Αρχική Κώδικας Πολιτικής ΔικονομίαςΔεύτερο Βιβλίο: Διαδικασία στα Πρωτοβάθμια ΔικαστήΣχόλιο του χρήστη Σίμος Ι. Σαμαράς | 28 Μαρτίου 2014, 06:54
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Π ρ ο δ ι κ α σ ί α α π ό τ η ν κ α τ ά θ ε σ η τ η ς α γ ω γ ή ς κ ι ε ξ ή ς — Γενικά Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το πρόβλημα στην καθυστέρηση της απονομής της δικαιοσύνης έγκειται στην πληθώρα εκκρεμών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων. Η εκκρεμότητα δεν οφείλεται στην προφορική διαδικασία, που καταργεί στην ουσία το προσχέδιο νόμου για το νέο ΚΠολΔ (ΠρσχΚΠολΔ). Απόδειξη τούτου αποτελεί το γεγονός ότι τα προβλήματα καθυστέρησης είναι εξίσου υψηλά, αν όχι υψηλότερα, στη διοικητική δικονομία, όπου η διαδικασία είναι σχεδόν αποκλειστικά έγγραφη. Συνεπώς το πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται με την εξάλειψη της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας, αλλά με τον εξορθολογισμό της. Εξάλλου η επ’ ακροατηρίου διαδικασία πρέπει να είναι προφορική, όπως έχει κρίνει παγίως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) ως εγγύηση χρηστής δίκης στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 6 § 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) Αν λάβει κανείς υπόψη ότι περίπου 10% των αγωγών απορρίπτονται ως απαράδεκτες, 20% ως νόμω αβάσιμες κι επιπλέον σε ένα 5%, στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνεται εκείνο που αντιστοιχεί στις προηγούμενες κατηγορίες, η δίκη διεξάγεται ερήμην για ένα από τα μέρη, όπως και ότι το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο δεν χρήζουν απόδειξης, μπορεί κανείς εύκολα να αντιληφθεί πόσο θα αποσυμφορούνταν οι δικάσιμοι, αν αυτές οι διαφορές δεν έφθαναν ποτέ στο ακροατήριο. Για κάτι τέτοιο υπάρχει λύση και μάλιστα απλή και δοκιμασμένη σε επίπεδο ΕΔΔΑ. — Ειδικά Ορθώς προβλέπεται η προεπίδοση της αγωγής κατά ΠρσχΚΠολΔ 215 § 2. Μόνο που δεν θα έπρεπε να συνοδεύεται από προσδιορισμό δικασίμου κι εγγραφή στο πινάκιο κατά ΠρσχΚΠολΔ 226 § 2, διότι αυτό είναι που αναπαράγει το πρόβλημα, δηλ. ότι άγονται στην επ’ ακροατηρίου διαδικασία διαφορές μη δικονομικά ώριμες. Εφόσον το παραδεκτό και το νόμω βάσιμο αποτελούν προϋποθέσεις για την έρευνα επί της ουσίας και φύσει δεν χρήζουν απόδειξης, με την εξαίρεση της έλλειψης εννόμου συμφέροντος σε κάποιες περιπτώσεις, θα μπορούσε η διαδικασία να χωρισθεί σε δύο μέρη. Πρώτα την έρευνα αυτών των στοιχείων στην προδικασία και, επί ευδοκιμήσεώς της, εκείνη επί της ουσίας (πρβλ. ΕΣΔΑ 27 & 35) Έτσι, λοιπόν, με την κατάθεσή της η αγωγή θα έπρεπε να χρεώνεται σε ένα δικαστή – κι όχι αργότερα όπως προβλέπει το ΠρσχΚΠολΔ 237 § 4 εδ. α΄ –, ο οποίος, μετά την κατάθεση των προτάσεων και των αμοιβαίων αντικρούσεων (ΠρσχΚΠολΔ 237 §§ 1 & 2), μόνον επί του παραδεκτού και του νόμω βασίμου κι όχι επί τους ουσίας και φυσικά χωρίς προσκόμιση εκ των πραγμάτων αποδεικτικών στοιχείων, να αποφαίνεται αποκλειστικώς για το παραδεκτό, το νόμω βάσιμο και τα μέχρι τότε δικαστικά έξοδα υπό την αίρεση της συνέχισης της διαδικασίας για τη θετική απόφαση. Κι αν μεν η απόφασή του ήταν θετική, τότε δεν θα προσβαλλόταν – όντας επί της ουσίας προδικαστική – με ένδικα μέσα, παρά μόνο η απόφαση επί της ουσίας αλλά αυτή και για λόγους του προηγουμένου διαδικαστικού σταδίου. Αν θα ήταν αρνητική, όπως κι επί ερημοδικίας του ενάγοντος, τότε θα άνοιγε η οδός των ενδίκων μέσων, η εξέταση των οποίων θα διερχόταν, όμως, και πάλι τα ίδια δυο στάδια. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση θα έπρεπε να δημοσιεύεται δημοσία όπως προβλέπει η νομολογία του ΕΔΔΑ, δηλ. με δημόσια ανακοίνωση εν περιλήψει του περιεχομένου της κατόπιν πρόσκλησης των μερών – στο σημείο αυτό συγκρούονται τα άρθρα του ΠρσχΚΠολΔ 226 § 2, που προβλέπει άμεσο καθορισμό δικασίμου, και 237 § 4 εδ. β΄, που προβλέπει καθορισμό μετά το κλείσιμο του φακέλου, κάτι που θα έπρεπε να πρυτανεύσει και στην πρότασή μας. Με τον τρόπο αυτό ένα ποσοστό της τάξεως του 35% δεν θα έφθανε καν στο ακροατήριο. Για το υπόλοιπο 65%, για τις διαφορές εκείνες που απορρέουν από σύμβαση ή, ομοίως προς αυτές, από το νόμο χωρίς να αμφισβητείται η ύπαρξη της υποχρέωσης, θα έπρεπε να εισαχθεί κώλυμα της συνέχισης της διαδικασίας χωρίς την απόπειρα διαμεσολάβησης, κατ’ αναλογία του προϊσχ. ΚΠολΔ 214Α § 1, με την προσθήκη, όμως, επαχθών συνεπειών σύμφωνων με τον ισχύοντα ΚΠολΔ και το ΠρσχΝ του. Ειδικότερα, αν μέσα στην προθεσμία του ΠρσχΚΠολΔ 237 § 4 εδ. α΄ δεν απηύθυνε ο ενάγων πρόσκληση προς τον/τους εναγομένους για ορισμό διαμεσολαβητή για τη διενέργεια διαμεσολάβησης, τότε θα βαρυνόταν με τα έξοδα της πρώτης φάσης ως προκαλέσας αυτήν αδίκως (ΠρσχΚΠολΔ 173 § 1), όπως και αν κακόπιστα προκαλούσε τον τερματισμό της διαδικασίας διαμεσολάβησης. Αν ο/οι εναγόμενοι δεν ανταποκρίνονταν, θα έπρεπε να βαρυνθούν με τα έξοδα της δίκης επί του παραδεκτού και του νόμω βασίμου ως ηττηθέντες (ΠρσχΚΠολΔ 176 εδ. α΄) και της δίκης επί της ουσίας ως προκαλέσαντες αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, αν δεν υπήρχε βεβαίωση διαμεσολαβητή για ανεπιτυχή προσπάθεια διαμεσολάβησης μη οφειλόμενη σε κακόπιστη συμμετοχή κάποιου διαδίκου, δεν θα έπρεπε να είναι παραδεκτή η διεξαγωγή της δίκης επί της ουσίας. Αν περαιτέρω αποκλείονταν από τη διαδικασία, επί ποινή απαραδέκτου κι ό,τι αυτό συνεπάγεται, οι διάδικοι που παρίστανται όχι για να προβάλλουν νομικούς ή πραγματικούς ισχυρισμούς, αλλά για να προβάλλουν αστήριχτες αρνήσεις υπό μορφή σχολιασμών υποβαθμίζοντας μια διαδικασία απονομής δικαιοσύνης σε φιλολογική συζήτηση, τότε θα συρρικνωνόταν σημαντικά ο όγκος των διαφορών που πραγματικά απασχολούν τους δικαστές, με την έννοια της εξέτασης της ουσίας τους. Ζ η τ ή μ α τ α μ ι κ ρ ο δ ι α φ ο ρ ώ ν Το χρηματικό όριο για την εφαρμογή των διατάξεων των μικροδιαφορών κατ’ άρθρο 466 § 1 του προσχεδίου νόμου του νέου Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (ΠρσχΚΠολΔ) είναι πολύ υψηλό σε σχέση με την τρέχουσα οικονομική πραγματικότητα. Θα πρέπει, λοιπόν, να μειωθεί αισθητά και μάλιστα στο όριο στο οποίο βρισκόταν πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και μέχρι το φθινόπωρο του 2011 με την τροποποίηση από το Ν. 3994/2011, δηλ. € 1.500. Επιπλέον, δεν υπάρχει λόγος να εξακολουθούν να αποκλείονται οι επαχθείς συνέπειες της ερημοδικίας κατά ΠρσχΚΠολΔ 469 § 1. Κάθε άλλο μάλιστα: το χαμηλό, σχετικά, ποσό – υψηλό για τα σημερινά δεδομένα αυτό που ξεπερνά τα € 1.500 – υπόκειται ευκολότερα στη διάθεση των ενδιαφερομένων, ώστε να μη συντρέχει λόγος προστασίας τους από το δικαστήριο. ΣΙΜΟΣ Ι. ΣΑΜΑΡΑΣ – Δικηγόρος Διαπ. Διαμεσολαβητής ADRg Ηνωμένου Βασιλείου Υπ. Διδάκτορας Νομικής Πανεπιστημίου Αθηνών http://www.nomologio.wordpress.com