• Σχόλιο του χρήστη 'ΑΝΩΝΥΜΟΣ' | 17 Φεβρουαρίου 2013, 22:54

    ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΥΤΟΤΕΛΗ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΑΓΩΓΗΣ ΚΑΚΟΔΙΚΙΑΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΜΕ ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ ΠΑΡΑΓΡΑΦΗΣ ΑΝΤΙ ΤΩΝ 6 ΜΗΝΩΝ ΠΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΙΣΧΥΕΙ (του άρθρου 73 §§ 1,4 και 5 ΕισΝ ΚΠολΔ) ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΩΝ 3 ΕΤΩΝ. ΚΑΤΙ ΤΕΤΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΕΞΟΝΤΩΤΙΚΟ ΑΦΟΥ ΚΑΘΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΠΛΕΟΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΟΧΡΕΩΜΕΝΟΣ (ΟΤΑΝ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΠΟΥ ΔΙΑΝΥΟΥΜΕ ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΜΕ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΜΕ ΟΥΤΕ ΤΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΖΕΙΝ) ΝΑ ΠΡΟΒΑΙΝΕΙ ΣΕ ΕΤΗΣΙΕΣ ΔΥΣΒΑΣΤΑΚΤΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει αυτή να περιορισθεί στην στενά εκ προθέσεως ταύτης και μάλιστα κατά αντιστοιχία της προθεσμίας 6 μήνου περί αστικής ευθύνης (κακοδικία) με βραχυπρόθεσμη πρόβλεψη κατ’ έγκληση εντός τριμήνου ενάρξεως της διώξεως προκειμένου ως απολύτως Συνταγματικά έχει κριθεί, να μπορεί ο Δικηγόρος, να εκτελεί απερίσπαστος τα καθήκοντα του. Διαφορετικά τελεί «υποχείριο» των εκάστοτε κακόπιστων και ιδιότροπων εντολέων του, σε περιόδους μάλιστα «δύσκολους» που διανύουμε που η οικονομική δυσπραγία ανοίγει διαύλους και ορέξεις σε καιροσκόπους. Εάν σκεφθεί κανείς την καχυποψία που τις μέρες μας διακατέχει τους πολίτες και τους ίδιους τους πελάτες των δικηγόρων οι οποίοι μετέρχονται πάντα τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού τους και τεκμηριώνουν το γνωστό προς ημάς γνωμικό ότι « ο χειρότερος εχθρός του Δικηγόρου είναι …..ο πελάτης του». Έτσι λοιπόν εν προκειμένω ο Δικηγόρος και δη ο μαχόμενος βρίσκεται διαρκώς ως (βορρά) του εκάστοτε δυσαρεστημένου πελάτη του. Προτείνεται: να διατηρηθεί η ισχύς του άρθρου 73 §§ 1,4 και 5 ΕισΝ ΚΠολΔ σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται αγωγή κακοδικίας κατά δικηγόρου όταν περάσουν έξι μήνες από την πράξη ή παράλειψη, που επικαλείται ο ενάγων (Κάτι που δεν περιορίζει το δικαίωμα των τρίτων την στιγμή που έχει κριθεί από τον Άρειο Πάγο όλως ενδεικτικά 1744/2008 ΑΠ (496263) ότι η έναρξη του εξαμήνου ξεκινά από την γνώση του ενάγοντος). Εξάλλου, κατά το άρθρο 20 § 1 του Συντάγματος "καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ` αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως νόμος ορίζει". Κατά την έννοια της συνταγματικής αυτής διατάξεως, ο κοινός νομοθέτης δεν κωλύεται να θεσπίζει προϋποθέσεις και περιορισμούς για την άσκηση της αγωγής, με την οποία ζητείται η δικαστική προστασία. Τέτοιος περιορισμός είναι και η υποχρέωση για την άσκηση της πιο πάνω αγωγής κακοδικίας, κατά δικηγόρου, μέσα σε σύντομη αποσβεστική προθεσμία και δικαιολογείται από ιδιαίτερους λόγους και μάλιστα κοινωνικού και δημόσιου συμφέροντος, ενόψει της ιδιότητας των δικηγόρων, ως άμισθων δημόσιων λειτουργών (άρθρο 1 και 38 του ν.δ. 3026/1954), προκειμένου αυτοί να ενεργούν ανεπηρέαστοι και απερίσπαστοι κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Οι περιορισμοί όμως στην άσκηση της αγωγής και οι συνέπειες που επισύρει η παράβασή τους πρέπει να αποβλέπουν στο να καταστήσουν προσεκτικό τον ενάγοντα και να περιφρουρήσουν το γενικότερο συμφέρον, που επιβάλλει ασφαλή και ταχεία εκκαθάριση τέτοιων δικών αλλά να μην είναι υπέρμετροι σε σημείο, που να καταλύουν το δικαίωμα σε παροχή έννομης προστασίας, το οποίο καθιερώνει η πιο πάνω συνταγματική διάταξη. Εξάλλου, η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος γενική αρχή της ισότητας απαγορεύει στο νομοθέτη, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων ή σχέσεων ή καταστάσεων ή κατηγοριών προσώπων, να προβαίνει σε διαφορετική μεταχείριση, εκτός αν αυτή ανταποκρίνεται σε λόγους γενικότερου (κοινωνικού ή δημοσίου) συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται δικαστικώς. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω, η θέσπιση εξάμηνης προθεσμίας δεν αντίκειται στο άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά ούτε και στο άρθρο 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ, που καθιερώνει το δικαίωμα της ελεύθερης προσβάσεως σε δικαστήριο, β) δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένων των κατά τα άνω ιδιαιτέρων λόγων κοινωνικού ενδιαφέροντος από τους οποίους επιβλήθηκε. Τέλος, ενόψει του κατά τα άνω σκοπού της θεσπίσεως της εν λόγω προθεσμίας, υπόκειται σε αυτήν τόσο η αποζημιωτική αγωγή, λόγω των πράξεων ή παραλείψεων του δικηγόρου, που κατ’ άρθρο 73 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ συνιστούν την κακοδικία όσο και η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση κατ` αυτού, που συνδέεται με τις ως άνω πράξεις ή παραλείψεις. Και συνεπώς, δεν υπάρχει έδαφος εφαρμογής του άρθρου 938 ΑΚ, κατά το οποίο, όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (ΑΚ 904 επ.), να αποδώσει ότι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί.