Αρχική Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, χωροταξική αναδιάρθρωση των δικαστηρίων της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης και λοιπές ρυθμίσεις του Υπουργείου ΔικαιοσύνηςΆρθρο 8 Ένταξη στην ειδική επετηρίδα – Βαθμολογική αντιστοιχία – Ένταξη στη γενική επετηρίδαΣχόλιο του χρήστη ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ | 18 Απριλίου 2024, 13:03
Η μέχρι τώρα επιτυχής συνύπαρξη Ειρηνοδικών και Πρωτοδικών που οφείλεται στην έως σήμερα υπηρεσιακή αυτοτέλεια των δύο κλάδων, στα διακριτά υπηρεσιακά καθήκοντα, στους ανεξάρτητους δικαστικούς σχηματισμούς στους οποίους ανήκουν καθώς και στην αυτοτελή υπηρεσιακή τους εξέλιξη. Ωστόσο πρέπει να ληφθεί υπόψη η δυσάρεστη αλλά ρεαλιστική διαπίστωση ότι στις ελάχιστες περιπτώσεις όπου σύμφωνα με τον κώδικα οργανισμού δικαστηρίων τα καθήκοντα των δύο κλάδων τέμνονται ή καθορίζονται από τον ανώτερο βαθμό όπως στην περίπτωση των άρθρων 5παρδ και 7πάρ1 (αναπλήρωση πρωτοδίκη από ειρηνοδίκη της περιφέρειας και κατανομή υπηρεσιών των Ειρηνοδικείων πλην Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Νήσων) προκαλούνται διαχρονικά εντάσεις, παράπονα και ανεπιθύμητες καταστάσεις που έχουν φτάσει σε μεμονωμένες περιπτώσεις ακόμα και σε επίπεδο αναφορών και πειθαρχικών διώξεων. Κατ΄ακολουθίαν λοιπόν όσων ανωτέρω αναπτύχθηκαν σε σχέση με το ιδιαίτερο καθεστώς υπηρεσιακής εξέλιξης των Ειρηνοδικών σε οποιαδήποτε προσπάθεια ενοποίησης πρέπει να γίνουν σεβαστά τα υπηρεσιακά προνόμια που έχει αποκτήσει ο Ειρηνοδίκης προοδευτικά και ανάλογα με τα χρόνια που υπηρετεί στο Δικαστικο Σώμα. Συνεπώς το ενδεχόμενο ένταξης όλων των ειρηνοδικών κάτω από τον τελευταίο πάρεδρο συνιστά θεωρητικά και μόνο υπηρεσιακή προαγωγή, στην πράξη όμως αποτελεί ακραία υπηρεσιακή υποβάθμιση αλλά και ηθική υποτίμηση αυτών. Προς τούτο εξάλλου συνηγορεί και η ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 88 Σ. σύμφωνα με την οποία η ενοποίηση επιτρέπεται εφόσον προβλέπεται διαδικασία κρίσης και αξιολόγησης, οι οποίες (κρίση και αξιολόγηση) προφανώς δεν θα χρειαζόταν να μνημονευθούν αν ο συνταγματικός νομοθέτης επιθυμούσε τυπική ένταξη κατά σειρά αρχαιότητας. Προκύπτει επίσης και από την γραμματική ερμηνεία της λέξης ενοποίηση που χρησιμοποίησε ο συνταγματικός νομοθέτης αντί για την λέξη ένταξη, υπαγωγή κλπ. Στο σημείο αυτό είναι σπουδαίας χρησιμότητας η υπενθύμιση της μεθόδου με τον οποία ενοποιήθηκαν με επιτυχή τρόπο σύμφωνα με τον νόμο 1481/1984 η Αστυνομία Πόλεων με την Ελληνική Χωροφυλακή. Στο άρθρο 56 του ανωτέρω νόμου με τίτλο άρθρου «καθορισμός αρχαιότητας» ορίστηκε ότι η αρχαιότητα για τους αξιωματικούς καθορίζεται με βάση το ημερολογιακό έτος προαγωγής τους στο βαθμό που έφεραν πριν από την ένταξη τους ενώ περαιτέρω μεταξύ ομοιόβαθμων αξιωματικών που προήχθησαν το ίδιο ημερολογιακό έτος η αρχαιότητα υπολογίστηκε με μαθηματικό τύπο. Είναι αυτονόητο ότι ενοποίηση χωρίς κάποια διατάραξη υπηρεσιακών ισορροπιών είναι εντελώς αδύνατη. Ωστόσο η ένταξη των ειρηνοδικών στην γενική επετηρίδα κατ’ αντιστοιχία του χρόνου προυπηρεσίας τους πίσω από τον τελευταίο πρωτοδίκη του ίδιου χρονολογικού έτους διορισμού ουδόλως θα διαταράξει τουλάχιστον σε σημαντικό βαθμό την υπηρεσιακή κατάσταση των πρωτοδικών καθώς η εμβόλιμη είσοδος στον πίνακα αρχαιότητας των ειρηνοδικων θα αντισταθμιστεί με την αύξηση των οργανικών θέσεων των πρωτοδικείων που θα προκύψουν μετά την ενοποίηση. Ως προς τους ειρηνοδίκες η διατάραξη της υπηρεσιακής τους κατάστασης είναι δεδομένη και αναπόφευκτη καθώς ο δικός τους κλάδος ξαφνικά και χωρίς επιλογή τους καταργείται. Ωστόσο η πιθανή ένταξη τους κάτω από τον τελευταίο πάρεδρο συνιστά για έναν ολόκληρο κλάδο -και μάλιστα χωρίς την βούληση του και άνευ υπαιτιότητάς του- μια ακραία επί τα χείρω υπηρεσιακή μεταβολή, εκμηδένιση της προσφοράς τους στο δικαστικό σώμα, υποτίμηση της εμπειρίας τους και θα προκαλέσει μετά βεβαιότητας άτοπα και ανισορροπίες ανυπολόγιστης έκτασης. Το ίδιο φυσικά θα συμβεί και στην περίπτωση της παράλληλης επετηρίδας εφόσον παραμείνει θεωρητικά και μόνο «παράλληλη» αλλά στην πράξη υπάρξει συνυπηρέτηση χωρίς ισότιμη ιεραρχική δομή. Εξάλλου η υπηρεσιακή ικανότητα και επάρκεια εκάστου δικαστικού λειτουργού δεν κρίνεται θεωρητικά αλλά στην πράξη. Συνεπώς αν κάποιος δικαστικός λειτουργός εκ του κλάδου των Ειρηνοδικών προερχόμενος δεν είναι κατάλληλος προς προαγωγή θα κριθεί από τα αρμόδια όργανα αξιολόγησης και όχι από το γεγονός μη φοίτησης του στην ΕΣΔΙ καθώς ανεξαρτήτως της θετικής ή αρνητικής άποψης που έχει κανείς για την συμβολή της ΕΣΔΙ στην λειτουργία του ελληνικού δικαστικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης ουδέποτε θεωρήθηκε ότι η φοίτηση σε αυτήν παρέχει εκλεκτικά υπηρεσιακά προνόμια ή ότι οι δικαστικοί λειτουργοί που εισήλθαν πριν την λειτουργία της με άμεσο διορισμό υπολείπονται υπηρεσιακά και ούτε φυσικά κρίθηκαν ως υποβαθμισμένοι από τα ΑΔΣ εκ του λόγου αυτού. Σε όλα τα σχέδια ενοποίησης που έχουν έρθει στην δημοσιότητα γίνεται λόγος για «παράλληλη επετηρίδα» η οποία όμως εμφανίζεται εξαιρετικά δυσχερής στην εφαρμογή της. Ωστόσο σε περίπτωση εμμονής της εκτελεστικής εξουσίας στην παράλληλη επετηρίδα προς την στοιχειωδώς εύρυθμη λειτουργία των Δικαστικών Σχηματισμών που θα προκύψουν αποτελεί condition sine qua non τα καθήκοντα μεταξύ των διαφορετικών κλάδων να είναι απολύτως διακριτά χωρίς έστω κατ΄ελαχιστο οι αρμοδιότητες του ενός να συναντώνται με τις αρμοδιότητες του άλλου. (απόσπασμα από την με αριθμό 26α/8.2.2024 απόφαση της Ολομέλειας Ειρηνοδικείου Πειραιά σχετικώς με την προτεινόμενη από την εκτελεστική εξουσία ενοποίηση πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης).