Αρχική Κώδικας περί ΔικηγόρωνΆρθρο 1:Η φύση της δικηγορίας.Σχόλιο του χρήστη Σίμος Ι. Σαμαράς | 13 Φεβρουαρίου 2013, 14:42
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ Τίθεται πρώτα και κύρια το ζήτημμα της σκοπιμότητας του παρόντος ΠρσχΝ. Εφόσον κατ’ άρθ. 73 § 3α ΣχΝ «Νόμος περί ναρκωτικών και άλλες διατάξεις» πρόκειται να συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή για σύνταξη Κώδικα περί Δικηγόρων (http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c8827c35-4399-4fbb-8ea6-aebdc768f4f7/%CE%88%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%BF%20%287937533%29.pdf) αναρωτιέται κανείς γιατί θα πρέπει να κληθεί προς σχολιασμό το παρόν ΠρσχΝ, αφού αυτό δεν πρόκειται να ψηφισθεί. Επειδή, όμως, σε κάθε περίπτωση ο σχολιασμός προάγει την νομοθετική παραγωγή είναι χρήσιμη η κριτική επισκόπηση του παρόντος ΠρσχΝ, αν και γίνεται υπό ασφυκτικά χρονικά περιθώρια (μόλις έξι ημερών για ένα ΠρσχΝ που όταν ψηφιστεί τελικά θα ισχύσει, κρίνονται από το νυν, πάνω από μισό αιώνα). ΓΕΝΙΚΕΣ ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ Η διαίρεση του ΠρσχΝ αποκλειστικώς σε κεφάλαια είναι αδόκιμη, καθώς ο μεγάλος όγκος των ρυθμιζόμενων θεμάτων οδηγεί αναγκαστικά σε διεύρυνση του μεγέθους των άρθρων, κάποια από τα οποία ξεπερνούν τη σελίδα (άρθ. 14, 45, 48, 61, 100, 130, 155) ή την πλησιάζουν (άρθ. 22, 30, 32, 50, 54, 55, 60, 62, 74, 95, 101), με αποτέλεσμα να αναιρείται ο χαρακτήρας τους ως θεμελιωδών ενοτήτων του νομοθετήματος, η δε προσπέλαση και ερμηνεία τους να καθίσταται δυσχερής. Το ίδιο γεγονός οδηγεί και στην εισαγωγή διαίρεσης τμημάτων (Κεφ. Β΄, Ε΄, Ζ΄, Η΄), η οποία επιτείνει και δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα, αφού τα ογκώδη άρθρα που υπάγονται σ’ αυτά καθιστούν αναγκαία τη διαίρεση σε περαιτέρω τμήματα, που με τη σειρά της με την παρούσα διάρθρωση είναι ανέφικτη για το λόγο ότι ήδη υπάρχει ικανός αριθμός τμημάτων. Επιπλέον, η συντομογραφική αρίθμηση των κεφαλαίων και τμημάτων (Α΄, Β΄ κλπ.) ενώ ενδείκνυται προς χρήση για την παραπομπή τους σε συγγράμματα και μελέτες, δεν ενδείκνυται προς χρήση στο κείμενο του νόμου, όπου θα μπορούσε να γίνεται αναφορά ολογράφως (πρώτο, δεύτερο κλπ.), αφού εδώ δεν τίθεται ζήτημα στενότητας χώρου. Ενόψει των παραπάνω προτιμότερη θα ήταν η διαίρεση του κώδικα σε μέρη κι αυτά με τη σειρά τους σε κεφάλαια κατά το πρότυπο του Υπαλληλικού Κώδικα (Ν. 3528/2007), που νομοτεχνικά για ανάλογο αριθμό άρθρων, ανταποκρίνεται αρτιότερα στην κατάταξη της ύλης. Έτσι, στο πρώτο μέρος θα μπορούσαν να περιληφθούν τα κεφάλαια Α΄-Γ΄, που αφορούν γενικά ζητήματα και την επαγγελματική εξέλιξη του δικηγόρου, από το προστάδιό της (άσκηση) μέχρι την ολοκλήρωσή της (απώλεια της ιδιότητας), ενώ το δεύτερο μέρος θα μπορούσε να περιλάβει τα σχετικά με την άσκηση της δικηγορίας και το συναφές ζήτημα της ευθύνης από αυτήν και ειδικότερα τα κεφάλαια Δ΄, Ε΄ ολόκληρα και από το ΣΤ΄ τα άρθ. 58-60 & 83-86 εξοβελιστέων των λοιπών ως αναχρονιστικών, αντικείμενων σε ισχύουσες διατάξεις (περί αμοιβών) και αντισυνταγματικών (άρθ. 87 & 88), όπως επίσης του κεφ. Θ΄ για την αγωγή κακοδικίας ως περιττού, καθώς ρυθμίζει ζητήματα του ΕισΝΚΠολΔ 73 και του Ν. 693/1977· αντίθετα, απουσιάζει και θα έπρεπε να προστεθεί στο δεύτερο αυτό μέρος κεφάλαιο με κανόνες δεοντολογίας, που τώρα απουσιάζουν παντελώς και γίνεται αναγνώριση με παραπομπή στο άρθ. 43 και μάλιστα ανεπιτυχής, αφού προσδίδεται ισχύς σε κείμενα αδημοσίευτα σε επίσημη εφημερίδα. Το τρίτο μέρος θα μπορούσε να περιλάβει τα σχετικά με τους δικηγορικούς συλλόγους (Κεφ. Ζ΄, που έτσι θα μπορούσε να διαιρεθεί σε περισσότερα κεφάλαια), το τέταρτο μέρος θα μπορούσε να περιλάβει τα σχετικά με την πειθαρχική διαδικασία (Κεφ. Ζ΄, που έτσι θα μπορούσε να διαιρεθεί σε περισσότερα κεφάλαια) και το τέταρτο τις τελικές και μεταβατικές διατάξεις, καθώς σ’ αυτές δεν ρυθμίζονται τα ζητήματα των διάσπαρτων σε άλλα νομοθετήματα διατάξεων περί δικηγόρων, όπως γινόταν με τα άρθ. 248 & 249 ισχύοντος ΚΔικ, με εξοβελισμό της ρύθμισης του άρθ. 167 § 1 ΠρσχΝ, η οποία παραβιάζει τα άρθ. 4 § 1 & 77 § 1 Συντ., καθώς εισάγει ερμηνευτική διάταξη πιο αφηρημένη από τις ερμηνευόμενες, τις οποίες δεν λαμβάνει υπόψη. ΝΟΜΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ Α΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Το Α΄ κεφάλαιο του ΠρσχΝ εμφανίζει σημαντικές νομοτεχνικές ατέλειες, πέρα απ’ όσες αναφέρθηκαν ήδη και αφορούν εν γένει το ΠρσχΝ. Πρώτα απ’ όλα, ο τίτλος είναι αδόκιμος, καθώς το κεφάλαιο δεν μπορεί να τιτλοφορείται μέρος, δηλ. να μνημονεύεται ως διαίρεση άλλου επιπέδου. Έπειτα στο κεφάλαιο αυτό συνωθούνται διατάξεις που δεν σχετίζονται με γενικά ζητήματα. Έτσι, το άρθ. 3 §§ 2 & 3 και το άρθ. 8 αφορούν την καθ’ αυτήν άσκηση της δικηγορίας στις ειδικότερες μορφές της, και μάλιστα το άρθ. 8 εξειδικεύει το άρθ. 3, και θα έπρεπε να βρίσκονται στο νυν Δ΄ κεφάλαιο ΠρσχΝ, τα άρθ. 4 & 6 αφορούν τις προϋποθέσεις διορισμού και θα έπρεπε να βρίσκονται στο νυν Β΄ κεφάλαιο ΠρσχΝ, το άρθ. 7 αφορά τη λήξη της ιδιότητας του δικηγόρου και θα έπρεπε να βρίσκεται στο νυν Γ΄ κεφάλαιο ΠρσχΝ, το δε άρθ. 5 συνιστά γενίκευση περαιτέρω παρατιθεμένων (πρβλ. άρθ. 36-40ΠρσχΝ) και δεν έχει λόγο ύπαρξης ή αν αυτός γίνει δεκτός, τότε συνιστά γενικό δεοντολογικό κανόνα και θα έπρεπε να βρίσκεται μαζί με αυτούς, που τώρα δεν υπάρχουν, πάντως μετά το νυν Δ΄ κεφάλαιο ΠρσχΝ. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι, επειδή ακριβώς θίγουν ζητήματα που αφορούν όλη τη δικηγορική δραστηριότητα, οι διατάξεις αυτές δικαιολογείται να στεγάζονται σε ένα γενικό μέρος. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, λόγω της ειδικότητας τους (άρθ. 3 §§ 2 & 3, άρθ. 4, 6, 7, 8). Από τις υπόλοιπες διατάξεις, εκείνες των άρθ. 2 & 3 § 1 αποτελούν συνέχεια της ρύθμισης του άρθ. 1, στο οποίο θα έπρεπε να βρίσκονται ΕΙΔΙΚΑ ΩΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 Με το άρθ. 1 (αντίστοιχο άρθ. 1 & 38 ισχύοντος ΚΔικ) επιχειρείται να δοθεί ένας συνοπτικός ορισμός του δικηγόρου. Ο ορισμός αυτός είναι σαφώς πιο ατελής από εκείνον των άρθ. 1 & 38 ισχυόντος ΚΔικ, διότι, ναι μεν συμπτύσσει τους προϋπάρχοντες, αλλά τους διαιρεί ταυτόχρονα σε περισσότερα (άρθ. 2 & 3 § 1) και απουσιάζουν βασικά στοιχεία. Ειδικότερα, στο άρθ. 1 δεν υπάρχει λόγος να γίνεται αναφορά στα είδη της δραστηριότητας, αφού αυτά καθορίζονται παρακάτω (άρθ. 8) και στις κατ’ ιδίαν διατάξεις. Επιπλέον, το άρθ. 3 § 1 θα μπορούσε να είχε συμπτυχθεί στο άρθ. 1 § 1, αφού οι δυο αυτές διατάξεις αποδίδουν από κοινού τη φύση της δικηγορίας: λειτούργημα ως προς το είδος της υπηρεσίας και ελεύθερο επάγγελμα ως προς τον τρόπο άσκησής της. Η αναφορά σε θεμέλιο του κράτους δικαίου (άρθ. 1 § 1 εδ. β΄) είναι πλεοναστική και θα έπρεπε να απαλειφθεί, ενώ από τη στιγμή που γίνεται λόγος για συλλειτουργό στην απονομή της δικαιοσύνης – πολύ σωστά με βάση τη νομολογία του ΔΕΕ, πρώην ΔΕΚ, και του ΕΔΔΑ –, η μνεία του άρθ. 2 είναι επίσης περιττή ως πλεοναστική. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com