Αρχική Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου ΔικαιοσύνηςΆρθρο 8 Ένταξη στην ειδική επετηρίδα – Βαθμολογική αντιστοιχία – Ένταξη στη γενική επετηρίδαΣχόλιο του χρήστη ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ | 18 Απριλίου 2024, 12:11
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ ΑΡΙΘΜΟΣ 16/2024 ΑΠΟΦΑΣΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ Σήμερα 17 Απριλίου 2024, ημέρα Τετάρτη και ώρα 14.00΄ στο κτίριο του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας, συνήλθε ύστερα από νόμιμη και εμπρόθεσμη πρόσκληση του Διευθύνοντος το Ειρηνοδικείο Αιγιαλείας, σύμφωνα με το άρθρο 15 παρ. 2 του ν. 4938/2022 (Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ.), η Ολομέλεια του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας, αποτελούμενη από τον διευθύνοντα του Ειρηνοδικείου Αιγιαλείας, Απόστολο Σαλαμαλίκη, Ειρηνοδίκη Β΄ Τάξης και τις Ειρηνοδίκες Μαρία Τσαγρή, Ειρηνοδίκη Γ΄ Τάξης και Αναστασία Τεκνάκη, Ειρηνοδίκη Γ΄ Τάξης. Καθήκοντα Γραμματέα της Ολομέλειας εκτέλεσε η Ευθυμία Αλμπάνη. Διαπιστώθηκε ότι υπάρχει ολομέλεια, ήτοι τρεις εκ των τριών υπηρετούντων Ειρηνοδικών. Στην συνέχεια ο Διευθύνων το Ειρηνοδικείο Αιγιαλείας κήρυξε την έναρξη της συνεδρίασης και όρισε το μοναδικό θέμα ημερήσιας διάταξης σχετικά με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και το σχέδιο Νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης υπό τον τίτλο «Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης». Ακολούθησε διαλογική συζήτηση μεταξύ των δικαστών και ψηφοφορία: ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΈΣ ΠΑΡΑΤΗΡΉΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ Οι Ειρηνοδίκες είναι ισόβιοι τακτικοί Δικαστές, που απολαμβάνουν προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Μέχρι την έναρξη λειτουργίας κατεύθυνσης Ειρηνοδικών στην ΕΣΔΙ (2022), η εισαγωγή τους στο Δικαστικό Σώμα γινόταν με εξετάσεις (γραπτές και προφορικές) αντίστοιχες αυτών που γίνονταν και για τους Παρέδρους Πρωτοδικών πριν την ίδρυση της ΕΣΔΙ (έτος 1994) και της καθιέρωσης φοίτησης σε αυτήν των δικαστικών λειτουργών. Επομένως, εισάγονται στο Δικαστικό σώμα με τρόπο αντίστοιχο με αυτόν που εισήχθησαν στο Σώμα οι Ανώτατοι σήμερα Δικαστικοί Λειτουργοί (Αρεοπαγίτες και Εφέτες που εισήχθησαν στο Σώμα πριν το έτος 1995, ήτοι έτος ολοκλήρωσης της φοίτησης στην ΕΣΔΙ των πρώτων εισαχθέντων). Μέχρι τώρα έχουν αυτοτελή εξέλιξη σε βαθμούς Δ΄, Γ΄, Β΄ και Α΄ τάξης, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους. Η υπηρεσιακή τους εξέλιξη καθορίζεται από το άρθρο 10 του ν. 1183/1981 όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 4 του ν. 3258/2004, το οποίο προβλέπει τα εξής: «Α. Οι οργανικές θέσεις των Ειρηνοδικών Δ΄, Γ΄, Β΄ και Α΄ τάξης από 1ης Ιανουαρίου 2005 είναι ενιαίες. Οι Ειρηνοδίκες προάγονται από την προηγούμενη στην αμέσως επόμενη τάξη ως ακολούθως: α. Οι Δ΄ τάξης στη Γ΄ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας. β. Οι Γ΄ τάξης στη Β΄ τάξη, μετά τη συμπλήρωση τεσσάρων (4) ετών υπηρεσίας στη Γ΄ τάξη. γ. Οι Β΄ τάξης στην Α΄ τάξη, μετά τη συμπλήρωση οκτώ (8) ετών υπηρεσίας στη Β΄ τάξη ή μετά τη συμπλήρωση συνολικά δεκαοκτώ (18) ετών υπηρεσίας στις τάξεις Δ΄, Γ΄, και Β΄. Β. Η προαγωγή από την αμέσως προηγούμενη στην επόμενη τάξη γίνεται μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου». Οι Ειρηνοδίκες δεν συνιστούν διακριτό, ιδιαίτερο και αυτοτελή κλάδο της Δικαιοσύνης, αλλά τµήµα της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης, που διαφοροποιείται από τους υπολοίπους τακτικούς Δικαστές του ίδιου κλάδου µε κριτήρια λειτουργικά, δηλαδή µε βάση την, κατά τις επιλογές του νοµοθέτη, κατανοµή της δικαιοδοσίας. Ειδικότερα, δικάζουν: 1] α) όλες τις αστικές υποθέσεις (εκτός των υποθέσεων του οικογενειακού δικαίου και του κτηματολογίου), με κριτήριο της υλικής αρμοδιότητας το ποσό (ήτοι υποθέσεις με οικονομικό αντικείμενο έως 20.000€ και μισθώσεις με μηνιαίο μίσθωμα έως 600€, πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου, ήτοι με τζίρο έως 700.000€), β) υποθέσεις ανεξαρτήτως ποσού (υποθέσεις ν. 3869/2010, νομής κλπ καθώς και υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας). 2] ποινικές υποθέσεις και δη μέχρι την πρόσφατη κατάργηση τους τα πταίσματα, ενώ στα Πρωτοδικεία εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων συμμετέχουν στις συνθέσεις των τριμελών πλημμελειοδικείων, κατά κανόνα και όχι κατ΄ εξαίρεση, όπως προβλέπει ο νόμος 3] ασκούν ανακριτικά καθήκοντα (προκαταρκτική εξέταση ελλείψει οργανικής θέσεως πταισματοδίκη, κατ΄οίκον έρευνες κλπ). Οι μισθολογικές απολαβές των Ειρηνοδικών καθορίζονται από το ν. 2521/1997 και αποτελούνται από το βασικό μισθό και τα προβλεπόμενα στο νόμο αυτά επιδόματα. Με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, ο Ειρηνοδίκης Δ΄ τάξης λαμβάνει το 72% του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, ο Ειρηνοδίκης Γ΄ τάξης λαμβάνει το 80% του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη, ο Ειρηνοδίκης Β΄ τάξης λαμβάνει το βασικό μισθό του Πρωτοδίκη και ο Ειρηνοδίκης Α΄ τάξης λαμβάνει το βασικό μισθό του Προέδρου Πρωτοδικών, ήτοι το 120% του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη. Ωστόσο, στους Ειρηνοδίκες Α΄ τάξης που συμπληρώνουν δικαστική υπηρεσία 24 ετών παρέχεται, μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, ο βασικός μισθός του Εφέτη, ήτοι το 140% του βασικού μισθού του Πρωτοδίκη. Μέχρι σήμερα, οι Ειρηνοδίκες απολαμβάνουν το αμετάθετο και έχουν το αυτοδιοίκητο του Ειρηνοδικείου που υπηρετούν, ρυθμίζοντας οι ίδιοι τις υπηρεσίες τους, αφού έχουν δικό τους Κανονισμό Δικαστηρίου, τον μηνιαίο αριθμό των εδρών, τις ημέρες των εδρών αυτών, την κατανομή υποθέσεων, τα τμήματα διακοπών κλπ υπηρεσιακά ζητήματα. Εξαιτίας της συρρίκνωσης των οικονομικών μεγεθών κατά την τελευταία δεκαπενταετία, το Ειρηνοδικείο έχει καταστεί το Δικαστήριο αναφοράς για τον μέσο πολίτη και τη μέση επιχείρηση, όπου δικάζεται ο κύριος όγκος των αστικών υποθέσεων (πλήν των οικογενειακών και του κτηματολογίου). Στην ανάλυση συνεπειών ρύθμισης που συνοδεύει το κατατεθέν σχέδιο νόμου αναφέρεται ότι τα Ειρηνοδικεία δικάζουν μόνο το 20% της δικαστικής ύλης των αστικών υποθέσεων πρώτου βαθμού στο σύνολο της επικράτειας, ενώ το υπόλοιπο 80% εκδικάζεται από τα Πρωτοδικεία, ισχυρισμός που είναι ανακριβής σε σχέση με τα στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύει ετησίως το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Τα Ειρηνοδικεία της Επικράτειας, μεταξύ των οποίων και το Ειρηνοδικείο Αιγιαλείας, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (εξαιτίας του ιδιόμορφου γεωγραφικού χαρακτήρα της Χώρας μας), τα τελευταία 10-12 έτη επιβαρύνθηκαν με τεράστιο όγκο υποθέσεων, που αναλογούσε σε άνω των 200 υποθέσεων ανά δικαστή, έργο το οποίο έφεραν εις πέρας άμεσα και άρτια. Τούτο, μάλιστα, εκτελώντας παράλληλα και συστηματικά καθήκοντα, τα οποία δεν είναι αμιγώς καθήκοντα Ειρηνοδίκη και τα οποία κατ΄εξαίρεση μόνο έπρεπε να εκτελούν (κατ΄οίκον έρευνες, συνθέσεις Τριμελών κλπ). Σε αντίθεση με τα όσα ατεκμηρίωτα αναφέρονται, οι Ειρηνοδίκες οι οποίοι αποτελούν περίπου το 43% των Δικαστών του πρώτου βαθμού, εκδίδουν σταθερά κατ’ έτος τουλάχιστον το 47% των πολιτικών αποφάσεων. Ειδικότερα, από τα στατιστικά στοιχεία που είναι δημοσιευμένα στην επίσημη ιστοσέλιδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, προκύπτουν τα εξής: Έτος Δικαστήριο Αριθμός Υπηρετούντων Δικαστών Αριθμός εκδοθεισών αποφάσεων 2017 Ειρηνοδικεία 730 (46%) 188.783 (58%) Πρωτοδικεία 859 (54%) 134.333 (42%) 2018 Ειρηνοδικεία 750 (48%) 210.054 (62%) Πρωτοδικεία 809 (52%) 131.010 (38%) 2019 Ειρηνοδικεία 702 (43%) 174.881 (58%) Πρωτοδικεία 935 (57%) 125.144 (42%) 2020 Ειρηνοδικεία 620 (40%) 119.142 (47%) Πρωτοδικεία 918 (60%) 134.588 (53%) 2021 Ειρηνοδικεία 700 (41%) 100.135 (44%) Πρωτοδικεία 990 (59%) 128.264 (56%) 2022 Ειρηνοδικεία 752 (45%) 137.769 (47%) Πρωτοδικεία 940 (55%) 154.313 (53%) 2023 (01.01.2023 - 30.09.2023) Ειρηνοδικεία 791 (44%) 103.896 (47%) Πρωτοδικεία 975 (56%) 118.976 (53%) Το Υπουργείο αναγνωρίζοντας τις επιστημονικές δυνατότητες και την ικανότητα των Ειρηνοδικών, οι οποίοι επέδειξαν ιδιαίτερο ζήλο, εργατικότητα, σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα σε ό,τι αντικείμενο τους ανατέθηκε τα τελευταία έτη, το οποίο έφεραν εις πέρας με επιτυχία, με το κατατεθέν νομοσχέδιο, επιδιώκει την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ενεργοποιώντας έτσι την ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 88 του Σ, προκειμένου να επιτύχει την επιτάχυνση στην δικαιοσύνη. Πλην όμως, το εν λόγω νομοσχέδιο δεν περιέχει διατάξεις πραγματικής ενοποίησης του πρώτου βαθμού. Ειδικότερα, καίτοι αναθέτει στους Ειρηνοδίκες το σύνολο των καθηκόντων των νυν Πρωτοδικών (πλην των ΜΟΔ) κρίνοντάς τους ικανούς για τα εν λόγω καθήκοντα, εντούτοις τους παραλείπει από τη δυνατότητα εξέλιξης εσαεί, γεγονός που καθιστά τις διατάξεις του αντίθετες στις επιταγές του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, όπως θα αναλυθεί κατωτέρω. Η ύπαρξη παράλληλης επετηρίδας και η διαρκής παράλειψη των Ειρηνοδικών επιδιώκεται κυρίως προκειμένου να μην διαταραχθεί η εξέλιξη των ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών, γεγονός που συνιστά κατάφωρη αδικία εις βάρος των Ειρηνοδικών. Η ενοποίηση θα πρέπει να πραγματοποιηθεί με όρους δικαιοσύνης και συμβιβασμού αμφοτέρων των εμπλεκομένων στην ενοποίηση μερών και όχι με όρους επιβολής του ισχυρότερου και υποτίμησης ενός αποδεδειγμένα αποτελεσματικού τμήματος της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης (Ειρηνοδίκες). Οι Ειρηνοδίκες, με την ψήφιση του εν λόγω σχεδίου νόμου, θα υποστούν ολοκληρωτική ανατροπή του υπηρεσιακού βίου τους, αφού ανατρέπονται όλα τα δεδομένα, που τους οδήγησαν να διαλέξουν και να υπηρετήσουν τον κλάδο των Ειρηνοδικών (συγκεκριμένο αντικείμενο, αυτοδιοίκητο, αυτόνομη εξέλιξη στην επετηρίδα τους μέχρι τον βαθμό του Ειρηνοδίκη Α΄τάξης και τις συνακόλουθες μισθολογικές και συντάξιμες αποδοχές), επιβαρυνόμενοι μάλιστα με νέα αντικείμενα και εκ νέου επιμόρφωση (χωρίς να έχει καθοριστεί ο τρόπος και ο χρόνος επιμόρφωσης που θα επηρεάσει μεταξύ άλλων και τον οικογενειακό προϋπολογισμό των περισσοτέρων) και μακροπρόθεσμα θα έχουν μισθολογικές και συνταξιοδοτικές απώλειες. Αντιθέτως, οι Πρωτοδίκες, καίτοι θα μοιραστούν τα καθήκοντά τους και συνεπώς θα μειωθεί ο όγκος δουλειάς τους, δεν υφίστανται οποιαδήποτε διατάραξη στον εργασιακό βίο τους, ούτε στην εξέλιξή τους. Τα ανωτέρω συνιστούν κατάφωρη παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των Ειρηνοδικών και της αρχής της αναλογικότητας. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η φημολογούμενη διατάραξη της επετηρίδας των Πρωτοδικών σε περίπτωση εμβόλιμης ένταξης των Ειρηνοδικών στην γενική Επετηρίδα, είναι ανεπαίσθητη ή ανύπαρκτη, αν ληφθούν υπόψιν τα κάτωθι στοιχεία: Εκ των αρχαιότερων Ειρηνοδικών Α΄τάξης (189), η πλειοψηφία τους (περίπου 140) συνταξιοδοτούνται έως το 2029. Οι Ειρηνοδίκες Δ΄ τάξης, ήτοι με υπηρεσία έως 4 έτη είναι περίπου 185. Οι περισσότεροι Ειρηνοδίκες Β΄ τάξης (περίπου 237 από τους 267) έχουν εισαχθεί από το έτος 2012 -2014 (έχουν δηλαδή 10 – 12 έτη υπηρεσία) και οι Ειρηνοδίκες Γ΄ τάξης (284) έχουν εισαχθεί στο σώμα από το έτος 2016- 2019 (έχουν δηλαδή 8-5 έτη υπηρεσίας). Επομένως, η ένταξη των Ειρηνοδικών στη Γενική επετηρίδα με προβάδισμα των Πρωτοδικών από 2-4 έτη, θα επηρέαζε, μικρό αριθμό των νυν υπηρετούντων και μάλιστα προσωρινά. Ειδικότερα, εφόσον ενοποιείται ο πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας θα αυξηθεί ο αριθμός αποφάσεων πρώτου βαθμού, οι οποίες θα εκδικάζονται σε δεύτερο βαθμό από τα Εφετεία. Προς το σκοπό επιτάχυνσης της δικαιοσύνης, θα πρέπει να αυξηθεί και ο αριθμός των δικαστών δευτέρου βαθμού, και άρα να προαχθούν οι αρχαιότεροι Πρόεδροι Πρωτοδικών σε Εφέτες, ώστε δεν θα υπάρχει καμία καθυστέρηση στην εξέλιξη των νυν Πρωτοδικών. Δέον όπως επισημανθεί επίσης, ότι η πλειοψηφία των υπηρετούντων Ειρηνοδικών (πλην των Α΄ τάξης), ήτοι περί τους 700 Ειρηνοδίκες, είναι νέοι σε ηλικία που έχουν 20-35 υπηρεσιακού βίου μέχρι την συνταξιοδότησή τους. Η εσαεί στασιμότητα και η κατάφωρη εις βάρος τους αδικία καλλιεργεί αισθήματα ματαίωσης, μειονεξίας, υποβάθμισης και έλλειψης ουσιαστικού κινήτρου, ώστε να γίνουν καλύτεροι απονεμητές δικαιοσύνης. Το σχέδιο νόµου, όπως έχει εισαχθεί προς διαβούλευση, δεν δίνει καµία δυνατότητα εξέλιξης στους Ειρηνοδίκες της ειδικής επετηρίδας (αν παραμείνει εν τέλει η σχετική διάκριση επετηρίδων), ούτε στο βαθµό του Προέδρου Πρωτοδικών κι ενώ ήδη το άρθρο 8 παρ. 1 του ίδιου σχεδίου προβαίνει σε αντιστοίχιση των Ειρηνοδικών µε τους Προέδρους Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες, µε βάση τα αναφερόµενα σε αυτό έτη υπηρεσίας. Αποτελεί πρωτοτυπία του σχεδίου νόμου ότι για πρώτη φορά θεσπίζεται ένας κλάδος δικαστών, οι Πρωτοδίκες Ειδικής Επετηρίδας, οι οποίοι δεν θα έχουν καμία βαθμολογική εξέλιξη, αλλά θα παραμένουν εσαεί Πρωτοδίκες. Η επιλογή αυτή, αφενός είναι αντίθετη με το άρθρο 88 παρ. 2 του Σ, το οποίο αναθέτει στον κοινό νομοθέτη να καθορίσει τη βαθμολογική εξέλιξη των δικαστών, αφετέρου παραβιάζει την αρχή της ισότητας, καθώς δικαστές που εκτελούν όμοια καθήκοντα μεταχειρίζονται άνισα. Περαιτέρω, θίγει το δικαίωμα των Ειρηνοδικών στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, περιεχόμενο της οποία αποτελεί το δικαίωμα στην εργασία και την εξέλιξη σε αυτήν. Επιπλέον, στους Ειρηνοδίκες της Ειδικής Επετηρίδας παρέχεται η δυνατότητα ένταξης στη Γενική επετηρίδα των Δικαστικών Λειτουργών, σε μικρό ποσοστό (μόλις 20%) και δή το πρώτον μετά από τέσσερα έτη, οπότε θα κατατάσσονται μετά τον κατά το χρόνο εκείνο τελευταίο Πρωτοδίκη. Η διάταξη αυτή παραβιάζει τόσο το Σύνταγμα όσο και το Ενωσιακό Δίκαιο, καθώς δεν αναγνωρίζει τα χρόνια προϋπηρεσίας των Ειρηνοδικών κι ενώ ήδη θα ασκούν καθήκοντα Πρωτοδίκη από την ένταξή τους στην ειδική επετηρίδα και για ένα ικανό χρονικό διάστηµα μέχρι την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα. Πρόκειται για πρωτοφανή απαξίωση δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι θα ασκούν τα ίδια με τους λοιπούς Πρωτοδίκες καθήκοντα, θα έχουν ήδη συμπληρώσει πολλά χρόνια προϋπηρεσίας στην επαγγελματική τους διαδρομή, θα έχουν επιμορφωθεί περαιτέρω προς τον σκοπό της μετάβασης στον κλάδο των Πρωτοδικών, θα έχουν κριθεί ικανοί και επαρκείς να εκτελούν τα καθήκοντα των νυν υπηρετούντων Πρωτοδικών, θα δικάζουν το σύνολο της αστικής ύλης καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της ποινικής, αλλά την ίδια στιγμή θα τοποθετούνται στο τέλος της γενικής επετηρίδας, υποδεέστεροι ενός άπειρου δικαστικού λειτουργού και ιεραρχικά ανώτεροι μόνο σε σχέση με τους παρέδρους, δηλαδή μη ισόβιους ακόμα δικαστές. Για παράδειγμα ένας πρώην Ειρηνοδίκης πχ. 12 ετίας, που θα ασκεί τα ίδια καθήκοντα με τον Πρωτοδίκη, θα μπορέσει να εισαχθεί στην Γενική Επετηρίδα στην καλύτερη περίπτωση, μετά από τουλάχιστον 4 έτη, και θα καταταχθεί μετά από ένα Πρωτοδίκη 1ετούς, δηλαδή θα χάσει 16 έτη αρχαιότητας, ενώ πολλοί λόγω του ποσοστού (20%) θα καταφέρουν να εισέλθουν στη Γενική Επετηρίδα μετά από 5 και πλέον έτη, κατατασσόμενοι και πάλι κάτω από τον Πρωτοδίκη ενός έτους. Η ενοποίηση των δύο διακριτών υποκλάδων της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης δεν αποτελεί µετάταξη για τους Ειρηνοδίκες, όπως εσφαλµένα διαλαµβάνεται στην ανάλυση των συνεπειών ρύθμισης που συνοδεύει το σχέδιο νόµου. Και τούτο διότι, όπως προαναφέρεται, οι Ειρηνοδίκες δε συνιστούν διακριτό, ιδιαίτερο και αυτοτελή κλάδο της Δικαιοσύνης, αλλά υποκλάδο (τµήµα) της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης, που διαφοροποιείται από τους υπολοίπους τακτικούς Δικαστές του ίδιου κλάδου µε κριτήρια λειτουργικά, δηλαδή µε βάση την, κατά τις επιλογές του νοµοθέτη, κατανοµή της δικαιοδοσίας. Επομένως, η επιχειρούμενη «ενοποίηση» των δύο αποτελεί µία δοµική, και όχι καταρχήν προσωποποιηµένη, αλλαγή στη συγκρότηση της πολιτικής και ποινικής Δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια δεν δύνανται να τοποθετηθούν οι Ειρηνοδίκες, εν είδει διακριτής βαθµίδας και µόνον, στο κάτω µέρος µίας επετηρίδας ή μιας παράλληλης αλλά ιεραρχικά κατώτερης επετηρίδας. Επιπλέον, καίτοι η ανάλυση των συνεπειών ρύθμισης κάνει αναφορά στη «διατήρηση του κεκτηµένου κάθε επετηρίδας», από τις διατάξεις του προκύπτει το εξής παράδοξο: Οι Δόκιµοι Ειρηνοδίκες και όσοι βρίσκονται στο στάδιο της πρακτικής τους άσκησης µπορούν να ενταχθούν εντός έξι (6) µηνών στη γενική επετηρίδα, σε αντίθεση µε τους λοιπούς ιεραρχικά ανώτερους Ειρηνοδίκες, οι οποίοι θα πρέπει αφενός µεν να ολοκληρώσουν τα προγράµµατα επιµόρφωσης, αφετέρου δε να έχουν δύο (2) εκθέσεις επιθεώρησης. Τονίζεται ότι η επιθεώρηση των Πρωτοδικών γίνεται πλέον ανά δύο (2) έτη µε βάση το άρθρο 100 παρ. 2 του ΚΟΔΚΔΛ. Έτσι δηµιουργείται το παράδοξο αλλά και αντισυνταγµατικό φαινόµενο: Δικαστές να καταστούν αρχαιότεροι από τους νυν αρχαιότερους, κάποιοι εκ των οποίων ήταν εκπαιδευτές των πρώτων. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, μετά την ίδρυση της ΕΣΔΙ και την εισαγωγή στο σώμα των αποφοίτων αυτής (1995 και εντεύθεν), οι μη απόφοιτοι της ΕΣΔΙ, ήδη υπηρετούντες δικαστικοί λειτουργοί, δεν υποβαθμίστηκαν ιεραρχικά, αλλά διατήρησαν την αρχαιότητά τους, παραμένοντας ανώτεροι ιεραρχικά των μεταγενέστερα εισαχθέντων στο σώμα αποφοίτων της ΕΣΔΙ. Ως προς τη μισθολογική εξέλιξη, το σχέδιο νόμου προβλέπει ως ανώτατο μισθό για τους Πρωτοδίκες Ειδικής Επετηρίδας το μισθό του Προέδρου Πρωτοδικών, τον οποίο θα λάμβαναν ούτως ή άλλως με βάση το μισθολόγιο που είχαν μέχρι τώρα. Ωστόσο, Ειρηνοδίκες Α΄ τάξης που το έτος 2025 θα συμπλήρωναν 24 έτη υπηρεσίας, καθώς και οι Ειρηνοδίκες των υπόλοιπων τάξεων που ευλόγως προσδοκούσαν τη λήψη του μισθού του Εφέτη, δεν θα λάβουν ποτέ το μισθό αυτό. Καίτοι λοιπόν στην πλειονότητα των Ειρηνοδικών θα δοθεί πιο σύντομα κάποια αύξηση, εντέλει σε βάθος χρόνου το σύνολο των απολαβών τους θα είναι μικρότερο από αυτό που θα ελάμβαναν αν συνέχιζαν να είναι Ειρηνοδίκες. Επίσης αναμένεται να λάβουν μικρότερη σύνταξη, καθώς αυτή θα υπολογισθεί με βάση τις αποδοχές του Προέδρου Πρωτοδικών και όχι του Εφέτη, γεγονός που αυξάνει έτι περαιτέρω την οικονομική τους ζημία. Μια τέτοια ρύθμιση παραβιάζει το Σ και την ΕΣΔΑ (άρθρο 1 του 1ου πρόσθετου πρωτοκόλλου) αφού θίγει κατοχυρωμένο δικαίωμά τους που αποτελεί στοιχείο της περιουσίας τους. Επιβάλλεται, επομένως, η ρύθμιση δικαιότερης υπηρεσιακής αντιμετώπισης των εξ Ειρηνοδικών προερχόμενων δικαστών του πρώτου βαθμού προς το σκοπό της απρόσκοπτης και ομαλής λειτουργίας της δικαστικής υπηρεσίας μετά την ενοποίηση. Τούτο δε διότι, εάν δεν επιλυθούν τα προαναφερόμενα θιγόμενα ζητήματα, είναι αναμφίβολο ότι την αρχή της νέας δικαστικής λειτουργίας θα διαμορφωθεί πλαίσιο ρήξεων κι εντάσεων μεταξύ των δικαστών του πρώτου βαθμού, το οποίο θα επιδεινωθεί κατά τα στάδια εφαρμογής των νέων μεταρρυθμίσεων. Αρχή της ομαλής και απρόσκοπτης λειτουργίας της δικαιοσύνης, για την οποία άλλωστε έχουν θεσπιστεί ειδικοί κανόνες (ισοβιότητα, ειδικό μισθολόγιο, επετηρίδα κλπ.) αποτελεί η σαφής και δίκαιη υπηρεσιακή εξέλιξη των Δικαστών ώστε να αισθάνονται ηθικά και υπηρεσιακά ικανοποιημένοι για να μπορούν να ανταποκρίνονται απρόσκοπτα και αποτελεσματικά στο έργο τους. Κατ΄ακολουθίαν των ανωτέρω, Συντασσόμαστε ομόφωνα με την υπ΄αρ. 30/2024 απόφαση της Ολομέλειας του Ειρηνοδικείου Αθηνών. Κρίθηκε, αποφασίστηκε και εκδόθηκε στο Αίγιο στις 17 Απριλίου 2024. Ο ΔΙΕΥΘΥΝΩΝ ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΙΓΙΑΛΕΙΑΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΛΑΜΑΛΙΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΑ ΑΛΜΠΑΝΗ