Αρχική Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου ΔικαιοσύνηςΜΕΡΟΣ Α’ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ – ΧΩΡΟΤΑΞΙΚΗ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ ΣΚΟΠΟΣ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ Άρθρο 1: ΣκοπόςΣχόλιο του χρήστη Ειρηνοδικείο Πατρών - Ολομέλεια | 16 Απριλίου 2024, 21:59
Η ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΑΤΡΩΝ Λαμβανομένης υπόψη της επικείμενης ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης επί τη βάσει του ανωτέρω νομοσχεδίου διαπιστώνουμε και προτείνουμε τα κάτωθι: Η στέρηση υπηρεσιακής εξέλιξης των (πρώην) Ειρηνοδικών, αφού βάσει του σχεδίου νόμου προβλέπεται ρητά υπηρεσιακή στασιμότητα αυτών (της ειδικής επετηρίδας) στον βαθμό του Πρωτοδίκη και δη εσαεί του νεότερου όλων, είναι αντίθετη με το πνεύμα της ουσιαστικής ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης, αλλά και με τη συνταγματική αρχή της ισότητας και ειδικότερα την ισότιμη μεταχείριση δημοσίων λειτουργών. Άλλωστε, η θέση τέτοιου ορίου/φραγμού δεν βρίσκει έρεισμα στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος, η οποία επιτρέπει την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και τη ρύθμιση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού, καθόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, όπως νόμος ορίζει, για τους υπηρετούντες στον (ενοποιημένο) πρώτο βαθμό δικαστικούς λειτουργούς, χωρίς να διαχωρίζει ή να υπονοεί τον αποκλεισμό από την προβλεπόμενη διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης προκειμένου για υπηρεσιακή εξέλιξη τους προερχόμενους από τον κλάδο των Ειρηνοδικών λειτουργούς, αφού μετά την ενοποίηση, προηγηθείσης της επιμόρφωσης και της συμπλήρωσης ευδόκιμης δικαστικής υπηρεσίας τριών ετών των πρώην Ειρηνοδικών, ως το νομοσχέδιο προβλέπει, δεν θα πρέπει να νοούνται λειτουργοί ίδιου βαθμού δύο ταχυτήτων βάσει της υπηρεσιακής προέλευσής τους, αλλά η όποια υπηρεσιακή εξέλιξη καθενός έδει να είναι αποτέλεσμα των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων και της υπηρεσιακής του απόδοσης, που θα αξιολογείται κατά την προβλεπόμενη διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης (τακτικές επιθεωρήσεις – κρίση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου του Αρείου Πάγου). Άλλωστε, ένας τέτοιος διαχωρισμός λειτουργεί ως αντικίνητρο στην επιβεβλημένη υπηρεσιακή αυτοβελτίωση και την υπηρεσιακή απόδοση των στερούμενων εκ προοιμίου τη δυνατότητα οιασδήποτε υπηρεσιακής ανέλιξης - ωρίμανσης λειτουργών του ενοποιημένου πρώτου βαθμού, ανεξαρτήτως της επιστημονικής τους επάρκειας και της ατομικής τους απόδοσης, οι οποίες μπορεί να είναι αντίστοιχες ή ακόμη και υπέρτερες με αυτές ορισμένων εκ των ασκούντων τα ίδια καθήκοντα πλην όμως μη στερούμενων τοιαύτης (της δυνατότητας υπηρεσιακής ανέλιξης). Το δε άνισο της μεταχείρισης αυτής και οι εξ’ αυτού συνέπειες θα καταστούν ακόμη πιο εμφανείς μετά την παρέλευση ικανού χρονικού διαστήματος, όταν θα έχει επέλθει και η de facto ενοποίηση, όταν και επί σειρά ετών θα αναλαμβάνουν και θα διεκπεραιώνουν άπαντες τα ίδια καθήκοντα στον ενοποιημένο πρώτο βαθμό. Επιπροσθέτως, αν και στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου γίνεται αναφορά στη «διατήρηση του κεκτημένου κάθε επετηρίδας», στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθ. 8 του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι: «Οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν διοριστεί ως Δόκιμοι Ειρηνοδίκες Δ’ ή βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης μετά από την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου κατάρτισης, μπορούν με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, και μετά από ακρόαση και απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα των πρωτοδικών, τοποθετούμενοι μετά από τον τελευταίο πάρεδρο πρωτοδικείου», ενώ στις ίδιες διατάξεις προβλέπεται σχετικά με τους αιτούμενους την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα των Πρωτοδικών Ειρηνοδίκες ότι θα τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο Πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα των Ειρηνοδικών κατά τον χρόνο της αίτησης και υπό την τήρηση των προϋποθέσεων που θέτονται (υποβολή αίτησης ανά τριετία, αντιστοίχιση σε ποσοστό όχι μεγαλύτερο από το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνολικού αριθμού των υπηρετούντων πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, ολοκλήρωση υποχρεωτικών προγραμμάτων επιμόρφωσης, 2 τουλάχιστον εκθέσεις επιθεώρησης του άρθρου 101 του ΚΟΔΚΔΛ, με την επισήμανση ότι επιθεωρήσεις αυτές γίνονται ανά διετία). Από τα προρρηθέντα προκύπτει ευθέως η εκφεύγουσα του Συντάγματος αντίφαση, οι νεότεροι Ειρηνοδίκες, ήτοι όσοι έχουν αποφοιτήσει από την ΕΣΔΙ κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, έχουν διοριστεί ως δόκιμοι Ειρηνοδίκες Δ’ τάξεως ή ασκούν την πρακτική τους άσκηση να καταστούν υπηρεσιακά αρχαιότεροι των αρχαιότερων αυτών Ειρηνοδικών Δ’, Γ’, Β’ ακόμη και Α’ τάξης. Τέλος, ο αποκλεισμός των (πρώην) Ειρηνοδικών από τη συμμετοχή τους στις συνθέσεις των ΜΟΔ, των Συμβουλίων και από την κύρια ανάκριση (άρθ. 7 παρ. 4), μετά την κατά τα ανωτέρω επιμόρφωση και επιθεώρησή τους, αποτελεί δυσμενή σε βάρος τους διάκριση και άνιση μεταχείριση, που αντιβαίνει το πνεύμα του σχεδίου ενοποίησης το οποίο δεν προκρίνει την καθετοποίηση της ύλης μεταξύ των δικαστικών του πρώτου βαθμού. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ: Επί του άρθρου 7 παρ. 4: Μετά από την ολοκλήρωση των προγραµµάτων επιµόρφωσης της παρ. 3, οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, Ειρηνοδίκες εκδικάζουν υποθέσεις Μονοµελούς Πληµµελειοδικείου και το σύνολο των αστικών υποθέσεων. Επίσης, συµµετέχουν σε συνθέσεις Τριµελών Πληµµελειοδικείων, χωρίς ο αριθµός τους να δύναται να υπερβαίνει τους δύο (2) ανά σύνθεση. Έπειτα από την πρώτη επιθεώρησή τους κατ’ άρθρο 101 του Kώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022, A’ 109) από τον αρµόδιο Επιθεωρητή του Αρείου Πάγου της δικαστικής περιφέρειας στην οποία υπηρετούν, σε πρώην Ειρηνοδίκες δύνανται να ανατίθενται τα πλήρη καθήκοντα Πρωτοδίκη χωρίς τους προαναφερθέντες περιορισμούς. Στις πολυμελείς συνθέσεις, μεταξύ πρωτοδίκη και υπηρετούντος, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκη, αρχαιότερος θεωρείται ο πρωτοδίκης της γενικής επετηρίδας, έπειτα δε από την ολοκλήρωση των προγραµµάτων επιµόρφωσης της παρ. 3 και από την πρώτη επιθεώρησή τους κατ’ άρθρο 101 του Kώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022, A’ 109) από τον αρµόδιο Επιθεωρητή του Αρείου Πάγου της δικαστικής περιφέρειας στην οποία υπηρετούν στις πολυµελείς συνθέσεις, µεταξύ Πρωτοδίκη και υπηρετούντος (πρώην) Ειρηνοδίκη, αρχαιότερος θεωρείται ο Πρωτοδίκης της γενικής επετηρίδας µε τα αντίστοιχα έτη υπηρεσίας, µε βάση την αντιστοίχιση της παρ. 1 του άρθρου 8. Επί του άρθρου 8 παρ. 2: Ως προεκτέθηκε, η στέρηση οιασδήποτε υπηρεσιακής εξέλιξης των (πρώην) Ειρηνοδικών (της ειδικής επετηρίδας) είναι αντίθετη με το πνεύμα της ουσιαστικής ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης, αλλά και με τη συνταγματική αρχή της ισότητας και ειδικότερα την ισότιμη μεταχείριση δημοσίων λειτουργών, ενώ ουδόλως βρίσκει έρεισμα στην ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος. Προτεινόµενη τροποποίηση: Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, Ειρηνοδίκες Α’ Τάξης που θα επιλέξουν να παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα λαμβάνουν το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών, με τη σταδιακή σε αυτούς ανάθεση αρχικώς ειδικών καθηκόντων, μέχρι την πλήρη επιμόρφωσή τους, ώστε να τους ανατεθούν, μετά από αυτήν, όλα τα καθήκοντα των Προέδρων Πρωτοδικών. Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, Ειρηνοδίκες των λοιπών τάξεων που θα παραµείνουν στην ειδική επετηρίδα δύνανται να λάβουν τον βαθµό του Προέδρου Πρωτοδικών, εφόσον συµπληρώσουν οκτώ (8) τουλάχιστον χρόνια υπηρεσίας στον βαθµό του Πρωτοδίκη, μετά και την ολοκλήρωση των προγραµµάτων επιµόρφωσης της παρ. 3 του άρθ. 7 και τις κατά τον νόμο επιθεωρήσεις τους που θα τους κρίνουν προακτέους στον επόμενο βαθμό, τηρουμένης της σειράς που κατείχε ο καθένας εξ αυτών, βάσει και της τάξης και των ετών προϋπηρεσίας τους, στην ειδική επετηρίδα των ειρηνοδικών κατά τον χρόνο σύστασης αυτής. Προς τον σκοπό αυτό θα συστήνονται νεοπαγείς προσωποπαγείς οργανικές θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, οι οποίες θα καλύπτονται από τους Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας µετά τη συµπλήρωση των απαιτούµενων ετών και υπό τις ως άνω προϋποθέσεις και μετά την αφυπηρέτηση αυτών θα καλύπτονται από τους επόμενους κατά αρχαιότητα Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας. Οι Πρόεδροι Πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας θα θεωρούνται ιεραρχικά κατώτεροι των υφιστάμενων Προέδρων Πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και των Πρωτοδικών που προήχθησαν στον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών συντοχρόνως με αυτούς (τους Προέδρους Πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας). Οι Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας, κατά τον χρόνο ισχύς του παρόντος νόμου τοποθετούνται ιεραρχικά κάτω του τότε νεότερου Πρωτοδίκη και έκτοτε ανά έτος θεωρούνται μαζί με τους λοιπούς Πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας αρχαιότεροι των νέων Παρέδρων του Πρωτοδικείου, ομοίως μετά την προαγωγή των Παρέδρων αυτών στον βαθμό του Πρωτοδίκη, θεωρούνται άπαντες (οι υφιστάμενοι Πρωτοδίκες της γενικής και της ειδικής επετηρίδας) αρχαιότεροι αυτών κ.ο.κ.. Στους υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, Ειρηνοδίκες παρέχεται επίσης δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα των Πρωτοδικών, µετά από αίτησή τους, µε διατήρηση της οργανικής τους θέσης και τροπής αυτής από θέση Πρωτόδικη της ειδικής επετηρίδας σε θέση Πρωτόδικη της γενικής επετηρίδας. Η δυνατότητα αυτή παρέχεται ετησίως, για αριθµό θέσεων που αντιστοιχεί σε ποσοστό όχι µεγαλύτερο από το είκοσι τοις εκατό (20%) του συνολικού αριθµού των υπηρετούντων Πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, εφόσον οι αιτούντες έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράµµατα επιµόρφωσης του άρθρου 7 και έχουν µία (1) τουλάχιστον έκθεση επιθεώρησης του άρθρου 101 του Kώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022, A’ 109) από τον αρµόδιο Επιθεωρητή του Αρείου Πάγου της δικαστικής περιφέρειας στην οποία υπηρετούν. Για την ένταξη στη γενική επετηρίδα και τον ακριβή αριθµό των εντασσοµένων αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης µε αιτιολογηµένη απόφασή του, η οποία εκδίδεται µετά από ακρόαση των αιτούντων, λαµβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, την επιστηµονική κατάρτιση, την ποιοτική και ποσοτική απόδοση της εργασίας και την επίδοση αυτών γενικά. Οι εντασσόµενοι στη γενική επετηρίδα τοποθετούνται µετά από τον τελευταίο αντίστοιχο Πρωτοδίκη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 8 και µε βάση τη σειρά που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα των ειρηνοδικών κατά τον χρόνο της αίτησης. Οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, έχουν διοριστεί ως Δόκιµοι Ειρηνοδίκες Δ’ ή βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης µετά από την ολοκλήρωση του πρώτου σταδίου κατάρτισης, μπορούν με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος και μετά από ακρόαση και απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα τοποθετούμενοι κάτω από τον τελευταίο πάρεδρο Πρωτοδικείου. Ως επικουρική δε πρόταση αναφορικά με την τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 8 προκρίνεται η κάτωθι: 2. Άπαντες οι Ειρηνοδίκες, μετά την ολοκλήρωση των υποχρεωτικών προγραµµάτων επιμόρφωσης του άρθρου 7 και μετά την παρέλευση δύο (2) ετών από αυτή, εντάσσονται στη γενική επετηρίδα των Πρωτοδικών, τοποθετούμενοι μετά από τον τελευταίο Πρωτοδίκη, διατηρώντας τη θέση τους στο Πρωτοδικείο που υπηρετούν, μεταφερόμενης αυτής από την ειδική στη γενική επετηρίδα, ενώ οι μεταθέσεις και αυτών θα γίνονται µόνον κατόπιν αίτησής τους, µε εξαίρεση τους λόγους υποχρεωτικής μετάθεσης της παρ. 4 του άρθρου 60 του Kώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022, Α’ 109), διεκδικώντας τις θέσεις της, ενιαίας για όλους πια, γενικής επετηρίδας. Επί του άρθρου 9: Στο σχέδιο νόµου υπάρχει ασάφεια αναφορικά με το ζήτηµα των µεταθέσεων των (πρώην) Ειρηνοδικών, καθώς στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι µε την αφυπηρέτηση κάθε Πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας (δηλαδή πρώην Ειρηνοδίκη) η οργανική του θέση θα µεταφέρεται στη γενική, γεγονός που θα συνεπάγεται τη διαρκή συρρίκνωση των θέσεων των Πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας και τούτο θα έχει ως αποτέλεσμα, σταδιακά να αποστερηθούν οι υπηρετούντες στην ειδική επετηρίδα τη δυνατότητα μετάθεσής τους. Προτεινόµενη τροποποίηση: Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, Eιρηνοδίκες µπορούν να µετατεθούν µόνον κατόπιν αίτησής τους, µε εξαίρεση τους λόγους υποχρεωτικής µετάθεσης της παρ. 4 του άρθρου 60 του Kώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022, Α’ 109). Σε περίπτωση αφυπηρέτησης Δικαστικού Λειτουργού της ειδικής επετηρίδας, η οργανική του θέση διατίθεται προς µετάθεση σε Δικαστικό Λειτουργό της ίδιας επετηρίδας (λαμβανομένης υπόψη και της σειράς που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα των Ειρηνοδικών κατά τον χρόνο ισχύς του παρόντος) και αφού καλυφθεί, η αντίστοιχη κενή οργανική θέση που κενώθηκε οριστικά διατίθεται στη γενική επετηρίδα. Σε κάθε περίπτωση αιτούµενης µετάθεσης θα πρέπει να λαµβάνεται υπόψη το σύνολο των ετών πραγµατικής δικαστικής υπηρεσίας εκάστου Δικαστικού Λειτουργού. Επί του άρθρου 10: Κατά τον τρόπο διατύπωσης του παρόντος άρθρου υφίσταται ασάφεια αν οι Ειρηνοδίκες διατηρούν ως µισθολογικό κεκτηµένο τις αποδοχές του Εφέτη, τις οποίες λαµβάνουν σήµερα µετά από είκοσι τέσσερα (24) έτη υπηρεσίας. Προτεινόµενη τροποποίηση: Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, Ειρηνοδίκες λαµβάνουν όλες τις αποδοχές των Δικαστικών Λειτουργών µε τους οποίους αντιστοιχούν κατά το άρθρο 8, συµπεριλαµβανοµένων των µισθολογικών προαγωγών και κατ’ αναλογία των ετών πραγµατικής δικαστικής υπηρεσίας, διατηρώντας τις υφιστάµενες αποδοχές τους όπου αυτές είναι υψηλότερες ή τις αποδοχές που επρόκειτο να λάβουν, µε βάση το µέχρι σήµερα µισθολογικό καθεστώς (παρ. 1 εδάφ. Στ του άρθρ. 4 Ν. 2521/1997), όπου αυτές είναι υψηλότερες. Σε καµία περίπτωση οι αποδοχές των πρώην Ειρηνοδικών δεν µπορεί να είναι κατώτερες των αποδοχών που ελάµβαναν ή προσδοκούσαν να λάβουν πριν από την κατάργηση των Ειρηνοδικείων. Τα ανωτέρω εξακολουθούν να ισχύουν και σε περίπτωση ένταξης πρώην Ειρηνοδίκη από την ειδική στη γενική επετηρίδα. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα, τη 16η Απριλίου 2024 Η Πρόεδρος, Οι Εισηγητές, Οι Ειρηνοδίκες