• Σχόλιο του χρήστη 'Κωνσταντίνος Δασύλλας' | 17 Απριλίου 2024, 18:48

    Σύμφωνα με την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος, η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και η ρύθμιση της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών του βαθμού αυτού επιτρέπεται, μόνο όμως εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, όπως νόμος ορίζει. Η διάταξη αυτή αποδίδει τη δυνατότητα αλλά και τα όρια που τίθενται στον κοινό νομοθέτη, προκειμένου να ενοποιηθεί ο πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης. Ειδικότερα, η προϋπόθεση κρίσης και αξιολόγησης των δικαστών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, δηλαδή των Ειρηνοδικών και των Πρωτοδικών, συνεπάγεται ότι οι πρώτοι θα ανέλθουν στο ιεραρχικά ανώτερο δικαιοδοτικό αλλά και υπηρεσιακό καθεστώς των δεύτερων μόνο εφόσον κριθούν κριθούν κατάλληλοι. Παρέπεται δηλαδή ότι κάποιοι εξ αυτών θα κριθούν ικανοί και θα ενταχθούν σε ενιαία με τους Πρωτοδίκες επετηρίδα, ασκώντας τα ακριβώς ίδια δικαιοδοτικά καθήκοντα και ακολουθώντας πλήρως την υπηρεσιακή εξέλιξη των τελευταίων, και κάποιοι δε θα κριθούν κατάλληλοι, για τους οποίους δεν μπορεί καν να τεθεί ζήτημα ενοποίησης. Σε ό,τι αφορά τους πρώην Ειρηνοδίκες - νυν Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που θα κριθούν ικανοί, αυτοί δεν μπορούν παρά να εξισωθούν απόλυτα με τους ήδη υφιστάμενους Πρωτοδίκες, της θετικής ως προς αυτούς αξιολογικής κρίσης λειτουργούσας ως θεσμικό αλλά και συνταγματικό αντίβαρο στην (έως πρόσφατα) έλλειψης επιμόρφωσής τους στην ΕΣΔΙ, γεγονός που άλλωστε αποτελεί και το μοναδικό σημείο διαφοροποίησης μεταξύ των δικαστικών λειτουργών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου, δεδομένου ότι αυτοί είναι ήδη ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί, παρέπεται ότι, από τη στιγμή που θα κριθούν ικανοί προς ένταξη στη γενική επετηρίδα, θα πρέπει ο χρόνος που έχουν ήδη διανύσει στο δικαστικό σώμα, είτε ως Ειρηνοδίκες είτε ως Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας, να θεωρηθεί ως χρόνος διανυθείς στη γενική επετηρίδα και αυτοί να λάβουν τη θέση που τους αναλογεί σε αυτήν, εμβόλιμα δηλαδή ως προς τους ήδη υφιστάμενους με λιγότερα ή περισσότερα έτη υπηρεσίας στο δικαστικό σώμα Πρωτοδίκες, πολλώ δε μάλλον που ακριβώς αυτός ο χρόνος προϋπηρεσίας τους στο δικαστικό σώμα είναι που θα αξιοποιηθεί ως κριτήριο της εισαγωγής τους στη γενική επετηρίδα ή όχι. Θα ήταν συνεπώς εξόχως παράλογο και αντιφατικό ο χρόνος υπηρεσίας τους ως Ειρηνοδίκες ή Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας αφενός μεν να αποτελεί το βασικό κριτήριο εισαγωγής τους στη γενική επετηρίδα, αφετέρου δε να μην συνυπολογίζεται καν ως χρόνος προϋπηρεσίας, όταν αυτοί εισέλθουν τελικά σε αυτήν. Στον βαθμό που η επίμαχη διάταξη του άρθρου 8 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου εισάγει διαφορετική ρύθμιση, αυτή ελέγχεται ως προς τη συνταγματικότητά της. Ειδικότερα, εφόσον στους πρώην Ειρηνοδίκες - νυν Πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας που θα κριθούν ικανοί προς ένταξη σε αυτήν δεν αναγνωρίζεται ο χρόνος προϋπηρεσίας τους ως Ειρηνοδίκες ή ως Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας στον συνολικά διανυθέντα από αυτούς χρόνο στο δικαστικό σώμα, αναιρείται εν τοις πράγμασι η ουσιαστική έννοια του όρου "ενοποίηση", καθώς αυτοί αντιμετωπίζονται ως Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας δεύτερης ταχύτητας, ουσιαστικά αλλά και τυπικά υποδεέστεροι των λοιπών συναδέλφων τους και μάλιστα χωρίς επαρκή αιτιολογία, δεδομένου ότι αυτοί κρίθηκαν πάντως ικανοί προς ενοποίηση. Για τους παραπάνω λόγους είναι σχεδόν βέβαιο ότι η εν λόγω διάταξη, αλλά και συνολικά το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου, θα εγείρουν πλείστα όσα ζητήματα και θα προσβληθούν ως προς τη συνταγματικότητά τους από τους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που θα κριθούν ικανοί να εισαχθούν στη γενική. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις οργανωτικού χαρακτήρα αστοχίες που μετά βεβαιότητας αναμένεται ότι θα ανακύψουν σε ένα τόσο σύνθετο και πρωτοφανές για τα δικαστικά χρονικά της χώρας εγχείρημα, την αναμενόμενη καταρχήν δυσκολία προσαρμογής των τέως Ειρηνοδικών στα νέα τους καθήκοντα, δεδομένου ότι πρέπει ταυτόχρονα να επιμορφωθούν ως προς τα νέα τους αντικείμενα, αλλά και την προφανή - ανυπολόγιστων ακόμα διαστάσεων - υπερφόρτωση των Εφετείων της επικράτειας, ενώπιον των οποίων θα συρρέουν πλέον εφέσεις από δύο χιλιάδες δικαστές του πρώτου βαθμού, είναι παράγοντες που είναι σίγουρο ότι συνδυαστικά θα συνεπιφέρουν πρωτοφανή ανασφάλεια δικαίου και υπέρμετρες καθυστερήσεις στην απονομή της Δικαιοσύνης, οδηγώντας έτσι στο ακριβώς αντίθετο από το επιθυμητό αποτέλεσμα.