• Για το ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας», ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 4619/2019, Άρθρο 25: Διατάραξη της λειτουργίας υπηρεσίας νοσηλευτικών ιδρυμάτων – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 168 του Ποινικού Κώδικα. Η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Νοσηλευτική Ομοσπονδία του Εθνικού Συστήματος Υγείας θεωρεί θετικό βήμα προς την προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών της τη νέα διάταξη που έρχεται να καλύψει το νομοθετικό κενό, καθώς στο άρθρο 168 ΠΚ δεν υπήρχε ειδική διάταξη σχετική με τους χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας όπου τα περιστατικά βίας έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, ιδίως μετά την πανδημία, με αποτέλεσμα να μην καλύπτονται πλήρως οι περιπτώσεις άσκησης βίας σε βάρος των Νοσηλευτών. Το δε ασφαλές περιβάλλον εργασίας είναι εδώ και δεκαετίες νομοθετικά κατοχυρωμένη υποχρέωση της Διοίκησης και πάγιο αίτημά μας. Κατά την ανάλυση συνεπειών ρύθμισης: «Η τροποποίηση του άρθρου 168 ΠΚ με την προσθήκη παρ. 4 κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να συμπεριληφθεί ρητά, στις υποπεριπτώσεις του εν λόγω άρθρου και κάθε μορφή διατάραξης της λειτουργίας χώρου υγειονομικής περίθαλψης, η οποία μπορεί να τελείται ενδεικτικώς με φωνασκίες, θόρυβο, ύβρεις ή απειλές κατά του υγειονομικού προσωπικού, υπαλλήλων ή ασθενών. Διακεκριμένη μορφή της ανωτέρω συμπεριφοράς, θεωρείται η πρόκληση βιαιοπραγίας. Το ύψος και η διαβάθμιση των απειλούμενων ποινών κρίθηκαν ανάλογα με την ιδιαίτερη ποινική απαξία του εγκλήματος. Η διατάραξη της λειτουργίας των ανωτέρω χώρων προκαλεί πολυεπίπεδη βλάβη, καθώς αφενός μεν παρεμποδίζει το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό από την άσκηση των,συχνότατα, κατεπείγοντος χαρακτήρα καθηκόντων τους, που είναι κρίσιμα γιατην αποκατάσταση της υγείας των ασθενών τους, αφετέρου δε, η δημιουργούμενη ένταση διαταράσσει την απαραίτητη ψυχική ηρεμία και νηφαλιότητα για την άσκηση του λειτουργήματός των ανωτέρω επαγγελματιών υγείας, αλλά και δημιουργεί ταραχή στους νοσηλευόμενους και θεραπευόμενους με ό,τι αυτό αρνητικό συνεπάγεται για την αποκατάσταση της υγείας τους.» Παρά τη θετική αποτίμηση μιας ειδικής διάταξης για την καταστολή της βίας στα νοσοκομεία, εντύπωση προκαλεί η πλήρης απουσία της αναφοράς των εργαζομένων στην ανάλυση εκτίμησης συνεπειών και δη του νοσηλευτικού προσωπικού που είναι στατιστικά ο πιο συχνός αποδέκτης λεκτικών και σωματικών επιθέσεων. Η αιτιολογική έκθεση αναδεικνύει ενδιαφέρον αποκλειστικά και μόνο για την ψυχική και σωματική υγεία των ασθενών, η οποία ήδη προστατεύεται εξ ορισμού στους συγκεκριμένους χώρους και παραγνωρίζει τη σημασία της εργασίας των επαγγελματιών υγείας σε ένα ασφαλές περιβάλλον. Η έκθεση αποδίδει υπερβολική συγκριτικά σημασία στην αξία της σωματικής ακεραιότητας των ασθενών και στην επικράτηση ήρεμου και ασφαλούς περιβάλλοντος νοσηλείας και δείχνει να αγνοεί ότι το ίδιο περιβάλλον αποτελεί και περιβάλλον εργασίας και δη εργασίας εξαιρετικά δυσχερούς και υπεύθυνης. Η άποψη μας είναι ότι η θεσμοθέτηση του αδικήματος αυτού είναι θετική αλλά όχι επαρκής από μόνη της για την καταστολή των φαινομένων βίας. Η ανεπάρκεια επικεντρώνεται σε δύο άξονες: Από άποψη πολιτικής, η διάταξη αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί από μόνη της πανάκεια του φαινομένου της βίας στις δομές παροχής υγείας, χωρίς την επαρκή στελέχωση και την αποτελεσματική φύλαξη των χώρων αυτών. Από άποψη νομοτεχνική, η διάταξη είναι ελλιπής και προβληματική αναφορικά με τη διαδικασία σχετικά με την καταγγελία και τη δίωξη των αδικημάτων αυτών. Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη σχετικά με την έγκληση τους, με αποτέλεσμα να ισχύει ο κανόνας της αυτεπάγγελτης δίωξης, χωρίς όμως να επιλύονται τα πρακτικά ζητήματα που θα επέλυε η ρητή πρόβλεψη της υποχρέωσης της Υπηρεσίας να καταγγείλει το συμβάν στις αρχές (όπως συμβαίνει με τα εργατικά ατυχήματα και δη σε πολύ σύντομες προθεσμίες). Τα δε σημαντικά προβλήματα που ανακύπτουν στην πράξη και δεν προβλέπονται προς το παρόν, είναι τα σχετικά με την ανάληψη των δικαστικών εξόδων των δικαστηρίων που θα προκύψουν, δεδομένης της μεγάλης καθυστέρησης απονομής της δικαιοσύνης και του υψηλού κόστους αυτής, όπως ισχύει νομοθετικά για τις περιπτώσεις βιαιοπραγίας κατά των ελεγκτών της ΑΑΔΕ, αλλά και για τους δημοσίους υπαλλήλους, σε περίπτωση διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης ή άσκησης ποινικής δίωξης εις βάρος τους για αδικήματα που τους αποδίδεται ότι διέπραξαν κατά την ενάσκηση των καθηκόντων τους (άρθρο 52 του νόμου 4674/2020-στο οποίο πρέπει να προστεθεί διάταξη που να καταλαμβάνει και τα νέα αδικήματα και την κάλυψη εξόδων υποβολής έγκλησης και άσκησης αγωγής, εκδίκασης αυτών και όλων των σχετικών εξόδων, με επέκταση του πεδίου εφαρμογής και στους υπαλλήλους με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου που επίσης είναι συχνά θύματα βίας). Πρέπει επομένως να προβλεφθεί αφενός ρητά η άσκηση ποινικής δίωξης με υποχρεωτική καταγγελία του περιστατικού από την Υπηρεσία στις αρμόδιες αρχές και αφετέρου η ανάληψη των σχετικών οικονομικών υποχρεώσεων από την Υπηρεσία και η οικονομική συνδρομή στον παθόντα υπάλληλο.