• Σχόλιο του χρήστη 'Δημήτρης Μπαλαγιάννης' | 20 Αυγούστου 2024, 20:28

    Το Μέρος Α του παρόντος νομοσχεδίου περιλαμβάνει αναγκαίες προσαρμογές στον ΚΠολΔ, σε συνέχεια της ψήφισης του ν. 5108/2024 για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και την χωροταξική αναδιάρθρωση των Δικαστηρίων της Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης (Μέρος Α αυτού, άρ. 1 – 14). Στην αιτιολογική έκθεση του τελευταίου αναφέρονται τα εξής: 1) Σελ. 51 υπό «1. Ποιο ζήτημα αντιμετωπίζει η αξιολογούμενη ρύθμιση;»: Με τις αξιολογούμενες ρυθμίσεις επιχειρείται να αντιμετωπιστεί το διαχρονικό πρόβλημα της (χρονικής) αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, καθώς και της καθυστέρησης στην έκδοση των δικαστικών αποφάσεων στην Ελλάδα. Βασικό ανασχετικό παράγοντα του ρυθμού απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί η άνιση κατανομή εργασίας στους δικαστές του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας (ειρηνοδίκες – πρωτοδίκες). 2) Σελ. 53 υπό «2. Γιατί αποτελεί πρόβλημα;»: Οι αξιολογούμενες ρυθμίσεις κρίνονται αναγκαίες, καθώς το διαχρονικό πρόβλημα της (χρονικής) αποτελεσματικότητας της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης δεν συμβάλλει στην επιδίωξη του Κράτους και την αξίωση των πολιτών για γρήγορη και αποτελεσματική απονομή δικαιοσύνης. Αντιθέτως, θέτει σε κίνδυνο το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία και σε δίκαιη δίκη, θέτοντας ταυτόχρονα εκποδών την οικονομική και επιχειρηματική ανάπτυξη. Καθίσταται επομένως αναγκαία η αντιμετώπιση του δικαστικού παραδόξου ύπαρξης δύο τύπων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων) που δικάζουν υποθέσεις πρώτου βαθμού επί τη βάσει ίδιας δικονομίας και ίδιας τοπικής αρμοδιότητας. 3) Σελ. 58 υπό «6. i. Έχετε λάβει υπόψη συναφείς πρακτικές σε άλλη/ες χώρα/ες της Ε.Ε. ή του ΟΟΣΑ;»: Στα κράτη μέλη της ευρύτερης οικογένειας του ηπειρωτικού δικαίου τα ειρηνοδικεία, ως τακτικά πρωτοβάθμια δικαστήρια εντασσόμενα σε ιδιαίτερο κλάδο της δικαιοσύνης και συγκροτούμενα από δικαστικούς λειτουργούς με λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, επιβιώνουν σήμερα μόνο στο Βέλγιο και στο Λουξεμβούργο. Σε ορισμένες χώρες τα ειρηνοδικεία αποτελούν ειδικά δικαστήρια και συγκροτούνται από δικαστές που δεν έχουν ισοβιότητα (Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία). Στη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών υφίσταται ενιαίος πρώτος βαθμός δικαιοδοσίας, ο οποίος διαρθρώνεται σε τοπικά και περιφερειακά δικαστήρια, που στελεχώνονται από πρωτοβάθμιους δικαστές (Αυστρία, Βουλγαρία, Γερμανία, Εσθονία, Κροατία, Λετονία, Λιθουανία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία). Το ειρηνοδικείο, ως κατώτερη (μονομελής) δικαστική δομή του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, εγκαταλείφθηκε ήδη στη χώρα της αρχικής του προέλευσης, τη Γαλλία, όπου οι πρωτοβάθμιες αστικές υποθέσεις εκδικάζονται στα πρωτοδικεία, υπό μονομελή (Tribunal d’ instance) ή πολυμελή (Tribunal de grande instance) σύνθεση. Οι ανωτέρω σημειώσεις στην αιτιολογική έκθεση του ν. 5108/2024 (ιδίως η φράση «Δικαστικό παράδοξο ύπαρξης δύο τύπων δικαστηρίων (ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων) που δικάζουν υποθέσεις πρώτου βαθμού επί τη βάσει ίδιας δικονομίας και ίδιας τοπικής αρμοδιότητας»), σε συνδυασμό με τα άρ. 1 και 2 του παρόντος νομοσχεδίου (Σκοπός και αντικείμενο αυτού αντίστοιχα), συνεπάγονται την εμπέδωση της αντίληψης ότι πλέον παύει να υφίσταται η διάκριση δικαστικών σχηματισμών Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας με αποτέλεσμα αυτός να οράται ως ενιαίος, ανεξάρτητα από την φύση και, κυρίως, το οικονομικό αντικείμενο των αγομένων προς δικαστική επίλυση διαφορών. Αποτελεί κοινό τόπο η δικαιοπολιτική θεώρηση των ενδίκων μέσων και δη της έφεσης ως έκφραση της αναγκαιότητας επανελέγχου και νέας κρίσης μιας υπόθεσης από Δικαστήριο συγκροτούμενο από Δικαστικό λειτουργό διαφορετικό και αρχαιότερο αυτού που επιλήφθηκε της αυτής υπόθεσης σε πρώτο βαθμό. Αποτέλεσμα αυτού είναι η λειτουργία πλήρως αυτονόμων δικαστικών σχηματισμών, ήτοι Δευτεροβαθμίων Δικαστηρίων, συγκροτουμένων από Δικαστικούς Λειτουργούς με βαθμό ανώτερο του ήδη δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Δικαστικού Λειτουργού, στα οποία δικάζονται εκ νέου και πλήρως υποθέσεις, μετά την πρωτοβάθμια εκδίκασή τους. Μέχρι και την ψήφιση του ν. 5108/2024, σε εφαρμογή του ανωτέρω σχήματος, εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων εξετάζονταν από το Μονομελές Πρωτοδικείο και εφέσεις κατά αποφάσεων Μονομελών και Πολυμελών Πρωτοδικείων εξετάζονταν από Μονομελή και Τριμελή Εφετεία αντίστοιχα, ήτοι από απόλυτα διαφορετικούς δικαστικούς σχηματισμούς και πρόσωπα. Μέχρι δε την ψήφιση του ν. 3994/2011, οι εφέσεις κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων εξετάζονταν από το Πολυμελές Πρωτοδικείο. Ωστόσο, η σχετική αρμοδιότητα μεταφέρθηκε με τον αμέσως ανωτέρω νόμο στο Μονομελές Πρωτοδικείο με αιτιολογία, κατά την σχετική αιτιολογική έκθεση, την επιτάχυνση της διαδικασίας παροχής έννομης προστασίας και την εξοικονόμηση δικαστικού µόχθου, αφού «η κρίση επί της ουσίας της υποθέσεως κατ’ έφεση γίνεται κατά κανόνα µε βάση το υλικό και τα στοιχεία της πρωτοβάθμιας δίκης, όπως αυτά περιέχονται στα πρακτικά. Δεν λαμβάνει εκεί χώρα δια ζώσης επανεκδίκαση της υποθέσεως, ώστε να είναι απολύτως απαραίτητη και η γνώμη περισσότερων δικαστών. Στην πράξη, το ιστορικό της υποθέσεως και σήμερα άλλωστε μόνον ο εισηγητής το επεξεργάζεται (κατά κανόνα)». Η επί 13 χρόνια στόχευση στην επιτάχυνση της διαδικασίας παροχής έννοµης προστασίας και την εξοικονόµηση δικαστικού µόχθου όχι μόνο συνετέλεσε στην παγίωση της σχετικής αρμοδιότητας του Μονομελούς Πρωτοδικείου να εξετάζει εφέσεις κατά αποφάσεων αρμοδιότητας Ειρηνοδικείου, αλλά επιπλέον στην παρούσα χρονική συγκυρία, αν δεν ταυτίζεται, είναι απόλυτα συνυφασμένη με το σκοπό και το αντικείμενο του Μέρους Α' του παρόντος νομοσχεδίου. Η επιτευχθείσα όμως με το Μέρος Α’ του ν. 5108/2024 ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και η θεώρησή του ως ενιαίου, ανεξάρτητα από την φύση και, κυρίως, το οικονομικό αντικείμενο των αγομένων προς δικαστική επίλυση διαφορών, καθιστά πλέον ασύμβατη συνταγματικά από πλευράς ισότητας (ανόμοια μεταχείριση ομοίων περιπτώσεων) την πρόβλεψη της εκδίκασης εφέσεων κατά αποφάσεων μονομελών συνθέσεων Πρωτοδικείων είτε από Πολυμελή σύνθεση, είτε από Μονομελή Εφετεία, με κριτήριο πλέον μόνο το οικονομικό αντικείμενο και την εκ των προτέρων και γενική θεώρηση κατηγοριών υποθέσεων ως ήσσονος και μη σημασίας. Η σχετική διάκριση παρέμεινε επίκαιρη όσο υφίσταντο διαφορετικοί δικαστικοί σχηματισμοί στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (Ειρηνοδικείο και Πρωτοδικείο), ενόψει του γεγονότος ότι η διάρθρωση των υπηρεσιών εκάστου δικαστικού σχηματισμού (Γραμματεία και Δικαστικοί λειτουργοί) συντελούσε τόσο στην πλήρως αυτόνομη λειτουργία του ενός απέναντι στον άλλον όσο και στην συγκρότηση εκάστου δικαστικού σχηματισμού από Δικαστικούς Λειτουργούς διαφορετικού βαθμού. Στο εξής όμως, πλάι στην επιβεβαίωση με την αιτιολογική έκθεση του Μέρους Α' του ν. 5108/2024 ότι ο ως άνω νομοθετικός λόγος θέσπισης του ν. 3994/2011 ως προς την εκδίκαση των εφέσεων κατά αποφάσεων Ειρηνοδικείων από Μονομελή και όχι Πολυμελή Πρωτοδικεία εξακολουθεί να υφίσταται πλήρως, προστίθενται α) η διακοπή συνύπαρξης δύο μονομελών δικαστικών σχηματισμών (Ειρηνοδικείου και Πρωτοδικείου), θεωρουμένου πλέον του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας ως ενιαίου, μετά το ν. 5108/2024, β) η κατάστρωση ενιαίου οργανογράμματος ως προς την άσκηση των καθηκόντων των υπηρετούντων στα ενοποιημένα πλέον Πρωτοδικεία Δικαστικών Λειτουργών, μετά άλλωστε και την εκπλήρωση των κατ. άρ 7 §§3 και 4 ν. 5108/2024 υποχρεώσεων, και γ) χρησιμοποιώντας την φράση της ίδιας της αιτιολογικής έκθεσης του ν. 5108/2024 στην σελ. 53, η δημιουργία νέου δικαστικού παραδόξου να δικάζονται υποθέσεις επί τη βάσει ίδιας δικονομίας και ίδιας τοπικής αρμοδιότητας σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από το ίδιο Δικαστήριο και από Δικαστικούς Λειτουργούς του αυτού δικαστικού σχηματισμού, ενώ όμοιες νομικά υποθέσεις, με μόνη διάκριση λόγω ποσού, ή εκ των προτέρων και γενικής θεώρησης αυτών ως μείζονος σημασίας, από το Μονομελές Εφετείο, ήτοι από διαφορετικό του ενοποιημένου Πρωτοδικείου δικαστικό σχηματισμό, συγκροτούμενο από Δικαστικούς Λειτουργούς με βαθμό ανώτερο του ήδη δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Δικαστικού Λειτουργού (Εφέσεις δύο ταχυτήτων). Κατά τη γνώμη μου, απόλυτα συμβατή κατ' άρ. 4 Συντάγματος ρύθμιση του ζητήματος της εκδίκασης των εφέσεων κατά αποφάσεων αρμοδιότητας νυν Μονομελούς Πρωτοδικείου και τέως (προ ν. 5108/2024) Ειρηνοδικείου συνιστά η εκδίκαση αυτών μαζί με τις εφέσεις κατά αποφάσεων αρμοδιότητας ανέκαθεν Μονομελούς Πρωτοδικείου μόνον από το Μονομελές Εφετείο, ήτοι από διαφορετικό του ενοποιημένου Πρωτοδικείου δικαστικό σχηματισμό, συγκροτούμενο από Δικαστικούς Λειτουργούς με βαθμό ανώτερο του ήδη δικάσαντος σε πρώτο βαθμό Δικαστικού Λειτουργού. Στην κατεύθυνση αυτή, πρέπει να απαλειφθούν α) η πρόβλεψη δεύτερης παραγράφου στο ΚΠολΔ 18, κατά την προτεινομένη τροποποίησή του με το άρ. 6 του παρόντος νομοσχεδίου, με διατήρηση του τίτλου αυτού στον ΚΠολΔ ως έχει, και β) η πρόβλεψη τρίτης παραγράφου στο ΚΠολΔ 740, κατά την προτεινομένη τροποποίησή του με το άρ. 32 του παρόντος νομοσχεδίου, με διατύπωση της §4 άνευ της φράσης <>. Η επιβάρυνση των Εφετείων της Χώρας με την εκδίκαση των συγκεκριμένων εφέσεων, που μέχρι και σήμερα εντάσσεται στην ύλη του Μονομελούς Πρωτοδικείου είναι καταρχήν δεδομένη, ωστόσο δύναται να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με μικρή αύξηση (15%) των οργανικών θέσεων των Εφετών και των Προέδρων Εφετών σε όλα τα Εφετεία της Χώρας. Ο αριθμός των επιπλέον αυτών οργανικών θέσεων θα προκύψει για κάθε Εφετείο υπολογίζοντας αρχικά τον όγκο των σχετικών υποθέσεων που συζητούνται ανά έτος τα τρία τελευταία έτη σε κάθε Πρωτοδικείο της περιφερείας του και στη συνέχεια τον αριθμό των Δικαστικών Λειτουργών από τη δύναμη εκάστου Πρωτοδικείου που απαιτούνται θεωρητικά για να διαχειριστούν μόνον τις υποθέσεις αυτές, ως αποκλειστική απασχόληση. Τέλος, το κενό που θα δημιουργηθεί στον πρώτο βαθμό από την αύξηση των οργανικών θέσεων Δικαστών δευτέρου βαθμού κατά τον αμέσως ανωτέρω αριθμό θα καλυφθεί είτε μέσω αντίστοιχης αύξησης των θέσεων σπουδαστών πολιτικής – ποινικής δικαιοσύνης στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών στον επικείμενο διαγωνισμό, είτε μέσω έμπρακτης ενίσχυσης θεσμών Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών προς αντίστοιχη ποσοτική και ποιοτική αποσυμφόρηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Δημήτρης Μπαλαγιάννης Πρωτοδίκης Ρεθύμνης