• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Μαυρέλης Πρωτοδίκης' | 15 Απριλίου 2024, 16:46

    Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, με την συνύπαρξη δικαστών δύο ταχυτήτων δεν είναι νοητή. Η διατήρηση δικαστών σε ειδική επετηρίδα επ' αόριστον, ακυρώνει στην πράξη την ίδια την ουσία της λέξης ενοποίηση και διατηρεί ουσιαστικά τη σημερινή κατάσταση, της απονομής δικαιοσύνης από δύο διαφορετικά πρωτοβάθμια Δικαστήρια, αυτή τη φορά με το μανδύα δικαστών ειδικής επετηρίδας. Η δημιουργία ειδικής επετηρίδας θα πρέπει να έχει ως αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση των σκοπών του νόμου και την εύρυθμη λειτουργία των δικαστικών σχηματισμών και των υπηρεσιακών ζητημάτων των δικαστών βραχυπρόθεσμα και όχι να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να ακυρώνει εν τοις πράγμασι την ίδια την έννοια της ενοποίησης. Η ύπαρξη της πρέπει να είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας, προορισμένη για την σταδιακή και ομαλή απορρόφηση των Ειρηνοδικών στην γενική επετηρίδα, ως Πρωτοδικών με πλήρη καθήκοντα, όπως προφανώς μπορεί να εννοηθεί ο όρος ενοποίηση. Η ύπαρξη διακριτών, περιορισμένων ή ειδικών καθηκόντων, ακυρώνει επίσης της έννοια του όρου ενοποίηση. Ο χρόνος διάρκειας της ειδικής επετηρίδας μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επιμόρφωση των ειρηνοδικών στα νέα τους καθήκοντα, ωστόσο δεν είναι κρίσιμο επιχείρημα για την ύπαρξη ειδικής επετηρίδας, δεδομένου ότι οι ειρηνοδίκες είναι εν ενεργεία δικαστές ενώ βασική αρχή που διέπει το δικαϊκό μας σύστημα - iura novit curia, το Δικαστήριο γνωρίζει το νόμο. Προς τούτο, πρέπει να διαμορφωθούν οι συνθήκες, με τον παρόντα νόμο, για την γρήγορη και αποτελεσματική ενσωμάτωση των ειρηνοδικών στην γενική επετηρίδα, με πλήρη καθήκοντα πρωτοδίκη (άλλωστε καθήκοντα πρωτοδίκη θα εκτελούν από την 16-09-2024) βοηθώντας τόσο με τον αριθμό τους, όσο και με την εμπειρία και επιστημοσύνη τους στην ταχύτερη εκκαθάριση των υποθέσεων, που το Υπουργείο θέτει ως βασικό στόχο. Ωστόσο η απορρόφησή τους θα πρέπει να γίνει με όρους σεβασμού και εμπιστοσύνης στην μέχρι τούδε υπηρεσιακή τους πορεία, ως πρωτοβάθμιων δικαστών, που σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, δίκαζαν παρόμοιες υποθέσεις με αυτές που θα κληθούν να χειριστούν. Βασικό σημείο της δίκαιης αντιμετώπισής τους είναι η αναγνώριση των ετών υπηρεσίας τους, ολοκληρωτικά ή έστω εν μέρει. Πρέπει, επομένως, από την ημερομηνία έναρξης του νόμου, να καθοριστεί με σαφή και αντικειμενικά κριτήρια η είσοδος των ειρηνοδικών στην γενική επετηρίδα, με αναγνώριση, έστω μέρους των ετών υπηρεσίας τους και η ρύθμιση της αρχαιότητάς τους προς τους λοιπούς συναδέλφους τους, φυσικά κατόπιν κρίσης και αξιολόγησης από το ΑΔΣ. Σε κάθε περίπτωση ακόμα και αν προκρίνεται η λύση της ένταξης τους στη γενική επετηρίδα μετά τον τελευταίο υπηρετούντα πρωτοδίκη, θα πρέπει να οριστεί σαφώς, ότι η ημερομηνία έναρξης ισχύος του νόμου θα είναι και ο χρόνος ένταξης των ειρηνοδικών στα Πρωτοδικεία (είτε στην ειδική είτε στη γενική επετηρίδα), αλλιώς, θα έχουμε το παράδοξο, να θεωρούνται όλοι οι νεοεισερχόμενοι στο σώμα δικαστές, κάθε χρόνο αρχαιότεροι των ειρηνοδικών και να μη λογίζεται ως χρόνος προϋπηρεσίας, ούτε ο χρόνος που θα εκτελούν χρέη Πρωτοδικών, πράγμα που δεν εκφεύγει μόνο των συνταγματικών επιταγών αλλά και αυτής της κοινής λογικής! Επιπλέον, είναι αναγκαίο, για την κατά τα ανωτέρω γρήγορη απορρόφηση των ειρηνοδικών, να προβλεφθεί η δυνατότητα εισαγωγής στη γενική επετηρίδα ετησίως και όχι ανά τριετία. Αν κρίνεται σκόπιμο, δε, να υπάρχουν δύο εκθέσεις επιθεώρησης από τον Επιθεωρητή του ΑΠ μπορεί η δυνατότητα ένταξης στην γενική επετηρίδα να δοθεί μετά από τρία έτη την πρώτη φορά, και κατ' έτος από τότε και στο εξής, δεδομένου ότι κάθε επόμενο έτος θα υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκθέσεις επιθεώρησης.