Αρχική Καθεστώτος ενδικοφανούς προσφυγήςΤΜΗΜΑ ΠΡΩΤΟ – ΣΥΣΤΑΣΗ ΑΥΤΟΤΕΛΟΥΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ – ΕΝΔΙΚΟΦΑΝΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ – ΑΡΘΡΟ 1: ΙΔΡΥΣΗ – ΑΠΟΣΤΟΛΗΣχόλιο του χρήστη Λαμπρινη Φακίτσα | 23 Αυγούστου 2013, 13:34
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Εντελώς συνοπτικά, εκφράζω την αντίθεσή μου στην όλη σύλληψη, λαμβάνοντας υπόψη και την κατάσταση της δημόσιας διοίκησης και της κοινωνίας που θα υποδεχθούν το θεσμό : 1) ο γενικευμένος αυτός μηχανισμός, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις αρμοδιότητες που του προσδίδονται, μόνο με τη μορφή Ανεξάρτητης Αρχής και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται σχετικώς στο Σύνταγμα (αρ. 101 Α,) θα μπορούσε, ενδεχομένως, να συσταθεί και να λειτουργήσει νομίμως, 2) αξεπέραστο, ωστόσο, μοιάζει το πρόβλημα ότι η εξουσία που προσδίδεται στις επιτροπές αυτές, δικαιοδοτικού εν πολλοίς χαρακτήρα, είχε ήδη εκχωρηθεί στα διοικητικά δικαστήρια, που λειτουργούν δεκαετίες, και μάλιστα πλήρως οργανωμένα και κατά τεκμήριο ανεξάρτητα. Το υπέρ των πολιτών κεκτημένο της ποιοτικά ανώτερης δικαστικής έννομης προτασίας βάλλεται καίρια, χωρίς πρακτικά να υπάρχει εγγύηση ότι αυτός ο μηχανισμός (ιδίως αυτός) θα είναι αποτελεσματικότερος από όλους τους προγενέστερους. (Άλλωστε, με ποια κρτήρια θα εκτιμηθεί η εν λόγω αποτελεσματικότητα; Μόνο, με εκείνο της μείωσης του όγκου των εισαγόμενων στα δικαστήρια υποθέσεων;) Εξάλλου, δεν είναι λιγότερο δαπανηρή για τον πολίτη η αναγκαστική αυτή οδός, αφού επιβάλλεται επί της ουσίας η χρησιμοποίηση δικηγόρου, που μάλιστα θα είναι αναγκασμένος, εάν επιθυμεί να παρασταθεί (ενέργεια μάλλον απαραίτητη σε επίπεδο προσωρινής δικαστικής προστασίας), να μεταβεί συνήθως σε άλλη πόλη, δεδομένου ότι επιτροπές θα συσταθούν μόνο στις έδρες των επτά Αποκεντρωμένων Διοικήσεων, ενώ, αντιθέτως, αυτή τη στιγμή λειτουργούν τριάντα Διοικητικά Πρωτοδικεία στη Χώρα. 3) Οι επιτροπές αυτές, εκφράζω την εκτίμηση ότι θα είναι περισσότερο ανεξάρτητες, μόνο σε σχέση με το καθ’ύλην αρμόδιο Υπουργείο, στο οποίο ανήκει το όργανο που έλαβε την αρχική απόφαση. Σαφέστατα, όμως, πιο ευάλωτες σε πιέσεις οργανωμένων συμφερόντων εκτός της εν στενή εννοία Διοικήσεως. Ας αναρωτηθούμε ποιοί είναι σήμερα εκείνοι που λαμβάνουν τις αποφάσεις, τα «υπηρεσιακά» (όπως αποκαλούνται) όργανα των Υπουργείων ή οι «πολιτικές» τους ηγεσίες; Δυστυχώς, αμιγώς οι δεύτερες. Έναντι αυτών, λοιπών, πρέπει να είναι θωρακισμένο ένα όργανο που φιλοδοξεί να είναι ανεξάρτητο. Και τέτοια δεν θα είναι τα επί θητεία μέλη των σχεδιαζόμενων επιτροπών, των οποίων οι πρόεδροι διορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης από «λίστα» συνταχθείσα από συνταξιούχους δικαστές , οι οποίοι, με τη σειρά τους, …δεν είναι γνωστό πώς ορίζονται. 4) Σε ποιά κριτική αντέχει να διατείνεται κανείς ότι μεριμνά για την ενίσχυση της ποιότητας της ελληνικής Διοικήσεως –ενίσχυση που είναι ίσως ικανή σε ένα βαθμό να αποτρέψει τη σώρευση υποθέσεων στα δικαστήρια- όταν αποδιοργανώνει, πρακτικά και ψυχολογικά, τους πρωτογενείς φορείς της, δηλαδή τα όργανα που εκδίδουν την ίδια τη διοικητική πράξη, και δημιουργεί στοιβάδες εξωτερικών ελεγκτικών της πράξης αυτής μηχανισμών; Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι καταργούνται μεν πλείστες Δ.Ο.Υ. αλλά μέσα σε τρία χρόνια έχουν δημιουργηθεί τρείς διαφορετικοί εξωτερικοί μηχανισμοί ελέγχου των πράξεων των υπηρεσιών αυτών, εκτός Δικαστηρίων και Δ.Ο.Υ. Δεν είναι ξεκάθαρο ότι σκοπείται η σταδιακή μετατόπιση του ελέγχου (και) της εφαρμογής των νόμων; Αλλά, και δημοσιονομικώς, το όλο εγχείρημα είναι ασύμφορο και με κανέναν τρόπο δεν συνάδει με την γενικότερη πολιτική της εξοικονόμησης πόρων. Όπως μας ανέφερε ο κ. Κανελλόπουλος το κόστος (μόνο) των αμοιβών των μελών των 57 επιτροπών θα ανέρχεται ετησίως σε 5.000.000 ευρώ. Άραγε πόσα χρήματα έχουν δαπανηθεί, και πολύ σημαντικότερο, ποιές αλλαγές έχουν επιχειρηθεί σε επίπεδο νοοτροπίας, για την ενίσχυση της ίδιας της Διοίκησης, αλλά και των Δικαστηρίων (αν εξαιρέσει κανείς την αύξηση του αριθμού των διοικητικών δικαστών τα τελευταία χρόνια); Είμαστε από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες που δεν διαθέτουν δημόσια εθνική βάση νομοθεσίας (η αντίστοιχη νομολογίας, φαντάζει άπιαστο όνειρο). Το συμπέρασμα είναι ότι ακόμα και εν καιρώ οικονομικής κρίσης επιτρέπονται δαπανηροί πειραματισμοί, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι εντάσσονται στο πνεύμα της απομείωσης των παραδοσιακών κρατικών εξουσιών, οι οποίες ενοχοποιούνται, κατ’ αποτέλεσμα, για όλα τα κακώς κείμενα όλων των κοινωνικών θεσμών. 5) Το προτεινόμενο σύστημα δεν έχει προηγούμενο στην ηπειρωτική ευρωπαϊκή διοικητική έννομη τάξη, ως προς τη σύνθεση των ενδικοφανών οργάνων, την εξάρτησή τους από ένα και μόνο Υπουργείο, και τη «δικαστικοποίηση» της λειτουργίας τους. Με αφορμή την αναφορά της οικείας αιτιολογικής έκθεσης στη γερμανική έννομη τάξη, η Ένωση Διοικητικών Δικαστών θεώρησε σκόπιμο, να ενημερωθεί σχετικώς και απευθύνθηκε μέσω της Ενώσεως Ευρωπαίων Διοικητικών Δικαστών, στους ευρωπαίους συναδέλφους μας, οι οποίοι μας ζήτησαν να του ςενημερώνουμε για τις εξελίξεις. Μάλιστα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξαν οι γερμανοί συνάδελφοι, καθώς τους ενημερώσαμε ότι γίνεται επίκληση του δικού τους συστήματος. Όσον αφορά ειδικώς τη Γερμανία, μας ενημέρωσαν ότι πράγματι για τις περισσότερες διαφορές προβλέπεται ενδικοφανής διαδικασία πριν την εισαγωγή της υπόθεσης στο Δικαστήριο, χωρίς, εντούτοις, να λειτουργεί ένα παρόμοιο γενικευμένο και συγκεντρωτικό σύστημα. Ωστόσο, είναι εντελώς ξεκάθαρο, και από τη νομοθεσία που μας απέστειλαν και από τις διευκρινίσεις τους ότι , όπως ανέφεραν επί λέξει, «Η επανεξέταση των υποθέσεων γίνεται από ανώτερα ιεραρχικώς διοικητικά όργανα ενταγμένα στη διοικητική ιεραρχία, που ανήκουν στο αντίστοιχο καθ’ύλην αρμόδιο Υπουργείο (Περιβάλλοντος, Εσωτερικών κλπ). Οι ενστάσεις εξετάζονται πάντα από δημοσίους υπαλλήλους (…) και δεν υπάρχουν ιδιαίτερες επιτροπές απαρτιζόμενες από μέλη εκτός του διοικητικού μηχανισμού. (…)». Επίσης, κατέστη ξεκάθαρο ότι υπάρχει διάχυτη αμφισβήτηση ως προς το θεσμό, και πολλά ομόσπονδα κρατίδια τον έχουν περιορίσει ή τον έχουν καταστήσει μη υποχρεωτικό. Έτσι άλλωστε καταλήγει στην απάντησή του γερμανός συνάδελφος, πρώην αντιπρόεδρος διοικητικού δικαστηρίου «Κατά τη γνώμη μου, το προαιρετικό σύστημα είναι το καλύτερο. Γιατί σημαίνει ότι είναι δυνατή η επαναξέταση της υπόθεσης, αλλά όχι ως προϋπόθεση της δικαστικής προστασίας». Επίσης, στην Αυστρία : δεν υπάρχει ένα τέτοιο γενικευμένο σύστημα ενδικοφανών προσφυγών, αλλά ακολουθείτο η λογική των διαφοροποιημένων, κατά αντικείμενο, διοικητικών προσφυγών και οργάνων κρίσης τους. Επί των αποφάσεων των οργάνων αυτών ασκούσε (περιορισμένο) έλεγχο το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας και το Συνταγματικό Δικαστήριο. Ωστόσο, μετά, από δεκαετίες πολιτικών συζητήσεων κατέληξαν να ακολουθήσουν την ακριβώς αντίθετη από εμάς πορεία: από το 2014 αποφασίσθηκε να ιδρυθούν διοικητικά δικαστήρια πρώτου βαθμού σε όλη τη χώρα, αρμόδια για την επίλυση όλων των διοικητικών διαφορών. Μεταξύ των επιχειρημάτων γι΄αυτήν την «μεταμόρφωση», όπως οι ίδιοι την χαρακτηρίζουν, βρισκόταν και εκείνο της εξοικονόμησης πόρων, καθώς το προϊσχύον σύστημα ήταν πολύ δαπανηρό. Όμως οι αυστριακοί συνάδελφοι επισημαίνουν ότι υπήρχαν κι άλλου είδους επιχειρήματα, που άπτονταν της ποιότητας της έννομης προστασίας, που βάρυναν προς την απόφαση αυτή. Μάλιστα, οι ίδιοι (αυστριακοί δικαστές) προσπαθώντας να απαντήσουν στη σχετική ερώτησή μας (περί του αν υπάρχουν τέτοιες «ανεξάρτητες» αρχές ενδικοφανούς ελέγχου) μας έδωσαν ως μόνο παράδειγμα την πρώην Ανεξάρτητη Επιτροπή Ασύλου, που προβλεπόταν από το Σύνταγμά τους, με ισόβια μέλη, αλλά τελικώς μετατράπηκε και αυτή από το 2008 σε Δικαστήριο Ασύλου, μετά από αντίστοιχη συνταγματική αναθεώρηση. Η Ένωσή μας διαθέτει αυτούσια τα οικεία νομοθετικά κείμενα, στο δε υποβληθέν από εμάς σχετικό υπόμνημα προς το Υπουργείο, έχει ενσωματωθεί, στα βασικά της σημεία, η γνωμοδότηση της καθηγήτριας κ. Πρεβεδούρου, στην οποία επίσης απευθυνθήκαμε, για το λόγο ότι έχει ασχοληθεί διεξοδικά με το ζήτημα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο και η οποία επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Ενόψει λοιπόν όλων των παραπάνω αλλά και της «βιασύνης» των κυβερνητικών παραγόντων για την άμεση προώθηση του νομοσχεδίου στη Βουλή πριν την έναρξη του δικαστικού έτους, αλλά και προφανώς ενόψει των σεπτεμβριανών εξετάσεων ενώπιον της Τρόικα, εντελώς επικουρικά, θεωρώ ότι είναι απαραίτητο, κατ΄ενεργοποίηση του άρθρου 16 του οικείου νομοσχεδίου, να περιοριστεί η άμεση εφαρμογή του συστήματος σε συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, και μάλιστα μόνο στην Αθήνα, που μπορούν να εξευρεθούν ειδικευμένοι υπάλληλοι, ώστε, αφού αποτιμηθεί η σχετική εμπειρία, για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον 2 χρόνων, να επανεκτιμηθεί η περαιτέρω ισχύς και διαμόρφωσή του. Λαμπρινή Φακίτσα, Πρωτοδίκης Δ.Δ.