• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Στασινούλας' | 17 Απριλίου 2024, 12:43

    Το εν λόγω νομοσχέδιο θα διδάσκεται στο μέλλον ως παράδειγμα προς αποφυγή και για τον τρόπο με τον οποίο η εκάστοτε κυβέρνηση μπορεί να καθυστερήσει την απονομή δικαιοσύνης και να αυξήσει την το χρόνο έκδοσης οριστικής απόφασης σε ποσοστό έως και 100%. Οι ιθύνοντες που προωθούν το νομοσχέδιο ισχυρίζονται ότι συμβουλεύτηκαν την Παγκόσμια Τράπεζα, ωστόσο το εδάφιο της έκθεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, στο οποίο αναφέρεται ότι η ενοποίηση των δύο κλάδων του πρώτου βαθμού δεν πρέπει να έχει χαρακτήρα τιμωρητικό για τους Ειρηνοδίκες, διότι αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητά τους, δεν το διάβασαν και δυστυχώς θα αναγκαστούμε όλοι να το ζήσουμε τα επόμενα 2-3 χρόνια για να το καταλάβουνε και αυτοί και εμείς. Το εν λόγω νομοσχέδιο έχει ξεκάθαρα τιμωρητικό χαρακτήρα για το σύνολο των Ειρηνοδικών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων, μέχρι πριν από 10 μήνες, είχαν ως μόνο αίτημα να είναι λελογισμένη η αύξηση της ύλης τους που προέβλεπαν ότι θα γίνει. Εν προκειμένω όμως τιμωρούνται, άνευ λόγου και με το έωλο πρόσχημα της δήθεν επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, με χειροτέρευση της υπηρεσιακής τους κατάστασης, δίχως να λαμβάνουν κανένα αντιστάθμισμα. Ως "προνόμια" απονέμονται από το νομοσχέδιο α) η αύξηση του μισθού του 40% περίπου εξ αυτών (Ειρηνοδίκες Δ και Γ), από Σεπτέμβριο 2024 στο ύψος που θα ανερχόταν ο μισθός τους την επόμενη 5αετία περίπου, β) ότι δεν θα μετατεθούν κατά το στάδιο της ενοποίησης από την οργανική που κατέχουν μέχρι σήμερα και γ) η δυνατότητα εισαγωγής στη γενική επετηρίδα Πρωτοδικών χωρίς να θητεύσουν στη Σχολή Δικαστών. Για αυτά τα 3 "προνόμια", υποχρεώνονται α) να εγκαταλείψουν το αυτοδιοίκητο της υπηρεσίας τους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον προγραμματισμό των μηνιαίων υπηρεσιών τους, στον έλεγχο των χρεώσεών τους στη ρύθμιση των ετήσιων αδειών τους, β) σε υπέρμετρο περιορισμό του δικαίωματός τους να ζητήσουν μετάθεση σε διαφορετική Εφετειακή περιφέρεια από αυτή που υπηρετούν, κατά τον υπόλοιπο υπηρεσιακό τους βίο, ενώ προβλέπεται από τον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων η δυνατότητα αναγκαστική τους μετάθεση, δηλαδή ακόμη και αυτοί που σήμερα βρίσκονται στον τόπο συμφερόντων τους κινδυνεύουν να μετατεθούν αναγκαστικά, δίχως να τους δίνεται η δυνατότητα να επανέλθουν ποτέ σε αυτόν, λόγω κατάργησης της αντίστοιχης θέσης ειδικής επετηρίδας, γ) να αναλάβουν πλήρη καθήκοντα Πρωτοδίκη, με ελάχιστες εξαιρέσεις όπως τη μη συμμετοχή τους στο ΜΟΔ, στην προεδρία των Τριμελών Πλημ, και στην ανάκριση, και η εξαίρεσή τους από αυτά τα καθήκοντα γίνεται μόνο και μόνο για να υπάρχει η επίφαση, ότι είναι δήθεν "διακριτά" τα καθήκοντα της ειδική και της γενικής επετηρίδας, στην οποία (επίφαση) στηρίζεται ο δια βίου υποβιβασμός τους σε σχέση με τον εκάστοτε νεοδιόριστο Πρωτοδίκη που θα ασκεί τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με αυτούς, δ) σε εσαεί υποβιβασμό κάτω από τον εκάστοτε νεοδιόριστο Πρωτοδίκη, παρά την ανάληψη όμοιων καθηκόντων, γεγονός που θα έχει σε ολόκληρο τον υπηρεσιακό τους βίο αρνητικό αντίκτυπο στην κατανομή των μηνιαίων υπηρεσιών τους, στη χρέωσή τους και στην κατανομή των τμημάτων διακοπών τους ε) στην μείωση του χρόνου που έχουν στη διάθεση τους για τη σύνταξη και έκδοση αποφάσεων όχι μόνο λόγω των αυξημένων καθηκόντων τους από το Σεπτέμβριο, αλλά και για το λόγο ότι θα επιφορτιστούν με υποχρεωτικές ώρες εκπαίδευσης προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα νέα καθήκοντά τους, όχι μόνο δίχως να υπάρχει κάποια πρόβλεψη για μείωση των καθηκόντων τους κατά το στάδιο επιμόρφωσής τους, αλλά αντίθετα με τη ρητή πρόβλεψη ότι από Σεπτέμβριο 2024 αυξάνεται η ύλη του αντικειμένου τους. στ) σε μισθολογική υποβάθμιση διότι αφενός θα χάσουν τουλάχιστον την αντιστοίχισή τους στο μισθό του Εφέτη, μετά τη συμπλήρωση 24 ετών υπηρεσίας, και τη συνταξιοδότησή τους με βάση το μισθό αυτό, που προβλέπεται σήμερα, αφετέρου η μισθολογική τους εξέλιξη είναι ασαφής, στο παρόν νομοσχέδιο, διότι γίνεται λόγος για αντιστοίχιση με τον μισθό Πρωτοδίκη, η οποία προβλέπεται και σήμερα για όσους Ειρηνοδίκες έχουν συμπληρώσει 10 έτη υπηρεσίας και φέρουν το βαθμό Β', ωστόσο δεν διευκρινίζεται αν και πότε θα πάρουν την αντιστοίχιση του μισθού του Προέδρου Πρωτοδικών, η οποία προβλέπεται σήμερα για όσους φέρουν το βαθμό Α' Ειρηνοδίκη. Δηλαδή γίνεται μεν λόγος για αντιστοίχιση με την μισθολογική εξέλιξη του Πρωτοδίκη, αλλά δεν διευκρινίζεται αν αυτή αφορά μόνο το χρονοεπίδομα, ή και το μισθό Προέδρου Πρωτοδικών που λαμβάνει ο εκάστοτε Πρωτοδίκης αφού συμπληρώσει κάποια χρόνια υπηρεσίας, δεδομένου ότι οι νυν Πρωτοδίκες παίρνουν το μισθό Προέδρου Πρωτοδικών με τη δικαιολογητική βάση ότι έχουν το δικαίωμα να εξελιχθούν σε Προέδρους Πρωτοδικών, ωστόσο οι οργανικές των τελευταίων δεν επαρκούν για να λάβουν όλοι οι Πρωτοδίκες στον προβλεπόμενο χρόνο την προαγωγή αυτή, εφόσον έχουν και τα λοιπά προβλεπόμενα προσόντα. Η δικαιολογητική βάση αυτή ωστόσο δεν ισχύει για τους μελλοντικούς Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας, καθώς δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη βαθμολογικής εξέλιξής τους. ζ) σε διαρκή υπηρεσιακή ανασφάλεια, διότι, πέραν των ανωτέρω δεν προβλέπεται ανανέωση της ειδικής επετηρίδας, και δεν υπάρχει παράλληλα και καμία πρόβλεψη για την υπηρεσιακή κατάσταση όσων παραμένουν στην ειδική επετηρίδα, όταν θα έχουν αποχωρήσει συνάδελφοί τους είτε λόγω αφυπηρέτησης είτε λόγω μετάβασή τους στη γενική επετηρίδα, και ως εκ τούτου νιώθουν ότι κινδυνεύουν να ενταχθούν ακούσια, μετά από π.χ. 10 έτη υπηρεσίας τους στα καθήκοντα Πρωτοδίκη, κάτω από τον νεοδιόριστο τότε Πρωτοδίκη, καθώς η διατήρηση της ειδικής επετηρίδας θα δημιουργεί τότε ακόμη περισσότερα προβλήματα. Σημειωτέον ότι στα ανωτέρω προστίθεται και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη, για όσους νυν Ειρηνοδίκες ζητήσουν την μετάβασή τους στη γενική επετήριδα, ότι δεν θα υποχρεωθούν σε μετάθεση μόλις υλοποιηθεί το αίτημά τους. Για τους ανωτέρω λόγους το σύνολο των Ειρηνοδικών τάσσεται κατά του νομοσχεδίου αυτού και σε καμία περίπτωση δεν το βλέπει ως "προαγωγή", αντίθετα πολλοί ήδη συζητούν για εκούσια αποχώρησή τους από το σώμα το Σεπτέμβριο 2024 ή το ενδεχόμενο να προκαλέσουν εθελοντικά την απόλυσή τους, σκέψεις που, ακόμα και αν δεν υλοποιηθούν στο σύνολό τους, είναι ενδεικτικές για το πόσο αρνητικά θα επιδράσει η ψήφιση του παρόντος νομοσχεδίου στην μελλοντική παραγωγικότητά τους και στους χρόνους έκδοσης αποφάσεων, στους χρόνους δε αυτούς θα έλθει προσθετικά και ο χρόνος καθυστέρησης που θα προκύψει μέχρι να γίνουν κατανοητές από όλους (δικηγόρους, δικαστές, γραμματείς) και να εφαρμοστούν οι λοιπές αλλαγές της προδικασίας και της κατά τόπον αρμοδιότητας, που επιβάλλει ο εν λόγω νόμος. Τα παραπάνω προσωπικά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι μετά βεβαιότητας το έτος 2027, τρία χρόνια μετά την ισχύ του νόμου, όλοι θα αναφέρονται σε αυτόν ως μνημείο καθυστέρησης στην απόδοση δικαιοσύνης, διότι θα έχουν φανεί ήδη στην καθημερινότητα του πολίτη και των επιχειρήσεων οι συνέπειες του νόμου αυτού, καθώς αναμένεται μέχρι τότε να μην έχει προσδιοριστεί καν δικάσιμος για τις εφέσεις κατά πρωτόδικων αποφάσεων που θα έχουν εκδοθεί επί του συνόλου σχεδόν των αγωγών που θα ασκηθούν πανελλαδικά το Σεπτέμβρη 2024.