Αρχική Σύμφωνο ΣυμβίωσηςΆρθρο 01: ΣύστασηΣχόλιο του χρήστη Ιωάννης Αβρανάς | 22 Νοεμβρίου 2015, 06:50
Υπουργείο Δικαιοσύνης Μεσογείων 96, Τ.Κ. 11527 Τηλ: 213-1307000 email Υπευθύνου Προστασίας Δεδομένων (DPO): dpo@justice.gov.gr Δικτυακός Τόπος Διαβουλεύσεων OpenGov.gr Ανοικτή Διακυβέρνηση |
Πολιτική Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Πολιτική Ασφαλείας και Πολιτική Cookies Όροι Χρήσης Πλαίσιο Διαλόγου |
Creative Commons License Με Χρήση του ΕΛ/ΛΑΚ λογισμικού Wordpress. |
Παρατηρώ, ήδη από την αρχή της ευρύτερης συζήτησης περί του ζητήματος του "συμφώνου συμβίωσης", πως το σύνολο των ανταλλασσομένων απόψεων μοιάζει να εξαντλείται στα εξής δύο ζητήματα: το πρακτικότερο της ρύθμισης των ζητημάτων που ανακύπτουν στο πλαίσιο της συμβίωσης ενός ζεύγους, ως προς τις απαιτούμενες διατυπώσεις και διαδικασίες, και το θεμιτό ή μη/ μεμπτό ή μη της επίσημης αποδοχής συμβίωσης ζεύγους ομοφυλοφίλων. Η επιχειρηματολογία που προβάλλεται υπέρ της αναγκαιότητας θεσμοθέτησης αυτής της νομικής βάσης επικαλείται, κατ' αντιστοιχία με την ανωτέρω θεματική: αφενός το αναγκαίο της κατά το δυνατόν ταχύρυθμης και απλής διαδικασίας διατυπώσεων, προκειμένου να αναγνωριστεί επίσημα η συμβίωση ενός ζεύγους, με την υποστήριξη όλων των απαιτούμενων ρυθμίσεων για την άρτια κατά το δυνατόν διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων εκατέρωθεν, και αφετέρου τις Αρχές της ισοτιμίας- ισονομίας/ μη διάκρισης εις βάρος των ομοφυλοφίλων, που, ελλείψει μιας σχετικής νομοθεσίας, αδυνατούν να κάνουν χρήση των όποιων δικαιωμάτων η Πολιτεία εκχωρεί στις οικογένειες, οι οποίες μέχρι σήμερα επίσημα αναγνωρίζονται μόνο κατόπιν θρησκευτικής ή πολιτικής τέλεσης γάμου. Χωρίς να επιθυμώ να αποπροσανατολίσω από τη συγκεκριμένη οπτική, οφείλω να επισημάνω πως εάν εκ της ανωτέρω βάσης ορμώμενη, η Πολιτεία σπεύδει στη θεσμοθέτηση όσων εισηγείται το προτεινόμενο σχέδιο νόμου και εάν σε αυτή τη βάση εξαντληθεί και η δημόσια συζήτηση επί του θέματος, τότε, αφενός (α) αγνοείται/ αποσιωπάται το σπουδαιότερο μέρος των κοινωνικών αλλαγών που αυτή σηματοδοτεί, αφετέρου δε (β) απουσιάζει οποιοσδήποτε λόγος ουσίας για την πραγμάτωση αυτής, και εξηγούμαι: α) Η οποιαδήποτε παρέμβαση σε ένα υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο, τη στιγμή μάλιστα που αφορά σε ζητήματα κοινωνικής οργάνωσης και λειτουργίας, δέον είναι όπως στοχεύει στην αντιμετώπιση διαγνωσμένων προβλημάτων ή στην περαιτέρω βελτίωση της λειτουργίας των όποιων επιμέρους πεδίων, πάντοτε σε συμφωνία με το ευρύτερο πνεύμα Δικαίου, όπως αυτό απορρέει από τις γενικές Αρχές του Συντάγματος, και στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των θεσμών που συγκροτούν την Πολιτεία και λειτουργούν συνθετικά ως προς τον κοινωνικό ιστό. Απαραίτητα εργαλεία, ως προς τον εντοπισμό και τον ορθό προσανατολισμό της σκέψης του νομοθέτη σε αυτή την προσπάθεια αποτελούν ο εντοπισμός των σημείων που χρήζουν διόρθωσης, αντικατάστασης ή και διαγραφής από το εγχώριο Δίκαιο, ως προβληματικών στην παραπάνω κατεύθυνση, η διάγνωση των πραγματικών αιτιών των προβλημάτων και η εξεύρεση δόκιμων λύσεων. Αν δεν κάνω λάθος, συμπτώματα μιας μείζονος κοινωνικής ασθένειας της σύγχρονης εποχής, η οποία εμφανίζεται εντεινόμενη κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ασφαλώς περισσότερο διαδεδομένη στις “αναπτυγμένες” κοινωνίες του δυτικού “πολιτισμού”, αλλά εκκολαπτόμενη κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με σαφή δείγματα γραφής πλέον και στη χώρα μας, είναι αυτά της χαλάρωσης των κοινωνικών δεσμών, της απαξίωσης των θεσμών και της τάσης ιδιωτικοποίησης του ανθρώπου, με μια σειρά από δυσμενέστατες κοινωνικές συνέπειες, μεταξύ των οποίων η υπονόμευση της ιδιότητας του πολίτη κατά την ουσιαστική της έννοια, η παρακμή του πολιτεύματος της Δημοκρατίας και εν τέλει η προοδεύουσα κοινωνική αποσύνθεση. Η οπτική που υιοθετεί η Πολιτεία προκειμένου να αντεπεξέλθει σε αυτές τις κοινωνικές προκλήσεις, οφείλει να επικεντρώνει σε αυτά ακριβώς τα κύτταρα που συνθέτουν τον κοινωνικό ιστό και να ενεργεί με τρόπο που να ωφελεί τη συνοχή και την ευρωστία του κοινωνικού σώματος. Η θεσμοθέτηση νέων, πιο χαλαρών και ευέλικτων κοινωνικών μορφωμάτων, όπως αυτού της συμβίωσης, συνιστούν εκ των πραγμάτων θεσμική έκπτωση – στην προκειμένη περίπτωση από το θεσμό της οικογένειας – καθώς καλούνται να λειτουργήσουν ως “υποκατάστατα” αυτών, ενώ το προσδοκώμενο αποτέλεσμα στο συλλογικό- κοινωνικό επίπεδο προδιαγράφεται σαφώς ζημιογόνο. Προβλήματα και ανησυχίες που καταγράφονται διαχρονικά από την επιστημονική κοινότητα και αφορούν ιδίως στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα και στις τάσεις που ενισχύονται κατά την τρέχουσα περίοδο στη χώρα μας, όπως η παιδική παραβατικότητα, η ανεπαρκής προστασία των πολιτών και δη των παιδιών υπό την υπέρμετρα ογκώδη και ταχύτατα μεταδιδόμενη πληροφορία σε συνδυασμό με την παροχή ποιοτικά υποβαθμισμένης παιδείας, η αδυναμία επαρκούς υποστήριξης των οικονομικά αδύναμων και δη πολυμελών οικογενειών, η γήρανση του πληθυσμού, το εθνικό, δημογραφικό πρόβλημα κ.ά. συνηγορούν υπέρ της αδήριτης ανάγκης ανάδειξης και προβολής του ρόλου που καλείται να διαδραματίσει η οικογένεια στη σύγχρονη κοινωνία και πολύπλευρης υποστήριξης αυτού του θεσμού από την επίσημη Πολιτεία. Ο λόγος ανάδειξης και υποστήριξης του θεσμού της οικογένειας δεν είναι άλλος από την ανάγκη διατήρησης και ισχυροποίησης της κοινωνικής συνοχής, καθώς, επιπρόσθετα στις σημαντικές, αυτονόητες λειτουργίες που απορρέουν από τον παραδοσιακό της ρόλο, στη σύγχρονη συγκυρία της τεχνητής κατάρρευσης της οικονομίας, η οικογένεια, στην ευρύτερη μάλιστα εκδοχή της, έχει αναδειχθεί μέχρι στιγμής στο ύστατο προπύργιο διάσωσης του ατόμου, καθώς και της ίδιας της κοινωνίας από την πλήρη κατάρρευση και εξαθλίωση. Στον αντίποδα των ανωτέρω, η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση μοιάζει να αγνοεί παντελώς την εν λόγω ανάγκη και αντ' αυτής προκρίνει το επιτακτικό της ανάπτυξης “εύκολων” εναλλακτικών στη δημιουργία οικογένειας, περισσότερο προσαρμοσμένων στο αφιλόξενο, σύγχρονο κοινωνικό περιβάλλον, στις απαιτήσεις δηλαδή άμεσης σύστασης και διάλυσης “οιονεί νοικοκυριών”. Ως πλήρως ενταγμένο στο πνεύμα της αγοράς, αυτό το “έξυπνο πακέτο γάμου σε οικονομική συσκευασία” παρουσιάζεται ως η πλέον συμφέρουσα λύση, ενώ αν θελήσει κανείς να το εξετάσει δυνητικά από κοινωνικής σκοπιάς, διαπιστώνει πως υπονομεύει ανεξήγητα την υπόσταση του θεσμού της οικογένειας, ως ευτελές υποκατάστατο, το οποίο αδυνατεί να την αντικαταστήσει ως λειτουργικό κύτταρο της κοινωνίας. Σε ατομικό επίπεδο, βέβαια, φαντάζει ιδιαίτερα θελκτικό, ιδίως στο μέρος εκείνο του πληθυσμού που – έχοντας, παράλληλα, αποκοπεί βίαια από τη συλλογική μνήμη του τόπου – στερείται ολοκληρωμένης παιδείας ή/ και σχετικής εμπειρίας, δηλαδή στο πιο ευαίσθητο και νευραλγικό κομμάτι αυτής, στους νέους. Με λύπη διαπιστώνει κανείς πως είτε πρόκειται για αφελές εγχείρημα, είτε για πλάνο κατάλληλα στοχευμένο, ο απόηχος των προτεινόμενων ρυθμίσεων σε κοινωνικό επίπεδο αναμένεται να λειτουργήσει άκρως αποπροσανατολιστικά σε σχέση με την κατεύθυνση διάσωσης και ενίσχυσης της συνοχής του κοινωνικού ιστού. β) Περαιτέρω, επανερχόμενος στο αρχικό δίλημμα ως προς τη στόχευση και τις αφετηρίες της συγκεκριμένης νομοθετικής πρωτοβουλίας, ιδιαιτέρως στην επιχειρηματολογική βάση όπου τοποθετείται στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου μέχρι σήμερα, θεωρώ σημαντικό να επισημανθούν δύο σημεία: Η ισότιμη αντιμετώπιση των πολιτών, στη βάση ισονομίας και αποφυγής διακρίσεων μεταξύ αυτών, αποτελούν κατοχυρωμένες Αρχές, που οφείλει να σέβεται το εγχώριο Δίκαιο, τόσο σε επίπεδο θεσμοθετημένου νομοθετικού πλαισίου, όσο και κατά την εφαρμογή του στην πράξη. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο στην περίπτωση κατά την οποία θα επικρατούσε η αρετή της διάκρισης και όχι κάποια ισοπεδωτική λογική. Και αυτό αφορά στη σκέψη και στην πράξη όλων των πολιτών, πολλώ δε μάλλον του νομοθέτη. Συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην απαιτούμενη διάκριση μεταξύ των ατομικών δικαιωμάτων, ως κεκτημένου του συνόλου των πολιτών, η ισονομία στην απόλαυση των οποίων θα πρέπει να τελεί υπό την εγγύηση της Πολιτείας, και των συλλογικών θεσμών, εν προκειμένω του θεσμού της οικογένειας, ως μοναδικής, καταστατικής και δομικής μονάδας του κοινωνικού σώματος, ο πολυδιάστατος ρόλος της οποίας θα πρέπει επιτέλους να γίνει αντιληπτός και να διαφυλαχθεί ως ο πλέον αναντικατάστατος. Επικαλούμαι την αρετή της διάκρισης, καθώς η υπόσταση και η λειτουργία καθενός εκ των δύο ανωτέρω, δομικών κεκτημένων της κοινωνίας δρουν συμπληρωματικά στην κατεύθυνση της υγιούς ανάπτυξης του σώματος, στη βάση ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Η διασάλευση της ισορροπίας μεταξύ αυτών, μέσω της προτεινόμενης μετάλλαξης του ενός, εντασσόμενης στην προοπτική της διασφάλισης της φαινομενικά πλήρους εφαρμογής του άλλου, είναι άκρως επικίνδυνη. Η λογική της προκρούστειας κλίνης, ακόμη κι αν αυτός ο ρόλος θεωρηθεί ότι αποδίδεται εκ του ασφαλούς στα κεκτημένα ατομικά δικαιώματα, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί αφοριστικά και δε λαμβάνει υπόψη της το σύνθετο ρόλο και την πολύπλευρη αποστολή του θεσμού που επιχειρεί να κολοβώσει. Κατ' αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο δε διασφαλίζεται η διατήρηση του κοινωνικού ιστού, αλλά αποδυναμώνεται η όποια διατηρηθείσα συνοχή του σώματος της κοινωνίας μέχρι σήμερα, εισάγοντας πρόσθετες δικλείδες ατομικής διαφυγής από το συλλογικό και το πολιτικό επίπεδο. Εκούσια ή ακούσια, δηλαδή, δυναμιτίζεται εκ των έσω η διαμορφωθείσα μέχρι σήμερα δομή και οι όποιες εναπομένουσες εγγυήσεις συνεκτικής αντίστασης της κοινωνίας. Όπως αναφέρθηκε στη συνοπτική ανάλυση της πρώτης παραγράφου, οι λόγοι που οφείλουν να αξιοποιούνται στην κατεύθυνση της συμπλήρωσης και βελτιστοποίησης του νομοθετικού πλαισίου της χώρας δεν μπορεί να αποκλίνουν από τις γενικές Αρχές του Συντάγματος και φυσικά δεν μπορεί παρά να στοχεύουν στην περαιτέρω εξυγίανση και ενδυνάμωση της κοινωνίας εν συνόλω. Η αναγνώριση της οικογένειας εκ του λειτουργικού της ρόλου, ως του μόνου υγιούς, δομικού κυττάρου του κοινωνικού ιστού, που ως τέτοιο τοποθετείται στο επίκεντρο της κοινωνικής και προνοιακής πολιτικής του Κράτους και χαίρει των όποιων προβλέψεων και παροχών περιλαμβάνονται στις εφαρμοζόμενες πολιτικές, δεν αποτελεί προνομιακή μεταχείριση ενός τμήματος της κοινωνίας εις βάρος ετέρων. Αντιθέτως, οι λόγοι που ανάγουν τη συλλογική αυτή οντότητα σε μονάδα αναφοράς του σχετικού νομοθετικού πλαισίου και της αναπτυσσόμενης κάθε φορά κρατικής πολιτικής είναι καθαρά λειτουργικοί και απορρέουν, αν μη τι άλλο, από τη νομοτέλεια που ορίζει τη βιολογική, κοινωνική και εθνική ισορροπία, και σ' αυτούς δεν υπεισέρχεται καμία θεμιτή ή μη διάκριση μεταξύ υφιστάμενων συλλογικών σχημάτων ή άλλων που θα μπορούσαν δυνητικά να αναπτυχθούν. Επαναλαμβάνω, προκειμένου να καταστεί απολύτως σαφές, πως πρόκειται για μια καθαρά λειτουργική μονάδα, απολύτως απαραίτητη για τη σύνθεση και υγιή λειτουργία του σώματος της κοινωνίας, η οποία δεν αντικαθίσταται κατά το δοκούν, χάριν αποκαταστάσεως της οποιασδήποτε επικαλούμενης “τάξης” σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων. Η αναγνώριση εκ μέρους της Πολιτείας μιας εναλλακτικής συλλογικής μονάδας, όπως αυτής της συμβίωσης, εισάγει στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας μια τεχνητή έννοια, κατά την πρακτική των μεταλλαγμένων- γενετικά τροποποιημένων τροφών, και υποβαθμίζει συνειδητά την ποιότητα του σώματος, καθώς και την προσδοκώμενη συνοχή, ευρωστία και ανθεκτικότητά του, σε πλήρη ταύτιση με τις επιταγές του σύγχρονου, δυτικού προτύπου, μιας αποστεωμένης και στερημένης αντανακλαστικών ατομικιστικής κοινωνίας. Ως γνωστό, η ομοφυλοφιλία δεν αντιμετωπίζεται ως αδίκημα στη χώρα μας και ως εκ τούτου συμπεριλαμβάνεται ως δικαίωμα στην έννοια της ελευθερίας αυτοδιάθεσης του ανθρώπου, όπως αυτή αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα και διαφυλάσσεται από το εγχώριο Δίκαιο. Θα ήταν ατόπημα και μάλιστα καταστρεπτικό, πρώτα απ' όλα για τον προσανατολισμό και την υγιή ανάπτυξη της νομικής σκέψης και πράξης, εάν η θεσμοθέτηση πλαισίου προστασίας και κατοχύρωσης συγκεκριμένων δικαιωμάτων της οικογένειας ή ακόμη χειρότερα εάν η ίδια η έννοια του μοναδικού συλλογικού κυττάρου της κοινωνίας μας, αναγνωριζόταν ως περιοριστική διάκριση κατά των ομοφυλοφίλων ή οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού υποσυνόλου. Στην περίπτωση αυτή, ο νομοθέτης παρασύρεται σε ένα ολίσθημα που δεν έχει τέλος, καθώς κάθε συλλογικότητα που δύναται να μιμείται τον τύπο της οικογένειας θα αξιώνει δυνητικά να αναγνωρίζεται ως τέτοια και να χαίρει των κεκτημένων δικαιωμάτων αυτής ή να διευρύνει τον ορισμό της, διαστρεβλώνοντας την έννοια και τον λειτουργικό χαρακτήρα του δομικού της ρόλου. Μα δεν είναι αυτονόητο ότι ο λόγος που ανά τους αιώνες η οικογένεια καταξιώνεται ως συλλογική οντότητα στο επίκεντρο της κοινωνικής και όποιας άλλης κρατικής πολιτικής δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένη από τη δυναμική που αυτή φύσει εμπεριέχει και αφορά στη συντήρηση, ανανέωση και διαιώνιση της ίδιας της κοινωνίας, του ίδιου του Κράτους, της ίδιας της ζωής; Πώς θα μπορούσε ποτέ αυτή η αυτο-επιβεβαιούμενη αλήθεια να συρθεί στο άρμα των ατομικών δικαιωμάτων και να χαθεί, δίχως να στερηθεί η κοινωνία τα μόνα συλλογικά, δομικά της στοιχεία, τα οποία μεταφορικά και κυριολεκτικά εμπεριέχουν στον γενετικό τους κώδικα την αυτοσυντήρηση του κοινωνικού σώματος; Συνοψίζοντας, επαναλαμβάνω τους βασικούς λόγους για τους οποίους η προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση είναι άστοχη, στερούμενη ουσιαστικού προσδοκώμενου οφέλους, ενώ, αντιθέτως, κυοφορεί καταστροφικές συνέπειες, όσον αφορά στη συνοχή και λειτουργία του πολύπαθου κοινωνικού σώματος: Διαχρονικά, αλλά με ιδιαίτερη βαρύτητα στις μέρες μας, ο θεσμός της οικογένειας πλήττεται ποικιλοτρόπως, τόσο υπό το βάρος της τρέχουσας οικονομικής αβελτηρίας, όσο και υπό τη σταθερή έλλειψη πολύπλευρης υποστήριξης και ουσιαστικής Παιδείας. Η αναντικατάστατη αξία της, ως κυττάρου του συλλογικού ιστού της κοινωνίας, είναι αυταπόδεικτη και επιβεβαιώνεται τόσο ιστορικά σε αυτόν τον τόπο, όσο και νομοτελειακά από τις αυτονόητες λειτουργίες της και τη δυναμική της στις ποικίλες πτυχές της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αντί της περαιτέρω ενίσχυσης του θεσμού και παροχής κινήτρων για τη διατήρηση του θεσμού της οικογένειας και ως εκ τούτου της Ελληνικής κοινωνίας και Κράτους, ο παρών νόμος εισηγείται, υπό το πρόσχημα της τήρησης των Αρχών της ισονομίας και της ίσης μεταχείρισης σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων, την ανάπτυξη ενός συλλογικού μορφώματος που ενώ στερείται της δυναμικής και λειτουργικής δομής του θεσμού της οικογένειας, εν τούτοις διαθέτει χαρακτηριστικά που το καθιστούν θελκτικό σε άτομα που για οποιονδήποτε λόγο αποπροσανατολίζονται από την προοπτική αυτής. Με τον τρόπο όμως αυτόν, υποπίπτει σε εμφανέστατο λογικό σφάλμα, διαστρέφοντας τα χαρακτηριστικά της μοναδικής συλλογικής μονάδας, που λειτουργεί ως σημείο αναφοράς της κρατικής πολιτικής και κοινωνικής αυτο-αναφοράς, με ανυπολόγιστες συνέπειες και καταστροφικές προοπτικές για το άμεσο και μακροπρόθεσμο μέλλον της Ελληνικής κοινωνίας. Έχοντας συνείδηση της ευθύνης που κάθε πολίτης φέρει, ιδιαίτερα σε αυτόν τον καιρό που χαρακτηρίζεται εξόχως από τη μεθοδευμένη και συνεχή κατάπτωση των αξιών, τη συστηματική φθορά των ηθών και την ποικιλότροπη υπονόμευση της υπόστασης του Έθνους, απευθύνω έκκληση προς κάθε αρμόδιο, προκειμένου να ανακληθεί ο προτεινόμενος προς ψήφιση νόμος και να διαφυλαχθεί η ιερότητα του θεσμού της οικογένειας, κατά το δυνατόν όπως μας παραδόθηκε από τους πατέρες μας. Ευχόμενος ο λόγος τόσων συμπολιτών μας ενάντια στις προαποφασισμένες παρεμβάσεις με στόχο τη βίαια προσαρμογή στα πρότυπα μιας αλλοτριωμένης και απονευρωμένης κοινωνίας να βρει ευήκοα ώτα, ευχαριστώ για την ευκαιρία έκφρασης.