• Σχόλιο του χρήστη 'Αλεξάνδρα Ταπόγλου Ειρηνοδίκης Δ΄Τάξης Χαλκίδας' | 18 Απριλίου 2024, 01:44

    Με τη διάταξη του άρθρου 7 του ν/σ σε πλήρη αντίθεση με τον σκοπό της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας προωθείται η εξομοίωση των εξ ειρηνοδίκων προερχόμενων δικαστικών λειτουργών με τους συναδέλφους τους πρωτοδίκες ως προς την ανάθεση καθηκόντων, για τα οποία προφανώς κρίνονται ικανοί, πλην όμως με την ταυτόχρονη εξόφθαλμη διάκριση ως προς την δυνατότητα ισότιμης υπηρεσιακής εξέλιξης, με πλήρη απαξίωση των ως τώρα ετών ευδόκιμης υπηρεσίας τους ως δικαστικών λειτουργών, παραγνώριση της σειράς αρχαιότητάς τους και εν γένει άνισης μεταχείρισής τους ως προς τα ισότιμα δικαιώματα. Τυχόν διακριτή μεταχείριση των εξ ειρηνοδικών προερχόμενων δικαστών οφείλει να είναι πρόσκαιρη, για να μην καταστεί αντίθετη με συνταγματικές επιταγές, θεμελιώδεις κανόνες του ενωσιακού Δικαίου και αυτήν ακόμη την κοινή λογική. Όπως ορθά επισημαίνεται στην με αριθμό 30/2024 απόφαση της Ολομέλειας του Ειρηνοδικείου Αθηνών, επί των άρθρων 7 παρ. 4 και 8 παρ. 2 : Η έλλειψη δυνατότητας υπηρεσιακής εξέλιξης για τους πρώην Ειρηνοδίκες δεν συνάδει με το πνεύμα της ουσιαστικής ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης, καθώς και με τη συνταγματική αρχή της ισότητας, και δη την ισότιμη μεταχείριση δημοσίων λειτουργών. Και αυτό διότι από την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Συντάγματος δεν εξάγεται συμπέρασμα περί αδυναμίας εξέλιξης των πρώην Ειρηνοδικών. Η ερμηνευτική δήλωση εστιάζει στη δυνατότητα, αλλά και «προτροπή», της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής Δικαιοσύνης και όχι σε απαγόρευση της περαιτέρω εξέλιξης των (ενοποιημένων πλέον) πρώην Ειρηνοδικών, εφόσον μάλιστα ρητά γίνεται λόγος για κρίση και αξιολόγηση αυτών. Αντίθετα, το σχέδιο νόμου δεν δίνει καμία δυνατότητα εξέλιξης στους Ειρηνοδίκες που θα επιλέξουν να παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα, ούτε στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών κι ενώ ήδη το άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου σχεδίου προβαίνει σε αντιστοίχιση των Ειρηνοδικών με τους Προέδρους Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες, με βάση τα αναφερόμενα σε αυτό έτη υπηρεσίας. Επιπλέον, στους Ειρηνοδίκες της ειδικής επετηρίδας παρέχεται η δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα των Δικαστικών Λειτουργών, πλην όμως τους τοποθετεί μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη, κατά παράβαση του Συντάγματος, αλλά και του Ενωσιακού Δικαίου, καθώς δεν αναγνωρίζει τα χρόνια προϋπηρεσίας τους κι ενώ ήδη θα ασκούν καθήκοντα Πρωτοδίκη από την ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα και για ένα ικανό χρονικό διάστημα μέχρι την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα. Η εν λόγω μετακίνηση δεν αποτελεί μετάταξη, όπως εσφαλμένα διαλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου,υπό τον τίτλο «Ανάλυση συνεπειών ρύθμισης». Και τούτο διότι οι Ειρηνοδίκες δε συνιστούν διακριτό, ιδιαίτερο και αυτοτελή κλάδο της Δικαιοσύνης, αλλά υποκλάδο (τμήμα) της ενιαίας πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης, που διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους τακτικούς Δικαστές του ίδιου κλάδου με κριτήρια λειτουργικά, δηλαδή με βάση την, κατά τις επιλογές του νομοθέτη, κατανομή της δικαιοδοσίας. Κατά συνέπεια δεν δύνανται να τοποθετηθούν, εν είδει διακριτής βαθμίδας και μόνον, στο κάτω μέρος μίας ενιαίας πυραμίδας (επετηρίδας). Η ενοποίηση των δύο διακριτών κλάδων της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης δεν φέρει επομένως τη μορφή προαγωγής ή μετάταξης, ώστε να τύχει αναλογικής εφαρμογής η σχετική νομολογία της Ολομέλειας του ΣτΕ, αλλά πρόκειται για «ενοποίηση» των δύο, μία δηλαδή δομική, και όχι καταρχήν προσωποποιημένη, αλλαγή στη συγκρότηση της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης. Επιπλέον, καίτοι η αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου κάνει αναφορά στη «διατήρηση του κεκτημένου κάθε επετηρίδας», από τις διατάξεις του προκύπτει το εξής άστοχο: Οι Δόκιμοι Ειρηνοδίκες και όσοι βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης μπορούν να ενταχθούν εντός έξι (6) μηνών στη γενική επετηρίδα, σε αντίθεση με τους λοιπούς, οι οποίοι θα πρέπει αφενός μεν να ολοκληρώσουν τα προγράμματα επιμόρφωσης, αφετέρου δε να έχουν δύο (2) εκθέσεις επιθεώρησης και αφού ολοκληρώσουν και όλα τα παραπάνω να μη ληφθούν καθόλου υπόψη τα ήδη υπάρχοντα χρόνια πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας. Τονίζεται ότι η επιθεώρηση των Πρωτοδικών γίνεται πλέον ανά δύο (2) έτη με βάση το άρθρο 100 παρ. 2 του ΚΟΔΚΔΛ. Έτσι δημιουργείται το παράδοξο αλλά και αντισυνταγματικό φαινόμενο να βρεθούν οι Δόκιμοι Ειρηνοδίκες και όσοι βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης ως αρχαιότεροι Δικαστές στην επετηρίδα από τους νυν αρχαιότερους και εκπαιδευτές τους Ειρηνοδίκες.