• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΛ' | 17 Απριλίου 2024, 16:30

    Προς αποκατάσταση της τάξης, οι ειρηνοδίκες δεν «ρίχνονται» στη μάχη του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας με το παρόν ν/σχ, όπως έχει πολλαπλώς ειπωθεί, αλλά έχουν ριχτεί στη μάχη αυτή από το διορισμό αυτών ως ισόβιων δικαστικών λειτουργών και το χειρισμό εκατοντάδων και χιλιάδων υποθέσεων, και μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις (όπως π.χ. σε περίπτωση διορισμού εν μέσω θέρους), χωρίς εκπαίδευση. Κατάφεραν, όμως, χάρη στην επιστημοσύνη, τον επαγγελματισμό και την άοκνη εργασία τους σε συνδυασμό και με την εμπειρία που απέκτησαν με την πάροδο του χρόνου, να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του λειτουργήματός τους και να τιμήσουν με το έργο τους τη δικαιοσύνη, αναλαμβάνοντας, εκτός των λοιπών καθηκόντων (συμμετοχή σε κατ’ οίκον έρευνες, σε τριμελή πλημμελειοδικεία, προανάκριση κλπ), εκατοντάδες πολιτικές δικογραφίες (πολλές εκ των οποίων με πολλά δυσχερή νομικά και πραγματικά ζητήματα ενοχικού, εμπραγμάτου και εργατικού δικαίου), κατ’ έτος και δημοσιεύοντας σε εύλογο χρόνο τις σχετικές αποφάσεις. Εφόσον, επομένως, η πολιτεία έχει ανάγκη την εμπειρία και την επιστημονική κατάρτιση των ειρηνοδικών για την επιτάχυνση της δικαιοσύνης και την αποσυμφόρηση των πρωτοδικείων, και τούτο πράττει με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού, θα πρέπει και η αντιμετώπισή τους να είναι δίκαιη, εντός των επιταγών που απορρέουν από το Σύνταγμα (ενδεικτικά αναφέρονται οι αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας), το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο. Ειδικότερα, εφόσον ο νομοθέτης τους αναθέτει το συντριπτικά μεγαλύτερο όγκο της ύλης του πρωτοδικείου (μόνο κατ’ επίφαση δεν τους αναθέτει ΜΟΔ, ανάκριση, για να δικαιολογηθεί ο δια βίου υποβιβασμός τους), θα πρέπει όχι μόνο να αναγνωριστεί η προϋπηρεσία τους εντός του δικαστικού σώματος, αλλά και να έχουν εξέλιξη – μισθολογική και βαθμολογική – όπως και οι λοιποί δικαστές του πρώτου βαθμού. Το επιχείρημα ότι οι ειρηνοδίκες ούτως ή άλλως θα παρέμεναν πάντοτε στον πρώτο βαθμό, γεγονός το οποίο γνώριζαν και αποδέχτηκαν με την είσοδό τους στο σώμα, δεν μπορεί να γίνει δεκτό υπό τις παρούσες συνθήκες, όχι μόνο γιατί εντός του βαθμού αυτού οι ειρηνοδίκες εξελίσσονταν, μέχρι τώρα, βαθμολογικά (σε 4 ενιαίες τάξεις) και μισθολογικά, αλλά και διότι οι άνθρωποι αυτοί, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έδωσαν συνειδητά εξετάσεις για τον κλάδο των ειρηνοδικών, ευλόγως προσδοκώντας ότι η επαγγελματική τους ενασχόληση θα χαρακτηριζόταν από περιορισμένη συμμετοχή σε ποινικές υποθέσεις και κύρια ενασχόληση με πολιτικές υποθέσεις, και δη μέχρι συγκεκριμένο, εκάστοτε, όριο καθ’ ύλη αρμοδιότητας. Η εύλογη αυτή προσδοκία, ωστόσο, με τις διατάξεις του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, ανατρέπεται άρδην, αφού στους ειρηνοδίκες ανατίθεται όλη σχεδόν η ύλη του πρωτοδικείου (το σύνολο των αστικών υποθέσεων και η συντριπτική πλειοψηφία των ποινικών, ιδίως μετά τις πρόσφατες τροποποιήσεις του ΠΚ και του ΚΠΔ), και τούτο χωρίς κανένα δικαίωμα εξέλιξης και χωρίς καν να αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία τους εντός του δικαστικού σώματος. Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο, το οποίο βρίσκει αντίθετο το σύνολο των ειρηνοδικών και, εφ’ όσον ψηφιστεί ως έχει, είναι σίγουρο ότι δεν θα επιφέρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα, κυρίως διότι δεν παρέχεται κανένα κίνητρο στους άμεσα επηρεαζόμενους από αυτό ειρηνοδίκες. Οι προτάσεις που αποτυπώνονται στις αποφάσεις των ολομελειών των ειρηνοδικείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Πατρών κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, σεβόμενες τα δικαιώματα τόσο των ειρηνοδικών όσο και των πρωτοδικών, και πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη επί τω τέλει όπως αποτυπωθούν στις επιμέρους διατάξεις του ν/σχ.