Αρχική Σύμφωνο ΣυμβίωσηςΆρθρο 48:Σχόλιο του χρήστη ΕΝΩΣΗ ΑΜΙΣΘΩΝ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ | 17 Νοεμβρίου 2015, 13:41
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
ΕΝΩΣΗ ΑΜΙΣΘΩΝ ΥΠΟΘΗΚΟΦΥΛΑΚΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ Προτού κανείς εκφέρει άποψη με έναν τρόπο -κατά το δυνατόν ασφαλή - περί της λύσης ενός προβλήματος, οφείλει να γνωρίζει κάποια βασικά στοιχεία που το αφορούν. Θέτοντας τις κατάλληλες ερωτήσεις και αναζητώντας απαντήσεις σε αυτές θα οδηγηθεί πιθανόν στη σωστή λύση, εφόσον βεβαίως είναι αυτό που επιθυμεί. Κάποιες από αυτές τις ερωτήσεις μπορεί να είναι οι ακόλουθες: 1. Πότε και γιατί γεννήθηκε ο θεσμός των Αμίσθων Υποθηκοφυλακείων; Ξεκινώντας από το ν.δ της 15 Οκτωβρίου 1923 «περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων» μια σύντομη ιστορική ανάλυση της εξέλιξης του θεσμού των Υποθηκοφυλακείων επικεντρώνοντας στο αριθμητικό κριτήριο των γραφείων, απαντά στην ερώτηση γιατί και πότε ξεκίνησε η ίδρυση και λειτουργία του θεσμού των αμίσθων υποθηκοφυλακείων που εάν δεν την παρακολουθήσει κανείς δεν μπορεί με ασφάλεια να μιλήσει για αναγκαιότητα ή μη υπάρξεώς τους: Η συνθήκη της Λωζάνης οδήγησε στη μαζική ανταλλαγή των πληθυσµών ως επακόλουθο της Μικρασιατικής καταστροφής και την σηµαντική αύξηση του πληθυσµού της Ελλάδος ανάµεσα στο 1920 και το 1928- το 1923 ψηφίστηκε ο ως άνω νόμος - (από 5,5 σε 6,2 εκατομμύρια ήτοι 44,8 κατ/ Κm2 (Βαλαώρας, Β. 1939 «Το δηµογραφικόν πρόβληµα της Ελλάδος και η επίδρασις των προσφύγων»). Την περίοδο 1920-1940 οι τάσεις αστικοποίησης επιβραδύνονται σηµαντικά (ο αστικός πληθυσµός αποτελεί το 33% το 1940) για να επιταχυνθούν εκ νέου την περίοδο της κατοχής και του εµφυλίου µε αποτέλεσµα, το 1951, 38 στους 100 κατοίκους της χώρας µας να είναι εγκατεστηµένοι στα αστικά της κέντρα. Τότε είναι αρχίζει και απότμηση χωρικής αρμοδιότητα και η ίδρυση 18 αμίσθων υποθηκοφυλακείων με πρώτα αυτά του Χαλανδρίου και του Αμαρουσίου, μια απολύτως δικαιολογημένη απάντηση στην ανάγκη των καιρών. 2. Γιατί ο αριθμός των αμίσθων Υποθηκοφυλακείων αυξήθηκε; Η επόμενη τριακονταετία χαρακτηρίζεται από τα µεγάλο κύµα της εξωτερικής και εσωτερικής µετανάστευσης/αστικοποίησης. Στην απογραφή του 1981 το 58% των κατοίκων της χώρας µας συγκεντρώνεται στα αστικά κέντρα, ιδιαίτερα δε στα Πολεοδοµικά Συγκροτήµατα Πρωτευούσης και Θεσσαλονίκης. Έκτοτε οι τάσεις εξόδου από την ύπαιθρο ατονούν και ο αστικός πληθυσµός παρουσιάζει µικρή µόνον αύξηση ανάµεσα στο 1981 και το 2001 (58% το 1981, 60% το 2001). Η άνιση κατανοµή και η χωρική υπερ-συγκέντρωσή του αντικατοπτρίζονται σαφώς και στην τελευταία απογραφή (2001), στο βαθµό που τα δύο µεγαλύτερα πολεοδοµικά συγκροτήµατα (ΠΣΠ και ΠΣΘ) συγκεντρώνουν πλέον το 36% του συνολικού πληθυσµού της Ελλάδας και µαζί µε τους όµορους δήµους στο 45% του πληθυσµού της χώρας (Β. Κοτζαµάνης 2006). Αυτός έιναι ο λόγος που διαχρονικά γεννήθηκε η ανάγκη της λειτουργίας περισσοτέρων κατ΄ αριθμό Υποθηκοφυλακείων. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερα άνιση γεωγραφική κατανοµή του πληθυσµού της (στον νοµό Αττικής π.χ που καταλαµβάνει µόλις το 3% της επιφάνειας της χώρας συγκεντρώνονται το 2001 3,8 από τα 11 εκατοµµύρια των κατοίκων της χώρας, ήτοι το 35% έναντι του 16% το 1940) (Β. Κοτζαµάνης, Ε. Ανδρουλάκη «Οι δηµογραφικές εξελίξεις στη νεώτερη Ελλάδα 1830-2007»). Μιλούμε όμως και για μια χώρα με ιδιαίτερη γεωμορφία -εκτεταμένοι οι ορεινοί όγκοι, αλλά και βραδεία η ανάπτυξη του οδικού δικτύου και της δυνατότητας μετακίνησης με μέσα μαζικών μεταφορών, πολυάριθμα νησιά- που κατέστησε αναγκαία την ίδρυση Υποθηκοφυλακείων προκειμένου να είναι δυνατή η την παροχή της υπηρεσίας του Υποθηφυλακείου σε άμεσο χρόνο. Αυτό επιβάλει η θεμελιώδης αρχή της χρονική προτεραιότητας, σύμφωνα με την οποία ο πρώτος μεταγράφων ή καταχωρών αποκτά και το δικαίωμα. Τις εξελίξεις αυτές, ορθώς ακολούθησε και η εξέλιξη του θεσμού των Υποθηκοφυλακείων, τα οποία ήταν επιλογή να λειτουργήσουν ως άμισθα, εξασφαλίζοντας στο πάντοτε πτωχό Ελληνικό Δημόσιο την απαλλαγή του από το βάρος της οργάνωσης και της πολυέξοδης διαχείρισης της λειτουργίας μίας επιπλέον δημόσιας υπηρεσίας, η οποία επί δύο σχεδόν αιώνες με ομαλότητα τροφοδότησε με χρήμα τα Ταμεία του Δημοσίου. 3. Γιατί τα άμισθα Υποθηκοφυλακεία αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα; Οι μετέπειτα νομοθετικές ρυθμίσεις από την πλευρά της πολιτείας παρακολούθησαν τις ανάγκες της κοινωνικής και οικονομικής ζωής του τόπου, προσαρμόζοντας την νομοθεσία που διέπει την λειτουργία των υποθηκοφυλακείων στις ανάγκες των καιρών (νέες μορφές συμβάσεων, όπως χρηματοδοτικές μισθώσεις, δημιουργία και τήρηση του θεσμού του πλασματικού ενεχύρου, διοικητικές πράξεις απαλλοτρίωσης, πράξεις εφαρμογής για ένταξη περιοχών στο σχέδιο πόλεως, αναλογισμοί, ρυμοτομίες κλπ) και ένα πολυάριθμο κατάλογο επενδυτικών νόμων, οι οποίοι όμως, εσφαλμένως, στο όνομα της επένδυσης και προσδοκώμενης διαχρονικά ανάπτυξης συνέβαλαν συστηματικά στην τεράστια απώλεια προσόδων για το Ελληνικό Κράτος και στην εκ του αποτελέσματος κρινόμενη θαλασσοεπιδοτημένη και χιλιοδανεισμένη οικονομική ανάπτυξη και επενδυτική πολιτική του τόπου. Στην συντριπτική δε πλειοψηφία αυτών των νόμων και διατάξεων, ο άμισθος υποθηκοφύλακας ο οποίος φέρει πλήρη και προσωπική ευθύνη σύμφωνα με τον Αστικό μας Κώδικα, προβλέφθηκε να μην λαμβάνει οιαδήποτε αμοιβή, έχοντας όμως ήδη ανειλημμένη την ευθύνη για τεραστίου ύψους χρηματικά ποσά και χωρίς κανείς και ποτέ να σκεφτεί ότι πίσω από την φράση «άμισθος υποθηκοφύλακας» υπάρχει και μία ολόκληρη υπηρεσία, δηλαδή το Υποθηκοφυλακείο του οποίου προΐσταται, με έξοδα στέγασης, συντήρησης, προμήθεια αναγκαίου εξοπλισμού, πάγια έξοδα λειτουργίας και, πρωτίστως, με μικρότερο ή μεγαλύτερο αριθμό υπαλλήλων οι οποίοι τελούν σε σχέση ιδιωτικού δικαίου με τον υποθηκοφύλακα, δηλαδή προσελήφθησαν και αμείβονται ως ιδιωτικοί υπάλληλοι. Από τα ίδια ως άνω χρήματα δηλαδή από ένα ελάχιστο κομμάτι του κατ΄ όνομα μόνο αναλογικού «δικαιώματος υποθηκοφύλακα», αμείβεται ο άμισθος υποθηκοφύλακας, επιφορτισμένος με την ευθύνη και λειτουργία μια δημόσιας υπηρεσίας - όχι μιας ιδιωτικής επιχείρησης- ασκώντας κατά το νόμο δημόσιο λειτούργημα και όχι ελεύθερο επάγγελμα, σε στενό και ιδιαιτέρως αυστηρό νομικό πλαίσιο και χωρίς την δυνατότητα ανάληψης ιδιωτικής πρωτοβουλίας και δράσης. Από το ίδιο όμως ως άνω εισπραττόμενο δικαίωμα αμείβονται και οι υπάλληλοι του Άμισθου Υποθηκοφύλακα. Εάν αυτό το ποσόν επαρκεί, δεν γεννάται ζήτημα. Εάν περισσεύει, το ποσόν που περισσεύει αποδίδεται στο Ελληνικό Δημόσιο. Εάν δεν επαρκεί, κάπως θα πρέπει αυτό να καλυφθεί εφόσον βάσει συλλογικής συμβάσεως εργασίας -διετούς σήμερα διάρκειας, την οποία απεφάσισε ο ΟΜΕΔ, για τις προβλέψεις της οποίας είναι ευχερές να ενημερωθεί οιοσδήποτε- οι υπάλληλοι πρέπει να αμειφθούν ή να αποζημιωθούν. Επιπλέον η ΚΥΑ Οικονομικών Εργασίας και κοινωνικής ασφαλίσεως –Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων 37480/4.5.2012, η οποία μάλιστα εκρίθη ως συνταγματική από το ΣτΕ, έθεσε ως προϋπόθεση την εργασία των υπαλλήλων των υποθηκοφυλακείων σε πλήρες ωράριο, αφαιρώντας δηλαδή το διευθυντικό δικαίωμα από τον εργοδότη άμισθο υποθηκοφύλακα και επιβάλλοντάς του το ακατόρθωτο, δηλαδή να λειτουργεί την υπηρεσία ωσάν να υπήρχαν τα αναγκαία για την λειτουργία της χρήματα, ενώ στην πραγματικότητα και στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, αυτά τα χρήματα δεν υπάρχουν. Εφόσον, λοιπόν, το Δημόσιο διά των συναρμοδίων Υπουργών του επενέβη και ρύθμισε εξαιρετικά για την εργασιακή σχέση του Υποθηκοφύλακα και των υπαλλήλων του Υποθηκοφυλακείου, οφείλει να καλύψει εκείνο, δηλαδή το Δημόσιο, το ελλείπον των ως άνω καταβολών μισθών και δικαιωμάτων αποζημίωσης κλπ όταν αυτά δεν επαρκούν. Διότι που ακούστηκε ξανά να χορηγεί ιδιώτης την δημόσια υπηρεσία υποχρεωτικώς και παρά την θέλησή του; Ρητορικό το ερώτημα. Και διότι χρήματα μπορεί να μην υπάρχουν, ωστόσο οι ευθύνες και το πεδίο ελέγχου του Υποθηκοφύλακα, έχει αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε το εργασιακό αντικείμενο διαρκώς να αυξάνεται ενώ τα έσοδα διαρκώς μειώνονται. Ήδη η πτώση στην αγορά κατοικίας μόνο υπερβαίνει το 50% με την υποχώρηση των τιμών να καταγράφεται εντονότερη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα: -40,4% και Θεσσαλονίκη: -42,2%) έναντι των άλλων μεγάλων πόλεων (-36,0%) και των λοιπών περιοχών (-33,4%), καθώς και για τα μεγαλύτερου εμβαδού ακίνητα στις σχετικά ακριβότερες περιοχές της χώρας (Έκθεση Τράπεζας της Ελλάδος Ιουνίου 2015) με την υπερφορολόγηση, την παντελή απουσία των τραπεζών από την χρηματοδότηση των συναλλαγών επί των ακινήτων και την ραγδαία αύξηση των κόκκινων δανείων να δημιουργούν το πλέον ευνοϊκό κλίμα για περαιτέρω πτώση της κτηματαγοράς. Αυτό λοιπόν αυτομάτως σημαίνει ότι με την παρούσα κατάσταση αλλά και την αναμενόμενη έτι περαιτέρω μείωση των συναλλαγών επί των ακινήτων, το οικονομικό πρόβλημα θα επιδεινωθεί, άρα και το ζήτημα του κατά πόσο μπορεί κανείς να συμβιβάζει τα ασυμβίβαστα πρέπει να εξετασθεί με μεγάλη προσοχή. 4. Γιατί δεν επιτρέπεται η επί μακρόν αναπλήρωση του Άμισθου Υποθηκοφύλακα από συμβολαιογράφο; Σύμφωνα με το άρθρο 92 παρ. 5 του Συντάγματος, ο άμισθος Υποθηκοφύλακας αποχωρεί υποχρεωτικώς άμα τη συμπληρώσει του 70ου έτους της ηλικίας του. Σύμφωνα δε με το άρθρο 13 παρ. 2 του Ν. 2993/2002, ως ισχύει σήμερα, οι κενές θέσεις των αμίσθων υποθηκοφυλακείων καλύπτονται με πανελλήνιο διαγωνισμό, ο οποίος προκηρύσσεται με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης που εκδίδεται εντός του πρώτου τετραμήνου κάθε έτους. Ωστόσο οι εξετάσεις για τον διορισμό υποθηκοφυλάκων αναιτιολόγητα δεν προκηρύσσονται επί μία πενταετία, αντίθετα προς τον ίδιο το νόμο, αλλά και την υπ’ αριθμ. 174/2013 γνωμοδότησή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το τελευταίο (Τμήμα Ε΄), κατόπιν σχετικού ερωτήματος του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Αντ. Ρουπακιώτη, ομοφώνως γνωμοδότησε ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13 του Ν. 2993/2002, το Υπουργείο Δικαιοσύνης έχει υποχρέωση να προκηρύξει διαγωνισμό για την πλήρωση των κενών θέσεων αμίσθων υποθηκοφυλάκων εντός του έτους που έπεται της κένωσης των θέσεων. Έτσι έως και σήμερα σαράντα (40) και πλέον υποθηκοφυλακεία (μεταξύ των οποίων πολλά μεγάλα Υποθηκοφυλακεία της Αττικής όπως της Ελευσίνας, του Ζωγράφου, της Ν. Ιωνίας, του Περιστερίου, των Αχαρνών, της Κηφισιάς, αλλά και περιφερειακών), όπου δεν έχει διοριστεί υποθηκοφύλακας, ασκούν χρέη υποθηκοφύλακα αναπληρωτές συμβολαιογράφοι, παρά το γεγονός ότι το ΝΣΚ στην ως άνω γνωμοδότησή του έκρινε ότι «η νομοθετική πρόβλεψη της αναπλήρωσης του υποθηκοφύλακα από συμβολαιογράφο αποσκοπεί στην πρόσκαιρη κάλυψη ενός αιφνιδίως προκύψαντος κενού και μόνο. Ο αναπληρωτής δεν διαθέτει κατά τεκμήριο την απαραίτητη κατάρτιση και αναγκαία εξειδίκευση, προκειμένου να μπορεί να ανταποκρίνεται με επιτυχία στις πολλαπλές και δύσκολες υποχρεώσεις του Υποθηκοφύλακα με συνέπεια να διακυβεύεται άμεσα και διαρκώς η ασφάλεια των συναλλαγών και η δημόσια πίστη των εγγραφών και μεταγραφών….» Συμβαίνει, λοιπόν, ο αναπληρωτής συμβολαιογράφος λαμβάνοντας εντολή από πελάτες του για σύνταξη συμβολαίων επ’ αμοιβή, να κρίνει εν συνεχεία ο ίδιος με την ιδιότητα του αναπληρωτή Υποθηκοφύλακα εάν πληρούν τις προϋποθέσεις της μεταγραφής ή καταχώρησης στο υποθηκοφυλακείο, προκύπτει δηλαδή προφανής σύγχυση καθηκόντων και σύγκρουση συμφερόντων, εφόσον η ιδιότητα του ελεγχόμενου και του ελέγχοντος συγκεντρώνονται στο ίδιο πρόσωπο. Ταυτόχρονα δε δημιουργούνται συχνά συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού μεταξύ των συμβολαιογράφων της περιφερείας του εκάστοτε υποθηκοφυλακείου, δεδομένου ότι ο συμβολαιογράφος πού ενεργεί ως αναπληρωτής υποθηκοφύλακας βρίσκεται σε δεσπόζουσα θέση έναντι των άλλων συναδέλφων του, οι οποίοι δεν μπορούν οι ίδιοι να εξασφαλίσουν στον πελάτη τους τη μεταγραφή των συμβολαίων τους. Η ως άνω σύγκρουση καθήκοντος ισχύει και για τους συμβολαιογράφους που προϊστανται μη ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλακείων. Εξάλλου πληθαίνουν οι περιπτώσεις Υποθηκοφυλακείων άνευ υποθηκοφύλακα ή Προϊσταμένου Κτηματολογικού Γραφείου, όπου κανείς συμβολαιογράφος δεν δέχεται να αναλάβει καθήκοντα αναπληρωτού Υποθηκοφύλακα με συνέπεια να γεννάται άμεσο ζήτημα για την έγκαιρη και νόμιμη μεταγραφή, εγγραφή και καταχώριση σε αυτά τα υποθηκοφυλακεία. Η κατάργηση της χρονικής προθεσμίας της προκήρυξης των εξετάσεων εντός του πρώτου τετραμήνου εκάστου έτους, εκτός από το να πολλαπλασιάζει τα προβλήματα και να θέτει ένα άλλοθι στον εκάστοτε κ. Υπουργό της Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την αντίθετη με το νόμο σύμφωνα με το ΝΣΚ ενέργεια της ήδη μη προκήρυξης επί πέντε έτη του διαγωνισμού, δεν εξυπηρετεί σε τίποτε απολύτως. Αντιθέτως αφήνει έναν από τους σημαντικότερους θεσμούς και θεωρητικά ένα μοχλό ανάπτυξης της οικονομίας της χώρας, έρμαιο της αδιαφορίας των αρμοδίων πολιτικών αρχόντων. 5. Ποια μπορεί να είναι η λύση του προβλήματος; Μια πρώτη λύση και άμεσα υλοποιήσιμη είναι η κατάργηση των μη ειδικών αμίσθων υποθηκοφυλακείων και η συνένωσή τους με τα όμορα ειδικά άμισθα. Το αυτό μπορεί να ισχύσει και για τα χηρεύοντα ήδη «ακέφαλα» άμισθα υποθηκοφυλακεία που αναπληρώνονται από συμβολαιογράφους, υπό την προϋπόθεση ότι αυτά έχουν την οικονομική δυνατότητα να σηκώσουν το βάρος του προσωπικού που τυχόν έχει το «ακέφαλο» ειδικό άμισθο υποθηκοφυλακείο και μάλιστα αφού συνυπολογιστεί και ένα επιπλέον ποσοστό μείωσης των συναλλαγών σύμφωνα με τις επίσημες εκθέσεις της Tράπεζας της Ελλάδος. Άμεση επανεξέταση όλων των ατελειών που αφορoύν στα –κατ’ όνομα επαναλαμβάνουμε και τονίζουμε- δικαιώματα Υποθηκοφύλακα από τα οποία συντηρούνται τα Υποθηκοφυλακεία. Μελετημένη και με κοινωνικό πρόσημο αύξηση των παγίων δικαιωμάτων μεταγραφόμενων και καταχωριζόμενων πράξεων. Σημειωτέον ότι τα πάγια δικαιώματα των υποθηκοφυλακείων -τα περισσότερα των οποίων ορίζονται σε δραχμές- δεν έχουν μεταβληθεί εδώ και δεκαετίες. Εισαγωγή παγίου δικαιώματος για διορθώσεις γεωμετρικών στοιχείων και διορθώσεις προδήλου σφάλματος στα λειτουργούντα κτηματολογικά γραφεία εφόσον πρόκειται για υπηρεσία που σήμερα οι υποθηκοφύλακες προσφέρουν αμισθί για λάθη ή παραλείψεις που οφείλονται είτε στους δηλούντες τα δικαιώματά τους στο Κτηματολόγιο ιδιώτες είτε στους αναδόχους μελετητές. Κατάργηση της τριμηνιαίας απόδοσης των δικαιωμάτων στο Ελληνικό Δημόσιο και υποβολή ετήσιας εκκαθαριστικής δήλωσης, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να απορροφηθεί η ζημία ενός χρονικού διαστήματος ενός ή περισσοτέρων μηνών μέσα στο έτος -όπως συνέβη στην περίπτωση της εισαγωγής του φόρου υπεραξίας κατά το πρώτο τετράμηνο του 2014, οπότε σχεδόν δεν πραγματοποιούνταν συναλλαγές, ή με την εφαρμογή των capital controls του τρέχοντος έτους - και παράλληλα θέσπιση της δυνατότητας μεταφοράς της ζημίας χρήσης ενός έτους στο επόμενο, εφόσον πρόκειται για Δημόσια υπηρεσία, η οποία έχει συνέχεια στην λειτουργία της και πρέπει να εργάζεται απρόσκοπτα. Να επιτραπεί η άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος αναφορικά με την εφαρμογή μειωμένου ωραρίου και εκ περιτροπής εργασίας, προκειμένου να αποφευχθεί ή έστω να μειωθεί το φαινόμενο της απόλυσης υπαλλήλων σε περιπτώσεις είτε παροδικής είτε μόνιμης οικονομικής αδυναμίας τήρησης πλήρους ωραρίου εργασίας. Σε κάθε περίπτωση, εάν παρά την λήψη των ανωτέρω μέτρων προκύπτει έλλειμμα, να γίνεται συμπλήρωση του ελλείμματος που προκύπτει από την λειτουργία του Υποθηκοφυλακείου από το Δημόσιο. Στην πιθανή απάντηση ότι αυτή η ρύθμιση ανταποκρίνεται στην μελλοντική μετατροπή των μεταβατικών σε οριστικά Κτηματολογικά γραφεία, γνωρίζουν οι ιθύνοντες ότι το έργο του Κτηματολογίου έχει μεγάλο μέλλον μπροστά του εωσότου ολοκληρωθεί και ότι κανείς πρέπει να αντιμετωπίζει τα τρέχοντα ζητήματα και όχι μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις. Όταν το έργο του Κτηματολογίου θα έχει έρθει σε ένα ικανό και αντιπροσωπευτικό για τον θεσμό σημείο, θα γίνουν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις της πλήρους και οριστικής μετάβασης στον νέο θεσμό, οι οποίες εξάλλου ήδη έχουν προβλεφθεί από τον νομοθέτη. Ας μην παραλείπουμε όμως το γεγονός ότι η πρόοδος που έχει ήδη σημειωθεί στο έργο του Κτηματολογίου οφείλεται στο μεγαλύτερό του ποσοστό στην λειτουργία των μεταβατικών κτηματολογικών γραφείων που λειτουργούν με την ευθύνη των Υποθηκοφυλάκων και την εργασία των υπαλλήλων του Υποθηκοφυλακείου. Στην Ελλάδα έχει έως σήμερα κτηματογραφηθεί ποσοστό μικρότερο του 10% της συνολικής επιφάνειας της χώρας και το έργο του Κτηματολογίου θεωρείται από τους όλους αλλά και από τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές έργο αιχμής και ανάπτυξης της χώρας. Ωστόσο το κτηματολόγιο στηρίζεται στο αρχείο του Υποθηκοφυλακείου και στην έκδοση των αναγκαίων πιστοποιητικών από αυτό προκειμένου για την συγκέντρωση των αναγκαίων στοιχείων ώστε να πραγματοποιηθούν οι αρχικές εγγραφές, αλλά και οι αναγκαίες διορθώσεις στα μεταβατικά κτηματολογικά γραφεία στηρίζονται στο Υποθηκοφυλακείο και βεβαίως η ασφάλεια των συναλλαγών μόνο από τα Υποθηκοφυλακεία σήμερα είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί. Το κυριότερο- ελλείψει περιουσιολογίου- το Ελληνικό Δημόσιο ενημερώνεται για τους οφειλέτες του μόνο μέσω των πιστοποιητικών που εκδίδονται από τα Υποθηκοφυλακεία- μία υπηρεσία που παρέχεται χωρίς την καταβολή χρημάτων, ήτοι ανέξοδα εντελώς, από τον Υποθηκοφύλακα και το προσωπικό του.