Αρχική ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΕ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ...ΜΕΡΟΣ Γ’ – ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΠΡΟΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 5108/2024 ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – (Άρθρα 60-91)Σχόλιο του χρήστη ΑΓΓΕΛΙΚΗ | 28 Αυγούστου 2024, 02:16
Άρθρο 62: Πρέπει να προβλεφθεί ρητώς πως η αποζημίωση των οδοιπορικών εξόδων για την μετάβαση των δικαστικών λειτουργών στα παράλληλα και περιφερειακά πρωτοδικεία πρέπει να ΠΡΟΚΑΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ και όχι να καταβάλλεται αρκετούς μήνες κατόπιν. Άρθρο 66: Δεν προβλέπεται ρύθμιση για την αναπλήρωση των δικαστών Ειδικής επετηρίδας. Συνεπώς, σε περίπτωση κωλύματος τους και εάν δεν υπάρχει ή κωλύεται έτερος δικαστής της ειδικής επετηρίδας, πρέπει να προβλεφθεί η αναπλήρωση του και από δικαστή της γενικής επετηρίδας. Εξάλλου ο νόμος περί ενοποιήσεως το αυτό προωθεί. Το ενιαίο του πρώτου βαθμού. Άρθρο 80: Οι κατ' οίκον έρευνες πρέπει να διενεργούνται πρωτίστως και σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους προανακριτές Πρωτοδίκες και έπειτα από την Εισαγγελική αρχή, διότι υπάγεται στην αρμοδιότητα της τελευταίας. Λόγω του φόρτου των υποθέσεων και προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της δικαιοσύνης, οι λοιποί δικαστές ειδικής επετηρίδας που είναι επιφορτισμένοι με τις υπηρεσίες των ποινικών και πολιτικών εδρών και την έκδοση αποφάσεων, δεν πρέπει να αποσπώνται στη θέση προανακριτού, πλην εάν το ζητούν. Ωστόσο, η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως και κατ' οίκων ερευνών, ως διεκπεραιωτικές διαδικασίες, πρέπει να πάψουν να ανατίθενται σε δικαστές με κυρίαρχο κρίση, οι οποίοι είναι νομικώς απαράδεκτο να υπόκεινται στην Εισαγγελική αρχή. Ούτε ο Πρωτοδίκης, έστω και ειδικής επετηρίδας, ως βαθμός, δύναται να είναι γενικός ανακριτικός υπάλληλος. Τέτοιες αρμοδιότητες πρέπει να ανατίθενται στους Εισαγγελείς και στη δικαστική αστυνομία. Άρθρα 85 και 86: Στις μεταθέσεις, τοποθετήσεις και αποσπάσεις των δικαστικών λειτουργών πρέπει να προβλέπονται ρητώς και τα επιμέρους κριτήρια που αναγνωρίζονται στα άτομα που ανήκουν στην ειδική κοινωνική κατηγορία (π.χ. των πολυτέκνων). ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ'- Άρθρο 87 περ. βγ': Βαθμοί Ιεραρχίας. Ο Πρωτοδίκης της ειδικής επετηρίδας δεν παύει να έχει το βαθμό του Πρωτόδικη. Αντιβαίνει συνεπώς στη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης η ιεραρχική διαφοροποίηση του από αυτόν της γενικής επετηρίδας, εφόσον ο πρώτος τίθεται κάτωθι ακόμη και από τους αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Τέτοια διαφοροποίηση ενδεχομένως να ήταν θεμιτή μόνον στους προανακριτές Πρωτοδίκες, ως γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, ωστόσο και αυτοί δεν παύουν να είναι δικαστές με κυρίαρχο κρίση και δη Πρωτοδίκες και δεν δύνανται να τίθενται υπό τη διεύθυνση της Εισαγγελικής αρχής. Το Συνταγματικό και νομικώς ορθό στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν η θέση των Πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας να τίθεται αμέσως μετά των Πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και να απαλειφθεί η φράση "δικαστές ειδικής επετηρίδας". Η δε Εισαγγελική αρχή, ως ανεξάρτητη υπηρεσία, θα έπρεπε να έχει δική της αυτοτελή ιεραρχία, ανεξάρτητη από αυτή των δικαστών. Άρθρο 90: Ένταξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική. Αντισυνταγματική η πρόβλεψη εκμηδενίσεως των ετών υπηρεσίας των τέως Ειρηνοδικών κατά την ένταξη τους στη γενική επετηρίδα. Ο τέως Ειρηνοδίκης με έτη υπηρεσίας δε μπορεί να είναι υποδεέστερος του νεωτέρου Πρωτόδικη, ήτοι δικαστικού λειτουργού χωρίς ανάλογη εμπειρία. Πλέον, με την επιμόρφωση των τέως Ειρηνοδικών και την αύξηση των αρμοδιοτήτων τους, δεν είναι νόμιμος ο διαχωρισμός. Θα πρέπει να αναγνωρισθούν έστω κάποια έτη υπηρεσίας. Εξάλλου, δε μπορούν να αναγνωρίζονται μόνον υποχρεώσεις στους τέως Ειρηνοδίκες και ουδεμία υποχρέωση στους Πωρτοδίκες της γενικής επετηρίδας. Η ενοποίηση δεν είναι δυνατόν να διαλαμβάνεται εν μέρει. Το ορθό δε θα ήταν η ανάλογη αύξηση των οργανικών θέσεων στη γενική επετηρίδα και η είσοδος σε αυτή απάντων των τέως Ειρηνοδικών με την αναγνώριση ενός αριθμού ετών υπηρεσίας. Έτσι θα μπορούσε να επιτευχθεί η πλήρης ενοποίηση και όχι αυτού του υβριδικού τύπου μεταρρύθμιση. Αντίστοιχη θα έπρεπε να είναι και η αύξηση των οργανικών θέσεων των λοιπών βαθμών, οι δικαστές των οποίων θα κληθούν να δικάσουν μεγαλύτερο αριθμό Εφέσεων κατά των πρωτοδικών αποφάσεων. Ούτως ή άλλως υφίσταται ήδη μεγαλύτερος αριθμός δικαστών και θα έπρεπε να αξιοποιηθούν αναλόγως. Επιπλέον, η αίτηση προς ένταξη στην γενική επετηρίδα δεν θα έπρεπε να έχει χρονικό περιορισμό, ήτοι της διετίας, καθώς ήδη δεν αναγνωρίζονται τα προηγούμενα έτη υπηρεσίας στους τέως Ειρηνοδίκες και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χάνονται και επιπλέον έτη. Τέλος, πρέπει να δημιουργηθούν νέες οργανικές θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών για τους αρχαιότερους τέως Ειρηνοδίκες της ειδικής επετηρίδας και ο εν λόγω βαθμός θα πρέπει να τους αποδίδεται ουσία και όχι επί τιμή, καθώς η ενοποίηση αφορά στον πρώτο βαθμό, στον οποίο υπάγονται οι Πρόεδροι Πρωτοδικών.