• Σχόλιο του χρήστη 'Ειρηνοδίκης Δ' | 14 Απριλίου 2024, 15:22

    Προ πάσης αναφοράς, δηλώνω την ιδιότητά μου ως Ειρηνοδίκη Δ’ τάξης. Χαιρετίζω το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, το οποίο επί της Αρχής κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση, επιχειρώντας να διακόψει την ύπαρξη Δικαστών δύο ταχυτήτων στον α’ βαθμό δικαιοδοσίας, μία κατάσταση που είναι υπό τα σημερινά δεδομένα αναχρονιστική και δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες εξελίξεις και ανάγκες. Ωστόσο, οφείλουν να επισημανθούν προβληματικές και άδικες ρυθμίσεις του ΣχΝ. Με τις προτεινόμενες, μόνο κατ’ επίφαση επιτυγχάνεται η ενοποίηση του πρώτου βαθμού, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Διότι ναι μεν μετά την αφυπηρέτηση του τελευταίου σήμερα Ειρηνοδίκη, ήτοι μετά από 30 περίπου χρόνια (ο γράφων είμαι 36 ετών) [ορ. υπό άρ. 7 της ανάλυσης συνεπειών ρύθμισης], θα επέλθει αναγκαίως και αυτονοήτως η πλήρης ενοποίηση, ωστόσο μέχρι να συμβεί αυτό δημιουργείται μία κατάσταση που στη μία περίπτωση (αυτή της παράλληλης επετηρίδας) δημιουργεί ένα στεγανό και διακριτό σώμα οιονεί Πρωτοδικών, με μειωμένα δικαιώματα και απαξιωμένων έναντι των λοιπών Δικαστών (ακόμη και νεότερων ομοιόβαθμών τους), στην άλλη δε περίπτωση (αυτή της ενιαίας επετηρίδας) προϋποθέτει την άδικη απεμπόληση εκ μέρους των Ειρηνοδικών των υπηρεσιακών τους κεκτημένων (θίγοντας και την επετηρίδα τους όπως θα αναλυθεί κατωτέρω). Ειδικότερα: Α] Οι Ειρηνοδίκες που δεν θα επιλέξουν την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα (πλέον Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας) θα παραμένουν ες αεί νεότεροι έναντι των ήδη σήμερα Δοκίμων Ειρηνοδικών Δ’ τάξης (άρα ΜΗ ισόβιων Δικαστών) [άρ. 8 παρ. 2 εδ. τελ. ΣχΝ] ακόμη και του μεταγενέστερα διοριζόμενου (άρα νεότερου) Πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας (άρ. 7 παρ. 4 εδ. γ’ ΣχΝ). Αυτό, βέβαια, έχει αντανακλαστικές συνέπειες και σε πλείστα όσα ζητήματα, όπως η ανάθεση υπηρεσιών κατά προτεραιότητα σε Περιφερειακές έδρες, η επιλογή της υπηρεσίας των τμημάτων διακοπών, η θέση πάντα εξ αριστερών του Προέδρου στις πολυμελείς συνθέσεις κλπ, που ανατίθενται πάντοτε στον υπηρεσιακά νεότερο κάθε Δικαστηρίου. Επιπλέον, καθόσον οι υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του νόμου Ειρηνοδίκες εξακολουθούν να εκτελούν τα καθήκοντα που εκτελούσαν έως την κατάργηση των Ειρηνοδικείων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιορισμοί της καθ’ ύλη αρμοδιότητας αυτών (άρ. 7 παρ. 2 ΣχΝ), είναι προφανές ότι οι πρώην Ειρηνοδίκες – Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας θα επωμιστούν αποκλειστικά με έργα όπως η θεώρηση βιβλίων, οι κατ’ οίκον έρευνες και οι προανακρίσεις, πέραν των λοιπών καθηκόντων που θα τους ανατεθούν. Β] Η ένταξη στην ενιαία επετηρίδα, με τον τρόπο που προτείνεται, θίγει κατάφορά την επετηρίδα των Ειρηνοδικών και την προϋπηρεσία τους. Κατ’ αρχάς, με την ένταξη υπό τον τελευταίο Πρωτοδίκη δεν αναγνωρίζονται ούτε η προϋπηρεσία τους ως Ειρηνοδικών, ούτε όμως, και κυριότερον, η προϋπηρεσία τους ως Πρωτοδικών. Δηλαδή, ενώ κατά τον χρόνο ένταξης, δηλαδή μετά από περίπου 3 έτη από την έναρξη ισχύος του νόμου για την 1η φορά και +3 για κάθε επόμενη (άρ. 8 παρ. 2 ΣχΝ), οι συνάδελφοι θα εκτελούν χρέη Πρωτοδίκη, εντούτοις ΟΥΤΕ αυτή η προϋπηρεσία τους θα αναγνωρίζεται, αφού θα τοποθετούνται κάτω από τον τελευταίο Πρωτοδίκη. Επίσης, εάν κάποιος αρχαιότερος Ειρηνοδίκης γίνει δεκτός στην γενική επετηρίδα στη 2η φορά λχ (μετά από 6 έτη), θα τοποθετηθεί τότε κάτω από τον τελευταίο Πρωτοδίκη, άρα και κάτω από κάποιον άλλο συνάδελφό του (Ειρηνοδίκη), ενδεχομένως νεότερο κατά την επετηρίδα των Ειρηνοδικών, που «πέρασε» στην 1η φορά. Ας αναλογιστεί κανείς ότι συνάδελφος που βρίσκεται σε νόμιμη άδεια (αναρρωτική, τοκετού, λοχείας, ανατροφής) δεν θα έχει στη διάθεσή του 2 εκθέσεις επιθεώρησης, συνεπώς δεν θα δύναται να υποβάλει αίτηση ένταξης κατά την 1η φορά. Το ζήτημα γίνεται προβληματικότερο με τους Δόκιμους Ειρηνοδίκες αποφοίτους της ΕΣΔΙ, που δεν έχουν καν δικάσει και δεν είναι ισόβιοι Δικαστές. Με λίγα λόγια, πρέπει κατ’ ελάχιστον, να αναγνωρίζεται κατά τον χρόνο ένταξης η προϋπηρεσία των (πρώην) Ειρηνοδικών ως Πρωτοδίκες, εάν όχι και κάποια από τα έτη τους ως Ειρηνοδίκες. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον επιδιώκεται η ενοποίηση του α’ βαθμού και προκειμένου να αμβλυνθούν οι στρεβλώσεις που θα διαιωνίζει η ύπαρξη δύο (2) επετηρίδων, πρέπει να τροποποιηθεί η διάταξη του άρ. 8 παρ. 2 του ΣχΝ, ώστε να δίδεται η δυνατότητα ένταξης στην ενιαία επετηρίδα αφενός κατ’ έτος (αντί ανά τριετία), στη δε 1η φορά ευθύς αμέσως, μετά την έναρξη ισχύος του νόμου. Άλλωστε, η τελική κρίση θα ανήκει στο ΑΔΣ του ΑΠ. Τέλος, πρέπει να ξεκαθαρισθεί η μισθολογική κατάσταση των Ειρηνοδικών, αφού η διατύπωση του άρ. 10 του ΣχΝ εξασφαλίζει μεν τον μισθό και τα κεκτημένα τους κατά τον χρόνο ένταξης, ωστόσο δεν είναι σαφές τι θα συμβεί με τους Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας, εάν δηλαδή θα λάβουν μετά από έτη τον μισθό, όπως προσδοκάται με την τάξη τους. Με εκτίμηση.