Αρχική Κώδικας περί Δικηγόρων‘Αρθρο 34: Μερική αναστολή της δικηγορικής ιδιότηταςΣχόλιο του χρήστη Eύα Kληρονόμου | 12 Φεβρουαρίου 2013, 19:45
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Η ρύθμιση του άρθρου 34 του Σχεδίου για τη μερική αναστολή της δικηγορικής ιδιότητας είναι πολλαπλά προβληματική. Πρώτον, γιατί πρόκειται για προδήλως αντισυνταγματική διάταξη, αφού: (i) αντίκειται στο άρθρο 5 του Συντάγματος στο βαθμό που εμποδίζει τους δικηγόρους – καθηγητές νομικών μαθημάτων να ασκήσουν το δικηγορικό λειτούργημά τους ως επάγγελμα,για το οποίο ωστόσο υπόκεινται πλήρως στα νόμιμα βάρη και υποχρεώσεις (εισφορές, κρατήσεις κ.λ.π.), (ii) αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος και την αρχή της ισότητας, αφού μόνον οι τακτικοί καθηγητές νομικών μαθημάτων θα υφίστανται αυτόν τον προκλητικό περιορισμό της δικολογικής αρμοδιότητάς τους σε αντίθεση με τους τακτικούς καθηγητές άλλων επαγγελματικών κλάδων (όπως λ.χ. ιατρών, πολιτικών μηχανικών, αρχιτεκτόνων), οι οποίοι δεν θα περιορίζονται από την αντίστοιχη επαγγελματική νομοθεσία τους, (iii)θέτει υπό αμφισβήτηση ακόμα και τις θεμελιακού χαρακτήρα διατάξεις των άρθρων 87 επ. του Συντάγματος που διασφαλίζουν την ανεξαρτησία των δικαστικών προσώπων, εμφανίζοντάς τα ως αδύναμους και ευμετάβλητους κριτές κατά την εκδίκαση των υποθέσεων επί της ουσίας. Είναι, μάλιστα, απορίας άξιο, πώς θα δικαιολογηθεί δικαιοπολιτικά η διαφοροποίηση των αναπληρωτών καθηγητών πανεπιστημίου,οι οποίοι μολονότι έχουν σε πανεπιστημιακό επίπεδο αντίστοιχα καθήκοντα με αυτά των τακτικών καθηγητών,θα μπορούν απρόσκοπτα και άνευ περιορισμών να δικηγορούν. Δεύτερον, γιατί προσβάλλει ευθέως το κατοχυρούμενο στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ δικαίωμα κάθε διαδίκου να επιλέγει ελεύθερα τον δικηγόρο του σε όλες τις φάσεις της ποινικής ή πολιτικής ή διοικητικής διαδικασίας. Υπό αυτό το πρίσμα, ο αποκλεισμός παράστασης των δικηγόρων - καθηγητών πανεπιστημίου κατά τη συζήτηση των υποθέσεων ουσίας εμφανίζεται ως απολύτως ανεξήγητος, καθόσον αντιτίθεται ευθέως στην ανάγκη περαιτέρω ανάπτυξης επιστημονικών απόψεων στα δικαστήρια της ουσίας. Τρίτον, γιατί δημιουργεί ζήτημα εσωτερικής συστηματικής αντινομίας με σειρά άρθρων του ίδιου Κώδικα, με τα οποία αίρονται ή καταργούνται πλήρως παλαιότεροι περιορισμοί ή απαγορεύσεις παράστασης που συνδέονταν λ.χ. με την "εδαφικότητα" και έχουν ήδη εξοβελισθεί στο όνομα της απελευθέρωσης του δικηγορικού επαγγέλματος. Είναι προδήλως αντιφατικό, άλλωστε, να τίθεται στον νεότερο Κώδικα - που οφείλει να εναρμονίζεται με τις απαιτήσεις της εποχής και το πνεύμα άρσης εμποδίων και περιορισμών άσκησης των επαγγελμάτων - διάταξη με αυστηρότερο περιεχόμενο που οδηγεί σε πλήρη αποκλεισμό της δυνατότητας παράστασης των πανεπιστημιακών δικηγόρων σε δικαστήρια της ουσίας. Τέταρτον, γιατί αντιστρατεύεται ευθέως και τις διατάξεις άλλων εννόμων τάξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης οι οποίες επηρεάζουν ενόψει του Ευρωπαϊκού Δικαίου και την εγχώρια έννομη τάξη. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γερμανικός Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (StPO), με ρητή διάταξή του στην παρ. 138 εδ. 1 αυτού, προβλέπει ότι : «Την υπεράσπιση ενώπιον των ποινικών δικαστηρίων δικαιούνται να αναλάβουν είτε δικηγόροι διορισμένοι σε οποιοδήποτε γερμανικό δικαστήριο, είτε Καθηγητές Νομικής διορισμένοι σε γερμανικό Πανεπιστήμιο». Δηλαδή αρκεί η πανεπιστημιακή ιδιότητα αυτή καθεαυτήν, χωρίς να προσαπαιτείται οι πανεπιστημιακοί συνήγοροι υπεράσπισης να έχουν και την ιδιότητα του δικηγόρου. Έτσι, όμως, υφίσταται δυσμενής διάκριση εις βάρος των ημεδαπών δικηγόρων - καθηγητών, οι οποίοι εμποδίζονται να ασκήσουν τα καθήκοντά τους ως δικηγόροι σε δικαστήρια της ουσίας, σε αντίθεση με τους συναδέλφους τους Καθηγητές Πανεπιστημίων κρατών-μελών Ε.Ε που έχουν ήδη το δικαίωμα να ασκούν πλήρως το δικηγορικό λειτούργημα στην Ελλάδα. Για όλους αυτούς τους λόγους ορθότερο από δικαιοπολιτική αλλά και από συστηματική και δικαιοκρατική άποψη θα ήταν να απαλειφθεί πλήρως η παράγραφος 1 του άρθρου 34. Τα αναφερόμενα περί "αθέμιτου ανταγωνισμού" των πανεπιστημιακών δικηγόρων αποτελούν άτονα και λιποβαρή επιχειρήματα που δεν αρμόζουν ούτε στο σώμα των δικηγόρων ούτε στις ανάγκες της εποχής, η οποία αξιώνει τη συστράτευση του νομικού κόσμου για τη διατήρηση των αξιακών στοιχείων της εφαρμοσμένης νομικής επιστήμης.