• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΤΕΚΝΑΚΗ' | 17 Απριλίου 2024, 18:21

    Οι Ειρηνοδίκες δεν συνιστούν διακριτό, ιδιαίτερο και αυτοτελή κλάδο της Δικαιοσύνης, αλλά υποκλάδο (τµήµα) της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης, που διαφοροποιείται από τους υπολοίπους τακτικούς Δικαστές του ίδιου κλάδου µε κριτήρια λειτουργικά, δηλαδή µε βάση την, κατά τις επιλογές του νοµοθέτη, κατανοµή της δικαιοδοσίας. Δικάζουν: α) σχεδόν όλες τις αστικές υποθέσεις με κριτήριο της υλικής αρμοδιότητας το ποσό (υποθέσεις με οικονομικό αντικείμενο έως 20.000€ και μισθώσεις με μηνιαίο μίσθωμα έως 600€, πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, ήτοι με τζίρο έως 700.000€), β) υποθέσεις ανεξαρτήτως ποσού (υποθέσεις ν. 3869/2010, νομής κλπ). Επιπλέον, δικάζουν και ποινικές υποθέσεις συμμετέχοντας στις συνθέσεις των τριμελών πλημμελειοδικείων, κατά κανόνα και όχι κατ΄ εξαίρεση, όπως προβλέπει ο νόμος, στα Πρωτοδικεία εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Επίσης, ασκούν ανακριτικά καθήκοντα (προκαταρκτική εξέταση ελλείψει οργανικής θέσεως πταισματοδίκη, κατ΄οίκον έρευνες κλπ). Εξαιτίας της συρρίκνωσης των οικονομικών μεγεθών κατά την τελευταία δεκαπενταετία, το Ειρηνοδικείο έχει καταστεί το Δικαστήριο αναφοράς για τον μέσο πολίτη, όπου δικάζεται ο κύριος όγκος των αστικών υποθέσεων (πλήν των οικογενειακών και του κτηματολογίου). Στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης που συνοδεύει το κατατεθέν σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι τα Ειρηνοδικεία δικάζουν μόνο το 20% της δικαστικής ύλης των αστικών υποθέσεων πρώτου βαθμού στο σύνολο της επικράτειας, ενώ τοι υπόλοιπο 80% εκδικάζεται από τα Πρωτοδικεία, ισχυρισμός που είναι ανακριβής σε σχέση με τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύει ετησίως το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τα Ειρηνοδικεία της Επικράτειας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεως, τα τελευταία 10-12 έτη επιβαρύνθηκαν με τεράστιο όγκο υποθέσεων, που αναλογούσε σε άνω των 200 υποθέσεων ανά δικαστή, έργο το οποίο έφεραν εις πέρας άμεσα και άρτια, Τούτο, μάλιστα, εκτελώντας παράλληλα και συστηματικά καθήκοντα, τα οποία δεν είναι αμιγώς καθήκοντα Ειρηνοδίκη και τα οποία κατ΄εξαίρεση έπρεπε να εκτελούν (κατ΄οίκον έρευνες, συνθέσεις Τριμελών κλπ). Οι Ειρηνοδίκες, εισήχθησαν στο Σώμα, με εισαγωγικές εξετάσεις, αντίστοιχες των παρεδρικών, πριν την ίδρυση της ΕΣΔΙ (έτος 1994) και της καθιέρωσης φοίτησης σε αυτήν των δικαστικών λειτουργών. Επομένως, εισήχθησαν στο Δικαστικό σώμα με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που εισήχθησαν στο Σώμα οι Ανώτατοι σήμερα Δικαστικοί Λειτουργοί (Αρεοπαγίτες και Εφέτες που εισήχθησαν στο Σώμα πριν το έτος 1995 έτος ολοκλήρωσης της φοίτησης στην ΕΣΔΙ). Μεχρι τώρα έχουν το αυτοδιοίκητο του Ειρηνοδικείου που υπηρετούν (ρυθμίζοντας μεταξύ τους τις υπηρεσίες τους, τμήματα διακοπών κλπ υπηρεσιακά θέματα) και αυτοτελή εξέλιξη σε βαθμούς Δ΄, Γ΄, Β΄ και Α΄ τάξης, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους. Το Υπουργείο αναγνωρίζοντας τις επιστημονικές δυνατότητες και την ικανότητα των Ειρηνοδικών, οι οποίοι επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο, εργατικότητα, σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα σε ό,τι αντικείμενο τους ανατέθηκε τα τελευταία έτη, το οποίο έφεραν εις πέρας με επιτυχία, με το κατατεθέν νομοσχέδιο, επιδιώκει την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, προκειμένου να επιτύχει την επιτάχυνση στην δικαιοσύνη. Πλην όμως, το εν λόγω νομοσχέδιο δεν περιέχει διατάξεις πραγματικής ενοποίησης του πρώτου βαθμού. Ειδικότερα, καίτοι αναθέτει στους Ειρηνοδίκες το σύνολο των καθηκόντων των νυν Πρωτοδικών (πλην των ΜΟΔ) κρίνοντάς τους ικανούς να το δικάζουν, εντούτοις τους παραλείπει από τη δυνατότητα εξέλιξης εσαεί, γεγονός που καθιστά τις διατάξεις του αντίθετες στις επιταγές του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω. Η ύπαρξη παράλληλης επετηρίδας και η διαρκής παράλειψη των Ειρηνοδικών επιδιώκεται κυρίως προκειμένου να μην διαταραχθεί η εξέλιξη των ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών, γεγονός που συνιστά κατάφωρη αδικία εις βάρος των Ειρηνοδικών. Η ενοποίηση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με όρους δικαιοσύνης και συμβιβασμού αμφοτέρων των εμπλεκομένων στην ενοποίηση μερών και όχι με όρους επιβολής του ισχυρότερου και υποτίμησης ενός αποδεδειγμένα αποτελεσματικού τμήματος της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης (Ειρηνοδίκες). Οι Ειρηνοδίκες θα υποστούν ολοκληρωτική ανατροπή του υπηρεσιακού βίου τους, αφού καλούνται να χάσουν όλα όσα τους οδήγησαν να διαλέξουν και να υπηρετήσουν τον κλάδο των Ειρηνοδικών (συγκεκριμένο αντικείμενο, αυτοδιοίκητο, αυτόνομη εξέλιξη στην επετηρίδα τους μέχρι τον βαθμό του Ειρηνοδίκη Α΄τάξης και τις συνακόλουθες αποδοχές – συντάξιμες αποδοχές), επιβαρυνόμενοι μάλιστα με νέα αντικείμενα και εκ νέου επιμόρφωση (χωρίς να έχει καθοριστεί ο τρόπος και ο χρόνος επιμόρφωσης που θα επηρεάσει μεταξύ άλλων και τον οικογενειακό προϋπολογισμό των περισσοτέρων) και μακροπρόθεσμα μισθολογικές και συνταξιοδοτικές απώλειες. Αντιθέτως, οι Πρωτοδίκες, καίτοι θα μοιραστούν τα καθήκοντά τους και συνεπώς θα μειωθεί ο όγκος δουλειάς τους, δεν υφίστανται οποιαδήποτε διατάραξη στον εργασιακό βίο τους, ούτε στην εξέλιξή τους. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η φημολογούμενη διατάραξη της επετηρίδας των Πρωτοδικών είναι ανεπαίσθητη ή ανύπαρκτη, αν ληφθούν υπόψιν τα κάτωθι στοιχεία: Εκ των αρχαιότερων Ειρηνοδικών Α΄τάξης (189), η πλεοψηφία τους (περίπου 140) συνταξιοδοτούνται έως το 2029. Οι Ειρηνοδίκες Δ τάξης, ήτοι με υπηρεσία έως 5 έτη είναι περίπου 185. Οι περισσότεροι Ειρηνοδίκες Β΄ τάξης (περίπου 237 από τους 267) έχουν εισαχθεί από το έτος 2012 -2014 (έχουν δηλαδή 10 – 12 έτη υπηρεσία) και οι Ειρηνοδίκες Γ΄ τάξης (284) έχουν εισαχθεί στο σώμα από το έτος 2016- 2019 (έχουν δηλαδή 8-5 έτη υπηρεσίας). Επιπλέον, εφόσον με την ενοποίηση θα αυξηθεί ο αριθμός αποφάσεων πρώτου βαθμού, συνακόλουθα θα πρέπει να αυξηθεί και ο αριθμός των δικαστών δευτέρου βαθμού, προς το σκοπό επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, και άρα να προαχθούν οι αρχαιότεροι Πρόεδροι Πρωτοδικών σε Εφέτες, ώστε στην πραγματικότητα καθυστέρηση δεν θα υπάρχει στην εξέλιξη Δικαστών. Δέον όπως επισημανθεί επίσης, ότι η πλεοψηφία των υπηρετούντων Ειρηνοδικών (πλην των Α΄τάξης) είναι νέοι σε ηλικία που έχουν από 20-35 υπηρεσιακού βίου μέχρι την συνταξιοδότησή τους. Η εσαεί στασιμότητα και η κατάφωρη εις βάρος τους αδικία καλλιεργεί αισθήματα ματαίωσης, μειονεξίας, υποβάθμισης και έλλειψης ουσιαστικού κινήτρου, ώστε να γίνουν καλύτεροι απονεμητές δικαιοσύνης. Το σχέδιο νόµου, όπως έχει εισαχθεί προς διαβούλευση, δεν δίνει καµία δυνατότητα εξέλιξης στους Ειρηνοδίκες της ειδικής επετηρίδας (αν παραμείνει εν τέλει η σχετική διάκριση επετηρίδων), ούτε στο βαθµό του Προέδρου Πρωτοδικών κι ενώ ήδη το άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου σχεδίου προβαίνει σε αντιστοίχιση των Ειρηνοδικών µε τους Προέδρους Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες, µε βάση τα αναφερόµενα σε αυτό έτη υπηρεσίας. Αποτελεί πρωτοτυπία του σχεδίου νόμου ότι για πρώτη φορά θεσπίζεται ένας κλάδος δικαστών, οι Πρωτοδίκες Ειδικής Επετηρίδας, οι οποίοι δεν θα έχουν καμία βαθμολογική εξέλιξη, αλλά θα παραμένουν εσαεί Πρωτοδίκες. Η επιλογή αυτή αφενός είναι αντίθετη με το άρθρο 88 παρ. 2 του Σ το οποίο αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει τη βαθμολογική εξέλιξη των δικαστών, αφετέρου παραβιάζει την αρχή της ισότητας, καθώς δικαστές που εκτελούν όμοια καθήκοντα μεταχειρίζονται άνισα. Περαιτέρω, θίγει το δικαίωμα των Ειρηνοδικών στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, περιεχόμενο της οποία αποτελεί το δικαίωμα στην εργασία και την εξέλιξη σε αυτήν. Επιπλέον, στους Ειρηνοδίκες της ειδικής επετηρίδας παρέχεται η δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα των Δικαστικών Λειτουργών, πλην όµως τους τοποθετεί µετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη, κατά παράβαση του Συντάγµατος αλλά και του Ενωσιακού Δικαίου, καθώς δεν αναγνωρίζει τα χρόνια προϋπηρεσίας τους κι ενώ ήδη θα ασκούν καθήκοντα Πρωτοδίκη από την ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα και για ένα ικανό χρονικό διάστηµα µέχρι την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα. Πρόκειται για πρωτοφανή απαξίωση δικαστικών λειτουργών οι οποίοι θα ασκούν τα ίδια με τους λοιπούς Πρωτοδίκες καθήκοντα, θα έχουν ήδη συμπληρώσει πολλά χρόνια προϋπηρεσίας στην επαγγελματική τους διαδρομή, θα έχουν επιμορφωθεί περαιτέρω προς τον σκοπό της μετάβασης στον κλάδο των Πρωτοδικών, θα έχουν κριθεί ικανοί και επαρκείς να εκτελέσουν τα καθήκοντα των νυν υφιστάμενων Πρωτοδικών, θα δικάζουν το σύνολο της αστικής ύλης καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της ποινικής, αλλά την ίδια στιγμή θα τοποθετούνται στο τέλος της γενικής επετηρίδας, υποδεέστεροι ενός άπειρου δικαστικού λειτουργού και ιεραρχικά ανώτεροι μόνο σε σχέση με τους παρέδρους, δηλαδή μη ισόβιους ακόμα δικαστές. Η ενοποίηση των δύο διακριτών υποκλάδων της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης δεν αποτελεί µετάταξη για τους Ειρηνοδίκες, όπως εσφαλµένα διαλαµβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόµου. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρεται, οι Ειρηνοδίκες δε συνιστούν διακριτό, ιδιαίτερο και αυτοτελή κλάδο της Δικαιοσύνης, αλλά υποκλάδο (τµήµα) της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης, που διαφοροποιείται από τους υπολοίπους τακτικούς Δικαστές του ίδιου κλάδου µε κριτήρια λειτουργικά, δηλαδή µε βάση την, κατά τις επιλογές του νοµοθέτη, κατανοµή της δικαιοδοσίας. Επομένως, η επιχειρούμενη «ενοποίηση» των δύο αποτελεί µία δοµική, και όχι καταρχήν προσωποποιηµένη, αλλαγή στη συγκρότηση της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια δεν δύνανται να τοποθετηθούν οι Ειρηνοδίκες, εν είδει διακριτής βαθµίδας και µόνον, στο κάτω µέρος µίας επετηρίδας ή μιας παράλληλης αλλά ιεραρχικά κατώτερης επετηρίδας. Επιπλέον, καίτοι η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόµου κάνει αναφορά στη «διατήρηση του κεκτηµένου κάθε επετηρίδας», από τις διατάξεις του προκύπτει το εξής παράδοξο: Οι Δόκιµοι Ειρηνοδίκες και όσοι βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης µπορούν να ενταχθούν εντός έξι (6) µηνών στη γενική επετηρίδα, σε αντίθεση µε τους λοιπούς, οι οποίοι θα πρέπει αφενός µεν να ολοκληρώσουν τα προγράµµατα επιµόρφωσης, αφετέρου δε να έχουν δύο (2) εκθέσεις επιθεώρησης. Τονίζεται ότι η επιθεώρηση των Πρωτοδικών γίνεται πλέον ανά δύο (2) έτη µε βάση το άρθρο 100 παρ. 2 του ΚΟΔΚΔΛ. Έτσι δηµιουργείται το παράδοξο αλλά και αντισυνταγµατικό φαινόµενο να βρεθούν αρχαιότεροι Δικαστές από τους νυν αρχαιότερους και εκπαιδευτές τους Ειρηνοδίκες. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά την ίδρυση της ΕΣΔΙ και την εισαγωγή στο σώμα των αποφοίτων αυτής (1995 και εντεύθεν), οι μη απόφοιτοι της ΕΣΔΙ, ήδη υπηρετούντες δικαστικοί λειτουργοί, δεν υποβαθμίστηκαν ιεραρχικά, αλλά διατήρησαν την αρχαιότητά τους, παραμένοντας ανώτεροι ιεραρχικά των μεταγενέστερα, εισαχθέντων στο σώμα αποφοίτων της ΕΣΔΙ. Ως προς τη μισθολογική εξέλιξη, το σχέδιο νόμου προβλέπει ως ανώτατο μισθό για τους Πρωτοδίκες Ειδικής Επετηρίδας το μισθό του Προέδρου Πρωτοδικών, τον οποίο θα λάμβαναν ούτως ή άλλως με βάση το μισθολόγιο που είχαν μέχρι τώρα. Ωστόσο, Ειρηνοδίκες Α΄ τάξης που το έτος 2025 θα συμπλήρωναν 24 έτη υπηρεσίας, καθώς και οι Ειρηνοδίκες των υπόλοιπων τάξεων που ευλόγως προσδοκούσαν τη λήψη του μισθού του Εφέτη, δεν θα λάβουν ποτέ το μισθό αυτό. Καίτοι λοιπόν στην πλειονότητα των Ειρηνοδικών θα δοθεί πιο σύντομα κάποια αύξηση, εντέλει σε βάθος χρόνου το σύνολο των απολαβών τους θα είναι μικρότερο από αυτό που θα ελάμβαναν αν συνέχιζαν να είναι Ειρηνοδίκες. Επίσης αναμένεται να λάβουν μικρότερη σύνταξη, καθώς αυτή θα υπολογισθεί με βάση τις αποδοχές του Προέδρου Πρωτοδικών και όχι του Εφέτη, γεγονός που αυξάνει έτι περαιτέρω την οικονομική τους ζημία. Μια τέτοια ρύθμιση παραβιάζει το Σ και την ΕΣΔΑ (άρθρο 1 του 1ου πρόσθετου πρωτοκόλλου) αφού θίγει κατοχυρωμένο δικαίωμά τους που αποτελεί στοιχείο της περιουσίας τους.