Αρχική Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και τη...ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΎ ΠΛΑΙΣΊΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 3500/2006Σχόλιο του χρήστη ΕΛΕΝΗ ΤΖΑΧΡΗΣΤΑ | 27 Δεκεμβρίου 2023, 14:47
ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΌΣ ΤΟΥ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟΎ ΠΛΑΙΣΊΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΌΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΈΜΗΣΗ ΤΗΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΉΣ ΒΊΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 3500/2006 Για τη Νέα τροποποίηση διατάξεων του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας έχω να σχολιάσω τα εξής (από ΜΩΒ): 1. Δεν συγκροτήθηκε επιστημονική επιτροπή για την συγγραφή του προτεινόμενου νομοσχεδίου ούτε υπήρξε διάλογος με γυναικείες συλλογικότητες, όπως άλλωστε επιτάσσει η πρόσφατη έκθεση της GREVIO για την Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ρητά η GREVIO στην πρόσφατη Έκθεση για την Ελλάδα, “ενθαρρύνει έντονα τις ελληνικές αρχές να εντείνουν τις διαβουλεύσεις με ένα φάσμα οργανώσεων για τα δικαιώματα των γυναικών, προκειμένου να συμπεριληφθούν οι απόψεις και οι εμπειρίες τους στο σχεδιασμό νόμων, πολιτικών και μέτρων για την πρόληψη και την καταπολέμηση όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών. Οι αρχές θα πρέπει να αναγνωρίσουν πλήρως την αξία και την εμπειρογνωμοσύνη που προσφέρουν μέσω της έμφυλης προσέγγισης της βίας κατά των γυναικών με επίκεντρο τα δικαιώματα και τις ανάγκες των θυμάτων”. Όσον αφορά τις αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα με σχετική αρθρογραφία στα μέσα ενημέρωσης έγινε γνωστή η κάθετη αντίθεση του νομικού κόσμου, γιατί κρίνουν ότι πλήττεται το κράτος δικαίου. 2. “Η GREVIO επισημαίνει ότι τα προγράμματα για τους δράστες δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη δίωξη ή την καταδίκη και ότι οι αρχές πρέπει να διασφαλίσουν ότι η αλληλεπίδραση μεταξύ των προγραμμάτων για τους δράστες και των ποινικών διαδικασιών δεν λειτουργεί εις βάρος του δικαιώματος των θυμάτων σε δίκη και σε δίκαιες νομικές διαδικασίες”. Όσον αφορά το αναφερόμενο στον νόμο “ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα ή πρόγραμμα απεξάρτησης για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας, η Grevio επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρκετά προγράμματα, ότι οι δράστες αντιμετωπίζονται από τον νόμο ως “ασθενείς” και όχι ως αντικοινωνικά άτομα χρήζοντα ειδικής συμβουλευτικής για τη βία σε βάρος των γυναικών, καθώς και ότι δεν δόθηκαν στοιχεία από τα εμπλεκόμενα κέντρα συμβουλευτικής ούτε αξιολόγηση από οιοδήποτε φορέα για τη μέχρι τώρα αποτελεσματικότητά τους 2. Παρόλο που πολλές φορές η γυναικοκτονία είναι η κατάληξη προηγούμενης ενδοοικογενειακής βίας και δεν απέχει χρονικά πολύ από την πρώτη καταγγελία, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει τίποτε για την επίσπευση της διαδικασίας στον ανακριτικό και δικαστικό τομέα με την καθιέρωση μιας “ταχείας διαδικασίας κατά προτεραιότητα” ώστε να αποτραπεί η κλιμάκωση της βίαιης συμπεριφοράς και η ενδεχόμενη γυναικοκτονία (όπως συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, π.χ. βλ. Ιταλικό Codice Rosso). να λαμβάνονται ταχύτερα τα όποια μέτρα για την προστασία των θυμάτων. Η αστυνομία, μόλις ενημερωθεί για το έγκλημα, θα πρέπει να ενημερώνει αμέσως τον εισαγγελέα, ακόμη και προφορικά. Ο εισαγγελέας, στις περιπτώσεις που ασκεί δίωξη για εγκλήματα ενδοοικογενειακής βίας, Θα πρέπει εντός τριών ημερών από την ενημέρωσή του για το έγκλημα, να λάβει πληροφορίες από το θύμα ή από το πρόσωπο που κατήγγειλε τα γεγονότα του εγκλήματος. Η προθεσμία των τριών ημερών μπορεί να παραταθεί μόνο σε περίπτωση αναπόφευκτης ανάγκης προστασίας ανηλίκων ή του απορρήτου της έρευνας, επίσης προς το συμφέρον του θιγόμενου προσώπου. Οι πράξεις έρευνας που ανατίθενται από τον εισαγγελέα στην αστυνομία πρέπει να εκτελούνται χωρίς καθυστέρηση. 3. Η υποχρεωτική συνεπιμέλεια είναι συχνά για τον πρώην σύντροφο το μέσο άσκησης εξουσίας και συνιστά νέα μορφή άσκησης βίας στο θύμα του, ενώ εξάλλου το δικαίωμα επίσκεψης και φιλοξενίας των πατεράδων συχνά αποτελεί για τις γυναίκες και τα παιδιά μεγάλο ρίσκο, για το λόγο αυτό προτείνουμε να προστεθεί η φράση “Αναστέλλεται το δικαίωμα επικοινωνίας με τα τέκνα εκ του νόμου, με την υποβολή μήνυσης” στην παρ. 1, αρθρ. 18 του ν/σ, όπως προβλέπει ο γαλλικός νόμος 2020-936. (βλ. Παράρτημα ΙΙ) Επίσης, στο ίδιο άρθρο που προβλέπει “στον κατηγορούμενο από το αρμόδιο ποινικό δικαστήριο στο οποίο παραπέμπεται να δικασθεί ή από τον αρμόδιο ανακριτή ή από το δικαστικό συμβούλιο ή από τον εισαγγελέα που έχει επιληφθεί της υπόθεσης με αιτιολογημένη διάταξή του, κατά της οποίας επιτρέπεται η άσκηση προσφυγής ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών, και για όσο χρονικό διάστημα απαιτείται, περιοριστικοί όροι, “ να προστεθεί ως μέτρο διασφάλισης της τήρησής τους η εποπτεία θα μπορούσε να γίνεται στην περίπτωση που ο δράστης έχει ήδη καταδικαστεί τουλάχιστον μια φορά, με κινητή ηλεκτρονική συσκευή που θα μπορεί να ενημερώνει ότι ο δράστης βρίσκεται σε μια ορισμένη απόσταση από το θύμα, μικρότερη από αυτή που καθορίζεται από την εντολή. 4. Ακόμη το άρθρο 86 του νομοσχεδίου προβλέπει τροποποίηση του άρθρου 4 Ν. 3500/2006 με την προσθήκη και του όρου “ψυχολογική βία. Προστίθεται η ψυχολογική βία (επιπλέον της σωματικής) ως βία που επιφέρει τις συνέπειες της κακής άσκησης της γονικής μέριμνας του άρθρου 1532 ΑΚ, δηλαδή αυτές της ολικής ή μερικής αφαίρεσης της γονικής μέριμνας από τον θύτη γονέα. Θα πρέπει να υπάρξει ορισμός του τι συνιστά ψυχολογική βία στο πλαίσιο μιας ενδοοικογενειακής σχέσης, ώστε αυτή η αόριστη αναφορά να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί εις βάρος των γυναικών ότι ασκούν δήθεν ψυχολογική βία στα παιδιά στρέφοντάς τα εις βάρος των πατεράδων τους και σε κάθε περίπτωση να μη υπάρχει ο κίνδυνος της ποινικοποίησης της καθημερινότητας των γονέων. Πολλώ δε μάλλον πρέπει να οριστεί ρητά ότι δεν τεκμαίρεται διάρρηξη της σχέσης του τέκνου με τον άλλο γονέα υπαιτιότητι του έχοντος την επιμέλειά του γονέα, δηλαδή της μητέρας από μόνη την άρνηση του τέκνου να επικοινωνήσει με τον άλλο γονέα ή τους συγγενείς του. Να αποφευχθεί δηλαδή η εκ του πλαγίου παρείσφρηση του όρου “γονική αποξένωση” στο σκεπτικό και το αποτέλεσμα του νόμου, κατά παράβαση των όσων ορίζονται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, τη Grevio και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Συχνά τα παιδιά έχουν βάσιμο λόγο να αρνούνται και η προστασία τους πρέπει να είναι προτεραιότητα, καθώς μιλούμε για ενδοοικογενειακή βία, είτε ως δευτερογενή θύματα είτε ως άμεσα θύματα. Ψυχολογική βία στην περίπτωση αυτή ασκεί ο βίαιος γονέας, όχι ο γονέας που σέβεται την επιθυμία του τέκνου να μην επικοινωνεί μαζί του. Όπως άλλωστε παρατηρεί πολύ εύστοχα η Grevio: “Επιπλέον, ο νόμος 4800/2021 θεωρεί τις καλές σχέσεις μεταξύ του παιδιού και του ενός γονέα ως υποχρέωση του άλλου γονέα. Κατά συνέπεια, το άρθρο 1 511 του Αστικού Κώδικα περιλαμβάνει ρητά ως κριτήριο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την αξιολόγηση του συμφέροντος του παιδιού την ικανότητα κάθε γονέα να διασφαλίζει τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του άλλου γονέα όσον αφορά τις σχέσεις με το παιδί. Το άρθρο 1 532 περιλαμβάνει επίσης τη "διατάραξη της συναισθηματικής σχέσης του παιδιού με τον άλλο γονέα" ως λόγο ανάκλησης των γονικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του μη βίαιου γονέα. Η GREVIO σημειώνει ότι η γενική διατύπωση των εφαρμοστέων νομικών διατάξεων και η απουσία ρητής αναφοράς σε καταστάσεις ενδοοικογενειακής βίας παρέχει πρόσφορο έδαφος για προβληματικές δικαστικές πρακτικές που βασίζονται στη χρήση του "συνδρόμου γονικής αποξένωσης". Στο πλαίσιο αυτό, η GREVIO πληροφορήθηκε με απογοήτευση την ύπαρξη δημόσια υποστηριζόμενης κατάρτισης για δικαστές που καλύπτει το "σύνδρομο γονικής αποξένωσης" και παρόμοιες έννοιες. (Έκθεση GREVIO σελ. 89). Η GREVIO θεωρεί ότι η υποστήριξη της χρήσης της έννοιας της "γονικής αποξένωσης" και των συναφών εννοιών ενέχει τον κίνδυνο να παραμείνει η βία κατά των γυναικών και των παιδιών τους απαρατήρητη και/ή αρνητική”. 5. Προβλέπεται στο νομοσχέδιο ότι στην περίπτωση της ποινικής διαμεσολάβησης, δεν θα ακολουθήσει δίκη και πιθανή καταδίκη του δράστη αν αυτός: α) υποσχεθεί ότι δεν θα τελέσει και πάλι στο μέλλον οποιαδήποτε πράξη ενδοοικογενειακής βίας και σε περίπτωση συνοίκησης δέχεται να μείνει για εύλογο χρονικό διάστημα εκτός οικογενειακής στέγης, β) παρακολουθήσει ειδικό συμβουλευτικό – θεραπευτικό πρόγραμμα γ) καταβάλει εύλογη αποζημίωση στον παθόντα. Αν όμως αποδεδειγμένα δεν μπορεί να καταβάλει αποζημίωση λόγω πρόδηλης οικονομικής αδυναμίας ενώ βρίσκεται στην ίδια αδυναμία και το θύμα, τότε αυτό μπορεί να αποζημιωθεί από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης του άρθρου 1 του ν. 3811/2009. Στην περίπτωση αυτή το ελληνικό δημόσιο μπορεί μετά να στραφεί εις βάρος του δράστη για το ποσό που κατέβαλε . Πραγματική οικονομική ανακούφιση των θυμάτων και των οικογενειών τους από την παραπάνω δημόσια αρχή σε όλες τις περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας με σοβαρές κακοποιήσεις και όχι μόνο στο πλαίσιο της ποινικής διαμεσολάβησης, ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης του δράστη, με δικαίωμα του δημοσίου να υποκατασταθεί στα δικαιώματα του θύματος και να στραφεί μετά το ίδιο κατά του δράστη για τα χρήματα που έδωσε ως αποζημίωση. Η αποζημίωση να περιλαμβάνει πέραν της κάλυψης των παραπάνω πραγματικών εξόδων και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης αλλά και λόγω ψυχικής οδύνης στην οικογένεια του θύματος.(βλ. Παράρτημα 3). Η αποζημίωση δεν θα πρέπει να είναι εφάπαξ αλλά μηνιαία, για όσο καιρό απαιτείται και, το ποσό δεν μπορεί να είναι μικρότερο της ελάχιστης σύνταξης . Επίσης, δεν θα πρέπει να είναι κατόπιν αίτησης του θύματος, αλλά αυτεπάγγελτα. 6. Η παράγραφος 2 του άρθρου 23 του νομοσχεδίου που ορίζει το ακαταδίωκτο των επαγγελματιών που καταγγέλλουν κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας στους οποίους περιλαμβάνονται δάσκαλοι, καθηγητές, γιατροί, προπονητές, κοινωνικοί λειτουργοί, θα πρέπει να περιλαμβάνονται και οι ψυχολόγοι και να έχει αναδρομική ισχύ. Στο ακαταδίωκτο θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριληφθούν οι οργανώσεις που στο πλαίσιο της δράσης τους παρέχουν στήριξη στα θύματα. 7. Όσον αφορά τη μέριμνα των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας προστίθεται το άρθρο 23Α σχετικά με την ατομική αξιολόγηση των θυμάτων και του κινδύνου επανάληψης της βίας και της δευτερογενούς θυματοποίησης από τις υπηρεσίες υποδοχής θυμάτων όπως οι αστυνομικές αρχές, κοινωνικές υπηρεσίες, υπηρεσίες υγείας και εξειδικευμένες δομές, κατόπιν προηγούμενης ενημέρωσης και συμφωνίας του θύματος. Μάλιστα η παραπομπή των θυμάτων στις υπηρεσίες αυτές θα γίνεται από τις διωκτικές, εισαγγελικές και δικαστικές αρχές, ενώπιον των οποίων εκκρεμεί υπόθεση ενδοοικογενειακής βίας. Ωστόσο, δεν υπάρχει επάρκεια υπηρεσιών και στελεχών. Πότε, πόσες και πώς θα λειτουργήσουν παραμένει άγνωστο! Πρότασή μας (ΜΩΒ): Πραγματικά εξειδικευμένες δομές που θα μπορεί να στραφεί το θύμα από την πρώτη στιγμή και να βρει ψυχολογική, νομική και οικονομική υποστήριξη, ενώ συγχρόνως θα υπάρχει εποπτεία του δράστη από τις αστυνομικές αρχές προκειμένου να μην επαναληφθεί το έγκλημα. Είναι απαραίτητο να οργανωθεί ένα δίκτυο συνεργασίας της αστυνομίας με τους αρμόδιους φορείς ώστε να διευκολύνεται η πλήρης προστασία της γυναίκας και του παιδιού θύματος, τα δε αστυνομικά όργανα να υπέχουν πειθαρχική και ποινική ευθύνη για τη μη τήρηση των καθηκόντων τους. 8. Τέλος, προτείνουμε να εισαχθεί η γυναικοκτονία ως ξεχωριστό αδίκημα του ΠΚ με ιδιαίτερη ποινική απαξία, να μην υπάρχουν ελαφρυντικά όπως “πρότερος έντιμος βίος” όταν υπήρξαν στο παρελθόν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας είτε κατά του θύματος είτε σε τρίτα πρόσωπα. Αφαίρεση της επιμέλειας και της γονικής μέριμνας των τέκνων των θυμάτων από τον δράστη. Πλήρη οικονομική απαλλαγή από τα έξοδα των δικαστηρίων για την οικογένεια του θύματος. 9. Στην περίπτωση που το θύμα είχε παιδί ο νομοθέτης θα πρέπει να προβλέπει ειδική μέριμνα για αυτά και σε κάθε περίπτωση ο Εισαγγελέας που διαπιστώνει την ύπαρξη ανήλικων ή οικονομικά μη αυτοδύναμων ενηλίκων τέκνων του θύματος οφείλει, σε κάθε στάδιο και επίπεδο της διαδικασίας, να ζητήσει την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων για την εξασφάλιση της αστικής αποζημίωσης της ζημίας που υπέστησαν τα τέκνα του θύματος. 10. Προκειμένου να εξάγονται σαφή συμπεράσματα σχετικά με φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας ώστε να υιοθετούνται κατάλληλες πολιτικές αντιμετώπισης του, οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές θα πρέπει να τηρούν ποιοτικά στατιστικά στοιχεία αναφορικά με τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας, τις καταγγελίες και την έκβαση των δικογραφιών που σχηματίστηκαν, το προφίλ του δράστη (κυρίως αν υπήρξαν προηγούμενες καταγγελίες ακόμη και από διαφορετικά πρόσωπα), τη σχέση συγγένιας μεταξύ θύτη και θύματος, τον τύπο του διαζυγίου εφόσον πρόκειται για πρώην συζύγους, αν το έγκλημα τελέστηκε παρουσία ανηλίκων κ.α.. Επίσης συμφωνώ ΚΑΙ με τα παρακάτω σχόλια της ΔΙΟΤΙΜΑΣ: • Δεν υπάρχει μια διακριτή, τυποποιημένη ποινική πρόβλεψη για την αφαίρεση της ζωής γυναικών εντός συντροφικής σχέσης, με την αναγνώριση της γυναικοκτονίας ως εγκλήματος με έμφυλα χαρακτηριστικά, παρά την υιοθέτηση αυτής της νομικής θεώρησης από αρκετές άλλες χώρες. • Η ψυχολογική βία εισάγεται ως μορφή βίας που αφορά μόνο τους/τις ανήλικους/ανήλικες. Στον αντίποδα, το νομοσχέδιο δεν θεωρεί αξιόποινες μια σειρά από συμπεριφορές που συνιστούν ενδοοικογενειακή βία, υπό τον διευρυμένο ορισμό της Σύμβασης, δηλαδή την ψυχολογική βία σε βάρος ενηλίκων και την οικονομική βία. Δεν είναι κατανοητό για ποιον λόγο δεν ποινικοποιείται στον Ν. 3500/2006 η ψυχολογική βία, ενώ σε άλλα νομοθετήματα, είτε υπάρχει αναφορά σε τρόμο ή ανησυχία, που συνιστούν μορφές ψυχολογικής βίας (π.χ. άρθρο 333 παρ. 1 ΠΚ), είτε γίνεται σαφής αναφορά σε ψυχολογική βλάβη (Ν. 4808/2021 άρθρο 4, παρ. 2). Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή GREVIO, ακριβώς εξαιτίας του ότι η ψυχολογική βία δεν αποτυπώνεται στο νόμο, ενώ καταγγέλλεται, δεν διώκεται μεμονωμένα παρά μόνον σε συνδυασμό με τη σωματική βία. Σε ό,τι αφορά την οικονομική βία συνιστά σπουδαία έλλειψη η απουσία ορισμού, ενώ προβλέπεται ρητά από τη Σύμβαση. • Όσον αφορά στο αδίκημα του βιασμού, παρόλο που ρητά, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα θεωρείται πλέον ενδοοικογενειακή βία όταν τελείται σε ενδοοικογενειακό/συντροφικό πλαίσιο, ο νομοθέτης παραλείπει να βελτιώσει νομοτεχνικά τον ορισμό του βιασμού. Αυτό σημαίνει ότι στον υπάρχοντα ορισμό δεν διασαφηνίζεται η έννοια της συναίνεσης και δεν προκύπτει ότι οποιαδήποτε σεξουαλική πράξη ή συμπεριφορά θα πρέπει να είναι προϊόν ελεύθερης βούλησης. Ταυτόχρονα ο ισχύων ορισμός περιορίζεται στην στενή έννοια της «γενετήσιας πράξης», όπου δεν μπορούν να ενταχθούν ασελγείς πράξεις που δεν προϋποθέτουν τη διείσδυση. Θεωρούμε ότι οι παραλείψεις αυτές όχι μόνο δεν συνάδουν με όσα ορίζει η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (άρθρο 36), αλλά δηλώνουν την απουσία πολιτικής βούλησης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της σεξουαλικής βίας. • Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για την επιτάχυνση των διαδικασιών και την κατά προτεραιότητα εκδίκαση των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας, παρά την αναγνωρισμένη κοινωνική ανάγκη και τη γνωμοδότηση από ανώτατο δικαστικό λειτουργό, και παρά το γεγονός ότι οι γυναικοκτονίες σε μεγάλο βαθμό οφείλονται (και) στην αδυναμία της Δικαιοσύνης να ανταποκριθεί και να προστατεύσει τα θύματα από την κλιμάκωση των βίαιων συμπεριφορών. • Τα πλημμελήματα της ενδοοικογενειακής βίας, όπως και το σύνολο σχεδόν των πλημμελημάτων του ΠΚ, από εδώ και στο εξής θα εκδικάζονται από μονομελή πλημμελειοδικεία. Θεωρούμε πως η εκδίκαση υποθέσεων ενδοοικογενειακής βίας από μονομελείς συνθέσεις απαξιώνει τη σοβαρότητα του φαινομένου και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, ακόμη και αν την υπαγορεύει η υποστελέχωση των Δικαστηρίων. • Το νομοσχέδιο αναφέρεται εξαντλητικά στο θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης ως δυνητική περίπτωση μη έναρξης της ποινικής δίωξης κατά δραστών πλημμελημάτων ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον παρακολουθήσουν συμβουλευτικά-θεραπευτικά προγράμματα. Θα πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι με εξαίρεση τα Κέντρα Κοινωνικής Στήριξης του ΕΚΚΑ σε Αθήνα, Πειραιά και Θεσσαλονίκη, που υλοποιούν ειδικά προγράμματα για θύτες και για τα οποία δεν διαθέτουμε δεδομένα ως προς την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεών τους, στην υπόλοιπη χώρα υπάρχει διαπιστωμένη έλλειψη πιστοποιημένων ή/και κρατικά εποπτευόμενων δομών με σχετικά προγράμματα που μπορούν να παρακολουθήσουν οι δράστες ενδοοικογενειακής βίας. Θεωρούμε, επιπλέον, ακατανόητη και επικίνδυνη την αναφορά σε «προγράμματα απεξάρτησης από την ενδοοικογενειακή βία», καθώς έτσι απαραδέκτως ταυτίζεται ο βίαιος δράστης με μια «έξη» την οποία δεν μπορεί να αποβάλλει με ίδιες δυνάμεις και (ψυχ)ιατρικοποιείται το φαινόμενο. Τα προγράμματα για τους δράστες θα πρέπει να στηρίζονται πρωτίστως στην προστασία της ευάλωτης κατάστασης στην οποία βρίσκεται το θύμα και αφετέρου στην ελεύθερη βούληση και όχι στον εξαναγκασμό του δράστη. • Τέλος, θεωρούμε ανεπίτρεπτο το γεγονός ότι το νομοσχέδιο συνδέει την αποζημίωση των θυμάτων από την Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης με το θεσμό της ποινικής διαμεσολάβησης, εφόσον η μεν Αρχή έχει αποδειχθεί στην πράξη ανενεργός, η δε αποζημίωση των θυμάτων δεν μπορεί να εξαντλείται μόνο σε περιπτώσεις που έχουν υπαχθεί στην ποινική διαμεσολάβηση. Άλλωστε σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κων/πολης (αρ.30) τα κράτη οφείλουν να χορηγούν επαρκή κρατική αποζημίωση ανεξαιρέτως, στα άτομα τα οποία έχουν υποστεί σοβαρή σωματική κάκωση ή βλάβη της υγείας τους, στο βαθμό που αυτή η βλάβη δεν καλύπτεται από άλλες πηγές, όπως άλλωστε συστήνει και η GREVIO (σημεία 184-185). Η θέση του Κέντρου Διοτίμα είναι πως όλες ανεξαιρέτως οι ευάλωτες επιζώσες ενδοοικογενειακής βίας και τα παιδιά τους θα πρέπει να λαμβάνουν κρατική οικονομική υποστήριξη και αρωγή στα πρώτα, τουλάχιστον, βήματα διαφυγής τους από βίαιες/κακοποιητικές σχέσεις, ανεξάρτητα από δικαστική η μη αναγνώριση της ύπαρξης ενδοοικογενειακής βίας. Η επιχειρούμενη νομοθετική πρωτοβουλία για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα και της Ποινικής Δικονομίας είναι ακόμη μία κυβερνητική παρέμβαση που έρχεται να προστεθεί στις πολλές που έχουν λάβει χώρα από το 2019 και εντεύθεν, γίνεται χωρίς καν την ύπαρξη νομοπαρασκευαστικής επιτροπής και με μοναδική στόχευση τον εντυπωσιασμό μέσω της αυστηροποίησης των ποινών. Στο ίδιο πνεύμα, οι παρεμβάσεις στον νόμο 3500/2006 λαμβάνουν χώρα τη στιγμή που η Πολιτεία αποτυγχάνει να αποκριθεί ικανοποιητικά στον τομέα της πρόληψης και της προστασίας των θυμάτων ενδοοικογενειακής/συντροφικής βίας παραβιάζοντας βασικές αρχές της Σύμβασης. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε πως ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της Σύμβασης είναι να τεθεί τέλος στην ατιμωρησία των δραστών. Αυτό προϋποθέτει όχι μόνο την επιβολή κυρώσεων εναντίον τους μέσω της νομοθεσίας, αλλά και διασφάλιση των απαραίτητων νομικών οδών για τα θύματα. Όταν το ίδιο το Κράτος δεν συμμορφώνεται με την υποχρέωση της δέουσας επιμέλειας στην πρόληψη και διερεύνηση των πράξεων βίας, οφείλει να λογοδοτεί.