• Σχόλιο του χρήστη 'ΔΙΟΤΙΜΑ - ΚΕΝΤΡΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΜΦΥΛΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ' | 22 Δεκεμβρίου 2023, 12:35

    Η ΒΙΑ ΕΧΕΙ ΦΥΛΟ - Μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία που δεν συμβάλλει στην κατοχύρωση των έμφυλων δικαιωμάτων Ι. ΓΕΝΙΚΑ, ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ Κατά γενική ομολογία και με βάση τις δημόσιες τοποθετήσεις έγκριτων επιστημονικών ενώσεων και εταιριών (π.χ. Ελληνική Εταιρεία Ποινικού Δικαίου, Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων), νομικών σχολών, δικηγορικών συλλόγων, κ.λπ., οι τροποποιήσεις που εισάγονται στον Ποινικό Κώδικα και στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας μέσω του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης – Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας», πλήττουν σοβαρά το κράτος δικαίου και τον νομικό πολιτισμό μας. Παράλληλα το νομοσχέδιο εισάγει παρεμβάσεις στον Ν. 3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία, πολλές από τις οποίες έρχονται σε αντίθεση με τις προβλέψεις της Σύμβασης για την Πρόληψη και Καταπολέμηση της Βίας κατά́ των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Ν. 4531/2018 Σύμβαση Κωνσταντινούπολης). Μάλιστα οι τροποποιήσεις αυτές προτείνονται χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κατεπείγουσες συστάσεις της Επιτροπής GREVIO που περιλαμβάνονται στην πρώτη έκθεση αξιολόγησης της χώρας. Το Κέντρο για την Ισότητα και τα Έμφυλα Δικαιώματα Διοτίμα, εκφράζει τον βαθύτατο προβληματισμό και την ανησυχία του φορέα καταρχάς διότι το νομοσχέδιο έρχεται στη δημόσια διαβούλευση χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών. Μάλιστα, παρά τις αυστηρές συστάσεις της Επιτροπής GREVIO για την επιτακτική ανάγκη και τη σημασία της ενεργού συμμετοχής των φεμινιστικών οργανώσεων σε δημόσιες διαβουλεύσεις για θέματα ισότητας των φύλων, για μία ακόμα φορά οι φεμινιστικές ΜΚΟ και συλλογικότητες δεν κλήθηκαν σε διάλογο προκειμένου να καταθέσουν την εμπειρογνωμοσύνη και τις προτάσεις τους, εισφέροντας ουσιαστικά στον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας για την ενδοοικογενειακή/συντροφική έμφυλη βία. Διατρέχοντας το νομοσχέδιο συνολικά καταλήγουμε στις εξής βασικές και σημαντικές διαπιστώσεις: • Σύμφωνα με το νομοσχέδιο τα πλημμελήματα της ενδοοικογενειακής βίας, όπως και το σύνολο σχεδόν των πλημμελημάτων του ΠΚ, από εδώ και στο εξής θα εκδικάζονται από μονομελή πλημμελειοδικεία. Θεωρούμε πως η εκδίκαση υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας από μονομελείς συνθέσεις απαξιώνει τη σοβαρότητα του φαινομένου και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ακόμη και αν την υπαγορεύει η υποστελέχωση των Δικαστηρίων. • Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την επιτάχυνση των διαδικασιών και την κατά προτεραιότητα εκδίκαση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, παρά την αναγνωρισμένη κοινωνική ανάγκη και τη γνωμοδότηση από ανώτατο δικαστικό λειτουργό, και παρά το γεγονός ότι οι γυναικοκτονίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονται (και) στην αδυναμία της Δικαιοσύνης να ανταποκριθεί και να προστατεύσει τα θύματα από την κλιμάκωση των βίαιων συμπεριφορών. • Ενώ το νομοσχέδιο αναφέρεται εξαντλητικά στο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης ως δυνητική περίπτωση εξάλειψης της ποινικής αξίωσης της Πολιτείας εναντίον των δραστών ενδοοικογενειακής βίας, την ίδια στιγμή, με εξαίρεση τα Κέντρα Κοινωνικής Στήριξης του ΕΚΚΑ σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, παραμένει η έλλειψη πιστοποιημένων ή/και κρατικά εποπτευόμενων δομών στην υπόλοιπη χώρα, για την παρακολούθηση συμβουλευτικών-θεραπευτικών προγραμμάτων εκ μέρους των δραστών. Θεωρούμε, επιπλέον, ακατανόητη και επικίνδυνη την αναφορά σε «προγράμματα απεξάρτησης από την ενδοοικογενειακή βία», καθώς έτσι απαραδέκτως ταυτίζεται ο βίαιος δράστης με μια «έξη» την οποία δεν μπορεί να αποβάλλει με ίδιες δυνάμεις και (ψυχ)ιατρικοποιείται το φαινόμενο. Τα προγράμματα για τους δράστες θα πρέπει αφενός να στηρίζονται στην ελεύθερη βούληση και όχι στον εξαναγκασμό του δράστη, και αφετέρου και πρωτίστως στην προστασία της ευάλωτης κατάστασης στην οποία ενδεχομένως βρίσκεται το θύμα/ η επιζώσα. Περαιτέρω, θεωρούμε ανεπίτρεπτο το γεγονός ότι το νομοσχέδιο συνδέει την αποζημίωση των θυμάτων από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης με το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, εφόσον η μεν Αρχή έχει αποδειχθεί στην πράξη ανενεργός, η δε αποζημίωση των θυμάτων δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο σε περιπτώσεις που έχουν υπαχθεί στην ποινική διαμεσολάβηση. Συνολικά, η όλη πρόβλεψη κρίνεται ατυχής και είναι προβληματικό που ο θεσμός της κρατικής αποζημίωσης σύμφωνα με τις προβλέψεις του νομοσχεδίου συνδέεται με την διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης ενώ, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κων/πολης (αρ.30) τα κράτη οφείλουν να χορηγούν επαρκή κρατική αποζημίωση ανεξαιρέτως, στα άτομα τα οποία έχουν υποστεί σοβαρή σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας τους, στο βαθμό που αυτή η βλάβη δεν καλύπτεται από άλλες πηγές, όπως άλλωστε συστήνει και η GREVIO (σημεία 184-185). Η θέση του Κέντρου Διοτίμα είναι πως όλες ανεξαιρέτως οι ευάλωτες επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους θα πρέπει να λαμβάνουν κρατική οικονομική υποστήριξη και αρωγή στα πρώτα, τουλάχιστον, βήματα διαφυγής τους από βίαιες/κακοποιητικές σχέσεις, ανεξάρτητα από δικαστική η μη αναγνώριση της ύπαρξης ενδοοικογενειακής βίας. • Η ψυχολογική βία εισάγεται ως μορφή βίας που αφορά μόνο τους/τις ανήλικους/ανήλικες. Στον αντίποδα, το νομοσχέδιο δεν θεωρεί αξιόποινες μια σειρά από συμπεριφορές που συνιστούν ενδοοικογενειακή βία, υπό τον διευρυμένο ορισμό της Σύμβασης, δηλαδή την ψυχολογική βία σε βάρος ενηλίκων και την οικονομική βία. Δεν είναι κατανοητό για ποιον λόγο δεν ποινικοποιείται στον Ν. 3500/2006 η ψυχολογική βία, ενώ σε άλλα νομοθετήματα, είτε υπάρχει αναφορά σε τρόμο ή ανησυχία, που συνιστούν μορφές ψυχολογικής βίας (π.χ. άρθρο 333 παρ. 1 ΠΚ), είτε γίνεται σαφής αναφορά σε ψυχολογική βλάβη (Ν. 4808/2021 άρθρο 4, παρ. 2). Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή GREVIO, ακριβώς εξαιτίας του ότι η ψυχολογική βία δεν αποτυπώνεται στο νόμο, ενώ καταγγέλλεται, δεν διώκεται μεμονωμένα παρά μόνον σε συνδυασμό με την σωματική βία. Σε ό,τι αφορά την οικονομική βία συνιστά σπουδαία έλλειψη η απουσία ορισμού, ενώ προβλέπεται ρητά από τη Σύμβαση. • Ούτε και αυτή τη φορά αποτελεί προτεραιότητα του νομοθέτη μια διακριτή, τυποποιημένη ποινική πρόβλεψη για την αφαίρεση της ζωής γυναικών, με την αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως εγκλήματος με έμφυλα χαρακτηριστικά, παρά την υιοθέτηση αυτής της νομικής θεώρησης από αρκετές άλλες χώρες. • Τέλος, όσον αφορά στο αδίκημα του βιασμού, παρόλο που ρητά, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα θεωρείται πλέον ενδοοικογενειακή βία όταν τελείται σε ενδοοικογενειακό/συντροφικό πλαίσιο, ο νομοθέτης παραλείπει να βελτιώσει νομοτεχνικά τον ορισμό του βιασμού. Αυτό σημαίνει ότι στον υπάρχοντα ορισμό δεν διασαφηνίζεται η έννοια της συναίνεσης και δεν προκύπτει ότι οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη ή συμπεριφορά θα πρέπει να είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης. Ταυτόχρονα ο ισχύων ορισμός περιορίζεται στην στενή έννοια της «γενετήσιας πράξης», όπου δεν μπορούν να ενταχθούν ασελγείς πράξεις που δεν προϋποθέτουν τη διείσδυση. Θεωρούμε ότι οι παραλείψεις αυτές όχι μόνο δεν συνάδουν με όσα ορίζει η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο 36), αλλά δηλώνουν την απουσία πολιτικής βούλησης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας. Η επιχειρούμενη νομοθετική πρωτοβουλία για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας είναι ακόμη μία κυβερνητική παρέμβαση που έρχεται να προστεθεί στις πολλές που έχουν λάβει χώρα από το 2019 και εντεύθεν, γίνεται χωρίς καν την ύπαρξη νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και με μοναδική στόχευση τον εντυπωσιασμό μέσω της αυστηροποίησης των ποινών. Στο ίδιο πνεύμα, οι παρεμβάσεις στον νόμο 3500/2006 λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που η Πολιτεία αποτυγχάνει να αποκριθεί ικανοποιητικά στον τομέα της πρόληψης και της προστασίας των θυμάτων ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας παραβιάζοντας βασικές αρχές της Σύμβασης. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε πως ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της Σύμβασης είναι να τεθεί τέλος στην ατιμωρησία των δραστών. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο την επιβολή κυρώσεων εναντίον τους μέσω της νομοθεσίας, αλλά και διασφάλιση των απαραίτητων νομικών οδών για τα θύματα. Όταν το ίδιο το Κράτος δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση της δέουσας επιμέλειας στην πρόληψη και διερεύνηση των πράξεων βίας, οφείλει να λογοδοτεί. ΙΙ. Ως προς τις κατ’ άρθρον τροποποιήσεις του ν. 3500/2006, το Κέντρο Διοτίμα παραθέτει τις απόψεις και κριτικές παρατηρήσεις του ακολούθως: Αρ. 85 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 1 ν. 3500/2006 Η προτεινόμενη τροποποίηση, η οποία επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής του άρθρου με την προσθήκη της φράσης «σε βάρος προσώπου που δέχεται τις υπηρεσίες φορέα παροχής κοινωνικής μέριμνας στον οποίο ο δράστης εργάζεται», πέρα από τα όρια της οικογένειας, δεν συνιστά ορθή νομοτεχνική οδό για την ειδική πρόβλεψη των αδικημάτων που επιδιώκεται να εισαχθούν. Η επέκταση της εφαρμογής του σε πρόσωπα που σχετίζονται μεταξύ τους με άλλον τρόπο, δεν υπάγονται στην στενή ή ευρεία έννοια της οικογένειας, δεδομένου ότι τα πρόσωπα αυτά δεν αναπτύσσουν σχέσεις ανάλογες με αυτές που αναπτύσσονται εντός της οικογένειας, σε οποιοδήποτε επίπεδο διάρκειας, έντασης ή ταυτόχρονης παρουσίας. Έτσι, παρίσταται αυθαίρετη η εξομοίωση αυτών των προσώπων προς μέλη οικογένειας. Η επιχειρούμενη ως άνω επέκταση των προσώπων σε βάρος των οποίων τελείται ενδοοικογενειακή βία δεν απαντάται ούτε στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και εκτιμούμε ότι μία τέτοια επέκταση, εκτός από νομοτεχνικά αδόκιμη, θα προκαλέσει στρεβλώσεις στην παροχή υπηρεσιών κοινωνικής φροντίδας προς επωφελούμενες/νους αναφορικά με το πλαίσιο και τις συνέπειες παροχής των υπηρεσιών. Η ανάγκη βελτίωσης του πλαισίου προστασίας των επωφελούμενων των κοινωνικών υπηρεσιών θα πρέπει να εισαχθεί με άλλον τρόπο. Αρ. 86 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 4 ν. 3500/2006 Θεωρούμε θετική την προσθήκη της ψυχολογικής και όχι μόνον σωματικής, βίας ως προβλεπόμενης και τιμωρούμενης βίας σε βάρος ανηλίκων. Ωστόσο, είναι αναγκαίο να διευρυνθεί ο ορισμός της βίας και κατά των ενηλίκων, ώστε ο νόμος να περιλάβει και την ψυχολογική βία και όχι μόνον τη σωματική βία και την απειλή, με αντίστοιχη τροποποίηση είτε του άρθρου 2 είτε του άρθρου 7 του νόμου. Και τούτο διότι ρητά στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, προβλέπεται ότι «τα Μέρη καλούνται να λαμβάνουν τα αναγκαία νομοθετικά ή άλλα μέτρα προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η εσκεμμένη συμπεριφορά που κατατείνει στην σοβαρή πρόκληση βλάβης, στην ψυχολογική ακεραιότητα του ατόμου μέσω καταναγκασμού ή απειλών, θα ποινικοποιηθεί». Μάλιστα, στην έκθεση αξιολόγησης της GREVIO (σημεία 203-208) αναφέρεται ότι η πρόβλεψη της παράνομης πράξης της απειλής στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα και στον νόμο για την ενδοοικογενειακή βία, δεν καλύπτει τον ορισμό της ψυχολογικής βίας, όπως καθορίζεται στο ανωτέρω άρθρο 33 της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, που περιλαμβάνει άλλες μορφές ψυχολογικής βίας, όπως ο εκφοβισμός και η οικονομική βία. Η ψυχολογική βία, σύμφωνα με την GREVIO, εμπεριέχει μία συμπεριφορά που μπορεί να συνίσταται σε επιμέρους περιστατικά χαμηλότερης έντασης που προστίθενται σε έναν τύπο καταχρηστικής συμπεριφοράς σε καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας, που είναι ακριβώς ό,τι επιδιώκει να αποτυπώσει το άρθρο 33 της Σύμβασης. Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή GREVIO, ακριβώς εξαιτίας του ότι η ψυχολογική βία δεν αποτυπώνεται στο νόμο, ενώ καταγγέλλεται, δεν διώκεται μεμονωμένα παρά μόνον σε συνδυασμό με την σωματική βία. Σε ό,τι αφορά την οικονομική βία συνιστά σπουδαία έλλειψη η απουσία ορισμού, ενώ προβλέπεται ρητά από τη Σύμβαση. Αρ. 88 νομοσχεδίου _Τροποποίηση του αρ. 6 ν. 3500/2006 Το παρόν άρθρο τροποποιείται με την προσθήκη, στις διακεκριμένες περιπτώσεις ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης που επισύρουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο (2) ετών, και της περίπτωσης τέλεσης της πράξης ενώπιον του ανηλίκου μέλους της οικογένειας. Στην περίπτωση μάλιστα που η πράξη φέρει τα χαρακτηριστικά της επικίνδυνης ή της βαριάς σωματικής βλάβης, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών (3) ετών. Η προτεινόμενη παρέμβαση στοχεύει στην επαύξηση του αξιοποίνου για τον δράστη ενδοοικογενειακής σωματικής βλάβης που τελείται ενώπιον ανηλίκου. Αρ. 89 νομοσχεδίου_ Τροποποίηση του αρ. 7 ν. 3500/2006 Με το άρθρο 89 τροποποιείται το άρθρο 7 ν. 3500/2006 δια της προσθήκης δεύτερου εδαφίου αναφορικά με την ποινή της ενδοοικογενειακής παράνομης βίας και απειλής που τελείται ενώπιον ανηλίκου, ώστε να τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και έξι (6) μηνών, αντίστοιχα. Με την προτεινόμενη προσθήκη τυποποιείται για πρώτη φορά η ενδοοικογενειακή παράνομη βία και η απειλή που τελείται ενώπιον ανηλίκου ως αυτοτελές αδίκημα. Γενικό σχόλιο ως προς και τα δύο παραπάνω άρθρα: Η αποδοκιμασία της ενδοοικογενειακής βίας που δεν στρέφεται άμεσα εναντίον του ανηλίκου αλλά τελείται σε βάρος άλλου μέλους της οικογένειας ενώπιόν του προβλέπεται ήδη στο ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και συγκεκριμένα στο άρθρο 1 παρ. 3 εδ. β’ ν. 3500/2006, το οποίο ορίζει αυθεντικά ως θύμα ενδοοικογενειακής βίας τον ανήλικο ενώπιον του οποίου τελούνται πράξεις ενδοοικογενειακής βίας. Περαιτέρω, το άρθρο 2 ν. 3500/2006 απαγορεύει την άσκηση κάθε μορφής βίας μεταξύ των μελών της οικογένειας. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, σε συμφωνία με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, προκύπτει ότι τα ανήλικα μέλη οικογένειας που γίνονται μάρτυρες πράξεων ενδοοικογενειακής βίας είναι θύματα και χρήζουν προστασίας, ανεξαρτήτως της ποινικής τυποποίησης ή/και της δικαστικής επιβεβαίωσης της βίας αυτής. Έτσι, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των άρθρων 6 και 7 ν. 3500/2006 εγκυμονούν τον κίνδυνο υιοθέτησης από τα δικαστήρια μιας στενής έννοιας της ενδοοικογενειακής βίας που τελείται ενώπιον ανηλίκων, όταν καλούνται να αποφασίσουν στο πλαίσιο μιας διαφοράς οικογενειακού δικαίου, ιδίως σε περιπτώσεις κακής άσκησης γονικής μέριμνας. Αρ.90 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 9 του ν.3500/2006 Με την προτεινόμενη τροποποίηση αυστηροποιείται το πλαίσιο ποινής και διευρύνεται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της ενδοοικογενειακής προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας υπό την έννοια ότι ποινικοποιείται πέρα από την τέλεση της ίδιας της πράξης, και η τέλεσή της ενώπιον ανηλίκου προσώπου, αυτοτελώς. Θεωρούμε θετική την προσθήκη αυτή εφόσον η πράξη τελείται σε ενδοοικογενειακό πλαίσιο. Αρ.91 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 11 του ν.3500/2006 Επιχειρείται η διεύρυνση του θεσμού της ποινικής διαμεσολάβησης, σύμφωνα και με τις διακηρύξεις του σκοπού του νομοσχεδίου. Καταρχάς, διευρύνεται η υλική αρμοδιότητα των ανακριτικών υπαλλήλων στο πλαίσιο του 245 παρ. 2 ΚΠΔ που αφορά στην προανάκριση, να διερευνούν τη δυνατότητα υπαγωγής ενός πλημμελήματος ενδοοικογενειακής βίας στην ποινική διαμεσολάβηση. Η καθ’ ύλην αυτή διεύρυνση προβληματίζει στο βαθμό που δεν εξασφαλίζεται ο βαθμός ενημέρωσης των μερών της διαμεσολάβησης. Ιδίως αν ληφθούν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των αδικημάτων, η ευάλωτη κατάσταση της καταγγέλλουσας κατά το χρόνο της κατάθεσής της, το ενδεχόμενο να υποκύψει στο πιεστικό αίτημα του δράστη-μέλους της οικογένειας για «συγχώρεση», όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα αβέβαιο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα δοθεί η πλήρης και ενημερωμένη συγκατάθεσή της για υπαγωγή της υπόθεσης στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Το Κέντρο Διοτίμα υπενθυμίζει πως μετά την πρόσφατη επίσκεψή της στην Ελλάδα, η GREVIO συστήνει (στοιχείο 248 της Έκθεσης) να εξασφαλίζεται πως η υπαγωγή στη διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης θα βασίζεται στον σεβασμό στα δικαιώματα, στις ανάγκες και την ασφάλεια των θυμάτων. Ειδικότερα, συστήνεται αυστηρά να ενεργοποιείται ο θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης μόνο όταν τα θύματα είναι σε θέση να αποφασίσουν ελεύθερα σχετικά με αυτή την επιλογή. Για τον σκοπό αυτό οι Αρχές θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι τα Όργανα που εμπλέκονται στην ποινική διαμεσολάβηση θα έχουν εκπαιδευτεί κατάλληλα και θα λειτουργούν κάτω από συγκεκρικριμένες κατευθυντήριες οδηγίες μέσα από τις οποίες θα έχουν εμπεδωθεί η έμφυλες δυναμικές της ενδοοικογενειακής βίας και η ανισορροπία δύναμης. Το Κέντρο Διοτίμα υπενθυμίζει, επίσης, την με αριθμ. 12/2021, Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Β. Πλιώτα, όπου τονίζεται η ανάγκη για επισταμένη παρακολούθηση από τον αρμόδιο εισαγγελικό λειτουργό της τήρησης των όρων από τον φερόμενο δράστη, ενώ ορίζεται πως θα πρέπει να κινείται τάχιστα η διαδικασία σε περίπτωση μη τήρησης αυτών. Παρά την ως άνω Γνωμοδότηση, ωστόσο, δεν περιέχεται στο υπό τροποποίηση άρθρο καμία περιγραφή της παραπάνω διαδικασίας παρακολούθησης. Περαιτέρω, ως προϋπόθεση τίθεται ο δράστης «να παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας σε δημόσιο φορέα ή σε ιδιωτικό φορέα……». Η προσθήκη της φράσης «ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας» δεν είναι κατανοητή και σαφής, ως οφείλει να είναι μία διάταξη νόμου. Σε τι είδους εξάρτηση αναφέρεται ο νομοθέτης, από την οποία διαπιστώνεται η ανάγκη να απεξαρτηθεί ο δράστης; Αν ο νομοθέτης αναφέρεται σε προγράμματα απεξάρτησης από ψυχοτρόπες ουσίες/αλκοόλ, τότε πρόκειται για μία λογική υπέρβαση, η οποία (ψυχ)ιατρικοποιεί το προφίλ των δραστών εφόσον συνδέει τη χρήση ουσιών με την άσκηση ενδοοικογενειακής βίας πράγμα το οποίο δεν αποδεικνύεται από σχετικές έρευνες ή εμπειρικά δεδομένα σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο. Από την άλλη, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να θεωρείται «έξη» η άσκηση ενδοοικογενειακής βίας. Ως προς το ζήτημα της χρηματικής ικανοποίησης του θύματος, από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, κατόπιν αίτησής του, με αναλογική εφαρμογή του νόμου που διέπει τη λειτουργία της Αρχής, όταν ο δράστης αδυνατεί να ικανοποιήσει το θύμα, καταρχάς πρέπει να ειπωθεί πως αναγνωρίζουμε ανεπιφύλακτα τη σημασία της χρηματικής ικανοποίησης του ατόμου που υπέστη ενδοοικογενειακή βία. Όμως, πρέπει να επισημάνουμε πως η Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης συστάθηκε πριν από 14 χρόνια (ν. 3811/2009) και μέχρι σήμερα δεν διαθέτουμε επαρκή στοιχεία για την λειτουργία της και την αποτελεσματική αποζημίωση των ζημιωθέντων, ενώ οι προϋποθέσεις που τίθενται για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης από το θύμα (ουσιαστικές αλλά και τυπικές) καθιστούν την Αρχή ανενεργό. Στην προτεινόμενη διάταξη, ειδικότερα, η κρατική αποζημίωση, καταβαλλόμενη από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης, επιτελεί έναν επικουρικό ρόλο επειδή η καταβολή της κρατικής αποζημίωσης τελεί υπό τον όρο της αποδεδειγμένης οικονομικής αδυναμίας του δράστη να αποζημιώσει το θύμα ενδοοικογενειακής βίας. Η αυστηρή αυτή προϋπόθεση αποδεδειγμένης αδυναμίας του δράστη προβληματίζει στο βαθμό που ουσιαστικά προϋποθέτει ότι το θύμα έχει ήδη διεκδικήσει αποζημίωση η οποία δεν έχει καταβληθεί λόγω οικονομικής αδυναμίας. Τελικά, μια τέτοια πρόβλεψη θα επιβάρυνε δυσανάλογα την επιζώσα, η οποία μέχρι να αποδειχθεί ότι ο δράστης δεν έχει τα οικονομικά μέσα να την ικανοποιήσει, η ίδια θα έχει περιέλθει σε οικονομική ένδεια. Επιπλέον, η διατύπωση ότι η Ελληνική Αρχή οφείλει να καταβάλει χωρίς καθυστέρηση, είναι γενικόλογη και δεν επιτυγχάνεται ο απαραίτητος βαθμός αποτελεσματικής προστασίας της ζημιωθείσας από την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη. Τέλος, σημειωτέο ότι η αίτηση για αποζημίωση, προϋποθέτει την πληρωμή παραβόλου ύψους 50,00 ευρώ κάτι το οποίο θα επιβαρύνει οικονομικά την αιτούσα, η οποία βρίσκεται ήδη σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Συνολικά, η όλη πρόβλεψη κρίνεται ατυχής και είναι προβληματικό που ο θεσμός της κρατικής αποζημίωσης σύμφωνα με τις προβλέψεις του νομοσχεδίου συνδέεται με την διαδικασία της ποινικής διαμεσολάβησης ενώ, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κων/πολης (αρ.30) τα κράτη οφείλουν να χορηγούν επαρκή κρατική αποζημίωση ανεξαιρέτως, στα άτομα τα οποία έχουν υποστεί σοβαρή σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας τους, στο βαθμό που αυτή η βλάβη δεν καλύπτεται από άλλες πηγές, όπως άλλωστε συστήνει και η GREVIO (σημεία 184-185). Η θέση του Κέντρου Διοτίμα είναι πως όλες ανεξαιρέτως οι ευάλωτες επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους θα πρέπει να λαμβάνουν κρατική οικονομική υποστήριξη και αρωγή στα πρώτα, τουλάχιστον, βήματα διαφυγής τους από βίαιες/κακοποιητικές σχέσεις, ανεξάρτητα από δικαστική η μη αναγνώριση της ύπαρξης ενδοοικογενειακής βίας. Αρ.92 νομοσχεδίου_ Τροποποίηση του αρ. 12 ν.3500/2006 Με την υπό τροποποίηση παράγραφο 6 του αρ. 12 ν. 3500/2006 προβλέπεται ο χωρισμός και η αυτοτελής πορεία της δικογραφίας σε περίπτωση διαμεσολάβησης επί δικογραφιών με περισσότερους δράστες ή θύματα, με σκοπό, στις περιπτώσεις που κάποιοι εκ των εμπλεκομένων έχουν αποκαταστήσει τις σχέσεις τους και συναινούν αμοιβαία στην υπαγωγή σε ποινική διαμεσολάβηση, να μην διαιωνίζεται η ποινική διαδικασία. Την ιδια στιγμή, ωστόσο, ο χωρισμός της δικογραφίας για τα μέρη που συναινούν και η αυτοτελής δικονομική πορεία της μπορεί να είναι ιδιαίτερα επισφαλής διότι η συναίνεση ενός ή περισσοτέρων προσώπων στα οποία αποδίδεται η τέλεση πράξεων ενδοοικογενειακής βίας ενδεχομένως επηρεάζει την κρίση του δικαστηρίου για τα υπόλοιπα πρόσωπα. Το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως, δηλαδή στην περίπτωση δικογραφίας με περισσότερα θύματα. Αρ.93 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 14 ν.3500/2006 Η τροποποίηση κινείται, κατά την άποψή μας, στη σωστή κατεύθυνση σε ό,τι αφορά την ορθή αποσύνδεση της ποινικής διαμεσολάβησης, από την άσκηση τυχόν αγωγής που υπάγεται στις γαμικές διαφορές (αγωγή διαζυγίου), τη συμφωνία για συναινετική λύση του γάμου ενώπιον Συμβολαιογράφου, την πρόοδο των παραπάνω διαδικασιών, και τελικά τη λύση του γάμου/συμφώνου συμβίωσης. Στις παρ. 2 και 3 ορίζονται οι επιπτώσεις της ολοκλήρωσης η μη της ποινικής διαμεσολάβησης, σε ό,τι αφορά χρηματικές αξιώσεις του θύματος εναντίον του δράστη, χωρίς όμως να τίθεται ο συγκεκριμένος χρόνος δοκιμασίας, ενώ σύμφωνα με το αρ. 13 του ν. 3500/2006, το οποίο δεν τροποποιείται με το νομοσχέδιο, ρητά καθορίζεται το σχετικό χρονικό διάστημα σε τρία (3) έτη. Η παραπάνω παράλειψη προφανώς οφείλεται σε αβλεψία του νομοθέτη που οδηγεί σε ασάφεια, και θα πρέπει να αποκατασταθεί. Αρ.94 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 16 ν.3500/2006 Με το άρθρο επιχειρείται εναρμόνιση με την έναρξη χρόνου παραγραφής που προβλέπεται στην παρ. 4 του άρθρου 113 του ΠΚ για μια κατηγορία αδικημάτων. Άρα διευρύνεται ο χρονικός ορίζοντας δυνατότητας δίωξης των εν λόγω αδικημάτων, καθώς η έναρξη του χρόνου παραγραφής αναστέλλεται και εκκινεί πλέον ένα (1) έτος μετά από την ενηλικίωση του θύματος, εφόσον πρόκειται για πλημμέλημα, και τρία (3) έτη μετά την ενηλικίωση, εφόσον πρόκειται για κακούργημα. Η παραπάνω ρύθμιση δίνει χρόνο στα θύματα που ανασυγκροτούν την τραυματική εμπειρία τους, κατά την ενηλικίωσή τους, να αποφασίσουν περί της διεκδίκησης ή μη των δικαιωμάτων τους και ως εκ τούτου συνιστά μια θετική μεταβολή. Αρ.95 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 18 ν.3500/2006 Με την τροποποίηση του άρθρου προστίθενται ψυχίατροι, κοινωνικοί λειτουργοί, και άλλοι επιστήμονες με ειδικές γνώσεις σε θέματα ενδοοικογενειακής βίας που εργάζονται σε ιδιωτικό φορέα εποπτευόμενο από το αρμόδιο Υπουργείο (Υγείας, Εσωτερικών, Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας) οι οποίοι μπορούν να γνωμοδοτήσουν, εφόσον τους ζητηθεί από το Δικαστικό Όργανο που επιμελείται των περιοριστικών όρων. Θεωρούμε ότι θα πρέπει παράλληλα να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει ανεξέλεγκτη διεύρυνση του κύκλου των εμπλεκόμενων προσώπων με την είσοδο μη πιστοποιημένων και χωρίς σχετική εμπειρία επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Αρ.97 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 21 ν.3500/2006 Προς θετική, αρχικά, κατεύθυνση κινείται η τροποποίηση της παραγράφου 2 καθώς εισάγεται η υποχρεωτική ενημέρωση, και μάλιστα «αμελλητί», του θύματος από τις αστυνομικές αρχές, ακόμη και αν το ίδιο δεν το ζητήσει, σχετικά με τις δυνατότητες να διασυνδεθεί με τους αρμόδιους φορείς που μπορούν να προσφέρουν αρωγή, οι οποίοι επίσης ενημερώνονται αρμοδίως. Ωστόσο, δεν εξειδικεύεται στο νομοσχέδιο ποια θα είναι η κύρωση σε περίπτωση τυχόν παράλειψης, από πλευράς των αστυνομικών οργάνων, ή σημαντικής καθυστέρησης, στην ενημέρωση κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω, δεν εξειδικεύεται στο παρόν άρθρο αν εντάσσεται στην ηθική συμπαράσταση και την υλική συνδρομή και η παροχή νομικής βοήθειας σε θύματα ενδοοικογενειακής βίας, και μάλιστα δωρεάν, όπως επιβάλλει η Σύμβαση της Κων/πολης, δηλαδή από τα πρώιμα στάδια της διαδικασίας (αρ. 57) και συστήνει και η GREVIO (στοιχείο 303 της Έκθεσης). Αρ.98 νομοσχεδίου_Τροποποίηση του αρ. 23 ν.3500/2006 Η επέκταση της υποχρέωσης αναφοράς εγκλήματος ενδοοικογενειακής βίας σε βάρος ανήλικου ατόμου, από μια σειρά επαγγελματιών που παρέχουν υπηρεσίες σε αυτά και όχι μόνο από τους εκπαιδευτικούς, βελτιώνει το υπάρχον πλαίσιο προστασίας, δεδομένου ιδίως ότι ιδρύει ένα είδος «ακαταδίωκτου» για τους/τις παραπάνω, εκτός από περιπτώσεις σκόπιμων και εν γνώση τους αναληθών αναφορών. Θεωρούμε πως θα μπορούσαν, ωστόσο, να προστεθούν και οι παιδοψυχολόγοι/παιδοψυχίατροι στην ως άνω κατηγορία, κατ’ εφαρμογή του αρ. του αρ.12 παρ.3 του νόμου 3727/2008 ο οποίος υποχρεώνει τη χώρα μας να λαμβάνει τα απαιτούμενα νομοθετικά ή άλλα μέτρα, προκειμένου να διασφαλίσει ότι οι κανόνες εμπιστευτικότητας που επιβάλλονται από το εσωτερικό δίκαιο σε ορισμένους/νες επαγγελματίες, οι οποίες/οι έρχονται κατά την εργασία τους σε επαφή με παιδιά, δεν αποτελούν εμπόδιο στη δυνατότητα, για τις/τους επαγγελματίες αυτούς/ές, να αναφέρουν, στις υπηρεσίες που είναι αρμόδιες για την προστασία των παιδιών, οποιαδήποτε κατάσταση για την οποία έχουν εύλογη αιτία να πιστεύουν ότι ένα παιδί είναι θύμα γενετήσιας εκμετάλλευσης ή κακοποίησης. Άρθρο 99 νομοσχεδίου_ Προσθήκη άρθρου 23Α στον ν. 3500/2006 Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης η αξιολόγηση και διαχείριση κινδύνου αποτελεί ένα από τα άρθρα του κεφαλαίου (VI) για την έρευνα, την ποινική δίωξη, το δικονομικό δίκαιο και τα προστατευτικά μέτρα. Από την άλλη, το υπουργείο δικαιοσύνης επιλέγει να προσθέσει το εν λόγω άρθρο στο κεφάλαιο (του Ν. 3500/2006) που αφορά την αρωγή των θυμάτων και μάλιστα ως συνέχεια του άρθρου 23 που αφορά τις υποχρεώσεις των εκπαιδευτικών – το οποίο επίσης τροποποιείται. Επίσης είναι προβληματικό το γεγονός ότι στη συνολικότερη διαδικασία, εκτός από τη συμμετοχή των αστυνομικών αρχών, προβλέπεται η συμμετοχή κοινωνικών υπηρεσιών, υπηρεσιών υγείας και εξειδικευμένων δομών για την υποστήριξη επιζωσών ενδοοικογενειακής βίας και μάλιστα για την αξιολόγηση των παραγόντων επικινδυνότητας ή υποτροπής της βίας που αφορούν τον δράστη με βάση τις απειλές για τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του θύματος λόγω της κατοχής όπλου, προηγούμενης καταδίκης για ενδοοικογενειακή βία, εξαρτήσεις από ουσίες, κ.λπ. Θεωρούμε ότι το συγκεκριμένο σημείο του άρθρου (παρ. 2 α) είναι ιδιαιτέρως προβληματικό για μια σειρά λόγους. Καταρχάς διότι οι εν λόγω υπηρεσίες και ιδιαιτέρως οι εξειδικευμένες δομές υποστηρίζουν επιζώσες και όχι θύτες ενδοοικογενειακής βίας και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητές τους να γνωρίζουν τα προβλεπόμενα από το νομοσχέδιο για τον δράστη. Κατά δεύτερον διότι αποτελεί σαφή αρμοδιότητα των αστυνομικών και διωκτικών αρχών η αναγνώριση των άμεσων κινδύνων και αναγκών προστασίας του θύματος, όπως και η τεκμηρίωση των περιστατικών έμφυλης βίας, η συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για το ιστορικό και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της βίας. Σημειωτέον ότι το σύνολο των ακολουθούμενων διαδικασιών θα πρέπει να στηρίζονται σε μια προσέγγιση που διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι θυματοκεντρική και ευαίσθητη ως προς το φύλο, θέματα που ουδόλως περιλαμβάνονται στο συγκεκριμένο άρθρο. Επιπλέον, όπως σημειώνει και το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων (EIGE), η διαχείριση κινδύνου εκ μέρους της αστυνομίας περιλαμβάνει την εφαρμογή του νόμου και την επιβολή ποινικών κυρώσεων στους δράστες παράλληλα με την εκπόνηση σχεδίου προστασίας για το θύμα. Επειδή μάλιστα η αξιολόγηση και διαχείριση κινδύνου συνιστούν διαδικασίες που απαιτούνται για όλα τα θύματα και τα παιδιά τους ανεξάρτητα από το επίπεδο κινδύνου, η προορατική απόκριση απέναντι στον δράστη συνιστά κεντρικό στοιχείο της συνολικότερης διαδικασίας. Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να προβλεφθεί η εκπόνηση πρωτοκόλλου για τις διωκτικές αρχές το οποίο μεταξύ άλλων θα περιλαμβάνει περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα εφαρμόζεται η έμφυλη προσέγγιση κατά τη συνέντευξη των θυμάτων με στόχο την αποτίμηση του κινδύνου, αναφορά στα δικαιώματα του θύματος, στις διαθέσιμες μορφές προστασίας, στις υπηρεσίες συνοδείας και στη διαδικασία διαχείρισης κινδύνου για τα οποία ο εκάστοτε υπάλληλος οφείλει να ενημερώνει τα θύματα πριν την έναρξη της διαδικασίας. Παρά της σημασία αυτών των διαστάσεων ωστόσο, καμία από αυτές δεν περιλαμβάνεται στο συγκεκριμένο άρθρο. Τέλος το συγκεκριμένο άρθρο δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τις συστάσεις της Επιτροπής GREVIO (2023) προς τη χώρα, και συγκεκριμένα τις συστάσεις προς τις αρμόδιες αρχές που επιτάσσουν α) την διασφάλιση ότι η συστηματική και ευαίσθητη ως προς το φύλο αξιολόγηση και διαχείριση κινδύνου (άρθρο 51 Σύμβασης Κωνσταντινούπολης) θα καταστούν τυποποιημένες διαδικασίες σε όλες τις περιπτώσεις έμφυλης βίας που καλύπτονται από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, β) θα επαναλαμβάνονται σε όλα τα στάδια των ποινικών διαδικασιών και γ) θα στηρίζονται σε μια αποτελεσματική πολυτομεακή προσέγγιση που συμπεριλαμβάνει τις εξειδικευμένες υπηρεσίες με βάση τις αρμοδιότητές τους και τις ΜΚΟ, προκειμένου να περιοριστούν οι κίνδυνοι για την ασφάλεια των επιζωσών.