• Σχόλιο του χρήστη 'ΔΗΜΗΤΡΑ K.' | 28 Δεκεμβρίου 2023, 14:55

    «Το σπίτι είναι το πιο επικίνδυνο μέρος για μια γυναίκα». Όσο τραγικό και να ακούγεται αυτό, είναι μια πικρή στατιστική αλήθεια: κάθε δέκα λεπτά μια γυναίκα δολοφονείται από κάποιον που γνωρίζει, 4 στις 5 φορές ο δράστης είναι πρώην ή νυν σύντροφος. Στη χώρα μας, παρ’όλο που τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας και γυναικοκτονιών έχουν δεκαπλασιαστεί τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν έχει σχεδιαστεί κάποιο πλάνο για την πρόληψη και αντιμετώπισης της βίας κατά των κοριτσιών και γυναικών. Το υπάρχον νομικό πλαίσιο προσφέρει τεράστια ποικιλία δικαιολογιών στους δράστες: από τη ρομαντικοποίηση της βίας και την παρουσιάση τους ως εγκλήματα πάθους, μέχρι την έμφαση στην κατάσταση της ψυχικής υγείας του δράστη ως άμεση συνέπεια επήρειας μέθης/έντονου στρες/καυγά αλλά και την προσπάθεια καταλογισμού μέρους της ευθύνης στις γυναίκες μέσω της αμφισβήτησης της αξιοπιστίας τους ή του ισχυρισμού πως προκάλεσαν με κάποιο τρόπο τον θύτη. Όλα τα παραπάνω αποτελούν πλέον κλασσικές γραμμές υπεράσπισης των θυτών με σκοπό την μείωση της υπευθυνότητας τους και χαμηλότερες ποινές. Στις γυναίκες το ίδιο νομικό πλαίσιο προσφέρει ελάχιστα: Το ποσοστό των ανδρών που εκτίουν ποινή φυλάκισης μετά από καταδίκες για ενδοοικογενειακή βία μειώθηκε από το 16,4% το 2016 σε μόλις 6% μέσα σε τρία χρόνια, ακόμη και όταν οι καταδίκες για ενδοοικογενειακή βία έφθασαν στο υψηλότερο σημείο της πενταετίας. Κατά μέσο όρο μόλις 3.566 άνδρες ετησίως διώκονται για ενδοοικογενειακή βία από το 2016. Τα ποσοστά καταδίκης είναι επίσης χαμηλά: κατά μέσο όρο, μόλις το 23% των διωκόμενων ανδρών καταδικάζονται, ενώ η συντριπτική πλειονότητα λαμβάνει ποινές με αναστολή. Άμεσο αποτέλεσμα αυτών των στατιστικών είναι ο φαυλος κύκλος βίας, πολλές φορές προς τις ίδιες γυναίκες που παρά τις πολλαπλές καταγγελίες τους, ο δράστης εξακολουθεί να βρίσκεται ελεύθερος μέχρι που η οικιακή βία κορυφώνεται σε γυναικοκτονία. Μέσα σε αυτό το κλίμα ατιμωρησίας αλλά και με την αδράνεια της αστυνομίας, οι γυναίκες που καταγγέλουν μένουν τελικά ανυπεράσπιστες και οι υπόλοιπες αποθαρρύνονται από το να καταγγείλουν. Κάθε κρατική και νομική αποτυχία επιτρέπει καινούρια περιστατικά βίας. Δεν υπάρχει οργανωμένη συλλογή δεδομένων, δεν υπάρχει κάποιο είδος επεξεργασίας των καταγγελιών, δεν υπάρχει σύστημα εκπαίδευσης προς τα θύματα οικιακής βίας, αλλά ούτε και επαρκείς κοινωνικές δομές με εξειδίκευση στην κακοποίηση γυναικών. Δεν υπάρχουν συγκεκριμένοι νόμοι που να προστατεύουν τις γυναίκες από τη βία που δέχονται με βάση το φύλο τους. Η καθιέρωση του νομικού όρου «γυναικοκτονία»είναι απαραίτητη επειδή αναγνωρίζει τη μισογυνιστική φύση της βίας και την καταπίεση που υφίστανται οι γυναίκες λόγω του φύλου τους. Προσδιορίζει με σαφήνεια το κίνητρο και το συνδέει με την ιστορικά υποβιβασμένη θέση της γυναίκας, δηλαδή τις ανισότητες που διαιωνίζουν τον κύκλο βίας και διακρίσεων καθιστώντας τες πιο ευάλωτες στην κακοποίηση, απορρίπτοντας έτσι κάθε αφήγημα υπεράσπισης ενός περιστατικού βίας ως μεμονωμένο ξέσπασμα θυμού ή έκφραση ζήλειας. Επιπλέον, ο όρος ‘γυναικοκτονία’ οδηγεί σε συστηματική συλλογή δεδομένων τα οποία είναι ζωτικής σημασίας για την κατανόηση του εύρους του ζητήματος, τον εντοπισμό προτύπων και την ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών. Χρησιμεύουν στον σχεδιασμό υπηρεσιών κοινωνικής και υγειονομικής περίθαλψης, κοινωνικής πρόνοιας, νομικών και άλλων εξειδικευμένων υπηρεσιών σύμφωνα με τις ανάγκες των γυναικών. Η συλλογή τους λειτουργεί επίσης ως μηχανισμός παρακολούθησης και αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας σχετικά με την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας. Είναι επίσης απαραίτητο να προσδιορίσουμε την έμφυλη βία ώστε να είναι σαφές ποια άτομα συμπεριλαμβάνει ο ορισμός. Η προσπάθεια της μεταμοντέρνας αριστεράς να ορίσει την έμφυλη βία ως την εξουσία της «αρρενοπώτητας» πάνω στη «θηλυκότητα», λειτουργεί ιδεολογικά αντίθετα από την έννοια της «γυναικοκτονίας» (που έχει στόχο να προσδιορίσει πολύ συγκεκριμένα τη βία κατά των γυναικών), καθώς επιχειρεί να εξισώσει την έμφυλη βία με την ομοφοβική και την τρανσφοβική, κάτω από την ενιαία ταυτότητα της θηλυκότητας. Γνωρίζουμε όμως ότι οι συνθήκες βίας των γυναικών είναι αρκετά διαφορετικές και πολύ πιο πολύπλοκες σε σχέση με άλλες ταυτότητες «θηλυκότητας» καθώς εντάσσονται μέσα στο ιστορικό πλαίσιο των σχέσεων των δυο φύλων το οποίο μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι η έμφυλη βία δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας ‘τοξικής αρρενοπώτητας’ (μιας έννοιας που ατομικοποιεί αντρικές κακοποιητικές συμπεριφορές) ούτε θέμα αυτοπροσδιορισμου, αλλά αντιθέτως αποτέλεσμα του διαχρονικού μοτίβου ανισοτήτων που διαιωνίζεται με την εκμετάλλευση της γυναικείας εργασίας στη δουλειά και στο σπίτι και την εκμετάλλευση του γυναικείου σώματος ως σεξουαλικό αντικείμενο. Οι προεκτάσεις των παραπάνω είναι αρκετά ορατές σε διάφορες εκφράσεις έμφυλης βίας όπως τις δολοφονίες γυναικών στην τρίτη ηλικία επειδή είναι ανήμπορες και πλέον βάρος στους άντρες που φρόντιζαν τόσα χρόνια, επειδή είναι φτωχές και δεν έχουν πρόσβαση στην παιδεία ή σε άλλους πόρους (ειδικά αυτές που ζουν σε αγροτικές περιοχές), επειδή είναι ανάπηρες και έχουν μικρότερες αντιστάσεις, επειδή είναι λεσβίες και απορρίπτουν τους άντρες, επειδή ‘προσβάλλουν την τιμή των αντρών συγγενών τους’, επειδή είναι θηλυκά βρέφη, επειδή η βία είναι το μέσο τερματισμού μιας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης σε χώρες όπου οι εκτρώσεις είναι παράνομες. Είναι προφανές πως στα παραπάνω περιστατικά το κίνητρο και οι μέθοδοι βίας δεν πηγάζουν από ζητήματα ταυτότητας αλλά από τη θέση που καταλαμβάνουν οι γυναίκες κοινωνικα εξαιτίας του βιολογικού τους φύλου. Γι’αυτό ο ορισμός της έμφυλης βίας και των διακρίσεων με βάση την υλική πραγματικότητα είναι η μόνη ολοκληρωμένη ανάλυση, όχι επειδή θεωρούμε ότι οι γυναίκες είναι μόνο το σώμα τους, αλλα επειδή οφείλουμε να αναγνωρίσουμε το κοινωνικό καθεστώς που αυτό σηματοδοτεί.