• Σχόλιο του χρήστη 'Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας' | 28 Δεκεμβρίου 2023, 13:47

    Ποινικοποίηση της Ψυχολογικής και Οικονομικής Βίας στο πλαίσιο της οικογένειας Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (Ν.4531/2018, άρθρο 3, παρ. β) «ο όρος «ενδοοικογενειακή βία» σημαίνει όλες τις πράξεις σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βίας οι οποίες συμβαίνουν εντός της οικογένειας ή οικογενειακής μονάδας ή μεταξύ πρώην ή νυν συζύγων ή συντρόφων, είτε ο δράστης διαμένει ή διέμενε στην ίδια κατοικία με το θύμα είτε όχι.» Ο Ν.3500/2006 για την ενδοοικογενειακή βία δεν περιλαμβάνει καθόλου την οικονομική βία ενώ σε ότι αφορά την ψυχολογική βία περιλαμβάνει ελάχιστες μορφές της, δηλαδή μόνο πράξεις που συνιστούν προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και κάποιες μορφές απειλής. Ωστόσο, η άσκηση ψυχολογικής και οικονομικής βίας είναι οι συνηθέστερες μορφές ενδοοικογενειακής βίας, έχουν πολύ σοβαρές συνέπειες στην ψυχολογική ακεραιότητα και την υγεία των θυμάτων αλλά και των παιδιών που εκτίθενται σε αυτές ως μάρτυρες, ενώ ορισμένες από μορφές ψυχολογικής βίας υποδεικνύουν την ύπαρξη υψηλού κινδύνου ακόμα και για τη ζωή θυμάτων που δεν έχουν ποτέ κακοποιηθεί σωματικά. Απαιτείται, επομένως η εισαγωγή ειδικών προβλέψεων που θα ποινικοποιούν κάθε πράξη ψυχολογικής και οικονομικής βίας στο πλαίσιο της οικογένειας. Ως ψυχολογική βία ορίζεται: α) κάθε πράξη λεκτικής βίας ενός μέλους της οικογένειας προς ένα άλλο όπως όταν το προσβάλει, το βρίζει, το καταριέται, το αποκαλεί με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, το μειώνει, το εξευτελίζει, το περιφρονεί, το ταπεινώνει, το ντροπιάζει, το κατηγορεί συνεχώς και χωρίς κανένα λόγο, του ασκεί συνεχώς κριτική β) κάθε πράξη συναισθηματικού εκφοβισμού ή τρομοκράτησης όπως όταν ο ένας γονιός χρησιμοποιεί τα παιδιά ως μέσο εκβιασμού ή εκφοβισμού (απειλές απαγωγής ή απώλειας της επιμέλειάς τους), απειλεί τη σωματική ακεραιότητα ή τη ζωή του θύματος, των παιδιών ή άλλων αγαπημένων προσώπων ή των κατοικίδιων, απειλεί ότι θα βλάψει τον εαυτό του ή θα αυτοκτονήσει, σπάει ή καταστρέφει αντικείμενα ή περιουσία του θύματος ή απειλεί ότι θα το κάνει, βασανίζει ή σκοτώνει το κατοικίδιο ζώο (του θύματος ή της οικογένειας), γ) κάθε πράξη με την οποία απομονώνει το θύμα από το οικογενειακό ή φιλικό του περιβάλλον ή του απαγορεύει να εμπλακεί σε δραστηριότητες που το ευχαριστούν ή να λάβει οποιαδήποτε απόφαση χωρίς την άδειά του δ) κάθε πράξη με την οποία επιχειρεί να εδραιώσει δικαίωμα ελέγχου της ζωής του θύματος, όπως όταν επιδεικνύει κτητική συμπεριφορά, κάνει εκρηκτικές σκηνές ζηλοτυπίας χωρίς την παραμικρή αφορμή, απαιτεί να λαμβάνει όλες τις αποφάσεις για όλα τα ζητήματα, ελέγχει συνέχεια που βρίσκεται και τι κάνει, ψάχνει τα πράγματά του, παρακολουθεί στενά τις επαφές, τα ρούχα και το μακιγιάζ, τις διαδρομές και το χρόνο μετακίνησης, τα έσοδα και τα έξοδα που κάνει, παρεμποδίζει σκόπιμα την κάλυψη βασικών αναγκών (στέρηση τροφής, νερού, ύπνου) ή αναγκών περίθαλψης. ε) κάθε πράξη μη εμφανούς παρακολούθησης ή παρενόχλησης (stalking) όπως όταν παρακολουθεί το θύμα εν αγνοία του ή εγκαθιστά κρυφά κάμερες στο σπίτι παγιδεύει τις συσκευές του, υποκλέπτει κωδικούς ή εξαναγκάζει το θύμα να τους γνωστοποιήσει, διαδίδει ψευδείς, συκοφαντικές φήμες σε άτομα της οικογένειας ή του περιβάλλοντός του, παρενοχλεί το θύμα και/ή το απειλεί συστηματικά με διάφορους τρόπους (π.χ. κάνει “βουβά” τηλεφωνήματα, στέλνει πάρα πολλά και/ή απειλητικά μηνύματα, στέλνει ανεπιθύμητα δώρα ή αντικείμενα που εκπέμπουν απειλητικά μηνύματα κ.ά.) Ως οικονομική βία ορίζεται κάθε πράξη μέσω της οποίας ο δράστης επιχειρεί να μειώσει την οικονομική δυνατότητα του θύματος ή να αυξήσει την οικονομική του εξάρτηση από εκείνον, προκειμένου να δυσχεράνει ή να καταστήσει αδύνατη την απόδραση από την ενδοοικογενειακή βία. Ενδεικτικά αναφέρονται πράξεις όπως: δεν της επιτρέπει να εργαστεί ή να έχει πρόσβαση σε χρήματα και σε τραπεζικούς λογαριασμούς (δικούς της ή κοινούς), την εξαναγκάζει να του μεταβιβάσει την περιουσία της ή την διαχείριση της, οικειοποιείται το μισθό της ή οποιοδήποτε οικογενειακό επίδομα και/ή απέχει από την κάλυψη των αναγκών της οικογενειακής στέγης και των παιδιών ώστε να αναγκάζεται εκείνη να ξοδεύει όλα τα χρήματα που έχει ή εισπράττει από την εργασία της, ή της δίνει πολύ λίγα χρήματα και ελέγχει τι ξοδεύει και πού, ώστε να διασφαλίζει ότι δεν αποταμιεύει. Της αποκρύπτει πληροφορίες για το οικογενειακό ή για το δικό του εισόδημα και δημιουργεί χρέη στο όνομά της για την κάλυψη δικών του αναγκών ή των αναγκών των παιδιών και της οικογενειακής στέγης. Σε μετανάστριες ή προσφύγισσες, ο δράστης σκοπίμως παραλείπει να προβεί στις απαιτούμενες ενέργειες για την απόκτηση νομιμοποιητικών εγγράφων που θα της παρέχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας ή σε επιδόματα. Μετά τη διάσταση, αρκετοί δράστες ενδοοικογενειακής βίας, αιτούνται και λαμβάνουν παρανόμως επιδόματα (π.χ. επίδομα παιδιού ή στέγασης) και βοηθήματα (π.χ. market pass, power pass κ.α.), αρνούνται να καταβάλλουν διατροφή ή την μειώνουν σε εξευτελιστικά ποσά μέσω διαφόρων εκβιασμών, στερώντας ουσιαστικά τα προς το ζην από τα παιδιά τους, με μοναδικό στόχο της συνέχιση της κακοποίησης και του ελέγχου της ζωής του μη βίαιου γονιού που συνήθως είναι η μητέρα. Επιπλέον επισημαίνεται πως αυτές οι δύο μορφές κακοποίησης στο πλαίσιο της οικογένειας, αποτελούν καθημερινή πρακτική των δραστών ενδοοικογενειακής βίας, η οποία προσβάλλει τα έννομα αγαθά τουλάχιστον της προσωπικής ελευθερίας, της τιμής, της ψυχικής και σωματικής υγείας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, και της σωματικής ακεραιότητας και της ιδιοκτησίας. Η ψυχολογική και οικονομική βία δεν σταματούν ακόμα και όταν επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα, που είναι ο έλεγχος της ζωής του θύματος από τον δράστη, αλλά συνεχίζονται προκειμένου να διατηρηθεί αυτός. Επομένως το έννομο αγαθό βλάπτεται διαρκώς αφού η παράνομη κατάσταση διαρκεί συνήθως για αρκετά έτη ενώ οι δράστες, εμφανώς, δεν σκοπεύουν να προβούν αυτοβούλως σε ενέργειες για να αρθεί η παράνομη κατάσταση εκτός εάν αναγκαστούν εκ του νόμου. Βάσει αυτών των χαρακτηριστικών η ενδοοικογενειακή ψυχολογική βία και η οικονομική βία δεν αποτελούν απλώς αδίκημα, αλλά διαρκές αδίκημα.