• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 18 Φεβρουαρίου 2013, 12:06

    Με το άρθ. 10 ΠρσχΝ επιχειρείται, υποτίθεται, να ρυθμιστεί η μαθητεία σε δικηγόρους. Με τον τρόπο, όμως, που καταστρώνεται η ρύθμιση δεν ανταποκρίνεται στα πράγματα και παραβιάζει διατάξεις του Συντάγματος και διεθνών συμβάσεων για τις προδιαγραφές της. Με τον όρο «μαθητεία» εν γένει νοούνται δυο μορφές πρακτικής κατάρτισης. Στη μορφή εκείνη που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως γνήσια παρέχονται εκπαιδευτικές υπηρεσίες προς το μαθητευόμενο με σκοπό την απόκτηση γνώσεων και επαγγελματικών προσόντων από τον τελευταίο. Στην περίπτωση αυτή δεν αποκλείεται η τυχόν (καθαρή) πρακτική εξάσκηση υπό δύο, όμως, προϋποθέσεις: ότι είναι αναγκαία για την κατάρτιση του μαθητευομένου και το προϊόν της εργασίας προσπορίζεται αυτός, όπως και το τυχόν οικονομικό όφελος. Τον ορισμό αυτό της γνήσιας μορφής μαθητείας υιοθετεί και η νομολογία. Στην ευρύτερη και πιο συχνή στην πράξη μορφή η μαθητεία συνιστά απασχόληση για ορισμένο διάστημα σε συγκεκριμένο επαγγελματία, υπό την εποπτεία του οποίου εργάζεται ο μαθητευόμενος. Στο πλαίσιο αυτό ο μαθητευόμενος αναπτύσσει τις επαγγελματικές του δεξιότητες καλούμενος να ανταποκριθεί στις ανάγκες της δραστηριότητας, παρέχει υπηρεσίες σε τρίτους τις οποίες αξιοποιεί ο επαγγελματίας στο πλαίσιο της δραστηριότητάς του και για τις υπηρεσίες αυτές καταβάλλεται στον επαγγελματία αμοιβή. Στην τελευταία περίπτωση η μαθητεία συνιστά παροχή υπηρεσιών που αποτελούν αντικείμενο αμοιβής, ενώ ο εκπαιδευτικός της χαρακτήρας είναι έμμεσος, υπό την έννοια της τριβής και ανάπτυξης επαγγελματικών δεξιοτήτων από την ενασχόληση. Ως εκ τούτου, όπως κρίνει η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), αυτή η μορφή μαθητείας – συνήθως ως παροχή εξαρτημένης εργασίας – είναι κατά νόμο αμοιβόμενη. Το δικαίωμα αμοιβής, άλλωστε, κατοχυρώνουν για παρεχομένη εργασία κατοχυρώνουν τα άρθ. 22 § 1 Συντ., 45 § 2 Συνθ. για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθ. 1 αριθ. 3, άρθ. 4 και ειδικά για την αμοιβή των μαθητευομένων άρθ. 7 αριθ. 5 Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη (κυρωτικός Ν. 1426/1984). Με βάση τα παραπάνω συνάγονται τα εξής. Πρώτον, στόχος της μαθητείας δεν είναι ο επαγγελματικός προσανατολισμός· ως εκ τούτου η σχετική μνεία του άρθ. 10 § 2 ΠρσχΝ είναι άστοχη και παραπλανητική. Δεύτερον, η θεωρητική κατάρτιση δεν εντάσσεται στις επιδιώξεις της δεύτερης μορφής μαθητείας, την οποία λαμβάνει υπόψη ο νομοθέτης στο άρθ. 10 § 1 ΠρσχΝ. Εξάλλου η ανώτατη εκπαίδευση, και τέτοια είναι η σχετική με τα νομικά, παραμένει για αμιγώς ελληνικούς φορείς αποκλειστικό προνόμιο του Ελληνικού Δημοσίου (Συντ. 16 §§ 5 & 8 υποπαρ. 2). Τρίτον, η μαθητεία-πρακτική δεν μπορεί να είναι άμισθή και δη και υποχρεωτικά· ως εκ τούτου η ρύθμιση του άρθ. 10 § 1 ΠρσχΝ είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις, όπως προαναφέρθηκαν. Τέτοιου είδους, όπως η επιχειρούμενη να θεσπισθεί υποχρεωτικώς δωρεάν μαθητεία δεν συνιστά τίποτε άλλο από προσπάθεια νομιμοποίησης της εκμετάλλευσης φοιτητών ως εργαζομένων με σκοπό τη νομιμοποίηση των νυν και στο μέλλον παρανομούντων με τη συνέργεια των δικηγορικών συλλόγων κατά τη νομοθετική ρύθμιση, οι οποίοι τηρούν μεν καταλόγους απασχολούντων (άρθ. 10 § 3 ΠρσχΝ), αλλά ούτε τους εποπτεύουν, ούτε βέβαια τους τιμωρούν για τη λήψη δωρεάν αμοιβόμενων υπηρεσιών. Τέταρτον, από τη στιγμή που η μαθητεία-πρακτική εξάσκηση συνιστά κατά το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις έμμισθη παροχή εργασίας, έπεται ότι υπάρχει συγκεκριμένος εργοδότης και τηρούνται ωράριο, όροι υγιεινής και ασφάλειας εργαζομένων, παράγοντες για τους οποίους ουδόλως μεριμνά ο συντάκτης του ΠρσχΝ. Δεν μπορεί, λοιπόν, να γίνεται λόγος για «δικηγορικά γραφεία» – τα οικήματα δεν απασχολούν κανένα – αλλά για συγκεκριμένο δικηγόρο ή δικηγορική εταιρία. Περαιτέρω, κι εδώ καταδεικνύεται η σκοπιμότητα της ρύθμισης, από τη στιγμή που η μαθητεία-πρακτική στοχεύει στην ανάπτυξη επαγγελματικών προσόντων προϋποθέτει ορισμένες γνώσεις, συνεπώς δεν είναι κάθε εξαμήνου φοιτητής νομικής ικανός προς μαθητεία. Τέτοια είναι δυνατή μόνο όταν ο μαθητευόμενος έχει ολοκληρώσει τον κύκλο των υποχρεωτικών και στενής επιλογής μαθημάτων, πρακτικά δηλ. μετά την ολοκλήρωση έξι εξαμήνων σπουδών. Νομιμοποίηση της μαθητείας πριν όχι μόνο δεν προσφέρει στο μαθητευόμενο, αλλά εμποδίζει την ολοκλήρωση των πανεπιστημιακών σπουδών. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com