Αρχική Δίκαιη ΔίκηΆρθρο 06: Καθ’ ύλη αρμοδιότητα των Μονομελών ΠρωτοδικείωνΣχόλιο του χρήστη Πασχάλης | 23 Δεκεμβρίου 2011, 09:51
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Ως προς το άρθρο 6 παρ. 3 του σχεδίου νόμου: Γενικά το άρθρο 94 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας πρέπει ν' αντικατασταθεί ως εξής: ΑΡΘΡΟ 94 1. Στα πολιτικά δικαστήρια,ενώπιον των δικαστών των πολιτικών δικαστηρίων και στην διαδικασία κατάρτισης έγγραφης συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου, οι διάδικοι έχουν την υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο. 2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου μόνο στις εξής περιπτώσεις: α) στις διαφορές ενώπιον του Ειρηνοδικείου, των οποίων το αντικείμενο, κατά το άρθρο 466 ΚΠολΔ, θεωρείται μικροδιαφορά, καθώς και στα ασφαλιστικά μέτρα αρμοδιότητας του Ειρηνοδικείου και β) για ν' αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος. 3. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 ο δικαστής έχει το δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υποχρεώσει τον διάδικο να προσλάβει δικηγόρο. ΑΙΤΟΛΟΓΙΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗΣ ΡΥΘΜΙΣΗΣ: Με τη συνεχή αύξηση της υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων που ανέρχεται ήδη στο ποσό των 20.000 Ευρώ, καθώς και με την υπαγωγή στο Δικαστήριο αυτό της εκδίκασης και σωρείας άλλων διαφορών, καθίσταται προφανές ότι συντριπτικά μεγάλο ποσοστό του όγκου των υποθέσεων των πολιτικών δικαστηρίων, ιδιαίτερα στα επαρχιακά Πρωτοδικεία, θα εκδικάζεται πλέον, σε πρώτο βαθμό, από τα Ειρηνοδικεία. Μετά μάλιστα τη μεταβολή που επήλθε με το άρθρο 3 παρ. 2 ν. 3472/2006 (ΦΕΚ Α΄135/4.7.2006) παρέχεται η δυνατότητα για ορθολογικότερη αξιοποίηση των Ειρηνοδικείων, καθώς και των υποθέσεων που εκδικάζονται από τα Ειρηνοδικεία, αφού το φαινόμενο της εκδίκασης ελάχιστου αριθμού υποθέσεων από ένα Ειρηνοδικείο και μεγάλου αριθμού υποθέσεων από ένα άλλο Ειρηνοδικείο στον ίδιο Νομό ή στο ίδιο Πρωτοδικείο, μπορεί να εκλείψει με μια ορθολογική κατανομή και εκδίκαση των υποθέσεων σ’ αυτά. Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, στα πολιτικά δικαστήρια οι διάδικοι υποχρεούνται να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο, ενώ επιτρέπεται η παράστασή τους χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο στα Ειρηνοδικεία, στα ασφαλιστικά μέτρα και σε περιπτώσεις αποτροπής επικείμενου κινδύνου. Δυστυχώς, αρκετοί δικηγόροι, ενώ συντάσσουν αυτοί τα δικόγραφα που απευθύνονται στα Ειρηνοδικεία , υπό την επίφαση της νομιμότητας που τους παρέχει η παραπάνω διάταξη του άρθρου 94 παρ. 2α ΚΠολΔ, δεν τα υπογράφουν οι ίδιοι, αλλά είτε θέτουν την υπογραφή του εντολέα τους, είτε του υποδεικνύουν να τα υπογράψει αυτός, αποφεύγοντας έτσι την καταβολή, μέσω των προκαταβαλλομένων εξόδων δίκης από τους Δικηγορικούς Συλλόγους, με την έκδοση των γραμματίων είσπραξης αυτών, κατά την κατάθεση των αντίστοιχων δικογράφων, του παρακρατουμένου και αποδιδομένου στο Δημόσιο από τους Δικηγορικούς Συλλόγους φόρου (ίσου με ποσοστό 15% επί της αναγραφομένης δικηγορικής αμοιβής), ΦΠΑ 23% (αφού δίδεται η δυνατότητα μη έκδοσης ΑΠΥ για υποθέσεις που οι δικηγόροι δεν φαίνονται παριστάμενοι σε δικαστήρια) των δικαιωμάτων υπέρ του ΕΤΑΑ (Ταμείο Νομικών - ΚΕΑΔ - ΤΥΔΕ), των Δικηγορικών Συλλόγων, των Ταμείων Προνοίας ή των Λογαριασμών Ενίσχυσης και Αλληλοβοηθείας των Δικηγόρων (Λ.Ε.Α.Δ.), αλλά και των διανεμητικών λογαριασμών των Δικηγορικών Συλλόγων, καταβολές που γίνονται με την επικόλληση των αντιστοίχων ενσήμων ή με παρακράτηση των ποσών μέσω των γραμματίων προκαταβολής δικαστικών εξόδων. Είναι βέβαιο ότι το φαινόμενο αυτό θα εξακολουθήσει να συμβαίνει. Με τον τρόπο αυτό, αφενός δημιουργούν συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού, λόγω της μη πληρωμής των παραπάνω δαπανών και της αποκόμισης μεγαλύτερου οικονομικού οφέλους, αφετέρου στερούν το Δημόσιο, τους Δικηγορικούς Συλλόγους, τα ταμεία αλληλοβοήθειας (ΛΕΑΔ, διανεμητικοί λογαριασμοί) και τα ασφαλιστικά Ταμεία, από αναγκαία για την εκτέλεση των σκοπών τους έσοδα, ενώ συμβάλλουν στη δημιουργία μιας εικόνας απαξιωτικής, τόσο για τους δικηγόρους στο σύνολό τους, όσο και για την αξία και σημασία του δικηγορικού λειτουργήματος. Με την τελευταία αύξηση της υλικής αρμοδιότητας των Ειρηνοδικείων και την συνακόλουθη αύξηση του αριθμού των κατατιθέμενων εισαγωγικών δικογράφων (αγωγών, κλήσεων) η κατάσταση προσέλαβε ανησυχητικές διαστάσεις, οι οποίες θα ενταθούν ακόμη περισσότερο με την υπό ψήφιση υπαγωγή σωρείας υποθέσεων στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων. Επίσης, το ίδιο συμβαίνει και σε πάρα πολλές περιπτώσεις συζήτησης αιτήσεων και αγωγών στα Δικαστήρια, όταν δεν απαιτείται διαδικασία εξέτασης μαρτύρων (όπου φυσικά είναι απαραίτητη «από τα πράγματα» η παράσταση Δικηγόρου). Ενώ οι δικηγόροι βρίσκονται μαζί με τους διαδίκους στο ακροατήριο, δηλώνουν (χωρίς να παρίστανται) ότι «οι διάδικοι παρίστανται αυτοπρόσωπα» και παραδίδουν οι ίδιοι (οι Δικηγόροι) τα απαιτούμενα σχετικά επί της έδρας, με αποτέλεσμα να επέρχονται όσα προαναφέρονται και για τις καταθέσεις των δικογράφων.Δεν είναι δυνατό να θεωρεί κανείς στην σημερινή εποχή, ότι είναι δυνατό να συντάσσει μόνος του ο,μη έχων νομικές γνώσεις, διάδικος δικόγραφα και εν γένει νομικά κείμενα και πολύ περισσότερο να ανταπεξέρχεται μόνος του στην διαδικασία διεξαγωγής δίκης Με την προτεινόμενη τροποποίηση το φαινόμενο αυτό θα εκλείψει σε απολύτως ικανοποιητικό βαθμό, προς όφελος του Κράτους, των ασφαλιστικών Ταμείων, των Δικηγορικών Συλλόγων, των Ταμείων Προνοίας Δικηγόρων και των Ταμείων Αλληλοβοηθείας των Δικηγορικών Συλλόγων, αλλά και των ιδίων των δικηγόρων στο σύνολό τους, ενώ στις υποθέσεις με μικρό αντικείμενο (μικροδιαφορές), που η πρόσληψη δικηγόρου θα είναι ασύμφορη από οικονομική άποψη, θα παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους – ενάγοντες να υπογράφουν οι ίδιοι τα εισαγωγικά δικόγραφα, είτε και να παρίστανται αυτοπρόσωπα στις σχετικές δίκες, όπως και στις περιπτώσεις ασφαλιστικών μέτρων αρμοδιότητας ειρηνοδικείου, όπου οι περισσότερες εξ αυτών αφορούν περιπτώσεις προσβολής ή διατάραξης νομής και παραγράφονται εντός έτους από την τέλεσή τους, κατά κανόνα δε η οικονομική αξία του αντικειμένου τους είναι χαμηλή.