• Σχόλιο του χρήστη 'Σ. Ειρηνοδίκης Γ΄' | 18 Απριλίου 2024, 03:56

    Η μη αναγνωριση των ετών πραγματικής υπηρεσίας στην ιεραρχία κατά την άσκηση των καθηκόντων μας τόσο στην ειδική επετηρίδα όσο και στη γενική για όσους το επιλέξουν αποτελεί μια καταφωρη αδικία χωρις προηγούμενο, τόσο νομικά όσο και ηθικά. Είμαστε δικαστές με εμπειρία και τυπικά προσόντα (δεύτερα πτυχια, μεταπτυχιακά, διδακτορικά κ.α.) που δεν υπολείπονται πραγματικά σε τίποτα έναντι των πρωτοδικών (το επιχείρημα της φοίτησης των πρωτοδικών για κάποιους μήνες στη σχολή δικαστών, όπου κυρίως η κατάρτιση είναι θεωρητική, είναι επιεικώς προσχηματικό και καταρρίπτεται από το ίδιο το γεγονός ότι μετα την επιμόρφωση στα ποινικά που θα κριθεί απαραίτητη – αμφιβάλλω αν θα είναι και ουσιαστική, αφού και η άσκησή μας για να αναλάβουμε καθήκοντα ειρηνοδίκη περισσότερο τυπική ήταν και μόνοι μας μάθαμε να γράφουμε αποφάσεις - αναλαμβάνουμε τα ίδια σχεδόν καθήκοντα). Ανταποκριθήκαμε τόσα χρόνια σε διαρκείς αυξήσεις της υλικής μας αρμοδιότητας και σε ένα νόμο διαρκώς τροποποιούμενο που πραγματικά απασχόλησε σχεδόν όλη την ελληνική κοινωνία κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και έδωσε ανάσα σε χιλιάδες υπερχρεωμενα νοικοκυριά , τεράστιος όγκος των αιτήσεων του οποίου μεχρι πριν λίγους μήνες επαναπροσδιορίστηκε βίαια εντός μικρού χρονικού διαστήματος με αποτέλεσμα να χρεωνόμαστε σε κάποια ειρηνοδικεία και 200+ αποφάσεις το χρόνο, νούμερα που δεν είναι διόλου άγνωστα τα 8 έτη που υπηρετώ σε διάφορα ειρηνοδικεία (και μάλιστα χωρίς να συνυπολογίζονται στη δουλειά που έχουμε επωμιστεί οι άπειρες ώρες αλλά και οι κίνδυνοι για τη σωματική μας ακεραιότητα σε κατ΄οικον έρευνες, όπου περισσότερες φορες στην πράξη παρίσταται ειρηνοδίκης παρά εισαγγελέας, συχνά σε απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα σημεία που ανήκουν στην αρμοδιότητα του εκάστοτε Δικαστηρίου, ούτε η συνεχής παρουσία μας στη συνθεση τριμελών πλημμελειοδικείων στην επαρχία, όπου κάποιος πρωτοδίκης μονίμως κωλυόταν). Η εικόνα ενός ειρηνοδίκη που αναλαμβάνει μόνο το 20% της δικαστηριακής ύλης και «ψαρεύει» ανέμελος στα νησια (γιατι αυτά επικοινωνούνται συνεχώς δυστυχώς και όλως προσβλητικά και στο ευρύ κοινό, αφού ο νομικός κόσμος γνωρίζει) δεν ανταποκρίνεται σε καμία περίπτωση στην πραγματικότητα (απορώ δε που βρίσκονται αυτά τα στατιστικά, αν το συμπερασμα αυτό βέβαια είναι βασισμένο σε στατιστικά, και σε τι αφορούν ακριβώς) καθώς η μέση χρέωση ενός ειρηνοδίκη στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπολείπεται (μάλλον το αντίθετο συμβαίνει από προσωπική γνωση) αυτής των πολιτικών αποφάσεων (γιατί μόνο γι αυτές μπορούμε να συγκριθούμε, αφού μέχρι τώρα εκ των πραγμάτων δεν δικάζαμε ποινικά) ενός πρωτοδίκη. Σε πολλά δε μονοεδρικά της επαρχίας που έχουν μικρή χρέωση ο ειρηνοδίκης κάνει έδρες ή και υπηρεσίες στο «κεντρικό» ειρηνοδικείο της εκάστοτε περιφέρειας Εφετείου/Πρωτοδικείου και εκ περιτροπής μεταβαίνουν εκεί ολοι οι ειρηνοδικες και του κεντρικού ή τέλος πάντων παίρνει έδρες και στο κεντρικό ή σε άλλα μονοεδρικά της περιφέρειας με αποτέλεσμα να υπάρχει κατά το δυνατόν ισοκατανομή των υποθέσεων, με αποτέλεσμα μην προλαβαίνει ούτε αυτός να βελτιώσει τις ικανότητές του στο ψάρεμα ή σε όποια άλλη κατά τα άλλα συμπαθή ψυχαγωγική δραστηριότητα. Το παράλογο του πράγματος καταδεικνύεται και στην επισυναπτόμενη στο νομοσχέδιο «ανάλυση συνεπειών ρύθμισης» όπου στη σελίδα 5 αναγράφεται ότι ενώ ο μέσος όρος του χρόνου έκδοσης απόφασης πρωτοδικείου είναι σχεδόν διπλάσιος αυτού του ειρηνοδικείου, οι ειρηνοδίκες εκδίδουν αποφάσεις με πιο αργό ρυθμό από τους πρωτοδίκες ( !!!!). Πόσοι άραγε είναι οι απολυθέντες λόγω ανεπάρκειας συνέπεια καθυστερήσεων Ειρηνοδίκες και πόσοι οι Πρωτοδίκες; Εν κατακλείδι εμφανίζεται το εξής παράδοξο στην ειδική επετηρίδα . Οι ειρηνοδίκες κρινόμαστε εκ προοιμίου άξιοι να ασκησουμε τα ίδια καθηκοντα με αυτά ενός πρωτοδίκη. Η προεδρία στα τριμελή πλημμελειοδικεία, τα βουλεύματα και τα ΜΟΔ αφήνονται εκτός προφανώς για να δικαιολογηθει η ιεραρχική υπεροχή των πρωτοδικών, αλλά πλέον τα δύο πρώτα με τον νέο ΚΠΔ έχουν ελαττωθεί δραματικά, τα ΜΟΔ δε που τυχαίνουν στην καριέρα ενός πρωτοδίκη δεν είναι ούτως η άλλως τόσα πολλά για να στηρίξουν μια τέτοια αδικία σε βάρος των ειρηνοδικών - στη σύνθεσή τους δε μη ξεχνάμε ότι συμμετέχουν και απλοί πολίτες - για τα δε πολυμελή πρωτοδικεία η εξαίρεση μας από την προεδρία δεν αποκαθιστά τα πράγματα, καθώς κάλλιστα μπορούμε να οριστούμε εισηγητές (ως νεότεροι – για παντα μάλιστα - δικαστές) που ούτως η άλλως επιφορτίζονται και βασικό όγκο της δουλειάς. Ουσιαστική διαφοροποίηση λοιπόν στα καθήκοντα ειρηνοδικών – πρωτοδικών από τη στιγμή μάλιστα που μας δόθηκαν τα ποινικά και η συμμετοχή σε πολυμελείς συνθέσεις δεν υπαρχει. Είναι λοιπόν άδικο και παράλογο – το μη νόμιμο θεωρώ θα κριθεί εν καιρώ - στην ειδική επετηρίδα να θεωρούμαστε πάντα νεότεροι (σε επιλογή τμημάτων, στις συνθέσεις, υπηρεσίες ή όπου αλλού εμπλέκεται η αρχαιότητα) ακόμα και των μελλοντικών πρωτοδικών της γενικής (και ενώ θα έχουμε πλέον μάλιστα πολυετή και πλήρη γνώση και εμπειρία στην ύλη του πρωτοδικείου -πλημμελειοδικείου) και στη γενική όσοι θελήσουμε να μπούμε μετά από τόσες κρίσεις και χρόνια να μηδενίζεται πάλι η προυπηρεσία μας και να βρισκόμαστε στο τέλος της. Η αναγνωριση των χρόνων υπηρεσίας μας επιβάλλεται τόσο των πριν την ενοποίηση καθώς - πέραν των ειδικών αντικειμένων π.χ. οικογενειακού, ασφαλιστικών νομής, εκουσία που όμως υπήρχαν και στις δύο πλεύρες - η αλλαγή της αρμοδιότητας ανω του ποσού των 20.000,00 ευρώ σε ύλη Πρωτοδικείου δεν διαφοροποιούσε ουσιαστικά τη δουλειά μας και αυτονόητα και των μετά αφού θα ασκούμε ίδια καθηκοντα. Ενοποίηση χωρίς εξίσωση και ιεραρχική -υπηρεσιακή δεν νοείται και συμφωνώ κατά βάση με τις ολομέλειες Ειρ Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Τα προβλήματα και οι έριδες που θα δημιουργηθούν από την ανισομερή μεταχείριση μεταξύ συναδέρφων προβλέπω ότι θα είναι πολλά, ήδη διαφαίνονται, και πέραν των άλλων προβλημάτων που θα δημιουργηθούν από άλλες ρυθμίσεις του νόμου, αυτό και μόνο αυτό θα δημιουργήσει σοβαρά θέματα στη λειτουργία των δικαστηρίων αφού θα βρεθούμε σε περιβάλλον Πρωτοδικείου κατά νόμον υποτιμημένοι, όπου ήδη αρκετά μεγάλο μέρος των Πρωτοδικών μας βλέπει υποτιμητικά. Επιπλέον χρήματα όσα κι αν είναι αυτά (που αμφιβάλλω αν θα είναι όσα τα χρήματα που παιρνει αυξητικά με τα χρόνια υπηρεσίας του ένας πρωτοδίκης και εφέτης σε βάθος χρόνου μέχρι τη σύνταξη και εάν η σύνταξή μας θα είναι η ίδια τελικά) δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη θέση στην οποία θα βρεθούμε, και μάλιστα χωρίς να το έχουμε επιλέξει, αφού οι περισσότεροι από τους ειρηνοδίκες συνειδητά επέλεξαν το λειτούργημά τους με γνώση και για τις μειωμένες αρμοδιότητες και το χαμηλότερο μισθό. Έτσι με δυσαρεστημένο και υποτιμημένο το μισό δικαστικό σωμα αμφιβάλλω πως θα μπορέσει να προχωρήσει η ενοποίηση και εν τέλει η απονομή δικαιοσύνης από ανθρώπους που αισθάνονται πρωτίστως οι ίδιοι αδικημένοι.