• Σχόλιο του χρήστη 'Ο.Π' | 17 Απριλίου 2024, 22:46

    Η τυχόν πρόβλεψη περιορισμένης υπηρεσιακής εξέλιξης για τους Ειρηνοδίκες (έως το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών) δεν συνάδει µε το πνεύμα της ουσιαστικής ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης, καθώς και µε τη συνταγματική αρχή της ισότητος, η οποία επιβάλλει όμοια μεταχείριση των όμοιων και ανόμοια των ανoμοίων και δη με την ισότιμη μεταχείριση δημοσίων λειτουργών. Η αρχή της ισότητος, δεσμεύει ασφαλώς και το νομοθέτη, ο οποίος στη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν δύναται να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας εν γένει διακρίσεις, εκτός εάν η διαφορετική αυτή η ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, διότι επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων. Συνεπώς, εάν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων και αποκλειστεί από τη ρύθμιση αυτή κατ΄αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος λόγος που δικαιολογεί την ειδική εκείνη μεταχείριση, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή αυτή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική (ιδ ενδεικτικώς Κ. Χρυσόγονο, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. 2002, σελ. 118-121, επιχείρημα εκ των συνταγματικών διατάξεων των άρθρων 4§1, 5§1, 22§1’β, 87§1 και 88 του 1 Συντάγματος 5, από τη νομολογία, ΑΠ 1222/1992). Από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος δεν εξάγεται, εξάλλου συμπέρασμα περί αδυναμίας εξέλιξης των πρώην Ειρηνοδικών. Η ερμηνευτική δήλωση εστιάζει στη δυνατότητα, αλλά και «προτροπή», της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης και όχι σε απαγόρευση της περαιτέρω εξέλιξης των πρώην Ειρηνοδικών, εφόσον μάλιστα, ρητώς γίνεται λόγος για κρίση και αξιολόγηση αυτών. Άλλωστε, όλοι οι δικαστές του πρώτου βαθμού, θα αναλαμβάνουν, πλέον, ίδια καθήκοντα (μετά την ολοκλήρωση της επιμόρφωσης των πρώην Ειρηνοδικών), με τους πρώην Ειρηνοδίκες, να αναλαμβάνουν ενδεχομένως και περισσότερα (δεδομένου ότι θα επιφορτίζονται επιπρόσθετα με ειδικά καθήκοντα, όπως λ.χ. με έρευνες και άλλες, ένεκα της αρχαιότητός τους υπηρεσίες), συνεπώς δεν μπορεί να περιοριστεί η δυνατότητα υπηρεσιακής εξέλιξης τους στους ανώτερους βαθμούς της δικαστικής ιεραρχίας. Εξάλλου, διαθέτουν επαρκή επιστημονικά προσόντα, έχουν τις ίδιες σπουδές με τους Πρωτοδίκες, δεν τους πτοεί οποιαδήποτε αξιολόγηση, έχουν δε στηρίξει, την ελληνική κοινωνία καθ΄όλο το χρονικό διάστημα της οικονομικής ύφεσης, δικάζοντας το σύνολο των αιτήσεων του ν. 3869 (νόμος περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών) σε πρώτο βαθμό, παρά την ασφυκτική χρονική πίεση που έθεταν οι νόμοι περί οίκοθεν επαναπροσδιορισμών δικασίμων και περί «κινητικότητας των Ειρηνοδικών». Αξίζει να σημειωθεί, ότι αντίστοιχες ρυθμίσεις, όπως οι προαναφερθείσες, ουδέποτε εφαρμόστηκαν στα Πρωτοδικεία της χώρας, καταδεικνύοντας τη διαχρονική απαξίωση της πολιτείας στο έργο, την προσφορά και το θεσμό των Ειρηνοδικών, με αποκορύφωμα, ασφαλώς, την παρούσα νομοθετική πρωτοβουλία. Εντύπωση, επίσης, προκαλεί το γεγονός ότι οι Ειρηνοδίκες κρίνονται κατάλληλοι να δικάζουν στην πράξη, το σύνολο (σχεδόν) των εδρών Μονομελών Πρωτοδικείων (εφόσον δεν προεδρεύουν στα τριμελή Πλημμελειοδικεία), τα οποία μετά τις τελευταίες τροποποιήσεις αφορούν σοβαρά αδικήματα και έχουν καταστεί κατά γενική ομολογία ιδιαιτέρως δυσχερή, πλην όμως εξακολουθούν να είναι ακατάλληλοι για απεριόριστη υπηρεσιακή εξέλιξη και μισθολογική εξομοίωση. Κατά τα λοιπά, συντάσσομαι πλήρως με την άποψη του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης και την εκεί εκτενή αιτιολογία και προτάσεις.