• Σχόλιο του χρήστη 'Ιάκωβος Απέργης' | 18 Απριλίου 2024, 13:21

    Επειδή εξ αφορμής του σχολιασμού του επίμαχου νομοσχεδίου παρατηρώ ότι τόσο Πρωτοδίκες όσο και γενικότερα επικεφαλής δικηγορικών συλλόγων, λοιποί νομικοί και φορείς, δεν έχουν ακριβή εικόνα των καθηκόντων του Ειρηνοδίκη, νιώθω την ανάγκη, όσο πιο σύντομα μπορώ, να αναφέρω τα εξής: 1) Οι Ειρηνοδίκες δεν «έχουν χάσει την αίσθηση του μέτρου» ούτε «τυγχάνει» η «συμπεριφορά» τους «αν μη τι άλλο άπληστη και σίγουρα καταδικαστέα» ούτε δέχτηκαν «τόσα αναπάντεχα δώρα». Πιο συγκεκριμένα: α) Λόγω του γεγονότος ότι τα Ειρηνοδικεία αποτελούν αυτοτελείς δικαστικούς σχηματισμούς η θέση του αρχαιότερου Ειρηνοδίκη (ενδεχόμενα ηλικίας 63 ετών, με 35 χρόνια υπηρεσίας) κάτω από τον τελευταίο Πρωτοδίκη (ενδεχόμενα ηλικίας 30 ετών, με ελάχιστα χρόνια υπηρεσίας) είναι μόνο θεωρητική, καθώς τα καθήκοντά τους δεν συμπλέκονται. Έτσι, η αίτηση μετάθεσης ενός Ειρηνοδίκη που βρίσκεται στην θέση 30 στην Επετηρίδα των Ειρηνοδικών προς κάποιο κεντρικό Ειρηνοδικείο θα επηρεαστεί μόνο εφόσον κάποιος εκ των 29 Ειρηνοδικών που είναι πάνω από αυτόν υποβάλει αίτησης μετάθεσης στο ίδιο Ειρηνοδικείο. Τούτο σημαίνει ότι ένας Ειρηνοδίκης, ανεβαίνοντας στην κλίμακα της ιεραρχίας με την πάροδο του χρόνου και εφόσον έχει θετικές κρίσεις από το Α.Δ.Σ., απολαμβάνει υπηρεσιακά προνόμια αντίστοιχα του χρόνου προϋπηρεσίας του (επιλογή Ειρηνοδικείου υπηρέτησης, τμήματος διακοπών, ενδεχόμενα διευθυντική θέση κλπ), ενώ η ύπαρξη εκατοντάδων Πρωτοδικών πάνω από αυτόν στον Πίνακα Αρχαιότητας είναι μόνον θεωρητική και, ως προς την υπηρεσιακή του ανέλιξη, εντελώς αδιάφορη. Ο ανωτέρω λόγος της παράλληλης και αυτόνομης υπηρεσιακής εξέλιξης, σε συνδυασμό με κάποιες άλλες υπηρεσιακές ιδιότητες του κλάδου των Ειρηνοδικών, ωθούν πολλούς νομικούς που επιθυμούν να εισέλθουν στο Δικαστικό Σώμα να επιλέγουν συνειδητά τον κλάδο τον Ειρηνοδικών, όπως φαίνεται και από τους πρόσφατους Διαγωνισμούς Ειρηνοδικών των ετών 2011 και 2016 με την μαζική συμμετοχή χιλιάδων υποψηφίων. Αν δεν γίνει κατανοητή η αυτοτελής και ανεξάρτητη υπηρεσιακή εξέλιξη των Ειρηνοδικών, ώστε αντιστοίχως να γίνουν σεβαστά στην πράξη τα υπηρεσιακά τους κεκτημένα, καμία προσπάθεια ενοποίησης δεν θα καταλήξει σε δίκαιο αποτέλεσμα ένταξής τους στον ενοποιημένο βαθμό. β) Το 2011 προκηρύχθηκε για πρώτη φορά μετά το έτος 1997 διαγωνισμός για διορισμό Ειρηνοδικών. Στο διαγωνισμό αυτό συμμετείχαν 1.094 υποψήφιοι, αριθμός ρεκόρ για οποιονδήποτε Διαγωνισμό Δικαστικών Λειτουργών. Από τον Διαγωνισμό αυτό διορίστηκαν τελικώς περίπου 300 Ειρηνοδίκες. Το 2016, λίγο μετά τον τελευταίο διορισμό Ειρηνοδίκη από τον Διαγωνισμό του 2011, προκηρύχθηκε και νέος διαγωνισμός ειρηνοδικών, απόφαση δηλαδή της εκτελεστικής εξουσίας από την οποία προδήλως δεν συνάγεται βούλησή της να καταργήσει τον θεσμό των Ειρηνοδικών. Στον Διαγωνισμό αυτό συμμετείχαν 1.794 υποψήφιοι και διορίστηκαν τελικώς περίπου 400 Ειρηνοδίκες. Το 2020 με τον νόμο 4869/2020 ιδρύεται κατεύθυνση Ειρηνοδικών στην ΕΣΔΙ. Με την πράξη αυτήν, ομοίως δεν συνάγεται βούληση της εκτελεστικής εξουσίας να καταργήσει τον θεσμό του Ειρηνοδίκη. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ανωτέρω Ειρηνοδικών επέλεξαν συνειδητά τον θεσμό του Ειρηνοδίκη, όπως προκύπτει και από τον τεράστιο αριθμό συμμετεχόντων σε σχέση με τους αντίστοιχους της ΕΣΔΙ, προκρίνοντας κάποια πλεονεκτήματα-ιδιαιτερότητες της υπηρεσιακής κατάστασης του Ειρηνοδίκη, σε σχέση με την υπηρεσιακή κατάσταση των Πρωτοδικών (άμεσος διορισμός, μονομελείς συνθέσεις, περιορισμένη εκδίκαση ποινικών υποθέσεων, λιγότερες μεταθέσεις κλπ). Ανεξαρτήτως των ανωτέρω, όλοι οι παραπάνω Ειρηνοδίκες εύλογα προσδοκούσαν υπηρεσιακή εξέλιξη ανάλογη με τον χρόνο προϋπηρεσίας τους εντός της αυτόνομης υπηρεσιακής ανέλιξης του Ειρηνοδίκη. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ των ετών 1997-2011, δηλαδή επί 14 συνεχόμενα χρόνια, δεν έγινε κανένας απολύτως Διαγωνισμός Ειρηνοδικών, ενώ παράλληλα γινόταν κάθε χρόνο ετήσιος διαγωνισμός στην ΕΣΔΙ. Λίγο πριν τον Διαγωνισμό του 2011 ο αριθμός των υπηρετούντων Ειρηνοδικών ήταν εξαιρετικά περιορισμένος, συνεπώς οι συνθήκες για ενοποίηση ήταν πολύ καταλληλότερες. Αντιθέτως, η παρούσα χρονική στιγμή είναι η χειρότερη δυνατή που θα μπορούσε να επιλέξει κάποιος για να επιχειρήσει ενοποίηση τόσο από τεχνικής άποψης, όσο και από άποψης μη ανατροπής προσωπικών και υπηρεσιακών δεδομένων. Γιατί προφανώς αν ήταν γνωστές ή, έστω, προβλεπτές αυτές οι τόσο βίαιες ανατροπές του οικογενειακού και επαγγελματικού προγραμματισμού των Ειρηνοδικών που συνεπάγεται η ενοποίηση, θα ήταν τελείως διαφορετικές και οι επαγγελματικές τους επιλογές, ενώ σίγουρο είναι ότι κάποιοι θα επέλεγαν τον δρόμο της ΕΣΔΙ ώστε τουλάχιστον να έχουν εξαρχής προοπτική καριέρας με ίσους όρους (για όλα τα ανωτέρω, βλ. την με αρ. 26α/2024 απόφαση της Ολομέλειας του Ειρηνοδικείου Πειραιά). 2) Με το παρόν νομοσχέδιο διαγράφονται όλα ανεξαιρέτως τα έτη υπηρεσίας κάθε Ειρηνοδίκη. Και είναι μεν αληθές πως τα καθήκοντα του Πρωτοδίκη είναι σαφώς δυσκολότερα, τόσο από άποψη ύλης όσο και από άποψη περιεχομένου, όμως αρκεί αυτό, όπως και το ότι ένας Ειρηνοδίκης δεν άσκησε καθήκοντα ανακριτή, που και για τους Πρωτοδίκες ακόμη 2 έτη διαρκούν και πολλοί κάνοντας αίτηση μετάθεσης τα αποφεύγουν, για να τοποθετηθεί ένας Ειρηνοδίκης με 15, ή και περισσότερα ακόμη, έτη υπηρεσίας κάτω από έναν νεοεισερχόμενο Πρωτοδίκη; Επιπλέον, ένας Ειρηνοδίκης Δ’ τάξης, που πέτυχε στον τελευταίο Διαγωνισμό ο οποίος διεξήχθη (2016) και διορίστηκε σχετικά πρόσφατα είναι ηλικίας 40 ετών, κατά μέσο όρο. Ο Ειρηνοδίκης αυτός δεν θα είναι μόνο κάτω από 800 περίπου Πρωτοδίκες, αλλά και από ισάριθμους Ειρηνοδίκες, με αποτέλεσμα ούτε καν σε θέση Προέδρου Πρωτοδικών να μην δύναται να προαχθεί. Συμπερασματικά, σχεδόν κανείς Ειρηνοδίκης, ακόμη και οι πρωτεύσαντες στον Διαγωνισμό του 2011, ηλικίας 45 ετών κατά μέσο όρο, δεν θα μπορεί, βάσει των προβλέψεων του νομοσχεδίου, όχι απλώς να εξελιχθεί, αλλά με δυσκολία θα φτάσει τον, σε πλήρη αντίθεση με τους σκοπούς της ενοποίησης, καταληκτικό για εμάς βαθμό, του Προέδρου Πρωτοδικών. 3) Οι μισθολογικές αποκλίσεις των Ειρηνοδικών Δ’ τάξης με τον μισθό των Πρωτοδικών είναι και σήμερα ακόμη τεράστιες, καθώς υπερβαίνουν τα 700 ευρώ. Λαμβανομένου υπόψη ότι ο Ειρηνοδίκης Δ’ τάξης υπηρετεί μακριά από τον τόπο κατοικίας του, οι απολαβές του δεν είναι δυσανάλογα υψηλότερες ακόμη και των σημερινών καθηκόντων του, όπως εσφαλμένα αναφέρθηκε, αλλά πολύ κατώτερες αυτών. 4) Η αναμενόμενη αύξηση της καθ’ ύλην αρμοδιότητας μετά την περαίωση των αρχικών αιτήσεων του νόμου Κατσέλη («αρχικών», επειδή υποθέσεις του Ν.3869/2010, όπως, ενδεικτικά: αιτήσεις μεταρρύθμισης, ανατροπής έκπτωσης, απαλλαγής, ερμηνείας του 9.2 κλπ, συνεχίζουν κανονικότατα να εκδικάζονται ακόμη από τα Ειρηνοδικεία και καταλαμβάνουν έναν διόλου ευκαταφρόνητο αριθμό στα πινάκια), όπως και η ανάθεση αποκλειστικής αρμοδιότητας σε κάποια αντικείμενα που υπάγονται σήμερα στο Πρωτοδικείο (λχ εκουσία κτηματολογίου) ήταν και αναμενόμενη, αλλά και ευχερέστερα αντιμετωπίσιμη. Επιπλέον, η ανάθεση υποθέσεων εκουσίας κτηματολογίου, για παράδειγμα, στα Ειρηνοδικεία είναι σύμφυτη με τον ιστορικό ρόλο του Ειρηνοδίκη, που διαχρονικά εκδικάζει, με αποκλειστική μάλιστα αρμοδιότητα στον πρώτο βαθμό, ασφαλιστικά μέτρα νομής και ανακοπές κατά πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής και, καθώς το Κτηματολόγιο σήμερα αναπτύσσεται, θα ανακούφιζε τα Πρωτοδικεία από όχι ασήμαντο μέρος της ύλης τους. Εν κατακλείδι, τα απολύτως αναληθή στοιχεία που περιέχονται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου και αναπαράγονται στον τύπο από κυβερνητικούς παράγοντες, όπως και οι προσβλητικές αναφορές προς τους Ειρηνοδίκες συλλήβδην κάθε άλλο παρά αποτελούν τις στέρεες βάσεις της ενοποίησης.