• Θα ήταν σκόπιμο, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία από την κατάθεση της αγωγής (λ.χ. εντός 60 ημερών), να προβλέπεται υποχρέωση του δικαστή (ο οποίος θα έχει χρεωθεί από πριν την υπόθεση), να αποφανθεί για το παραδεκτό και το ορισμένο του εισαγωγικού δικογράφου, καθώς και για την καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Εάν η αοριστία ή το απαράδεκτο μπορούν να θεραπευτούν, θα τάσσει συγκεκριμένη προθεσμία προς τούτο (λ.χ. 20 ημερών) και η προθεσμία για την κατάθεση των προτάσεων θα ξεκινά από την παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας. Ειδάλλως, η αγωγή θα θεωρείται ως μη ασκηθείσα και δεν θα προχωρά η διαδικασία. Οι διάδικοι θα οφείλουν να ενημερωθούν για την εν λόγω απόφαση του δικαστή, η οποία δεν θα είναι αναγκαίο να κοινοποιηθεί. Έτσι, θα αποφευχθούν περιπτώσεις κατά τις οποίες εκδίδεται μία απόφαση περί αοριστίας/απαραδέκτου ή παραπομπής, μετά από χρόνια αναμονής, με αποτέλεσμα ο διάδικος να υποχρεούται να ασκήσει νέο δικόγραφο ή να προσδιορίσει εκ νέου την αγωγή του με κλήση, ώστε να θεραπεύσει το απαράδεκτο. Επίσης, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 237 του σχεδίου ΚΠολΔ, πρέπει να εφαρμοστεί και στις ειδικές διαδικασίες, αφού οι διαφορές που εκδικάζονται σε αυτές, πολλές φορές είναι εξίσου σημαντικές με τις διαφορές της τακτικής διαδικασίας και αρμόζει σε αυτές η ίδια δικονομική αντιμετώπιση.