Αρχική Παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για την επιτάχυνση και την ποιοτική αναβάθμιση της ποινικής δίκης - Εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και τη...ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ Ν. 4620/2019Σχόλιο του χρήστη Παύλος Ανδρεάδης-Παπαδημητρίου | 28 Δεκεμβρίου 2023, 23:15
Αντί επαναλήψεων, προσυπογράφω αφενός το πρότερο σχόλιο του Καθηγητή Θ. Δαλακούρα (http://www.opengov.gr/ministryofjustice/?c=35346), και αφετέρου το κείμενο που συντάχθηκε και έχει υπογραφεί από τη συντριπτική πλειονότητα των εν ενεργεία, ομοτίμων και αφυπηρετησάντων μελών ΔΕΠ των Τομέων Ποινικών & Εγκληματολογικών Επιστημών και των τριών Νομικών Σχολών της χώρας, το οποίο είναι διαθέσιμο στον κάτωθι σύνδεσμο: https://www.ertnews.gr/eidiseis/ellada/tin-antithesi-tous-sto-sxedio-nomou-tou-yp-dikaiosynis-ekfrazoun-me-psifisma-meli-dep-ton-nomikon-sxolon/?amp Όπως ορθά τονίζεται σε αυτό, "οι προτεινόμενες αλλαγές θίγουν βασικούς πυλώνες της δίκαιης δίκης, της αρχής του κράτους δικαίου και της αναζήτησης της αλήθειας, καθιστώντας προβληματική τη φιλελεύθερη και εγγυητική λειτουργία της ποινικής δίκης." Προσθέτως, πρέπει ενδεικτικά να παρατηρηθούν και τα ακόλουθα: 1. Η εισαγωγή ή επαύξηση παραβολών για την άσκηση δικαιωμάτων δικαστικής προστασίας (υποβολή αίτησης εξαίρεσης, έγκλησης, άσκηση οιονεί ενδίκων βοηθημάτων/μέσων – άρθρα 52, 55, 56, 72 ΣΧΝ) καθώς και ο άκρατος πολλαπλασιασμός των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, τα οποία επιβάλλονται σε βάρος του καταδικασμένου (άρθρα 82-83 ΣχΝ) ή του μηνυτή/εγκαλούντος (άρθρο 84 ΣχΝ), καθιστούν ακόμη πιο δυσχερή την πρόσβαση στη δικαιοσύνη, τόσο των θυμάτων, όσο και των (πιθανών) δραστών, και τελικώς πλήττουν το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας που καθιερώνεται στο άρθρο 20 παρ. 1 Συντ. 2. Με το άρθρο 65 ΣχΝ προβλέπεται η εισαγωγή άρθρου 238Α ΚΠΔ στο οποίο θα ρυθμίζεται η δυνατότητα εξ αποστάσεως λήψης της απολογίας του κατηγορουμένου εφόσον αυτός ή ο συνήγορός του "δεν αντιλέγει βάσιμα". Πρόκειται για διατύπωση που πιθανότατα θα δημιουργήσει πλείστα ερμηνευτικά ζητήματα. 3. Με βάση το άρθρο 96 παρ. 1 Συντ., "Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι". Συνεπώς, τα ποινικά δικαστήρια δεν έχουν από το σύνταγμα τη δικαιοδοσία να επιβάλλουν πειθαρχικές ποινές. Με το άρθρο 74 ΣχΝ προβλέπεται δυνατότητα των ποινικών δικαστηρίων να επιβάλλουν τέτοιες ποινές σε «θορυβούντες ή ανυπάκουους» συνηγόρους, κατά προφανή θετική υπέρβαση της από το Σύνταγμα απονεμηθείσας εξουσίας τους. 4. Το άρθρο 75 ΣχΝ επιχειρεί να "επιταχύνει" την ποινική δίκη με την προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 343 ΚΠΔ, αφήνεται όμως ανέγγιχτη η σύστοιχη διάταξη του άρθρου 358 ΚΠΔ περί σχολιασμού των αποδείξεων. Σε κάθε περίπτωση η προτεινόμενη διάταξη δεν εξυπηρετεί την ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας και τη ροή της διαδικασίας, καθώς είναι σαφές ότι όλοι οι παράγοντες της δίκης βρίσκονται σε καλύτερη θέση να αξιολογήσουν ένα αποδεικτικό μέσο, όσο ακόμη αυτό βρίσκεται ενώπιόν τους ή είναι "νωπό" στη μνήμη τους, παρά μετά το πέρας μιας -ενδεχομένως πολυήμερης- αποδεικτικής διαδικασίας. 5. Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 349 ΚΠΔ με το άρθρο 76 ΣχΝ είναι πολλαπλώς προβληματική. Πρώτον, πλήττει το από τo άρθρο 6 παρ. 3 εδ. γ’ ΕΣΔΑ προβλεπόμενο δικαίωμα του κατηγορουμένου, να παρίσταται στο ποινικό δικαστήριο με συνήγορο της επιλογής του. Δεύτερον, επιβάλλει την υποχρέωση καταβολής παραβόλου για την υποβολή αιτήματος αναβολής της δίκης, για λόγους που κατ’ ουσίαν συνιστούν "ανωτέρα βία" (έτερη επαγγελματική υποχρέωση του συνηγόρου). Πρόκειται για διάταξη που παράγει αποκλειστικά "πολιτικό κεφάλαιο", ουδόλως αποσκοπεί στην επιτάχυνση της δίκης και παραβλέπει ότι στην πράξη, τα δικαστήρια είχαν διαμορφώσει άριστα κριτήρια προκειμένου να διακρίνουν πότε τα αιτήματα αυτά είχαν πραγματικό υπόβαθρο, και πότε υποβάλλονταν καταχρηστικά. Τρίτον, πλήττει και την επαγγελματική ελευθερία των δικηγόρων αλλά και τη δυνατότητά αξιοπρεπούς βιοπορισμού του, δεδομένου ότι η σύμπτωση πολλαπλών δικών στην ίδια δικάσιμο κατά κανόνα δεν είναι επιλογή τους, αλλά και —για μεγάλο αριθμό συνηγόρων— ούτε και στοιχείο της καθημερινότητας του επαγγελματικού τους βίου. Μόλις που χρειάζεται να υπενθυμίσει κανείς ότι το μοντέλο της "μία μόνο αναβολής ανά υπόθεση" είχε δοκιμαστεί και στο παρελθόν (βλ. άρθρο 20 ν. 3904/2010, άρθρο 33 ν. 4055/2012) και ουδέποτε επέφερε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, προεχόντως λόγω της έλλειψης διαθέσιμου ανθρώπινου δυναμικού και υποδομών (αιθουσών) αλλά και της διαρκούς υπερφόρτωσης των εκθεμάτων των ποινικών δικαστηρίων. Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια αφενός να μην τηρείται στην πράξη η άστοχη αυτή επιταγή του νόμου περί μίας μόνον αναβολής, και αφετέρου αυτή να αμβλυνθεί νομοθετικά σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα (βλ. άρθρα 93 παρ. 4 και 100 παρ. 2 ν. 4139/2013). 6. Η περαιτέρω συρρίκνωση της αρμοδιότητας των Μικτών Ορκωτών Δικαστηρίων/Εφετείων αλλά και ειδικότερα, η συρρίκνωση των θεμάτων επί των οποίων συναποφασίζουν οι τακτικοί και λαϊκοί δικαστές που τα συγκροτούν, θέτουν ζητήματα συμβατότητας με τη διάταξη του άρθρου 97 παρ. 1 Συντ. 7. Η κατ’ άρθρο 79 ΣχΝ αύξηση των ορίων του εκκλητού οδηγεί αφενός σε συρρίκνωση του από το 7ο πρόσθετο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ προβλεπόμενου δικαιώματος του καταδικασμένου, να κριθεί η υπόθεσή του και από δευτεροβάθμιο, ανώτερο δικαστήριο, και αφετέρου στο απολύτως παράδοξο (και εξίσου πλήττον το ανωτέρω δικαίωμα), να υφίστανται στην ελληνική ποινική νομοθεσία αδικήματα, των οποίων η μέγιστη απειλούμενη από το νόμο ποινή, θα είναι εξ υπαρχής ανέκκλητη. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 29 παρ. 1 εδ. α’ ν. 4139/2013, η κατοχή ναρκωτικών ουσιών αποκλειστικά για ατομική χρήση, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι πέντε (5) μηνών. Το άτοπο είναι προφανές, εφόσον το όριο του εκκλητού κατά αποφάσεων που εκδίδονται από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, θα ορισθεί σε ποινή φυλάκισης «πάνω από πέντε μήνες». 8. Η συρρίκνωση της προφορικότητας της διαδικασίας στον δεύτερο βαθμό, όπως και η πρόβλεψη περί μη κλήσης των προανακριτικών υπαλλήλων-αστυνομικών στο ακροατήριο οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου (άρθρα 63 και 81 ΣχΝ), πλήττουν προδήλως στο από το άρθρο 6 παρ. 3 εδ. δ' της ΕΣΔΑ προβλεπόμενο δικαίωμα του κατηγορουμένου, να εξετάζει αυτοπροσώπως τους μάρτυρες κατηγορίας. Συμπερασματικά, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις του ΚΠΔ πλήττουν σε ευρεία έκταση, θεμελιώδη δικαιώματα των διαδίκων της ποινικής δίκης (και όχι μόνο του κατηγορουμένου) και την ίδια την αρχή του κράτους δικαίου. Τυχόν δε ψήφιση και εφαρμογή τους θα επιφέρει, με πιθανότητα που αγγίζει την βεβαιότητα, επαναλαμβανόμενες και συστηματικές καταδίκες της χώρας μας από το ΕΔΔΑ. Ακόμη όμως και εάν κανείς παρέβλεπε προς στιγμήν τα προβλήματα αυτά, και πάλι θα παρατηρούσε ότι οι προτεινόμενες διατάξεις είναι κατά το μέγιστο μέρος απρόσφορες για την πραγμάτωση του επιδιωκόμενου σκοπού της «επιτάχυνσης» και «ποιοτικής αναβάθμισης» της ποινικής δίκης, λαμβανομένων υπ’ όψη α) των εγγενών περιορισμών της χώρας σε επίπεδο υποδομών και ανθρώπινου δυναμικού και β) της πολυπλοκότητας των ποινικών υποθέσεων, η κρίση της συντριπτικής πλειονότητας των οποίων από μονομελή όργανα, είναι συγκριτικά επισφαλής. Παύλος Ανδρεάδης-Παπαδημητρίου ΔΝ, Δικηγόρος