Αρχική Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και τη...ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 4620/2019Σχόλιο του χρήστη Αντώνης Βόμβας, Πρωτοδίκης | 27 Δεκεμβρίου 2023, 14:20
1. Επί του άρθρου 55 (τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 51 ΚΠΔ): Η επιβολή παραβόλου για την υποβολή εγκλήσεως θέτει ουσιώδες εμπόδιο στην ενάσκηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Ο θεμιτός σκοπός της αποθάρρυνσης της υποβολής άσκοπων ή κακοπροαίρετων μηνύσεων (ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί με την προτεινόμενη ρύθμιση) δεν είναι δυνατόν να καταλήγει σε πρόσθετη επιβάρυνση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων που στρέφονται στην πολιτεία για προστασία (για τον ίδιο σκοπό, άλλωστε, προβλέπεται η επιβολή δικαστικών εξόδων σε βάρος όσων υποβάλλουν προφανώς ψευδείς εγκλήσεις από το Δικαστήριο ή το δικαστικό συμβούλιο στο άρθρο 580 ΚΠΔ). Η προτεινόμενη ρύθμιση θα έχει ως αποτέλεσμα οι παθόντες μεγάλου αριθμού αδικημάτων, όπως, μεταξύ άλλων, αυτών της σωματικής βλάβης (308 παρ. 1 ΠΚ), της απειλής (333 παρ. 1 ΠΚ), της διατάραξης οικιακής ειρήνης (334 παρ. 1 ΠΚ), της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας (337 παρ. 1 ΠΚ), της παραβίασης της υποχρέωσης διατροφής (358 ΠΚ), της εξύβρισης (361 ΠΚ), της υπεξαίρεσης (375 παρ. 1 και 2 ΠΚ), της απάτης (386 παρ. 1 ΠΚ), της καταδολίευσης δανειστών (397 παρ. 1 ΠΚ), της τοκογλυφίας (404 ΠΚ) κ.α., να πρέπει να αντιμετωπίσουν, πέραν της οδύνης, του φόβου, της ταλαιπωρίας και των κάθε μορφής συνεπειών του εγκλήματος, και το πρόσθετο βάρος της καταβολής του μη ευκαταφρόνητου ποσού των 100 ευρώ ως προϋπόθεση για την υποβολή έγκλησης, με συνέπεια την περαιτέρω θυματοποίησή τους και την αποθάρρυνσή τους από την προσφυγή στη Δικαιοσύνη. Ο διακηρυχθείς νομοθετικός σκοπός της αποσυμφόρησης των πινακίων δεν είναι δυνατόν να δικαιολογήσει επαρκώς τον εν λόγω υπέρμετρο περιορισμό στο δικαίωμα δικαστικής προστασίας για κάθε κατ’ έγκληση διωκόμενο έγκλημα. Χρήζουν εξέτασης οι εξής επιλογές: α) Η διατήρηση του υφιστάμενου καθεστώτος που δεν προβλέπει την υποχρέωση καταβολής παραβόλου για την υποβολή έγκλησης. β) Η διεύρυνση των εγκλημάτων, για τα οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (κατά την προτεινόμενη διάταξη), ώστε σε αυτά να περιληφθούν αδικήματα μη περιουσιακού χαρακτήρα που προσβάλλουν τα θεμελιώδη έννομα αγαθά της σωματικής ακεραιότητας και της προσωπικής ελευθερίας, όπως αυτά της σωματικής βλάβης (ιδίως της προκληθείσας με πρόθεση), της απειλής και της διατάραξης οικιακής ειρήνης. γ) Η πρόβλεψη της υποχρέωσης ή της δυνατότητας του Δικαστηρίου ή του δικαστικού συμβουλίου να διατάξει την επιστροφή του παραβόλου στον εγκαλούντα σε περίπτωση καταδίκης του εγκαλουμένου ή σε περίπτωση που αυτός απαλλαγεί αλλά δεν προκύπτει το προφανώς αβάσιμο της έγκλησης. 2. Επί του άρθρου 76 (τροποποίηση της διάταξης του άρθρου 349 ΚΠΔ): Η πρόβλεψη στην προτεινόμενη διάταξη (που επαναλαμβάνει την προϊσχύσασα ρύθμιση) περί υποχρέωσης του Δικαστηρίου να ερευνήσει τη δυνατότητα διακοπής, προτού διατάξει την αναβολή της εκδίκασης, έχει καταστεί ουσιαστικά κενό γράμμα στην πράξη λόγω επίκλησης από τους συνηγόρους των διαδίκων ή τους διαδίκους στη μετά διακοπή δικάσιμο (πρώτη διακοπή για τα πλημμελήματα και δεύτερη διακοπή για τα κακουργήματα) της απόφασης του 2006 (ανανεωθείσας έκτοτε περισσότερες φορές και εξακολουθούσας να ισχύει) της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων (επικυρωθείσας από τους κατά τόπο αρμοδίους Δικηγορικούς Συλλόγους) περί αποχής των δικηγόρων στη μετά διακοπή δικάσιμο, με συνέπεια να αναβάλλεται η υπόθεση στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων (εφόσον δεν συντρέχει κίνδυνος παραγραφής, όπως αυτός ορίζεται από τις αποφάσεις περί αποχής των Δικηγορικών Συλλόγων) στη μετά διακοπή δικάσιμο λόγω αποχής δικηγόρων. Εξάλλου, η ρύθμιση δεν προσδιορίζει εάν η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διερευνήσει πρώτα τη δυνατότητα διακοπής καταλαμβάνει και την αποχή των δικηγόρων που προβάλλεται ως λόγος αναβολής, ενώ η πρόβλεψη ότι δεν χωρεί δεύτερη αναβολή στην ίδια υπόθεση χρήζει διευκρίνισης, ώστε να καταστεί σαφές α) εάν καταλαμβάνει και τη, συχνότατη στην καθημερινή πρακτική, αναβολή κατ’ άρθρο 349 ΚΠΔ λόγω “ωραρίου” του Γραμματέως της έδρας, και β) εάν αφορά και την πρόβλεψη του άρθρου 349 παρ. 4 περί αναβολής λόγω αποχής δικηγόρων. Περαιτέρω, παρά την ύπαρξη σαφούς νομολογίας της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με τα κριτήρια νομιμότητας των αποφάσεων Δικηγορικών Συλλόγων για αποχή των δικηγόρων από τα καθήκοντά τους, ιδίως όταν αυτή προκηρύσσεται για αόριστο χρόνο ή για διάστημα που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο (ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997), και παρά την προφανή καθυστέρηση στην εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων που προκαλείται, όταν η εκδίκαση μίας υπόθεσης αναβάλλεται επανειλημμένα λόγω αποχής δικηγόρων (βλ. αντί άλλων την καθυστέρηση της εκδίκασης των υποθέσεων πρώτου βαθμού, στις οποίες υπάρχει κατηγορία για παράβαση του άρθρου 187 ΠΚ με βάση την από τον Απρίλιο του 2022 απόφαση περί αποχής της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων), ο νομοθέτης δεν έχει παρέμβει για να θεσμοθετήσει ένα σαφές πλαίσιο για τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζονται τα συναφή αιτήματα αναβολής από τα ποινικά Δικαστήρια, ώστε να διασφαλίζεται η όσο το δυνατόν συντομότερη εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων. Χρήζουν εξέτασης οι εξής επιλογές: α) Η ρητή συμπερίληψη και του αιτήματος αναβολής λόγω αποχής δικηγόρων στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το Δικαστήριο υποχρεούται να ερευνήσει πρώτα τη δυνατότητα διακοπής προτού διατάξει την αναβολή της εκδίκασης. β) Η διευκρίνιση ως προς το εάν η απαγόρευση δεύτερης αναβολής καταλαμβάνει και την αναβολή λόγω “ωραρίου” και την αναβολή λόγω αποχής δικηγόρων. γ) Ο νομοθετικός προσδιορισμός των συνεπειών των αποφάσεων των Δικηγορικών Συλλόγων περί αποχής στην εξέλιξη της ποινικής δίκης και ειδικότερα η ρητή ρύθμιση του τρόπου αντιμετώπισης των σχετικών αιτημάτων που υποβάλλονται στο ποινικό Δικαστήριο, ιδίως στις περιπτώσεις που πρόκειται για αποφάσεις αποχής στη μετά διακοπή δικάσιμο ή αποχής για αόριστο χρόνο ή αποχής για διάστημα που υπερβαίνει τον εύλογο χρόνο, λαμβανομένης υπόψη και της σχετικής νομολογίας της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΟλΣτΕ 1466/2016, 2512/1997). Αντώνης Βόμβας, Πρωτοδίκης Αθηνών