Αρχική Κώδικας Πολιτικής ΔικονομίαςΔεύτερο Βιβλίο: Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια ΔικαστήΣχόλιο του χρήστη Α.ΜΠΙΛΙΣΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ | 27 Μαρτίου 2014, 16:42
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΑΡΘΡΟ 237 ---- Α ---- Η προτεινόμενη διάταξη μας δεν εξυπηρετεί ούτε την επιτάχυνση ούτε και την ποιότητα. Θεωρεί επαρκές το να στηρίζεται η δικαστική κρίση στις ένορκες βεβαιώσεις κι αυτό είναι καίριο και αυτονόητο λάθος το οποίο θα οδηγήσει σε πλήρη ανυποληψία το σύστημα της πολιτικής δίκης. Ειδικότερα : Ορθή η προκατάθεση. Ωστόσο, λάθος η υποβολή των προτάσεων «μέσα σε εκατό ημέρες». Είναι αδύνατο πρακτικά να τηρούνται οι φάκελοι ανοικτοί για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς δεν υπάρχει χώρος για να τοποθετηθούν στις γραμματείες. [Άλλος θα καταθέτει στις 30 άλλος στις 43 μέρες άλλος στις 60 άλλος στις 72 κ.λ.π.] . Περεταίρω είναι εντελώς λάθος : ----- α) ότι εντός 30 ημερών συζήτηση στο ακροατήριο εκτός «αν ο προβλεπόμενος από τον κανονισμό του δικαστηρίου αριθμός υποθέσεων καλυφθεί» οπότε ο ορισμός δικαστή και χρόνου συζήτησης της υπόθεσης γίνεται στον απολύτως αναγκαίο χρόνο και ότι κατά την δικάσιμο που ορίζεται δεν εξετάζονται μάρτυρες και η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, ----- β) ότι εξέταση μαρτύρων γίνεται, αν κρίνεται απολύτως αναγκαία μεταξύ εκείνων που έδωσαν ένορκη βεβαίωση ή σε περίπτωση ανυπαρξίας αυτών από τους προτεινόμενους από κάθε πλευρά, σε επαναληπτική συζήτηση εντός του ιδίου δικαστικού έτους, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο, ----- γ) ότι στην περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο ο χρόνος της εξέτασης των μαρτύρων οριστεί στο επόμενο δικαστικό έτος και δεν είναι δυνατή η εξέταση ενώπιον του ιδίου δικαστή γίνεται νέα χρέωση σε άλλον δικαστή. Ειδικότερα : 1ον] Η διάταξη ωθεί τους δικαστές να μην εξετάζουν καθόλου μάρτυρες και να βασίζουν την κρίση τους, όπου δεν επαρκούν τα έγγραφα, (δηλαδή στις πλείστες των περιπτώσεων) στις ένορκες βεβαιώσεις, - που καθίστανται εμμέσως υποχρεωτικές - οι οποίες ως γνωστόν γράφονται στα δικηγορικά γραφεία με «στρογγυλεμένο» περιεχόμενο, ώστε να βολεύει τον διάδικο που κλητεύει αυτόν που τις δίδει. Αυτό είναι απαράδεκτο καθώς βρίσκεται εκτός νομικού πολιτισμού και αν περάσει θα χαθεί κάθε αξιοπιστία στο σύστημα. 2ον] Η επίκληση των αποδεικτικών μέσων και άρα και του εμμάρτυρου μέσου απόδειξης αποτελεί συνταγματικό δικαίωμα των διαδίκων και όχι επιλογή του δικαστή και ως εκ τούτου η διάταξη έχει και συνταγματικό πρόβλημα, αφού επιτρέπει την μη ακρόαση των μαρτύρων με απόφαση του δικαστή, κατά παράβαση της αρχής ότι μόνον οι διάδικοι με δικονομική συμφωνία τους μπορούν να περιορίσουν τα αποδεικτικά μέσα. Η έννοια της δίκης είναι συνυφασμένη με την εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο και «συζήτηση» χωρίς αυτήν δεν υπάρχει. 3ον] Οι γραμματείες προσδιορίζουν σήμερα ακριβώς με βάση τον αριθμό που επιβάλλεται από τον κανονισμό των δικαστηρίων στις δικασίμους που όλοι ξέρουμε, δηλαδή πάρα πολύ αργότερα από τις 100 ημέρες. Αφού λοιπόν ο φόρτος είναι συγκεκριμένος τι είναι αυτό που κάνει τους συντάκτες του νομοσχεδίου να πιστεύουν ότι αν γίνεται κατάθεση των προτάσεων εντός 100 ημερών από την κατάθεση της αγωγής, (δηλαδή τρεισήμισι περίπου μήνες μετά), θα είναι δυνατός ο προσδιορισμός της συζήτησης τριάντα (30) μετά τη λήξη της δεκαπενθήμερης προθεσμίας των αντικρούσεων ; Νομίζω ότι πρόκειται για καθαρή ευχή και όχι για απορρέουσα από τα πράγματα δυνατότητα και αν κρίνει κανείς από την «ουρά» της διάταξης που περιλαμβάνει εξαίρεση, αυτό αποτελεί συνείδηση και των συντακτών του νομοσχεδίου. Αλλά ακόμα και αν είναι δυνατός ο σύντομος προσδιορισμός είναι ανεξήγητος ο λόγος για τον οποίο πιστεύουν ότι μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη μέσω των ενόρκων βεβαιώσεων και όχι με την εξέταση των μαρτύρων στο ακροατήριο. [ Δεν υπάρχει εισηγητική έκθεση κι αυτό είναι απαράδεκτο καθώς πρέπει να αναφέρονται ρητά πραγματικές αναγκαιότητες που να δικαιολογούν τέτοιας τάξης αλλαγές, ιδιαίτερα όταν οι έμπειροι δικηγόροι δεν τις βλέπουμε]. 4ον ] Η διάταξη είναι διατυπωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε η υπόθεση για την οποία κρίνεται αναγκαία η εξέταση των μαρτύρων να καθυστερεί υπερβολικά, καθώς προβλέπεται αόριστα η δυνατότητα εξέτασής τους και εντός του επομένου δικαστικού έτους και αν αυτό είναι αδύνατο για οποιοδήποτε λόγο, η υπόθεση επαναχρεώνεται και αρχίζουμε από την αρχή. Περίπου δηλαδή «τιμωρούνται» οι διάδικοι στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαία η εξέταση μαρτύρων για την έκδοση απόφασης και επιπλέον είναι δυνατόν να υποστούν και την περίπτωση της «πάσας» από τον ένα δικαστή στον άλλον, όπως εύστοχα σημείωσε στη διαβούλευση υπουργείου Δικαιοσύνης σχολιαστή που ανέφερε ότι είναι πρωτοδίκης. Έτσι όμως καθίσταται άνευ αντικειμένου η επικαλούμενη «επιτάχυνση» που αποτελεί τον κύριο λόγο της εκπόνησης του νομοσχεδίου. 5ον ] Στις παραπάνω αστοχίες πρέπει να προστεθεί και η αδικαιολόγητη κατάργηση του αρ. 269 Κ.Πολ.Δ. που έδιδε τη δυνατότητα της εισαγωγής στη δίκη οψιγενών, της κατάθεσης των προτάσεων, ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων, που προέκυψαν μέχρι τη συζήτηση. Το αποτέλεσμα της κατάργησης θα είναι εσφαλμένες αποφάσεις αναντίστοιχες με την πραγματικότητα, καθώς δεν θα λαμβάνονται υπόψιν αποδείξεις που ενδεχομένως θα προκύπτουν στο μεγάλο χρονικό διάστημα που θα μεσολαβεί μεταξύ του κλεισίματος του φακέλου και της τυπικής συζήτηση της υπόθεσης. ---- Β ---- Η ορθή διαδικασία Ιδρύεται στάδιο προδικαστικού ελέγχου με επαύξηση της προθεσμίας προκατάθεσης των προτάσεων και έκδοση απόφασης για την πλήρωση των διαδικαστικών προϋποθέσεων στην έδρα. Έτσι δεν θα αναγκάζονται να περιμένουν οι διάδικοι τη διαπίστωση της έλλειψης των διαδικαστικών προϋποθέσεων με απόφαση που θα εκδίδεται οκτώ και δέκα μήνες μετά και να ξαναρχίζουν από την αρχή. Το μέτρο θα προστατεύσει τους δικηγόρους που χρεώνονται ως επαγγελματική αστοχία την έλλειψη των διαδικαστικών προϋποθέσεων και θα ωφελήσει προφανώς και τη διαδικασία και τους διαδίκους. Ειδικότερα: ___ α] Η επίδοση του εισαγωγικού δικογράφου εντός ενός (1) μηνός από την κατάθεσή του όπως προτείνεται . Οι προτάσεις μαζί με τα αποδεικτικά έγγραφα κατατίθενται στην τακτική διαδικασία σε όλα τα δικαστήρια το αργότερο δύο(2) μήνες πριν τη συζήτηση. Η μη κατάθεση προτάσεων ισοδυναμεί με ερημοδικία και αποκλείεται η χορήγηση αναβολής αν δεν έχουν κατατεθεί προτάσεις. [Αυτό είναι επιβεβλημένο καθώς δεν μπορεί να καταστεί με άλλο τρόπο δυνατός ο προδικαστικός έλεγχος εκ μέρους του δικαστηρίου και εφόσον η επίδοση έχει γίνει αμέσως μετά την κατάθεση της αγωγής η μη κατάθεση προτάσεων είναι αδικαιολόγητη]. Η τελευταία ημέρα προκατάθεσης προσδιορίζεται μέσω προγράμματος Η/Υ και αναγράφεται στην έκθεση της γραμματείας που συνάπτεται στο εισαγωγικό δικόγραφο, ώστε να μη γίνεται ποτέ λάθος. Επίσης, η σχετική σημείωση τίθεται στην προμετωπίδα του δικογράφου με ευδιάκριτη σφραγίδα από τη γραμματεία , στη δε εντολή επίδοσης που τίθεται στο δικόγραφο από τον δικηγόρο περιλαμβάνεται υποχρεωτικά μνεία της ημερομηνίας προκατάθεσης των προτάσεων και της αντίστοιχης της δικασίμου . ___ β] Η πρώτη προσθήκη κατατίθεται τριάντα (30) ημέρες πριν την συζήτηση ώστε να υπάρχει επαρκής χρόνος αντίκρουσης και να κλείνει ο φάκελος και να περιέρχεται στα χέρια του δικαστή αρκετό χρόνο προ της συζήτησης, ώστε να μπορεί να κάνει με ευχέρεια τον προγραμματισμό του, ενόψει και των λοιπών επαγγελματικών του υποχρεώσεων, και να είναι σε θέση μελετήσει επαρκώς την υπόθεση και να ελέγξει αν πληρούνται ή όχι οι διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης. ___γ] Μετά την εκφώνηση των ονομάτων των διαδίκων και πριν την εξέταση ενδεχόμενου αιτήματος αναβολής, το δικαστήριο έχει υποχρέωση να αποφανθεί για το παραδεκτό, το ορισμένο, το νόμω βάσιμο του δικογράφου, για την αρμοδιότητά του και για την ενεργητική και την παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, καθώς και για την πλήρωση των λοιπών διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης, ήτοι επίδοση, πιστοποιητικά κ.λ.π Η απόφαση εκφωνείται απλώς και καταχωρίζεται στα πρακτικά. Ειδικά επί αοριστίας της αγωγής ή των ενστάσεων ή των εν γένει ισχυρισμών των διαδίκων, το δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του αιτιολογημένα τα σημεία αοριστίας. ___δ] Σε περίπτωση μη πλήρωσης των προϋποθέσεων η υπόθεση αναβάλλεται υποχρεωτικά, εντός το αργότερο τριών(3) μηνών, ώστε να συμπληρωθούν οι ελλείψεις και επί αοριστίας η συμπλήρωση γίνεται το αργότερο εντός 30 ημερών από τη συζήτηση με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου και επιδίδεται στον αντίδικο. Σε περίπτωση πλήρωσης των διαδικαστικών προϋποθέσεων το δικαστήριο προχωρά είτε αμέσως είτε μετά από ενδεχόμενη αναβολή στη συζήτηση της υπόθεσης κι εξετάζει τους μάρτυρες που προτείνουν οι διάδικοι. Και στην περίπτωση αυτή η μετ’ αναβολή δικάσιμος ορίζεται σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο των τριών (3) μηνών. Και στις δύο περιπτώσεις την υπόθεση δικάζει στην μετ’ αναβολή δικάσιμο ο ίδιος δικαστής ή το ίδιο δικαστήριο. ε] Μέχρι το πέρας της συζήτησης το Δικαστήριο, λόγω του ότι έχει μελετήσει επαρκώς το φάκελο και έχει συμπληρώσει τις πληροφορίες του από την επ’ ακροατηρίω διαδικασία, μπορεί να διατάξει αυτοψία ή πραγματογνωμοσύνη ή την προσκόμιση κατά την κρίση του ή μετά από αίτημα διαδίκου, οποιουδήποτε εγγράφου, με προφορική διάταξη του δικαστηρίου που καταχωρείται στα πρακτικά. στ] Η δεύτερη προσθήκη περιορίζεται μόνον στο σχολιασμό των μαρτυρικών καταθέσεων και υποβάλλεται εντός δέκα εργασίμων ημερών (10) ημερών από την συζήτηση.