Αρχική Αποσυμφόρηση Φυλακών - Βελτίωση Συνθηκών ΚράτησηςΆρθρο 282 Κ.Π.Δ. Προσωρινή κράτηση και περιοριστικοί όροιΣχόλιο του χρήστη Γρηγόρης Τσόλιας, Δικηγόρος ΜΔ Ποινικών Επιστημών | 17 Νοεμβρίου 2009, 21:17
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
1. Ανεξάρτητα από την διατύπωση των συναφών διατάξεων κατά τα προταθέντα, κύριο ζήτημα θα αποτελεί πάντα, η από μέρους των δικαστικών αρχών αιτιολόγησή των ενταλμάτων προσωρινής κράτησής. Όπως είναι γνωστό, αρκετές φορές, αντί αιτιολογίας, στο σώμα των διατάξεων, αντιγράφονται οι προϋποθέσεις του ΚΠΔ, χωρίς αναφορά συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών, όπως προέκυψαν από συγκεκριμένα (ιδιαιτέρως αναφερόμενα) αποδεικτικά μέσα, παρά την ρητή απαγόρευση της αντίθετης πρακτικής (επανάληψη διατύπωσης του νόμου) από το άρθρο 139 εδ. β' ΚΠΔ. Το ζήτημα άπτεται επομένως του γενικότερου ζητήματος της αιτιολόγησης των δικαστικών αποφάσεων, αφού δυστυχώς σύμφωνα με το μεγαλύτερο μέρος της νομολογίας του Αρείου Πάγου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται ποιο πραγματικό περιστατικό προέκυψε από ποιο αποδεικτικό μέσο, ούτε χρειάζεται να εξηγήσει ο δικαστής γιατί το α' αποδεικτικό μέσο είναι περισσότερο αξιόπιστο από το β' και γιατί επείσθη από το ένα και όχι από το άλλο. Επομένως, αν δεν λυθεί το ζήτημα της αιτιολόγησης (όχι μόνο στο πεδίο της προσωρινής κράτησης), οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση, όσο αυστηρές προϋποθέσεις εφαρμογής των συναφών διατάξεων και εάν περιλαμβάνει, δύσκολα θα επιτελέσει τον προβλεπόμενο σκοπό. 2. Στην ορθή κατεύθυνση βρίσκεται η πρόβλεψη περί αιτιολογημένης κρίσης της μη επάρκειας των περιοριστικών όρων. Η τελευταία πρόβλεψη οδηγεί σε υποχρέωση παράθεσης πραγματικών περιστατικών και νομικών συλλογισμών για την αναγκαία υπαγωγή στον κανόνα δικαίου. 3. Το κριτήριο του σκοπού φυγής σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 296 ΚΠΔ περί εμφάνισης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο, έρχεται κατά την άποψη μας σε αντίθεση με τις διατάξεις του άρθρου 340 παρ. 2 ΚΠΔ σύμφωνα με τις οποίες ο κατηγορούμενος (και) για κακούργημα έχει το δικαίωμα να μην εμφανισθεί αυτοπροσώπως στο ακροατήριο, αλλά να εκπροσωπηθεί από συνήγορο. Αποτελεί επομένως εγγενή αντίφαση, από τη μια να χορηγείται στον κατηγορούμενο το δικαίωμα μη εμφάνισης στο δικαστήριο, αλλά εκπροσώπησής του από συνήγορο και από την άλλη, να διατάσσεται η προσωρινή του κράτηση, επειδή ενδέχεται να μην εμφανισθεί στο δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι προβλέπεται στον ΚΠΔ και νομίμως μπορεί να μην εμφανισθεί. 4. Ως προς το ζήτημα των εγκλημάτων, για τα οποία προβλέπεται ποινή κάθειρξης πέντε έως είκοσι ετών ή δέκα έως είκοσι ετών και για τα οποία συγχωρείται η προσωρινή κράτηση, δεν υφίσταται πρόβλεψη για μια ενδιάμεση κατηγορία π.χ. αυτή της συμμετοχικής δράσης του απλού συνεργού (άρθρο 47 ΠΚ), ο οποίος τιμωρείται με μειωμένη ποινή. Έτσι, στην περίπτωση π.χ. της ληστείας (5-20 χρόνια) ή της διακίνησης ναρκωτικών ουσιών (10-20 χρόνια), ο κατηγορούμενος σε βάρος του οποίου ασκήθηκε ποινική δίωξη για απλή συνέργεια στα αδικήματα αυτά, υπάγεται οίκοθεν (κατ' άρ. 83 ΠΚ) σε πλαίσιο απειλούμενης ποινής κάθειρξης είτε 2-12 ετών, ειτε 1-6 ετών (η τελευταία περίπτωση, με αντίλογο, γίνεται δεκτή για την περίπτωση της ληστείας, λόγω του κατώτερου ορίου των 5 ετών). Έχουμε την άποψη, ότι και οι περιπτώσεις αυτές, για τις οποίες έχει εξ' αρχής ασκηθεί συναφής ποινική δίωξη (π.χ. απλή συνέργεια, μειωμένος καταλογισμός κλπ), θα πρέπει να αντιμετωπισθούν ως κακουργήματα τα οποία δεν είναι ιδιαιτέρως σοβαρά, ώστε να μην διατάσσεται η προσωρινή κράτηση. 5. Μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους η πρόταση του καθηγητή κ. Καλφέλη περί αναιρετικού ελέγχου της συναφούς δικαστικής κρίσης και την πρόβλεψη ακυροτήτων. Χρήσιμη θα ήταν μια στατιστικού χαρακτήρα έρευνα στα Πρωτοδικεία της χώρας (ίδίως των Αθηνών) από την οποία θα προέκυπτε το ποσοστό αποδοχής ή μη, από το Συμβουλίο Πλημ/κών του προβλεπόμενου, από το άρθρο 285 ΚΠΔ, ενδίκου βοηθήματος της προσφυγής κατά του εντάλματος προσωρινής κράτησης. Έχουμε την αίσθηση, ότι το μεγαλύτερο μέρος των προσφυγών κατά των ενταλμάτων προσωρινής κράτησης απορρίπτεται, κάποιες δε φορές, ο προτείνων επί της προσφυγής προς το Συμβούλιο, Εισαγγελέας μπορεί να είναι το ίδιο πρόσωπο το οποίο είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της προσωρινής κράτησης του κατηγορουμένου (ομοίως και σε περιπτώσεις αιτήσεων αντικαταστάσεως της προσωρινής κράτησης ή προσφυγών κατά της άρνησης του Ανακριτή να ενεργήσει π.χ. ανακριτικές πράξεις που προτείνει ο κατηγορούμενος). Αντιεπιχείρημα βεβαίως αποτελεί η αρχή του ενιαίου της Εισαγγελικής αρχής, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπουμε τον ανθρώπινο παράγοντα. Ίσως να ήλθε η ώρα, να τροποποιηθεί το άρθρο 285 ΚΠΔ και να μεταφερθεί η αρμοδιότητά ελέγχου της νομιμότητάς της προσωρινής κράτησης από το Συμβούλιο Πλημ/κών στο Συμβούλιο Εφετών. 6. Η πρόβλεψη του άρθρου 282 παρ. 1 ΚΠΔ, με την οποία εισάγεται ως κριτήριο, η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων ενοχής, συναρτάται με την ουσία της υπόθεσης. Η αυτόφωρη όμως σύλληψη του κατηγορούμενου, και τα ασφυκτικά χρονικά πλαίσια της απολογίας του ενώπιον του Ανακριτή, συνεπάγονται πολλές φορές την απόδοση κατηγορίας με βάση ένα ελλιπές αποδεικτικό υλικό, το οποίο ενδέχεται να εμπλουτισθεί στη συνέχεια. Αντί όμως η ανεπάρκεια του αποδεικτικού υλικού να οδηγήσει στην επιβολή περιοριστικών όρων (κατ' εφαρμογή του τεκμηρίου της αθωότητάς), οδηγεί σε προσωρινή κράτηση, οδηγώντας τον κατηγορούμενο απαραδέκτως να αναγκάζεται ο ίδιος να προβαίνει σε ενέργειες προς απόδειξη της αθωότητάς του. 7. Παρά την επιτυχημένη πρόβλεψη του άρθρου 288 παρ. 2 ΚΠΔ για την μη επιβολή προσωρινής κράτησης για άλλη πράξη για την οποία με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας ήταν δυνατό να ασκηθεί ποινική δίωξη ταυτόχρονα με την ποινική δίωξη συνεπεία της οποίας επιβλήθηκε η προηγούμενη προσωρινή κράτηση (π.χ. κατ' εξακολούθηση κλοπές. Μετά την ανάκριση και την προσωρινή κράτηση προκύπτει η από μέρους του κατηγορουμένου τέλεση και άλλων κλοπών που συνδέονταν με τις προηγούμενες, οι οποίες δεν είχαν ακόμη διαλευκανθεί), στην πράξη, η διάταξη αυτή καταστρατηγείται όταν η δεύτερη δικογραφία φθάνει ενώπιον του Ανακριτή, ενώ για την πρώτη δικογραφία, έχει ήδη εκδοθεί οριστική απόφαση. Στην τελευταία αυτή περίπτωση (αφού προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 288 παρ. 2 ΚΠΔ είναι η μη έκδοση οριστικής απόφασής για την πρώτη δικογραφία)μπορεί να επιβληθεί προσωρινή κράτηση, κατ' ουσίαν για πράξεις οι οποίες έχουν κριθεί, συνήθως στο πλαίσιο ενός κατ' εξακολούθηση εγκλήματος. Έτσι, ο κατηγορούμενος κινδυνεύει με περισσότερα εντάλματα προσωρινής κράτησης και περισσότερες καταδικαστικές αποφάσεις, για την ίδια όμως ενότητά εγκλήματος. 8. Τελευταίο ζήτημα είναι αυτό της από μέρους του Ανακριτή έκδοσης εντάλματος σύλληψης κατ' άρ. 276 ΚΠΔ (σε συνδ. με το άρθρο 270-271 ΚΠΔ), χωρίς όμως να γίνει ουσιαστική έρευνα σε σχέση με την κατοικία ή τα στοιχεία του κατηγορουμένου. Δεν είναι ασυνήθιστη η έκδοση ενταλμάτων σύλληψης με μόνο το όνομα και επώνυμο (πολλές φορές με μοναδικό στοιχείο την απολογία του συγκατηγορούμένου βλ. αρ. 211 Α ΚΠΔ) του κατηγορουμένου, ενίοτε δε, χωρίς την γνώση της ακριβούς διεύθυνσης κατοικίας, αλλά με την αναφορά της ευρύτερης περιοχής (π.χ. κάτοικος Γλυφάδας). Στη πράξη, εκδίδονται εντάλματα σύλληψης, χωρίς ουσιαστική προσπάθεια προηγούμενης ανεύρεσης του υπό αναζήτηση ατόμου. Στο πλαίσιο επομένως αναμόρφωσης της νομοθεσίας για την προσωρινή κράτηση, θα πρέπει να επισημανθεί και η περίπτωση αυτή, καθώς οδηγεί σε συλλήψεις προσώπων που ενδέχεται να μην έχουν σχέση με την κατηγορία και μάλιστα χωρίς την νομοθετική πρόβλεψη αιτιολόγησής του οικείου εντάλματος σύλληψης. Θα πρέπει όμως, όπως απαιτείται η πρόβλεψη αιτιολόγησης του εντάλματος προσωρινής κράτησης, να τροποποιηθεί η 3η παράγραφος του άρθρου 276 ΚΠΔ κατά τα ανωτέρω και να προστεθεί και εκεί η υποχρέωση αιτιολόγησης του εντάλματος σύλληψης.