• Σχόλιο του χρήστη 'Σίμος Ι. Σαμαράς' | 18 Φεβρουαρίου 2013, 15:48

    Η πειθαρχική δικαιοδοσία αποτελεί ως υποχρέωση των δικηγορικών συλλόγων θεμελιώδη για την ύπαρξή τους, αφού έτσι κι αλλιώς εντάσσεται στη μέριμνα για την αξιοπρέπεια των δικηγόρων (άρθ. 199 περ. α΄ ισχύοντος ΚΔικ, άρθ. 91 περ. γ΄ ΠρσχΝ). Κατά συνέπεια δεν μπορεί να εξαρτάται από την καταβολή ανταλλάγματος. Εξάλλου, σε αντίθεση με την ποινική δίκη, που θα μπορούσε να επικαλεσθεί κανείς, εκεί παράβολο καταβάλλεται μόνο για όσα αδικήματα διώκονται αποκλειστικά κατ’ έγκληση, δηλ. όσων η δίωξη θεραπεύει αν όχι πρωτίστως πάντως σημαντικά το ιδιωτικό συμφέρον (ΚΠΔ 46 § 2 εδ. α΄), και για την παράσταση πολιτικής αγωγής (ΚΠΔ 63 § 2), δηλ. την επιδίωξη αστικών αξιώσεων ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου. Ακόμα, στην ποινική δίκη επιδικάζονται δικαστικά έξοδα (ΚΠΔ 582 επ.), οπότε στον καταβάλλοντα επιστρέφονται επί καταδίκης του κατηγορουμένου, ενώ τέτοιος μηχανισμός δεν υπάρχει ούτε θα μπορούσε να υπάρχει στην πειθαρχική διαδικασία, ως αντικείμενος στο σκοπό της, δηλ. την πραγμάτωση κρατικής εποπτείας μέσω αυτής. Ενόψει των παραπάνω η θέσπιση παραβόλου για την υποβολή καταγγελίας αντίκειται στο Σύνταγμα ως αδικαιολόγητος περιορισμός της ιδιοκτησίας (άρθ. 17 § 1) και παράβαση της αρχής της αξιολογικής ισότητας (άρθ. 4 § 1). άλλωστε, από τη στιγμή που η πειθαρχική διαδικασία μπορεί να κινηθεί και αυτεπαγγέλτως, τέτοια χρηματική υποχρέωση θα εξυπηρετούσε μόνο τη συγκάλυψη των επίορκων, αφού θα επέτρεπε στον κάθε πρόεδρο δικηγορικού συλλόγου να κωφεύει και να εθελοτυφλεί μπροστά σε παρανομίες κρυπτόμενος πίσω από το νομιμοφανή πλην παράνομο ουσιαστικά μανδύα της μη καταβολής του παραβόλου. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com