχές. Κατά την εικοσαετή λειτουργία των δικαστηρίων αυτών δεν παρατηρήθηκαν προβλήματα οφειλόμενα στην υπηρέτηση δικαστών που είχαν κώλυμα εντοπιότητας, ενώ κάθε αναφυόμενο πρόβλημα επιλύονταν κατά περίπτωση και άμεσα. Άλλωστε δε με την ισχύουσα ρύθμιση της § 5 του άρθρου 42, υπάρχει κώλυμα στα περισσότερα δικαστήρια της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και των τεσσάρων, όταν υπάρχει στενός συγγενής υπηρετών ως δικηγόρος, ρύθμιση που αποτρέπει την δημιουργία πραγματικών προβλημάτων. Αντίθετα αν ισχύσει η προτεινόμενη ρύθμιση θα αποχωρήσουν άμεσα από τα δικαστήρια αυτά τουλάχιστον είκοσι δικαστές και εισαγγελείς, μόνο από τα Πρωτοδικεία και τις Εισαγγελίες Πρωτοδικών, συμπεριλαμβάνονται όλοι οι προϊστάμενοι των Εισαγγελιών και οι τρεις από τους τέσσερις προϊσταμένους Πρωτοδικείων, ενώ δεν έχει υπολογιστεί πόσοι αποχωρούν από τα Ειρηνοδικεία, των οποίων η ύλη με τις άλλες προτεινόμενες ρυθμίσεις θα αυξηθεί σημαντικά, και από τα Εφετεία. Προτείνω λοιπόν να μην τροποποιηθεί η § 4 του άρθρου 42 του Οργανισμού και να παραμείνει ως έχει. Είναι όμως ευκαιρία να ανοίξει και η συζήτηση για τον επανασχεδιασμό του δικαστικού χάρτη της χώρας, με την λειτουργία λιγότερων και σημαντικά μεγαλύτερων δικαστικών σχηματισμών, που θα οδηγούσε σε πλήρη κατάργηση των αναχρονιστικών κωλυμάτων εντοπιότητας. Ακόμη όμως και υπό το παρόν καθεστώς υπάρχει ανάγκη επαναπροσδιορισμού του κωλύματος, για τον λόγο αυτό προτείνω τα πιο κάτω: Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΩΛΥΜΑΤΟΣ Ο ορισμός του κωλύματος εντοπιότητας δίδεται στο άρθρο 42 §§ 1 και 2 του ν. 1756/1988, μάλιστα είναι αμετάβλητος από την κύρωση του Κώδικα το 1988, 23 έτη πριν, ενώ οι λοιπές ρυθμίσεις του άρθρου έχουν υποστεί αλλεπάλληλες τροποποιήσεις. Με τις άνω διατάξεις κώλυμα εντοπιότητας δημιουργείται όταν συντρέξει διαζευκτικά είτε ο τόπος γέννησης του δικαστικού λειτουργού ή του συζύγου είτε ο τόπος μόνιμης εγκατάστασης κατά την τελευταία δεκαετία πριν την μετάθεση του ιδίου και της οικογένειάς του ή του συζύγου. Επειδή όμως δεν υπάρχουν έστω και ενδεικτικά αντικειμενικά κριτήρια για την συνδρομή του όρου της μόνιμης εγκατάστασης, στην ουσία ποτέ δεν εξετάζεται η συνδρομή του δευτέρου όρου ύπαρξης του κωλύματος εντοπιότητας. Αποτέλεσμα είναι να ερευνάται μόνον ο τόπος γέννησης, ως αντικειμενικό γεγονός, το οποίο όμως δημιουργεί κωλύματα που οφείλονται σε εντελώς τυχαία γεγονότα. Εξηγούμενος αναφέρω ότι σε πολλές περιπτώσεις, λόγω της μετακίνησης υπαλλήλων και στρατιωτικών σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 (οπότε ίσχυε κώλυμα εντοπιότητας για πολλούς κρατικούς υπαλλήλους και λειτουργούς), πολλοί σημερινοί δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί, ιδιαίτερα του πρώτου βαθμού, έχουν γεννηθεί εκτός του τόπου καταγωγής και μόνιμης εγκατάστασης της οικογένειάς τους, με αποτέλεσμα ικανός αριθμός να έχει κώλυμα εντοπιότητας σε δικαστικές περιφέρειες με τις οποίες δεν υπάρχει καμία σχέση τους, είτε εγκατάστασης είτε συγγένειας. Αν μάλιστα η ισχύς του κωλύματος εντοπιότητας επεκταθεί στις τέσσερις μεγάλες δικαστικές περιφέρειες, στις οποίες κατοικούν περισσότερο από ένα εκατομμύριο πληθυσμού, είναι προφανές ότι μεγάλος αριθμός θα αποκλειστεί από την υπηρεσία στις περιφέρειες αυτές. Παράλληλα η ουσιώδης προϋπόθεση της μόνιμης εγκατάστασης δεν ερευνάται ποτέ, αφού και ως έννοια είναι ασαφής. Εν όψει των ανωτέρω θα πρέπει να επανακαθορισθεί το κώλυμα εντοπιότητας με τροποποίηση των §§ 1 και 2 του άρθρου 42, ώστε για την δημιουργία κωλύματος εντοπιότητας να απαιτείται η σωρευτική συνδρομή των δύο όρων, δηλ. τόσο του τόπου γέννησης όσο και του τόπου μόνιμης εγκατάστασης, ενώ θα πρέπει να τεθούν ενδεικτικά αντικειμενικά κριτήρια για την μόνιμη εγκατάσταση, όπως ο τόπος κτήσης απολυτηρίου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Περαιτέρω θα πρέπει να μην ισχύει το κώλυμα εντοπιότητας στον 2ο βαθμό, αφού και το σημερινό όπως είναι διατυπωμένο δημιουργεί εντελώς στρεβλές καταστάσεις, αφού αν έχει γεννηθεί κάποιος μέσα στην πόλη που εδρεύει το Εφετείο έχει κώλυμα, ενώ αν έχει γεννηθεί σε διαφορετικό ΟΤΑ, απόστασης π.χ. 5 χλμ. δεν έχει. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΩΝ §§ 1 ΚΑΙ 2 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 42 Ν. 1756/1988 Καταργείται η παράγραφος 1 του άρθρου 42 του ν. 1756/1988 και η παράγραφος 2 αναριθμείται ως παράγραφος 1 και αντικαθίσταται ως εξής: 1. Οι πρόεδροι πρωτοδικών, πρωτοδίκες και πάρεδροι πρωτοδικείου των πολιτικών- ποινικών και των διοικητικών δικαστηρίων, οι εισαγγελείς, αντεισαγγελείς και πάρεδροι εισαγγελίας, καθώς και οι ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες δεν επιτρέπεται να υπηρετούν σε δικαστήρια ή εισαγγελίες, στην περιφέρεια των οποίων αυτοί ή οι σύζυγοί τους γεννήθηκαν και ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι καθ’ όλη την τελευταία δεκαετία πριν από το διορισμό τους και ήταν ή εξακολουθούν να είναι εγκαταστημένοι αυτοί ή οι σύζυγοί τους. Για τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες τα κωλύματα αυτά ισχύουν για ολόκληρη την περιφέρεια του πρωτοδικείου, στο οποίο υπάγεται το ειρηνοδικείο ή πταισματοδικείο. Ως μόνιμη εγκατάσταση νοείται ιδίως η ολοκλήρωση των εγκυκλίων σπουδών στην περιφέρεια, η επαγγελματική δραστηριότητα και η εκλογή σε αιρετή θέση ΟΤΑ. Σε καμία περίπτωση η δημόσια υπηρεσία ή η εν γένει μισθωτή απασχόληση δεν μπορεί να θεμελιώσει μόνιμη εγκατάσταση.