Αρχική Κώδικας Περί Δικηγόρων 2η έκδοσηΆρθρο 34: Μερική αναστολή της δικηγορικής ιδιότητας.Σχόλιο του χρήστη Αντώνης Αγνός | 27 Φεβρουαρίου 2013, 19:24
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΞΗ Η διάταξη αυτή θεσπίστηκε το 1975, όταν υπήρχαν ελάχιστα πανεπιστήμια στη χώρα μας και ελάχιστοι καθηγητές πανεπιστημίου. Οι καθηγητές αυτοί αντιμετωπίζονταν από συναδέλφους, δικαστές και πελάτες με δέος, ήταν «επώνυμοι» και πασίγνωστοι και απολάμβαναν σημαντικής προβολής και αίγλης. Επόμενο ήταν να θεωρείται ότι η αίγλη που τους περιέβαλε μπορούσε να επηρεάσει ακόμη κι ένα δικαστήριο. Στο περιβάλλον αυτό οι καθηγητές της εποχής εκείνης δεν είχαν καν την οικονομική ανάγκη να παρίστανται ενώπιον κατώτερων δικαστηρίων και σπανίως καταδέχονταν. Σήμερα όμως, είναι γνωστό ότι δε συντρέχουν οι συνθήκες αυτές. Η τηλεόραση και τα ΜΜΕ προβάλουν ως επιστημονικές αυθεντίες άλλους και όχι τους καθηγητές. Λόγω παγκοσμιοποίησης η επιρροή των ελλήνων καθηγητών έχει περιοριστεί. Αλλά και τα οικονομικά των καθηγητών έχουν διαφοροποιηθεί στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, με τους πενιχρούς μισθούς στο Δημόσιο και την κρίση στην αγορά. Επομένως η διάταξη είναι σαφώς απαρχαιωμένη. Αντίθετα, η επίμαχη διάταξη του κώδικα περί δικηγόρων θα είχε νόημα να εφαρμόζεται σε προβεβλημένους δικηγόρους, οι οποίοι εμφανίζονται στα ΜΜΕ συχνά και προβάλλονται ως ειδικοί ή αυθεντίες. Αυτοί πράγματι έχουν τη δυνατότητα να στρέψουν και με μόνη την παρουσία τους σε ένα δικαστήριο, τα φώτα της δημοσιότητας πάνω σε μια υπόθεση και θεωρητικά να επηρεάσουν ένα δικαστήριο. Επίσης αναμφισβήτητα υπάρχουν πολλοί άλλοι που προηγούνται των καθηγητών σε κύρος όπως είναι ο πρόεδρος του ΔΣΑ, πρώην βουλευτές και υπουργοί, πρώην δικαστικοί, οι οποίοι μπορούν χωρίς κανέναν περιορισμό να δικηγορούν. Σε κάθε περίπτωση όμως, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι οι καθηγητές εξακολουθούν να επηρεάζουν με το κύρος της επιστημονικής τους γνώμης έναν χαμηλόβαθμο δικαστή, και πάλι κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μπορεί ένας καθηγητής σε ένα συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο π.χ. Καθηγητής Οικογενειακού Δικαίου να επηρεάσει το δικαστή σε μια ποινική υπόθεση ή ένας καθηγητής του διεθνούς δικαίου σε μια υπόθεση εργατικού δικαίου. Επομένως η διάταξη αυτή στερείται σε κάθε περίπτωση ερείσματος και δε θα πρέπει να εφαρμόζεται γενικώς. Ακόμη λοιπόν κι αν διατηρηθεί θα πρέπει να γίνει διάκριση και οι καθηγητές να τελούν σε αναστολή παράστασης στα χαμηλόβαθμα δικαστήρια μόνο εφόσον πρόκειται για υποθέσεις της ειδικότητάς τους. Επίσης ακόμη κι αν θεωρήσει ότι απολαμβάνουν τεράστιου κύρους οι καθηγητές της Νομικής Αθηνών, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς το ίδιο και για τις άλλες νομικές σχολές. επίσης πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι υπάρχουν και καθηγητές σε μη νομικές σχολές που είναι δικηγόροι. Ακόμη κι αυτοί δε θα μπορούν να δικηγορούν. Τί νόημα έχει να μην μπορεί π.χ. να δικηγορεί στην Αθήνα ο καθηγητής κοινωνικής πολιτικής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο ή ο καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Αιγαίου; Πέραν αυτών, θεωρώ ότι η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική για τους ακόλουθους λόγους: 1. Αντίκειται στο άρθρο 8 και άρθρα 87 επ. του Συντάγματος καθώς στερεί το φυσικό δικαστή αλλά και αμφισβητεί ευθέως την ανεξαρτησία και ικανότητα των (χαμηλόβαθμων) δικαστών να παραμείνουν ανεπηρέαστοι και ουσιαστικά θεωρεί αυθαίρετα ότι δεν έχουν τα προσόντα ή/και τα εχέγγυα να καταλήξουν σε δίκαιη κρίση. Κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει ότι οι δικαστές γνωρίζουν καλύτερα οι ίδιοι πότε πρέπει να ζητούν εξαίρεση και δε θα πρέπει να διατηρούνται εν ισχύ διατάξεις που υπονοούν ότι οι χαμηλόβαθμοι δικαστές είναι «λίγοι» για να δικάσουν. Πέραν αυτού περιορίζει αδικαιολόγητα και το δικαίωμα του διαδίκου να επιλέγει δικηγόρο. 2. Αντίκειται στο άρθρο 5 του Συντάγματος καθώς εμποδίζει τους καθηγητές νομικών μαθημάτων να ασκήσουν το δικηγορικό λειτούργημά τους ως επάγγελμα. 3. Αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος καθώς μόνο οι καθηγητές νομικών μαθημάτων υφίστανται αυτόν τον περιορισμό - τιμωρία. Σε κανέναν άλλο επαγγελματικό κλάδο δεν περιορίζονται λόγω του υψηλού κύρους τους ή των γνώσεών τους οι καθηγητές (π.χ. ιατροί, μηχανικοί κλπ) να ασκήσουν το επάγγελμά τους. 4. Αντίκεται στην ΕΣΔΑ ΤΕΛΙΚΑ νομίζω ότι ΟΙ ΔΙΚΑΣΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΙΚΑΝΟΙ ΝΑ ΚΡΙΝΟΥΝ ΑΠΟ ΜΟΝΟΙ ΤΟΥΣ ΠΟΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΖΗΤΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΔΕ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΝΑ ΕΞΕΥΤΕΛΙΖΟΝΤΑΙ ΜΕ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ.