Αρχική Κώδικας Πολιτικής ΔικονομίαςΔεύτερο Βιβλίο: Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια ΔικαστήΣχόλιο του χρήστη ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ Ειρηνοδίκης Αθηνών | 15 Μαρτίου 2014, 23:21
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
1. Τα αρθρ. 209-214 που αφορούν το συμβιβασμό ενώπιον Ειρηνοδικείου απηχούν παρωχημένες αντιλήψεις και παραπέμπουν στην πάλαι ποτέ αναγκαιότητα της δημιουργίας Ειρηνοδικείων. Αυτό έχει αλλάξει στη διάρκεια των χρόνων.Τα παραπάνω αρθρ. που έχουν περιπέσει σε αχρησία και είναι μη εφαρμόσιμα, μπορούν να απαλειφθούν και περιληφθούν στα ίδια άρθρ. που αναφέρονται στο συμβιβασμό στα λοιπά δικαστήρια. Πρόκειται για εκούσια προσφυγή σε συμβιβασμό εκ μέρους των διαδίκων και τίποτε δεν δικαιολογεί την ύπαρξη των παραπάνω αρθρ. Περαιτέρω και όσο αφορά το δικαστικό συμβιβασμό και το προβλεπόμενο παράβολο,ίσως δεν θάπρεπε να ισχύσει, ως πόλος έλξης για προσφυγή σε συμβιβασμό, συνδιαζόμενο με μείωση αμοιβής του δικηγόρου και άλλες πιθανόν ελαφρύνσεις. 2. Τα αρθρ. 227, 232, 237, 260 προϋποθέτουν εξ ολοκλήρου άλλο σχεδιασμό για την όλη διαδικασία, πλήθος υπαλλήλων, οικονομοτεχνική υποδομή, πρόγραμμα software παρακολούθησης δικογραφιών, που δεν μπορεί να γίνεται χειρόγραφα, όπως μέχρι στιγμής είναι σχεδιασμένο το σύστημα. Αξίζει, να σημειωθεί, ότι οι υπάλληλοι, που στελεχώνουν τα δικαστήρια δεν είναι καταρτισμένοι, δεν έχουν ιδιαίτερη εξοικείωση με το computer,η δε γνώση ολίγων δεν εξικνείται πέρα από αυτή της απλής χρήσης, σε συγκεκριμένα πεδία. Το ίδιο συμβαίνει και με το μεγαλύτερο μέρος των δικαστών. Ενώ δεν υπάρχει επάρκεια ούτε υπαλλήλων, ούτε μηχανημάτων. 3. Ως προς την εφαρμογή του αρθρ. 237 που προκρίνει την "έγγραφη διαδικασία" και στα δικαστήρια πρώτου βαθμού, θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, από ότι θεωρείται, ότι μπορεί να λύσει. Πέρα από τα προβλήματα που αναφέρθηκαν η διάταξη ΑΓΝΟΕΙ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.Μια αδυναμία που διατρέχει όλη την κοινωνία είναι η "μη θέληση για κατάρτιση εγγράφων". Οι εμπλεκόμενοι "αποφεύγουν" μάλλον με τρόμο την απόκτηση εγγράφου, είτε πρόκειται για σύμβαση, είτε για άλλη συναλλακτική σχέση. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο, γιατί η απόκτηση εγγράφου δεν είναι υποχρεωτική κατά το ελληνικό δίκαιο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Παράλληλα, μέχρι στιγμής οι εμπλεκόμενοι (των δικαστών μη εξαιρούμενων) ακόμη κι όταν υπάρχει έγγραφο κι απαγορεύεται η "εμμάρτυρη απόδειξη", επέτρεπαν αυτή, δίνοντας σαφές προβάδισμα στους μάρτυρες. Η έλλειψη αυτή εγγράφων αποτελεί έναν πρωταρχικό παράγοντα καθυστέρησης και συντελεί σε αδυναμία εξεύρεσης της αλήθειας και σε στρεψοδικία. Συνεπώς, η έγγραφη διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια, αν δεν συνδυαστεί με "υποχρέωση" έγγραφης κατάρτισης συναλλακτικών σχέσεων δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Οι συντάκτες έχουν υπόψη μάλλον τα ββάθμια δικαστήρια. Τέλος οι "ένορκες βεβαιώσεις" ως αναχρονιστικό αποδεικτικό μέσο, που δεν αποτελεί στην πραγματικότητα κανένα μέσο κι όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει όχι μόνο δεν θα πρέπει να ενισχυθεί, όπως συμβαίνει, αλλά να καταργηθεί. Αποτελεί προσχηματική απόδειξη που καθίσταται αναγκαία, ακριβώς λόγω έλλειψης εγγράφων. Αν πρόκειται να φτιάξουμε ένα σύστημα απονομής δικαίου, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες και να τις λύνει, τότε δεν μπορούμε να εθελοτυφλούμε, να χρησιμοποιούμε προσχήματα και καλύψεις. Η δυσκολία δεν λύνεται με ευχές, αλλά με τομές, που πρέπει να γίνουν, πριν τεθεί σε λειτουργία το άρθρο. Αν η έγγραφη διαδικασία δεν συνδυαστεί με την υποχρέωση προς δημιουργία εγγράφων, δεν οδηγεί πουθενά. Περαιτέρω, δημιουργούνται προβλήματα υλοποίησης, με την προθεσμία (100 ημερών)για την κατάθεση των εγγράφων, το γεγονός ότι ο εναγόμενος, που έχει ήδη κληθεί πριν τον προσδιορισμό της υπόθεσης για εκδίκαση, πρέπει να παρακολουθεί τη διαδικασία, ενώ υπάρχει πραγματική αδυναμία παρακολούθησης της κι από τα δικαστήρια, την προσφυγή σε μαρτυρικές καταθέσεις που θα καταστεί απαραίτητη και την αφαίρεση της δικογραφίας από το φυσικό δικαστή της, που δεν θα αποτελεί την εξαίρεση, αλλά τον κανόνα. 4. Το αρθρ. 271 παρ.2, που ορίζει ότι η αγωγή που δεν επιδόθηκε θεωρείται "μη ασκηθείσα" εμφανίζει προβλήματα. Τι συμβαίνει με τα αποτελέσματα της κατάθεσης της αγωγής και τι θα συμβεί και πως με τη μη ασκηθείσα αγωγή; 5. Ως προς το αρθρ. 315 που αφορά διόρθωση γραφικών λαθών και σφαλμάτων, θα πρέπει να προστεθεί, ότι η διαδικασία μπορεί να γίνει χωρίς κλήτευση των διαδίκων, εφόσον το λάθος προκύπτει από την ίδια την απόφαση 6. Η διάταξη του αρθρ. 335 είναι καιρός να αλλάξει, γιατί είναι υπαίτια πολλών προβλημάτων μέχρι σήμερα. Αντικείμενο απόδειξης δεν αποτελούν τα "γεγονότα"(όσα έγιναν δηλαδή κι αποδεικνύονται, αλλά τα πραγματικά περιστατικά, που μπορούν να υπαχθούν στο πραγματικό του κανόνα δικαίου και να επισύρουν τις έννομες συνέπεις, που διαγράφονται σε αυτόν. Η διάταξη που παρέμεινε αναλλοίωτη επιφέρει παρανοήσεις και συντελεί σε στρεψοδικία. Είναι σύνηθες, να βλέπουμε δικηγόρουςκαι δικαστές, να ασχολούνται με την "εξαφάνιση" ή τη "θεμελίωση" γεγονότος, που αποδεικνύεται και καμία ενασχόληση δεν έπρεπε να υπάρχει προς αυτό. 7. Τα αρθρ. που αφορούν την πραγματογνωμοσύνη θα έπρεπε να περιλάβουν διάταξη περί της αμοιβής του πραγματογνώμονα 8. Οι διαφορές που αφορούν τις μικροδιαφορές (466-472), που δεν αποτελούν, υπό τις σημερινές συνθήκες, μικροδιαφορές, με την αύξηση στο ποσό των 5.000,00€, που δεν αλλάζουν, θα πρέπει να αλλάξουν.Μεγάλος όγκος υποθέσεων των Ειρηνοδικείων αποτελούν τέτοιας φύσης υποθέσεις. Θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη. Ειδικά στις περιπτώσεις που υπάρχουν έγγραφα, που παρότι μπορεί να εμφανίζουν τυπικές παραλείψεις, δεν αναιρούν την απαίτηση,ούτε την παραλαβή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών από τον εναγόμενο. Αποτελεί σημείο προβληματισμού, αν θα έπρεπε, να συνεχίσουν, να εξετάζονται στην ουσία τους, παρά την μη εμφάνιση του εναγομένου ή όχι, μόνο και μόνο διότι δεν προβλέπεται έφεση για τις υποθέσεις αυτές, όταν σε άλλες υποθέσεις, δεν έχει ακουστεί καν ο εναγόμενος, περικόπτονται άλλα ένδικα μέσα, αλλά ισχύει το τεκμήριο ομολογίας. Ο όλος σχεδιασμός ίσως θα έπρεπε να αναθεωρηθεί.