• Σχόλιο του χρήστη 'Αντώνης Αγνός' | 9 Φεβρουαρίου 2013, 17:30

    Η διάταξη αυτή αρχικά θεσπίστηκε το 1975, όταν υπήρχαν ελάχιστα πανεπιστήμια στη χώρα μας και ελάχιστοι καθηγητές πανεπιστημίου. Οι καθηγητές αυτοί αντιμετωπίζονταν από συναδέλφους, δικαστές και πελάτες με δέος, ήταν δημόσια πρόσωπα μεγάλης προβολής και απολάμβαναν το σεβασμό και τις τιμές που συνεπαγόταν η θέση αυτή την εποχή εκείνη. Σε ένα περιβάλλον κρατικής τηλεόρασης και ελάχιστων με τα σημερινά δεδομένα ΜΜΕ, ήταν οι μοναδικές αυθεντίες που προβάλλονταν. Η αίγλη που τους περιέβαλε ήταν τέτοια που θα μπορούσε να επηρεάσει ακόμη κι ένα δικαστήριο. Η διάταξη αυτή δεν προκαλούσε αντιδράσεις προ 40ετίας διότι οι καθηγητές της εποχής εκείνης δεν είχαν την οικονομική ανάγκη να παρίστανται ενώπιον κατώτερων δικαστηρίων και άλλωστε σπανίως καταδέχονταν. Σήμερα όμως, είναι γνωστό ότι δε συντρέχουν οι συνθήκες αυτές. Η τηλεόραση και τα ΜΜΕ προβάλουν ως επιστημονικές αυθεντίες κυρίως άλλους και σπανίως τους καθηγητές. Ο αριθμός των καθηγητών έχει αυξηθεί σημαντικά και η επιρροή των ελλήνων καθηγητών έχει περιοριστεί. Αλλά και τα οικονομικά των καθηγητών έχουν διαφοροποιηθεί στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, με τους πενιχρούς μισθούς στο Δημόσιο και την κρίση στην αγορά. Επομένως η διάταξη είναι σαφώς απαρχαιωμένη και παρωχημένη. 1. Οι «Επώνυμοι» Δικηγόροι Πράγματι, με τη λογική δεν μπορεί να γίνει κατανοητό γιατί άραγε σήμερα θα μπορούσε να επηρεάσει περισσότερο το δικαστήριο ένας καθηγητής πανεπιστημίου και όχι ο πρόεδρος του ΔΣΑ, ένας πασίγνωστος πολιτευόμενος δικηγόρος, ένας πρώην υπουργός, ή πρώην δικαστής ή ακόμη και οποιοσδήποτε από τους γνωστούς δικηγόρους - «σταρ των καναλιών», οι οποίοι εμφανίζονται στα ΜΜΕ συχνά και προβάλλονται ως ειδικοί ή αυθεντίες. Με τη λογική αυτή όλοι οι παραπάνω θα μπορούσαν εξίσου να επηρεάσουν ένα δικαστήριο και έχουν τη δυνατότητα με μόνη την παρουσία τους σε ένα δικαστήριο να στρέψουν τα φώτα της δημοσιότητας σε μια υπόθεση. 2. Η Σημασία της «Ειδικότητας» κάθε Καθηγητή Σε κάθε περίπτωση όμως, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι οι καθηγητές εξακολουθούν να επηρεάζουν με το κύρος της επιστημονικής τους γνώμης ένα χαμηλόβαθμο δικαστή, και πάλι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι θα ήταν ποτέ δυνατό η επιστημονική άποψη ενός καθηγητή π.χ. οικογενειακού δικαίου να επηρεάσει το δικαστή σε μια ποινική υπόθεση ή ενός καθηγητή του διεθνούς δικαίου να επηρεάσει το δικαστή σε μια υπόθεση εργατικού δικαίου. Επομένως η διάταξη αυτή στερείται σε κάθε περίπτωση ερείσματος και δε θα πρέπει να εφαρμόζεται γενικώς. Ακόμη λοιπόν κι αν διατηρηθεί η επίμαχη διάταξη, θα πρέπει να γίνει διάκριση και οι καθηγητές να τελούν σε αναστολή άσκησης δικηγορικού λειτουργήματος μόνο εφόσον πρόκειται για δικαστήρια όπου εκδικάζονται υποθέσεις της ειδικότητάς τους. 3. Η Αντισυνταγματικότητα της επίμαχης Διάταξης Πέραν αυτών, θεωρώ ότι η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική για τους ακόλουθους λόγους: 3.1. Αντίκειται στο άρθρο 8 και άρθρα 87 επ. του Συντάγματος καθώς στερεί το διάδικο από το φυσικό του δικαστή αλλά και αμφισβητεί ευθέως, αυθαίρετα και αναιτιολόγητα την ανεξαρτησία και ικανότητα των (χαμηλόβαθμων) δικαστών να παραμείνουν ανεπηρέαστοι και ουσιαστικά θεωρεί ότι δεν έχουν τα προσόντα ή/και τα εχέγγυα να καταλήξουν σε δίκαιη κρίση. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι οι δικαστές γνωρίζουν καλύτερα οι ίδιοι πότε πρέπει να ζητούν εξαίρεση και δε θα πρέπει να διατηρούνται εν ισχύ διατάξεις που υπονοούν ότι οι χαμηλόβαθμοι δικαστές είναι «λίγοι» για να δικάσουν. Πέραν αυτού περιορίζει αδικαιολόγητα και το δικαίωμα του διαδίκου να επιλέγει δικηγόρο. 3.2. Αντίκειται στο άρθρο 5 του Συντάγματος καθώς εμποδίζει τους δικηγόρους - καθηγητές νομικών μαθημάτων να ασκήσουν το δικηγορικό λειτούργημά τους ως επάγγελμα. 3.3. Αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος καθώς μόνο οι καθηγητές νομικών μαθημάτων υφίστανται αυτόν τον περιορισμό - τιμωρία. Σε κανέναν άλλο επαγγελματικό κλάδο δεν περιορίζονται λόγω του υψηλού κύρους τους ή των γνώσεών τους οι καθηγητές (π.χ. ιατροί, μηχανικοί κλπ) να ασκήσουν το επάγγελμά τους.