• Με έκπληξη διαπιστώσαμε ότι στο άρθρο 50, παρ. 2 (κατά τη νέα αρίθμηση) του προς διαβούλευση νέου σχεδίου Κώδικα Δικηγόρων εμπεριέχεται διάταξη σύμφωνα με την οποία – για λόγους αποφυγής σύγκρουσης συμφερόντων - απαγορεύεται σε εταίρους δικηγορικής εταιρείας να απασχολούνται με πάγια αντιμισθία. Ως προς την πρόταση αυτή, λεκτέα τα ακόλουθα: I. Το αν γεννάται ή όχι σύγκρουση συμφερόντων με την ανάληψη από κάποιον εταίρο ορισμένης πάγιας αντιμισθίας από τρίτον εντολέα θα πρέπει να αποφασίζεται αποκλειστικά από τους ίδιους τους εταίρους, οι οποίοι είναι και τα πλέον κατάλληλα πρόσωπα για μια τέτοια απόφαση. Σε κάθε, δε, περίπτωση η άποψη ότι η ανάληψη πάγιας αντιμισθίας από κάποιον εταίρο συνεπάγεται κατ’ ανάγκη και σύγκρουση συμφερόντων με τη δικηγορική εταιρεία είναι προδήλως αναληθής και εσφαλμένη. II. Θα πρέπει να επισημανθεί ότι κατά τα λοιπά δεν μας είναι καθόλου σαφές ποιος είναι ο λόγος δημοσίου συμφέροντος για χάρη του οποίου τίθεται ένας τόσο σοβαρός περιορισμός στη θεμελιώδη αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, ως αυτή ενσαρκώνεται στο Άρθρο 5, παράγραφο 1 του Συντάγματος. III. Μια τέτοια ρύθμιση – αποκλείοντας ορισμένους δικηγόρους από την ανάληψη πάγιων αντιμισθιών – όχι μόνο συνιστά διακριτική μεταχείριση σε βάρος μια ομάδας ελεύθερων επαγγελματιών, χωρίς να υφίστανται προς τούτο αποχρώντες διαφοροποιοί λόγοι, αλλά επιπροσθέτως - και κατά παράβαση των σχετικών επιταγών του ευρωπαϊκού ενωσιακού δικαίου – εισάγει νέους ανεπίτρεπτους περιορισμούς στην άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. IV. Τέλος, μια τέτοια ρύθμιση συνιστά και ανεπίτρεπτη επέμβαση της κρατικής εξουσίας – επί της ουσίας απαλλοτρίωση δικαιώματος άνευ καταβολής δίκαιας και εύλογης αποζημιώσεως - τόσο στους υφιστάμενους εταιρικούς δεσμούς, όσο και στις υφιστάμενες πάγιες αντιμισθίες. Ουσιαστικά η επίμαχη ρύθμιση επιβάλλει στους δικηγόρους-εταίρους οι οποίοι επί του παρόντος απασχολούνται και εκτός της εταιρείας τους με πάγια αντιμισθία, είτε να παραιτηθούν από την αντιμισθία αυτήν, είτε να παραιτηθούν από την εταιρεία, είτε, σε περίπτωση διμελούς εταιρείας, να λύσουν την εταιρεία. Προδήλως, οι επιλογές αυτές άγουν όχι μόνο σε μια βάναυση επέμβαση στην επαγγελματική ελευθερία των δικηγόρων αυτών, αλλά και σε απώλεια κεκτημένων δικαιωμάτων (συνταξιοδοτικά, θέση εντός της δικηγορικής εταιρείας κ.λπ.) για τα οποία πολλοί δικηγόροι πάλεψαν δεκαετίες για να τα θεμελιώσουν. Η αντίθεση της άδικης αυτής ρύθμισης με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ είναι πασιφανής. Εν κατακλείδι, η επίμαχη ρύθμιση εισάγει μια αδικαιολόγητη και δυσανάλογη διάκριση σε βάρος μιας ομάδας δικηγόρων, η οποία είναι όχι μόνο αντισυνταγματική και αντίθετη προς το ενωσιακό δίκαιο και την ΕΣΔΑ, αλλά πάνω από όλα εξαιρετικά άδικη, ιδίως για τους δικηγόρους εκείνους, οι οποίοι μετέχουν σε εταιρίες διατηρώντας παράλληλα και ορισμένη πάγια αντιμισθία. Για τους λόγους αυτούς παρακαλούμε η επίμαχη ρύθμιση στο υπό διαβούλευση σχέδιο να τροποποιηθεί, ώστε να διαγραφεί ο εν θέματι περιορισμός. Ευελπιστώντας ότι οι απόψεις μας θα γίνουν δεκτές, παραμένουμε στη διάθεσή σας για οιαδήποτε περαιτέρω πληροφορία ή διευκρίνιση. Με Τιμή, Νίκος X. Κορίτσας Παναγιώτης Η. Κουταλίδης Νικήτας Π. Φορτσάκης Κάτια Ι. Πρωτόπαπα Γρηγόρης Π. Λογοθέτης Νίκος Ε. Πιμπλής Γιώργος Δ. Νάσκαρης Νίκος Β. Σαλακάς Ευάγγελος Ν. Κουράκης Σταμάτης Ε. Δρακακάκης