Αρχική Ανθρώπινα ΔικαιώματαΓενικές ΠαρατηρήσειςΣχόλιο του χρήστη ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ | 30 Δεκεμβρίου 2013, 16:08
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Αναφέρεται στην εισαγωγή του Σχεδίου (σελ. 31) ότι «οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ), σε όλο τον κόσμο, έχουν αφιερώσει τις προσπάθειές τους στην προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και στον τερματισμό των παραβιάσεών τους. Με τη δραστηριότητά τους, οι περισσότερες εξ αυτών, έχουν αναδείξει καταστάσεις που χρήζουν παρέμβασης και διορθωτικών ενεργειών, τόσο σε εθνικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο […]. η Ελληνική Πολιτεία, αναγνωρίζοντας και υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα του έργου και ρόλου της Κοινωνίας των Πολιτών επενδύει στη δυνατότητα διαβούλευσης». Ωστόσο, παρά την αναγνώριση του ρόλου τους στην προώθηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και στην ανάδειξη με τη δική τους βοήθεια των θεμάτων που χρήζουν διορθωτικών ενεργειών, οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις που δρουν για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ή άλλα μέλη της κοινωνίας των πολιτών που δραστηριοποιούνται στο χώρο), ουδόλως κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην ομάδα εργασίας που συστήθηκε με σκοπό την εκπόνηση του Σχεδίου αυτού. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα παρουσιάστηκε στην κοινωνία των πολιτών και τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση μόλις στις 10.12.2013, προ της περιόδου των εορτών των Χριστουγέννων, αφήνοντας πολύ μικρό χρονικό διάστημα για ουσιαστικό σχολιασμό και παρεμβάσεις, λαμβανομένου υπόψη του όγκου του αλλά και του εύρους και της σοβαρότητας των θεμάτων που περιλαμβάνει. Το πρόβλημα της μη συμμετοχής των ΜΚΟ στην ομάδα εργασίας που εκπόνησε το κείμενο και η πρόσκλησή τους προς υποβολή παρατηρήσεων εκ των υστέρων και σε σύντομο χρονικό πλαίσιο, γίνεται περισσότερο αντιληπτό με την ανάγνωσή του, η οποία αποκαλύπτει σειρά ελαττωμάτων, τα οποία δεν δύνανται να θεραπευτούν με επιμέρους σχόλια και παρατηρήσεις σε αυτό το στάδιο. Το κείμενο στερείται συνοχής, είναι αποσπασματικά γραμμένο, όχι επικαιροποιημένο, έχει προβληματική δομή. Ενδεικτικά αναφέρουμε: Ως προς το Κεφάλαιο 9 «Προστασία Αλλοδαπών»: Στα θέματα της προστασίας των αλλοδαπών και ιδίως των προσφύγων και αιτούντων άσυλο, το εν λόγω κείμενο δε συνιστά «σχέδιο δράσης», αφού εξαντλείται σε αποσπασματική παράθεση της νομοθεσίας (βλ. πχ. σελ. 144 – παράγραφο Α.3. η οποία αποσκοπεί στην έκθεση της εθνικής νομοθεσίας περί ασύλου χωρίς να κάνει όμως καμία αναφορά στα ΠΔ 141/2013 και ΠΔ 220/2007, ενώ παρουσιάζει το ΠΔ 113/2013 ως τροποποιητικό του ΠΔ 114/2010 και όχι αυτοτελώς ως το κύριο νομοθέτημα που διέπει τη διαδικασία στη νέα Υπηρεσία Ασύλου και την Αρχή Προσφυγών) και σε γενικόλογες υποσχέσεις εφαρμογής του υφισταμένου πλαισίου (βλ. πχ. σελ. 148 - παράγραφο Β5 σχετικά με τις δομές φιλοξενίας, όπου δεν αναφέρεται τίποτα συγκεκριμένο, ούτε καν εκτιμώμενος χρόνος ολοκλήρωσης). Εξάλλου, οι αυτονόητες διαχειριστικές ενέργειες της Διοίκησης δεν μπορούν να παρουσιάζονται ως «δράσεις», στο πλαίσιο ενός «Εθνικού Σχεδίου Δράσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα» (βλ. πχ. στη σελ. 151 ως αντικείμενο δράσης προς υλοποίηση: «συνεχιζόμενες προσπάθειες για την εύρεση κτηρίου στέγασης του Περιφερειακού Γραφείου Θεσσαλονίκης και Αλεξανδρούπολης»). Ενδεικτικά και μόνο, σε σχέση με τα θέματα που αφορούν στο άσυλο, σημειωτέον ότι δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για την περιφερειακή ανάπτυξη της Υπηρεσίας Ασύλου, παρά τις τεράστιες ανάγκες και τα συνεπακόλουθα προβλήματα, παρακάμπτεται ως σκοπός η ποιοτική αναβάθμιση της εξέτασης των αιτημάτων ασύλου, ο σχεδιασμός αναφορικά με τις υποθέσεις που εκκρεμούν προς εξέταση με βάση την προηγούμενη διαδικασία ασύλου είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος, ενώ ειδικά σε ό, τι αφορά την πρόσβαση στη διαδικασία ασύλου, παρότι αυτή παραμένει προβληματική κυρίως λόγω της μη έναρξης λειτουργίας όλων των περιφερειακών γραφείων, φαίνεται να ενδιαφέρει μόνο το ζήτημα εξασφάλισης μεταφραστών. Περαιτέρω, προβληματισμό δημιουργεί, μεταξύ άλλων, ο αναφερόμενος ως «υφιστάμενη δράση για το άσυλο» ορισμός από τον Υπουργό Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη συντονιστή «με σκοπό τη θέση στο αρχείο των υποθέσεων που δύνανται να χαρακτηρισθούν ως «ανενεργές», χωρίς να προσδιορίζονται κριτήρια και διαδικαστικές εγγυήσεις. Επιπλέον, εξαιρετικά προβληματικός είναι ο χαρακτηρισμός όλων των νεοεισερχομένων συλλήβδην ως «παρανόμων μεταναστών», ενώ καμία απολύτως δράση προς υλοποίηση δεν παρατίθεται όσον αφορά στους αναγνωρισμένους πρόσφυγες και λοιπούς δικαιούχους διεθνούς προστασίας. Ως προς το Κεφάλαιο 10 «Εξάλειψη ρατσισμού και μισαλλοδοξίας»: Tόσο ο Ν. 927/1979 όσο και το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί προς αντικατάστασή του υπολείπεται των εγγυήσεων που θέτει η Διεθνής Σύμβαση για την Εξάλειψη κάθε μορφής Φυλετικών Διακρίσεων (ICERD), που έχει κυρώσει η Ελλάδα. Τα ανωτέρω νομοθετήματα, παραγνωρίζοντας πλήρως την κοινωνική πραγματικότητα, τυποποιούν ως ποινικό αδίκημα τις πράξεις πρόκλησης σε ρατσιστική βία και όχι την ίδια τη βία, κατά παραβίαση του αρ. 4 της Διεθνούς Σύμβασης. Πρόκειται δηλαδή για αναγωγή της συμμετοχικής πράξης σε τελειωμένο έγκλημα, χωρίς όμως να τιμωρείται αυτοτελώς ως τέτοιο το ίδιο το ρατσιστικό έγκλημα. Και ναι μεν η πράξη της οποίας την τέλεση προκάλεσε ο παραβάτης της «αντιρατσιστικής» νομοθεσίας, μπορεί ενδεχομένως να εμπίπτει σε κάποιο από τα εγκλήματα του ειδικού μέρους του Ποινικού Κώδικα, ωστόσο καθίσταται σαφές ότι τα κίνητρα του εγκλήματος ουδόλως φαίνεται να ενδιαφέρουν το νομοθέτη, οδηγώντας σε συσκότισή τους κατά το δικονομικό στάδιο της προδικασίας. Αυτό εν πολλοίς εξηγεί και τα μηδαμινά ποσοστά εφαρμογής του ν. 927/1979 στη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων, που αντανακλά πλήρως τη νοοτροπία των ελληνικών αρχών ότι δεν είναι δυνατόν να ασκείται εγκληματική ρατσιστική βία στην Ελλάδα. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα, ενώ έχει επισήμως εκφράσει τη βούληση, ήδη από το 2001 στην περιοδική έκθεση της Επιτροπής Φυλετικών Διακρίσεων των ΗΕ (CERD), όταν μάλιστα τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας ήταν μάλλον περιθωριακά, να αναγνωρίσει την αρμοδιότητα της Επιτροπής να εξετάζει ατομικές προσφυγές, σύμφωνα με το αρθρο 13 της Σύμβασης, δεν το έχει πράξει μέχρι σήμερα, αλλά ούτε καν το εξαγγέλλει.