• Σχόλιο του χρήστη 'Μαρία M. Ειρηνοδίκης Γ΄' | 18 Απριλίου 2024, 11:15

    Το σχέδιο νόμου ξεκινά από την εσφαλμένη βάση ότι 900+ δικαστές θα ριχτούν στη μάχη της εκδίκασης των υποθέσεων του πρώτου βαθμού. Οι Ειρηνοδίκες είναι ήδη δικαστές του πρώτου βαθμού, δικάζοντας ήδη χιλιάδες αστικές υποθέσεις ετησίως, σε αριθμό που ουδόλως υπολείπεται των υποθέσεων των Πρωτοδικείων. Το γεγονός αυτό επιρωνύεται από τα στατιστικά που δημοσιεύονται από το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Η διαφορά μεταξύ των δικαστηρίων του πρώτου βαθού έγκειται στον αριθμό των εισερχόμενων υποθέσεων, οι οποίες μετά την κατάργηση του Ν. 3869/2010, σαφώς έχεουν μειωθεί στα Ειρηνοδικεία, ενώ στα Πρωτοδικεία διατηρείται ο ίδιος αριθμός, λόγω του εύρους των υποθέσεων που δικάζονται σε αυτό λόγω ποσού, αλλά και λόγω αντικειμένου (π.χ οικογενειακές υποθέσεις, υποθέσεις κτηματολογίου ενόψει μάλιστα της κατ' έτος ολοκλήρωσης της κτηματογράφησης σε διάφορες περιοχές της χώρας και της εξ αυτής δημιουργίας νέων υποθέσεων στα Πρωτοδικεία), οι οποίες εκδικάζονται αποκλειστικά από τα Πρωτοδικεία. Οι υποθέσεις των Ειρηνοδικείων δεν θα εξαφανιστούν ως δια μαγείας και οι Ειρηνοδίκες πλέον αντί να κάθονται, θα δικάσουν τις υποθέσεις των επιβαρυμένων Πρωτοδικείων. Οι υποθέσεις αυτές θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν. Αποτέλεσμα; Ο ίδιος αριθμός δικαστών θα συνεχίσει να δικάζει τον ίδιο αριθμό υποθέσεων. Η μόνη διαφορά θα είναι, ίσως, η καλύτερη κατανομή των υποθέσεων μεταξύ των δικαστών. Αυτό όμως δεν εξασφαλίζεται με βάση το παρόν σχέδιο νόμου, αφού επιφυλάσσει στους Ειρηνοδίκες άνιση μεταχείριση, καταπάτηση των εργασιακών τους δικαιωμάτων με σωρεία αντισυνταγματικών διατάξεων τόσο στη μισθολογική, όσο και στην βαθμολογική τους εξέλιξη. Οι Ολομέλειες των Ειρηνοδικείων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πάτρας, οι οποίες ως αυτές των τριών μεγαλύτερων Ειρηνοδικείων της Χώρας, έχουν εντοπίσει αρκετά μεγάλο ποσοστό των αδικιών και των προβλημάτων που θα προκύψουν στον ενοποιημένο πια πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας και θα πρέπει να εισακουστούν. Με το παρόν νομοσχέδιο δημιουργούνται δικαστές δυο ταχυτήτων, γεγονός που θα έχει ολέθριες συνέπειες στην υπηρεσιακή συνύπαρξη μεταξύ των πρωτοδικών της γενικής και της ειδικής επετηρίδας. Πρώτα από όλα, το Υπουργείο θα πρέπει να αποφασίσει εάν η ειδική επετηρίδα θα είναι φθίνουσα, με σκοπό σταδιακά να ενταχθούν όλοι στη γενική επετηρίδα ή θα διατηρηθεί μέχρι την τελευταία αφυπηρέτηση των νυν ειρηνοδικών. Σε περίπτωση που θα διατηρηθεί, θα πρέπει να δοθεί η δυνατότητα βαθμολογικής εξέλιξης των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, αφού πλέον θα κάνουν την ίδια ή σχεδόν την ίδια εργασία με του πρωτοδίκες της γενικής. Δεν είναι ορθό και δίκαιο να εγκλωβιστούν 900 άτομα σε μια επετηρίδα χωρίς κανέναν υπηρεσιακό κίνητρο, παρά μόνο να μην απολυθούν. Αντιλαμβάνεστε ότι ούτε η ποσοτική αλλά ούτε η ποιοτική απόδοση θα είναι ίδια. Από την άλλη εάν πρόκειται να εξαλειφθεί η ειδική επετηρίδα, οι υπηρετούντες σε αυτήν θα πρέπει να εντάσσονται στη γενική, κατόπιν φυσικά αξιολόγησης, με όρους αξιοπρεπείς που αρμόζουν σε δικαστικούς λειτουργούς με πολυετή εμπειρία. Θα πρέπει να τους αναγνωρίζονται τα έτη υπηρεσίας τους τόσο ως ειρηνοδίκες, όσο και ως πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας και να εντάσσονται σσύμφωνα με τις διακρίσεις του άρθρου 8 παρ. 1, με βάση τα έτη υπηρεσίας τους. Εάν προκριθεί η λύση να εντάσσονται κάτω από τον τελευταίο πρωτοδίκη, τότε η εξέλιξή τους θα ακολουθεί την επετηρίδα αυτή. Δεν νοείται σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις, να θεωρούνται οι πρώην ειρηνοδίκες ες αεί νεότεροι υπηρεσιακά από κάθε πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας, ακόμα και αυτών που δεν έχουν ακόμα καν εισαχθεί στην ΕΣΔΙ. Τέλος, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότεροι σημερινοί πρόεδροι εφετών και αρεοπαγίτες δεν έχουν φοιτήσει στην ΕΣΔΙ. Κανένας δεν αμφισβήτησε τη νομική τους κατάρτιση ούτε στερήθηκαν την οποιαδήποτε υπηρεσιακή εξέλιξη εκ του γεγονότος αυτού. Δεν δημιουργήθηκε χωριστή επετηρίδα όταν βγήκε η πρώτη σειρά της ΕΣΔΙ, ούτε αμφισβήτησε κανείς την αρχαιότητά τους σε σχέση με τους αποφοίτους της ΕΣΔΙ.