1. Η βαθμολογική κλίμακα των εισαγωγικών εξετάσεων για όλα τα στάδια του διαγωνισμού εκτείνεται από μηδέν (0) έως δεκαπέντε (15).
2. Η βαθμολόγηση της γραπτής επίδοσης της ξένης γλώσσας στο πρώτο στάδιο του διαγωνισμού διενεργείται από τους εξεταστές, τακτικούς ή αναπληρωματικούς, όπως ορίσθηκαν κατ’ εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 18. Η βαθμολόγηση των γραπτών δοκιμίων του δεύτερου σταδίου διενεργείται από δύο (2) βαθμολογητές, μέλη της επιτροπής, τακτικά ή αναπληρωματικά. Οι ενδείξεις των ατομικών στοιχείων των διαγωνιζομένων στα γραπτά δοκίμια και η βαθμολογία του πρώτου εξεταστή καλύπτονται με αδιαφανές χαρτί, το οποίο αφαιρείται ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής μετά από την ολοκλήρωση της βαθμολόγησης σε όλες τις θεματικές ενότητες. Απαγορεύονται οποιεσδήποτε σημειώσεις επάνω στο γραπτό. Ο μέσος όρος των βαθμών των δύο (2) βαθμολογητών αποτελεί τον βαθμό του υποψηφίου στο γραπτό δοκίμιο, όταν δεν συντρέχει περίπτωση αναβαθμολόγησης, βάσει της παρ. 2 του άρθρου 19. Αν συντρέχει περίπτωση αναβαθμολόγησης, ο βαθμός του γραπτού δοκιμίου είναι ο μέσος όρος των βαθμών των τριών (3) βαθμολογητών. Ως επιτυχόντες στο δεύτερο στάδιο του εισαγωγικού διαγωνισμού θεωρούνται όσοι υποψήφιοι έλαβαν μέσο όρο βαθμολογίας στις γραπτές δοκιμασίες τουλάχιστον οκτώ (8) και σε καμία κάτω από έξι (6). Ο τελικός βαθμός κάθε υποψηφίου στο δεύτερο στάδιο προκύπτει από τον συνυπολογισμό των βαθμών που έλαβε στις τέσσερις (4) γραπτές δοκιμασίες του σταδίου αυτού, οι οποίες έχουν τον ίδιο συντελεστή βαρύτητας, ένα (1), για όλες τις κατευθύνσεις.
3. Η αξιολόγηση της επίδοσης του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία γίνεται από κάθε μέλος της επιτροπής, το οποίο, μετά από το τέλος της εξέτασης, βαθμολογεί ιδιαιτέρως την επίδοση του υποψηφίου με ένα βαθμό για ολόκληρη την εξεταστέα ύλη. Ο μέσος όρος των πέντε (5) βαθμών αποτελεί τον βαθμό του υποψηφίου στην προφορική δοκιμασία, δηλαδή στο τρίτο στάδιο του εισαγωγικού διαγωνισμού.
4. Ο τελικός βαθμός επιτυχίας κάθε υποψηφίου προκύπτει από το άθροισμα του μέσου όρου της γραπτής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας εβδομήντα τοις εκατό (70%) και του μέσου όρου της προφορικής δοκιμασίας, με συντελεστή βαρύτητας τριάντα τοις εκατό (30%).
5. Ο τελικός βαθμός επιτυχίας προσαυξάνεται κατά ένα δέκατο (1/10) της μονάδας για κάθε ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα, και, πάντως, όχι περισσότερα από δύο, Νομικής Σχολής ημεδαπού ή αλλοδαπού πανεπιστημίου, το οποίο έχει αναγνωρισθεί ως ισότιμο και αντίστοιχο από τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.) και κατά τρία δέκατα (3/10) της μονάδας για ένα διδακτορικό δίπλωμα Νομικής Σχολής ημεδαπού ή αλλοδαπού πανεπιστημίου, το οποίο έχει αναγνωρισθεί ως ισότιμο και αντίστοιχο από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.. Σε περίπτωση κατοχής διδακτορικού διπλώματος δεν προστίθεται η προσαύξηση μεταπτυχιακού διπλώματος. Τα μέλη της επιτροπής του εισαγωγικού διαγωνισμού αποφαίνονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προσαύξησης λόγω μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος. Η συνάφεια ή μη της κατεύθυνσης, στην οποία ο υποψήφιος επιλέγει να λάβει μέρος, δεν ασκεί επιρροή για την κρίση αυτή της επιτροπής.
6. Στους πίνακες οριστικών αποτελεσμάτων περιλαμβάνονται μόνο οι υποψήφιοι οι οποίοι έλαβαν τελικό βαθμό επιτυχίας τουλάχιστον οκτώ (8), μετά δε τον υπολογισμό των προσαυξήσεων της παρ. 5 κατατάσσονται κατά βαθμολογική σειρά στους πίνακες αυτούς. Για τις κατευθύνσεις Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης και Ειρηνοδικών, για τις οποίες διενεργείται κοινός διαγωνισμός, καταρτίζεται ένας ενιαίος πίνακας οριστικών αποτελεσμάτων. Για την κατεύθυνση Διοικητικής Δικαιοσύνης καταρτίζονται δύο (2) πίνακες οριστικών αποτελεσμάτων, ένας για τους υποψηφίους που διαγωνίστηκαν για την πλήρωση των προκηρυχθεισών θέσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και ένας για τους υποψηφίους που διαγωνίστηκαν για την πλήρωση των προκηρυχθεισών θέσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας αυτού. Ακολούθως, οι πίνακες αυτοί επικυρώνονται από την επιτροπή διαγωνισμού, αποστέλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, αναρτώνται στην ιστοσελίδα της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Η αλλαγή του ποσοστού αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης πρέπει να αναθεωρηθει και να διατηρηθεί το ισχύον ποσοστό του 15%, αν όχι να μειωθεί περαιτέρω. Η αύξηση αυτή αποσκοπεί προφανώς σε ΣΥΝΤΕΧΝΙΑΚΕΣ σκοπιμότητες με τις οποίες η δικαιοσύνη θα καταστεί μαγαζί οικογενειοκρατίας και μιας ελίτ των ολίγων. Αντί το νομοσχέδιο να προσπαθεί να βελτιώσει αυτές τις αδικίες που ουκ ολίγες φορές έχουμε δει στον διαγωνισμό και ειδικά στην προφορική εξέταση, ενθαρρύνει την ανισότητα, την μεροληψία και το διαβλητο της διαδικασίας. Και όλα αυτά στην πλάτη αλλων υποψηφιων που έχουν κάνει τεράστιες πνευματικες και οικονομικές θυσίες για να επιτύχουν. Ελπίζω πραγματικά να αναθεωρηθει το συγκεκριμένο σημείο γιατί είναι ΝΤΡΟΠΗ να τίθενται τόσο εξοφθαλμα μηχανισμοί που θα κάνουν διακρισεις μεταξύ των εξεταζομένων. Και αυτοί που έθεσαν το κριτήριο αυτό ας αναλογιστούν αν πράγματι θέλουν μια τέτοια δικαιοσύνη.
Ενώ στην αιτιολογικη έκθεση γίνεται εκτενής αναφορα οτι σκοπος των αλλαγων ειναι το αδιάβλητο και η ιση μεταχείριση, με την ρύθμιση αυτή που αυξάνεται το ποσοστό αξιολόγησης των προφορικών στο 30% δημιουργουνται περισσοτερα περιθώρια για ανιση μεταχείριση των υποψηφίων και οι πιθανότητες διαβλητοτητας της διαδικασίας καθίσταται πολυ περισσότερες. Αμεση αλλαγη της ρύθμισης απαιτείται και τουλάχιστον επαναφορά του ποσοστού αξιολόγησης των προφορικών στο 15%
Με το Ν.4509/2017 τροποποιήθηκε η μέχρι τότε ισχύουσα αναλογία 70% γραπτά-30% προφορικά και πιο συγκεκριμένα μειώθηκε, από το 30% στο 15% επειδή σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η σχετική τροποποίηση κρίθηκε απαραίτητη, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Ήταν και είναι, άλλωστε, γνωστό τοις πάσι ότι η επίδοση στις προφορικές εξετάσεις, η οποία σε καμία περίπτωση δεν είναι αντιπροσωπευτική των γνώσεων και των ικανοτήτων των υποψηφίων καθόριζε πολύ συχνά την διαμόρφωση της βαθμολογίας και κατά συνέπεια και την επιτυχία στις εισαγωγικές εξετάσεις ευνοώντας φαινόμενα αδικίας, μεροληψίας και αναξιοκρατίας. Ο νομοθέτης, λοιπόν ορθά εστίασε, εντόπισε και αποκατέστησε την αδικία και την ανισότητα που υπήρχε μέχρι τότε. Ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο στο παρόν σχέδιο νόμου αναβιώνουν τακτικές και μέθοδοι που παραπέμπουν σε αδιαφανείς, «θολές» και μεροληπτικές διαδικασίες;
Όσον αφορά την αύξηση του συντελεστή βαρύτητας των προφορικών από 15% σε 30% είναι καταφανώς αναχρονιστική και οπισθοδρομική πρακτική καθόσον με αυτόν τον τρόπο δεν εξασφαλίζεται ούτε η διαφάνεια και ούτε η εισαγωγή των υποψηφίων με όρους αντικειμενικούς. Σε κάθε περίπτωση, η προφορική εξέταση πρέπει να έχει επικουρικό χαρακτήρα και να μη θίγει την αδιάβλητη διεξαγωγή του διαγωνισμού.
Η αναλογία 70% γραπτά-30% προφορικά συνιστά μια οπισθοδρόμηση σε εποχές αναξιοκρατίας και πελατειακών σχέσεων και δημιουργεί εύλογο προβληματισμό για τη σκοπιμότητα που, ενδεχομένως, εξυπηρετεί. Άλλωστε, γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, δηλαδή χάριν της διασφάλισης της αμεροληψίας και του αδιάβλητου της επιλογής των υποψηφίων, ο νομοθέτης τροποποίησε τη σχετική διάταξη, το 2016, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να υπογραμμίσουμε ότι η γραπτή εξέταση παρέχει όλα τα εχέγγυα για την δίκαιη και αντικειμενική αξιολόγηση των υποψηφίων αφενός επειδή τα θέματα είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους και αφετέρου επειδή τα ονόματα είναι καλυμμένα, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξέτασης και της βαθμολόγησης. Αντιθέτως, στην προφορική διαδικασία, ο ελάχιστος χρόνος που δίδεται για την απάντηση των θεμάτων, το επιπλέον άγχος καθώς και οι διαφορετικές ερωτήσεις ανά υποψήφιο, οι οποίες είναι ως εκ των πραγμάτων διαφορετικού βαθμού δυσκολίας, δημιουργούν συνθήκες ανισότητας και διακρίσεων. Εν κατακλείδι, η προφορική αξιολόγηση είτε θα έπρεπε να απαλειφθεί είτε, αν παραμείνει, να έχει ελάχιστη βαρύτητα.
Η αύξηση του ποσοστού των προφορικών εξετάσεων από το 15% στο 30% είναι αντίθετη με τις αρχές της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την επιλογή των υποψηφίων. Επιπλέον, όλες οι μέχρι τώρα τροποποιήσεις του Ν. 3689/2008 για την Εθνική Σχολή Δικαστών (ήτοι οι Ν. 3910/2011 και 4509/2017) ακολουθούσαν τάση μείωσης του ποσοστού των προφορικών εξετάσεων με επιχειρήματα εξασφάλισης μεγαλύτερης διαφάνειας και αξιοπιστίας στη βαθμολόγηση των υποψηφίων για την εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Η προτεινόμενη αύξηση του ποσοστού των προφορικών εξετάσεων είναι η μόνη που κινείται στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση. Πρόκειται για πρόταση αναχρονιστική, η οποία δημιουργεί υπόνοιες μεροληψίας και θα πρέπει πάραυτα να
αποσυρθεί. Είναι δε παντελώς αναιτιολόγητη, ενώ στερείται παντελώς δικαιοπολιτικού ερείσματος. Εν όψει των ανωτέρω, παρακαλώ όπως αποσυρθεί η προτεινόμενη αύξηση του ποσοστού των προφορικών εξετάσεων στο 30% και όπως παραμείνει σε ισχύ η προηγούμενη ρύθμιση που διαμόρφωνε το ποσοστό των προφορικών εξετάσεων στο 15%.
Οπισθοδρόμηση η αύξηση του συντελεστή βαρύτητας των προφορικών που πρόσφατα είχε μειωθεί, δεδομένου ότι δεν μπορεί να διασφαλιστεί η αντικειμενικότητα και η υποβολή ίδιας δυσκολίας ερωτήσεων . Επίσης, καταφανώς άδικο η θέση ορίου στο συνυπολογισμό μέχρι 2 μεταπτυχιακών και πολύ περισσότερο να μην προσμετράται το μεταπτυχιακό σε κάποιον που έχει διδακτορικό, καθώς συνιστά απαξίωση των χρόνων που δαπανά κάποιος στην έρευνα. Περαιτέρω, θα πρέπει να υπάρχει σαφήνεια ως προς την έννοια της συνάφειας και όχι να επαφίεται στην επιτροπή. ίσως είναι και περιττή αυτή η περιχαράκωση γιατί οι κλάδοι δικαίου ακόμα και οι διαοφρετικές δικαιοδοσίες συμπλέκονται ενώ η επιστημονική εντρύφηση σε περισσότερα νομικά αντικείμενα δημιουργεί έναν πιο ολοκληρωμένο νομικό και άρα δικαστή.
Απαράδεκτο και ανεπίτρεπτο το ποσοστό αξιολόγησης των προφορικών στο 30%. Εκ των πραγμάτων η προφορική διαδικασία είναι μια διαδικασία που καταρχήν είναι ανέλεγκτη καθώς οι συνθήκες εξέτασης των υποψηφίων ειναι διαφορετικές, οι ερωτήσεις που μπορεί να τεθούν στους υποψηφίους είναι διαφορετικές από την πιο εύκολη έως και την πλέον δυσκολότερη χωρίς να υπάρχουν ίσα μέτρα και σταθμά. Έτσι η διαδικασία καθίσταται πιο διαβλητή. Το ποσοστό αξιολόγησης των προφορικών διπλασιάζεται..μιλάμε για μεγάλη αύξηση. Μιλάτε για ίση δήθεν μεταχείριση μεταξύ των υποψηφίων και για αδιάβλητο διαδικασίας σε ολη την αιτιολογική του σχεδιου νομου, και πάτε και αυξάνετε το ποσοστό των προφορικών το οποίο σαν διαδικασία ήδη είναι διαβλητή. Δεν έχει λογική η συγκεκριμένη ρύθμιση.
Αξιότιμοι Κύριοι, δε θα επαναλάβω αναλυτικά τα προηγηθέντα σχόλια, τόσο στο παρόν, όσο και στα λοιπά άρθρα, τα οποία είναι απόλυτα σωστά. Θα επαναλάβω, όμως, το εξής: Λίγη ντροπή, Κύριοι! Είναι εμφανέστατες οι σκοπιμότητες και τα κίνητρά σας πίσω από αυτό το ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΚΤΡΩΜΑ, που καλείτε νομοσχέδιο. Οι παράλογες ρυθμίσεις σας υποτιμούν τους ενεργεία δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς, εμπαίζουν απροκάλυπτα τους υποψηφίους και εξευτελίζουν την Δικαιοσύνη! Καθιστάτε ανερυθρίαστα εμφανές ότι θέλετε να προωθήσετε συγκεκριμένους υποψήφιους (τους γλωσσομαθείς αλλά ΑΣΧΕΤΟΥΣ ΣΤΑ ΝΟΜΙΚΑ, που, απλά, θα διαθέτουν τις κατάλληλες ΓΝΩΡΙΜΙΕΣ και ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΕΙΣ), να μειώσετε τον αριθμό των συμμετεχόντων με αντισυνταγματικούς τρόπους, τους οποίους δεν μπορείτε να αιτιολογήσετε, και να νομιμοποιήσετε την αδιαφάνεια και την αναξιοκρατία του διαγωνισμού, τον οποίον επιδιώκετε να μετατρέψετε σε ΠΑΡΩΔΙΑ! Και τούτο διότι, δεν προκύπτει από τις ανεπαρκέστατες αιτιολογίες και τα έωλα επιχειρήματά σας γιατί μειώνετε το ανώτατο όριο εισαγωγής, γιατί η ξένη γλώσσα γίνεται μάθημα «κόφτης», γιατί «σπάτε» τον διαγωνισμό σε τρία μέρη, γιατί προβαίνετε στην αξιολόγηση εντός σχολής με καθορισμένα ποσοστά, στην τελευταία τάξη της οποίας -ως αποτυχόντες- θα κατατάσσονται και ικανά, ακόμη, άτομα επειδή ΕΤΥΧΕ να υπερβαίνουν το πάγιο ποσοστό της προηγούμενης τάξης (η αποθέωση της αντισυνταγματικότητας!) και πώς είναι δυνατόν η αύξηση του συντελεστή των προφορικών εξετάσεων, οι οποίες είναι υποκειμενικές, οι ερωτήσεις δεν έχουν την ίδια δυσκολία για όλους τους εξεταζόμενους και παρατηρούνται, κατά κόρον, αδικίες και πολλά άλλα ευτράπελα (έχουν συμβεί πολλά περιστατικά στο παρελθόν, τα οποία έχουν λάβει μεγάλη έκταση), να προωθούν την διαφάνεια του διαγωνισμού! Πρόκειται για αυθαίρετα, παράνομα, πρωτοφανή και ανήκουστα πράγματα! ΑΦΗΣΤΕ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΩΣ ΕΧΕΙ! Άλλως, η αναπόδραστη συνέπεια είναι ότι θα εξαντληθούν όλα τα νόμιμα μέσα εναντίον αυτού του τόσο ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΟΥ και στερούμενου σοβαρότητας νομοσχεδίου σας, που μόνο την αναμόρφωση της ΕΣΔι και την επιλογή καλύτερων Δικαστών δεν επιδιώκει να επιτύχει…
Με το άρθρο 74 παρ.1 του Συντάγματος θεσπίζεται η υποχρέωση αιτιολόγησης των προς ψήφιση νομοσχεδίων. Ωστόσο, εν προκειμένω, η επιλογή του ποσοστού 70%-30% για τη βαθμολόγηση των υποψηφίων ουδόλως αιτιολογείται στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου. Αντιθέτως στις αιτιολογικές εκθέσεις των νόμων 3910/2011 και 4509/2017 που τροποποίησαν τον ν. 3689/2008 για την Εθνική Σχολή Δικαστών οριζόταν ρητά ότι το ποσοστό αξιολόγησης της προφορικής δοκιμασίας μειώνεται για λόγους μεγαλύτερης διαφάνειας και αξιοπιστίας της βαθμολόγησης των υποψηφίων. Συνεπώς κατά τις προηγούμενες τροποποιήσεις του ν. 3689/2008 για την Εθνική Σχολή Δικαστών, ο νομοθέτης συνέδεσε ρητά και ανενδοίαστα την μείωση του ποσοστού αξιολόγησης της προφορικής δοκιμασίας με την επίτευξη μεγαλύτερης διαφάνειας και αξιοκρατίας για την εισαγωγή στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Προς την κατεύθυνση αυτή μάλιστα κινείται και η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων (βλ. ΣτΕ 1566-70/2016). Παρά τις ανωτέρω ρητές νομοθετικές επιλογές και την πάγια νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων που τάσσονται υπέρ της μείωσης του ποσοστού αξιολόγησης της προφορικής δοκιμασίας, το παρόν νομοσχέδιο επαναφέρει ένα μεγαλύτερο ποσοστό χωρίς να περιέχει ειδική αιτιολογία προς τούτο, δημιουργώντας υπόνοιες αδιαφάνειας και έλλειψης αξιοπιστίας στη βαθμολόγηση.
Είναι δε άξιο απορίας το γεγονός ότι στην επισυναπτόμενη Ανάλυση Συνεπειών της Ρύθμισης του παρόντος νομοσχεδίου, το αρχικό άρθρο 13 (νυν άρθρο 20) του νομοσχεδίου περί βαθμολόγησης υποψηφίων προέβλεπε ότι ο τελικός βαθμός του υποψηφίου θα προκύπτει από τη διαίρεση του αθροίσματος των μέσων όρων της γραπτής και της προφορικής δοκιμασίας, ήτοι 50%-50%. Τόσο η αρχική εκδοχή του 50%-50% όσο και η τωρινή εκδοχή του 70%-30% του παρόντος νομοσχεδίου στερούνται οποιουδήποτε δικαιοπολιτικού ερείσματος, απηχούν αναχρονιστικές αντιλήψεις και αντίκεινται καταφανώς στις συνταγματικώς κατοχυρωμένες αρχές της διαφάνειας, της αμεροληψίας και της αξιοκρατίας που πρέπει να διέπουν την Δικαιοσύνη. Ενόψει των ανωτέρω, η διάταξη αυτή πρέπει να αναθεωρηθεί άρδην και να παραμείνει το ποσοστό 85%-15% που ορθώς θεσπίστηκε με την τελευταία τροποποίηση του νόμου.
Με την αγγλική/γαλλική/ γερμανική νομική ορολογία να αποτελεί το προκριματικό στάδιο ως σαν να επρόκειτο για διαγωνισμό πρόσληψης μεταφραστών – διερμηνέων του Υπουργείου Εξωτερικών και όχι για εισαγωγικό διαγωνισμό απευθυνόμενο σε νομικούς καθώς και με την ποσόστωση του 70 – 30 %, το μόνο που θα καταφέρετε θα είναι να γελοιοποιήσετε τον πλέον κρίσιμο νομικό διαγωνισμό! Φοβάμαι ότι μάλλον αυτό επιθυμούσαν τα μέλη της ΄΄αξιότιμης΄΄ νομοπαρασκευαστικής επιτροπής σε αγαστή συνεργασία με το Υπουργείο Δικαιοσύνης όταν πρότειναν τις εν λόγω ανεκδιήγητες νομοθετικές ρυθμίσεις… Ήτοι το να μετατραπεί ο διαγωνισμός σε παρωδία με αποκλειστικό σκοπό την εισαγωγή στην ΕΣΔΙ και εν συνεχεία στο πολύπαθο δικαστικό σώμα των ΄΄λίγων και καλών΄΄, των υμετέρων, των εχόντων τις κατάλληλες άκρες και γνωριμίες με τα μέλη της εξεταστικής επιτροπής και συγχρόνως τον παραγκωνισμό των αξιόλογων νομικών οι οποίοι πολύ αμφιβάλλω εάν και κατά πόσο θα έχουν στο εξής τη διάθεση να αφιερώσουν σημαντικό χρόνο από τη ζωή τους και να δαπανήσουν σημαντικούς οικονομικούς πόρους προκειμένου να συμμετάσχουν σε έναν διαγωνισμό – φιάσκο του οποίου το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον προδιαγεγραμμένο… Και τούτο διότι η προφορική εξέταση με την ποσόστωση του 30% θα καταστεί στο εξής ρυθμιστής του τελικού μέσου όρου με αναπόφευκτες ανακατατάξεις στον πίνακα επιτυχόντων που θα εγείρουν σοβαρές υπόνοιες αμεροληψίας και αδιαφάνειας του διαγωνισμού όπως ακριβώς συνέβη και το όχι και τόσο μακρινό 2016, τότε που ανετράπη σχεδόν ο μισός πίνακας μετά τη διεξαγωγή της προφορικής εξέτασης με αποτέλεσμα οι πρώτοι να καταταχθούν τελευταίοι, άλλοι δε υποψήφιοι έμειναν τελικά εκτός του πίνακα επιτυχόντων παρά το γεγονός ότι βάσει της βαθμολογίας τους στα γραπτά ήταν σχεδόν βέβαιη η εισαγωγή τους στην ΕΣΔΙ, εξόφθαλμες αδικίες που θα λάβουν χώρα εκ νέου εάν ψηφιστούν οι ανεκδιήγητες αυτές τροποποιήσεις και αδιαμφισβήτητα θα μας γυρίσουν πολλά χρονιά πίσω…
Και επειδή ζητάτε οι σχολιαστές να υποβάλουμε και προτάσεις και όχι μόνο να αρκούμεθα στη διατύπωση της άποψής μας περί των διατάξεων του εν λόγω νομοσχεδίου, σας προτείνω λοιπόν τα εξής με σκοπό την ενίσχυση του κύρους και της διαφάνειας του εισαγωγικού διαγωνισμού της ΕΣΔΙ:
α) μείωση του συντελεστή βαρύτητας των μη νομικών μαθημάτων, ήτοι της αγγλικής κλπ. νομικής ορολογίας και του μαθήματος της γενικής ή γενικής νομικής παιδείας δεδομένου ότι όπως ήδη ελέχθη πολλάκις πρόκειται για διαγωνισμό απευθυνόμενο σε νομικούς και το ζητούμενο θα πρέπει να είναι πάντοτε η εισαγωγή στο δικαστικό σώμα ανθρώπων με βαθιά και καλή γνώση του νομικού αντικειμένου και όχι η γλωσσομάθεια και το ταλέντο στην ΄΄έκθεση ιδεών΄΄ και
β) αύξηση του ποσοστού βαρύτητας της γραπτής εξέτασης στο 90% και μείωση του ποσοστού της προφορικής εξέτασης στο 10% με σκοπό την ενίσχυση της διαφάνειας και του αδιαβλήτου του διαγωνισμού ώστε να μην παρατηρηθούν ποτέ ξανά οι αδικίες του παρελθόντος.
ΥΓ1: Εάν δεν είστε ικανοί ή μάλλον δεν επιθυμείτε να επιφέρετε μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα τονώσουν το κύρος του διαγωνισμού και θα ενισχύσουν την εμπιστοσύνη των υποψηφίων στην αδιάβλητη διεξαγωγή αυτού, καλύτερα να αφήσετε το ισχύον νομικό καθεστώς ως έχει!
ΥΓ2: Ντροπή σας που επιχειρείτε δια των απαράδεκτων αυτών νομοθετικών ρυθμίσεων να υποβιβάσετε έτι περαιτέρω τον πολύπαθο θεσμό της Δικαιοσύνης!
ΥΓ3: Η αναμόρφωση του θεσμού της Δικαιοσύνης θα επιτευχθεί πρωτίστως με τη θεσμοθέτηση ενός νομικού πλαισίου ικανού να διασφαλίσει την εισαγωγή στην ΕΣΔΙ και ακολούθως στο δικαστικό σώμα των πλέον καταρτισμένων νομικών και όχι με ένα ντροπιαστικό νομοθετικό πλαίσιο όπως αυτό που θέσατε σε δημόσια διαβούλευση με το οποίο θα προωθούνται η αναξιοκρατία, ο νεποτισμός και η ρουσφετολογία, δηλαδή όλες αυτές ακριβώς οι νοσηρότητες της ελληνικής κοινωνίας που οδήγησαν σταδιακά στην αμφισβήτηση του κύρους της Δικαιοσύνης!
ΥΓ4: Εάν το νομοσχέδιο αυτό ψηφιστεί ως έχει, παρακαλείσθε οι απανταχού μέτριοι περί τα νομικά υποψήφιοι, πλην όμως γλωσσομαθείς και ΄΄βυσματίες΄΄ με άκρες στην εξεταστική επιτροπή να σπεύσετε να συμμετάσχετε στο διαγωνισμό καθώς αυτός πλέον θα απευθύνετε αποκλειστικά και μόνο σε εσάς! Μην απογοητεύσετε τη νομοπαρασκευαστική επιτροπή και το Υπουργείο Δικαιοσύνης που έκαναν τόσο κόπο για να ψηφίσουν το νομοσχέδιο – έκτρωμα, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα σας… Σπεύστε να γίνετε Δικαστικοί Λειτουργοί τώρα που γυρίζει…
Διαφωνώ με την παράγραφο 4 σχετικά με το ποσοστό 70%-30% των γραπτων και προφορικών αντίστοιχα.
Πιο ειλικρινές θα ήταν να γίνεται γνωστός απευθείας ο ορισμός των ονομάτων που θα εισαγονται κάθε χρόνο στην ΕΣΔΙ. Ο κόπος, χρόνος και η προσπάθεια των υποψηφίων για τις εξετάσεις εξευτελίζεται με αυτή την ακατανόητη μεταρρύθμιση. 30% είναι ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό για εξετάσεις εισαγωγής σε σχολή που δίνει δυνατότητα για κάθε είδους αμφισβήτηση της αξιοκρατίας. Η αντικειμενικότητα των εξετάσεων μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με γραπτό τρόπο και αντί για εξάλειψη των προφορικών, βλέπουμε ότι προτείνεται αύξηση της σημαντικότητας τους. Πρόκειται για εξετάσεις που χρήζουν άλλων ρυθμίσεων όπως το να γίνουν λιγότερο εξαντλητικές για τους υποψηφίους και να δίνεται η δυνατότητα ελέγχου αποτελεσμάτων και επαναβαθμολογηση γραπτών και σίγουρα όχι να καταλήξει σε προσωπικές συνεντεύξεις-εισιτηρια εισαγωγής σε επιλεγμένους υποψηφίους. Οταν παρατηρείται το φαινόμενο βέβαια να δίνεται παράταση χρόνου στις γραπτές εξετάσεις σε συγκεκριμένες αίθουσες και να βάλλεται ξεκάθαρα η ισονομία μεταξύ των υποψηφίων είναι και λίγο άσκοπο και ανώφελο να συζητείται προσπάθεια βελτίωσης της αξιοκρατίας των εξετάσεων αυτών.
Παρακαλώ πολύ να αναθεωρηθεί η παρ. 4 σχετικά με το ποσοστό 70%-30% ως προς τη βαρύτητα της γραπτής και της προφορικής δοκιμασίας. Το ποσοστό αυτό είχε τροποποιηθεί, διότι είχε κριθεί αναγκαίο να ενισχυθεί η αντικειμενικότητα και η διαφάνεια στις εξετάσεις Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών. Συνεπώς, με ποια αιτιολογία θα πρέπει αυτό το ποσοστό πάλι να αλλάξει;
Αναφορικά με την προσμέτρηση μόνον των ΠΜΣ Νομικών Σχολών (παρ.5) προτείνεται η διατύπωση του νόμου να διαμορφωθεί ως εξής: «5.Ο τελικός βαθμός επιτυχίας προσαυξάνεται κατά ένα δέκατο (1/10) της μονάδας για κάθε ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα, και, πάντως, όχι περισσότερα από δύο, Νομικής Σχολής ημεδαπού ή αλλοδαπού πανεπιστημίου, το οποίο έχει αναγνωρισθεί ως ισότιμο και αντίστοιχο από τον Διεπιστημονικό Οργανισμό Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.), καθώς και για κάθε ένα μεταπτυχιακό δίπλωμα, και, πάντως, όχι περισσότερα από δύο, σε τομείς της νομικής επιστήμης συναφείς με την κατεύθυνση που έχει επιλέξει ο υποψήφιος, και κατά τρία δέκατα (3/10) της μονάδας για ένα διδακτορικό δίπλωμα Νομικής Σχολής ημεδαπού ή αλλοδαπού πανεπιστημίου, το οποίο έχει αναγνωρισθεί ως ισότιμο και αντίστοιχο από τον Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π.. Σε περίπτωση κατοχής διδακτορικού διπλώματος δεν προστίθεται η προσαύξηση μεταπτυχιακού διπλώματος. Τα μέλη της επιτροπής του εισαγωγικού διαγωνισμού αποφαίνονται αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προσαύξησης λόγω μεταπτυχιακού ή διδακτορικού διπλώματος. Η συνάφεια ή μη της κατεύθυνσης, στην οποία ο υποψήφιος επιλέγει να λάβει μέρος, ασκεί επιρροή για την κρίση αυτή της επιτροπής μόνο στην περίπτωση που το μεταπτυχιακό δίπλωμα δεν έχει αποκτηθεί από Νομική Σχολή.»
Με τον τρόπο αυτό θα αναγνωρίζονται μεν όλα τα μεταπτυχιακά διπλώματα Νομικών Σχολών ανεξαρτήτως συνάφειας, καθώς, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση, το γεγονός της συνάφειας ή μη των τίτλων αυτών με την κατεύθυνση στην οποία διαγωνίζεται ο υποψήφιος δεν αποτελεί ορθό και ασφαλές κριτήριο αλλά και όλα τα συναφή με την κατεύθυνση που θα επιλέξει ο υποψήφιος ανεξαρτήτως απόκτησης τους από Νομική Σχολή. Η προτεινόμενη τροποποίηση της διατύπωσης διάταξης κρίνεται επιβεβλημένη, καθώς με την διατύπωση της διάταξης ως έχει στο σχέδιο Νόμου αποκλείονται από την προσμέτρηση μεταπτυχιακού διπλώματος υποψήφιοι οι οποίοι κατέχουν παντελώς συναφή μεταπτυχιακά διπλώματα (λ.χ. ΠΜΣ «Δημόσιο Δίκαιο και Δημόσια Πολιτική» του Τμήματος Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του ΕΚΠΑ για την κατεύθυνση της Διοικητικής Δικαιοσύνης) και προκρίνονται υποψήφιοι οι οποίοι κατέχουν μεταπτυχιακά διπλώματα προδήλως μη συναφή με την κατεύθυνση που έχουν επιλέξει με μοναδικό κριτήριο το ότι έχουν αποκτηθεί από Νομική Σχολή.
Τέλεια. Γυρνάμε στο σκοτεινό παρελθόν. Εκεί που τα «προφορικά» και οι «τυχαίες» γνωριμίες των υποψηφίων με τους εξεταστές έκριναν την εισαγωγή στη σχολή. Αλήθεια κύριοι και κυρίες που προωθείτε αυτές τις διατάξεις, πως εξασφαλίζετε, ακόμα και σήμερα, ότι οι οι εξεταζόμενοι προφορικά δεν «τυχαίνει» κάποιοι να γνωρίζονται με τους εξεταστές από τον ευρύτερο επαγγελματικό νομικό χώρο; Μήπως περιμένετε να το δηλώσουν κατά την εξέταση; Μήπως είστε τόσο σίγουροι για το ήθος τους που περιμένετε να σας ενημερώσουν; Ο μόνος τρόπος να μπορούσε να γίνει δεκτό τα προφορικά να έχουν τη ποσόστωση που λέτε, θα ήταν ο εξεταζόμενος να εξετάζεται όχι με το ονοματεπώνυμο μου, αλλά με μοναδικό κωδικό, σε ξεχωριστή αίθουσα από τους εξεταστές, γυρισμένος πλάτη, και με τη φωνή του να μεταδίδεται μέσω μηχανήματος αλλοιωμένη. Δείτε πώς το κάνουν στο εξωτερικό σε ανάλογους διαγωνισμούς και πάρτε παραδείγματα. Που θέλετε να μου κάνετε τον διαγωνισμό πάρτυ διαφθοράς και επιβράβευσης των γνωριμιών!
Άντε, κάντε και τη ποσόστοση 50-50…. να μετράνε τα προφορικά όσο και τα γραπτά….για να μπορούν όσοι πάτωσαν στα γραπτά, να μπορούν να δικαιολογούν την » επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος » που έπαθαν εντελώς ξαφνικά στα προφορικά….από το κακό στο χειρότερο τον πάτε και αυτόν τον διαγωνισμό….
Με βάση το άρθρο 20 παρ. 4 του υπό διαβούλευση νόμου, επανέρχονται για τον υπολογισμό του τελικού βαθμού επιτυχίας στις εισαγωγικές εξετάσεις στη σχολή δικαστών οι συντελεστές βαρύτητας 70% για την γραπτή διαδικασία και 30% για την προφορική διαδικασία, που είχαν αλλάξει μόλις το 2017, με το άρθρο 36 του Ν. 4509/2017 σε 85% και 15% αντίστοιχα. Ως αιτιολογική έκθεση της συγκεκριμένης διάταξης νόμου, που τροποποίησε τα ποσοστά των συντελεστών βαρύτητας, ορίστηκε ότι, «οι γραπτές εξετάσεις διενεργούνται µε απόκρυψη των ονοµάτων των υποψηφίων και µε κοινά ερωτήµατα για κάθε κλάδο υποψηφίων, η σχετική αντικατάσταση κρίνεται αναγκαία προκειµένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειµενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών». Η συγκεκριμένη διάταξη νόμου έλαβε υπόψη της την δικαστική αμφισβήτηση της νομιμότητας του συγκεκριμένου διαγωνισμού που ήχθη ενώπιον του Ανώτατου Ακυρωτικού και επιλύθηκε με τις αποφάσεις ΣτΕ 1566-1570/2016.
Οι πάντες γνωρίζουμε στην Ελλάδα ότι όπου σε εισαγωγικούς διαγωνισμούς υπάρχουν προφορικά, αμέσως, αυτομάτως, το αδιάβλητο και το κύρος του διαγωνισμού αμέσως μειώνονται και δίδεται το δικαίωμα στον καθένα να αμφισβητεί την επάρκεια των επιτυχόντων. Προφορικό στάδιο δεν θα έπρεπε να υπάρχει καν σε έναν τέτοιο διαγωνισμό! Τουλάχιστον, μέχρι σήμερα, σταδιακά είχε περιοριστεί ο συντελεστής βαρύτητας των προφορικών ακριβώς γι αυτόν τον λόγο. Θα ανέμενε κανείς, εν έτει 2021, να πάμε τον διαγωνισμό ένα βήμα μπροστά στην ενίσχυση του αδιάβλητου της διαδικασίας, ήτοι να περιοριστεί ο συντελεστής βαρύτητας των προφορικών στο 5-10%. Αντ’ αυτού όμως, με την αύξηση του συντελεστή τους, πάμε όπισθεν ολοταχώς. Ειλικρινά κρίμα. Κρίμα να συμβεί αυτό σε έναν τέτοιο διαγωνισμό.
Το σύνθημα είναι «εμπρός πίσω»? Αντί να προοδεύουμε, γυρίζουμε σε παλαιότερα ποσοστά, που επέτρεπαν ευκολότερα αθέμιτες κι ανομολόγητες πρακτικές, που ουδεμία σχέση έχουν με την αντικειμενικότητα, την αξιοκρατία και τη διαφάνεια? Αιδώς, Αργείοι!
Αλυσιτελής θα πρέπει να θεωρηθεί η υπό κρίση διάταξη, καθώς το ποσοστό βαρύτητας 85-15 το οποίο ίσχυε από το 2017 αυξάνει την αντικειμενική κρίση και βοηθά να περάδουν οι πραγματικά διαβασμένοι. Η προφορική εξέταση ενέχει πάντα μία υποκειμενικότητα. Η δε αύξηση των ορίων μόνο στην διαβλητότητα του διαγωνισμού μπορεί να συμβάλει.
Σε κάθε δε περίπτωση η αλλάγη δεν αντανακλάται στην αιτιολογική έκθεση, ενώ με αυτή γυρίζουμε στο παλαιο καθεστώς.Σύμφωνα δε με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4509/2017 άρθρο 36, η σχετική αντικατάσταση κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, καθόσον τα περισσότερα φαινόμενα αδικιών παρετηρούντο, κατά την τελική διαμόρφωση της βαθμολογίας, από την επίδοση στις προφορικές εξετάσεις. Τι κρίσιμο και ουσιώδες άλλαξε από το 2017 έως την σήμερον ώστε να δικαιολογεί την αλλαγή;
Εάν προκύπτει περίπτωση αναβαθμολόγησης σε οποιοδήποτε μάθημα, αυτή να γίνεται από επιπλέον 2 βαθμολογητές και όχι μόνο από 1, όπως προτείνεται, και ο τελικός βαθμός να είναι ο μέσος όρος των 4 (δηλ. να παραμείνει η ισχύουσα ρύθμιση). Όσο περισσότεροι οι βαθμολογητές, τόσο πιο δίκαιο και αντικειμενικό το τελικό αποτέλεσμα. Αμφισβητείται κατά πόσο η απόδοση συντελεστή βαρύτητας τριάντα τοις εκατό (30%) στην προφορική δοκιμασία για τον προσδιορισμού του τελικού βαθμού του υποψηφίου εξυπηρετεί την αρχή της αξιοκρατίας. Πρόκειται για ρύθμιση που επαναφέρεται, μετά τη μείωση του ποσοστού στο νυν ισχύον 15% (άρθρο 36 ν. 4509/2017, Α΄ 201), χωρίς να προκύπτει αντικειμενικά η ανάγκη προς τούτο. Ειδικότερα, η ανάγκη διατήρησης του ανωτέρω μειωμένου ποσοστού προκύπτει από τη ratio θέσπισής του, όπως αποτυπώθηκε στην οικεία αιτιολογική έκθεση, σύμφωνα με την οποία: “Λαµβανοµένου υπόψη ότι οι γραπτές εξετάσεις διενεργούνται µε απόκρυψη των ονομάτων των υποψηφίων και µε κοινά ερωτήματα για κάθε κλάδο υποψηφίων, η σχετική αντικατάσταση κρίνεται αναγκαία προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών”. Η προφορική εξέταση συνιστά ρευστό κριτήριο, διότι η επίδοση σε αυτή επηρεάζεται από αστάθμητους και υποκειμενικούς παράγοντες, όπως άγχος του υποψηφίου, ερωτήσεις διαφορετικής δυσκολίας προς τους διάφορους εξεταζόμενους κλπ. Επίσης, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε και το ενδεχόμενο εύνοιας και μεροληψίας προς συγκεκριμένο εξεταζόμενο κατά την προφορική εξέταση από συγκεκριμένο εξεταστή (δυστυχώς έχει ανακύψει σχετικό θέμα στο παρελθόν) δεδομένου ότι στην προφορική δοκιμασία δεν υπάρχει ανωνυμία του υποψηφίου όπως στα γραπτά. Συνεπώς, καλό είναι η συμμετοχή της προφορικής εξέτασης στον τελικό μέσο όρο να είναι κάπως περιορισμένη, διότι το 70/30 αφήνει αρκετό περιθώριο για εντυπωσιακές ανακατατάξεις στον τελικό πίνακα επιτυχόντων που ενίοτε θα οφείλονται στην καλή ή κακή τύχη της στιγμής ή σε άλλες απρόβλεπτες παραμέτρους.
Με την αλλαγή των ποσοστών θίγεται η διαφάνεια του διαγωνισμού. Προσβάλλετε βάναυσα τους κόπους τόσων ανθρώπων που θυσιάζουν τα πάντα για να εισέλθουν στη σχολή. Παρακαλώ να αναθεωρήσετε πάραυτα.
Ντροπή ντροπή ντροπή!!! Ας ελπίσουμε ότι θα μας προσταστέψει κάποιος από αυτή την προσπάθεια..η Ομάδα Καταπολέμησης της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO);..να καταγγελθεί και να γίνει γνωστό!
Η αλλαγή του ποσοστού βαρύτητας γραπτών – προφορικών κάνει το σύστημα λιγότερο αντικειμενικό. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποιος υποψήφιος που να συμφωνεί με αυτή τη ρύθμιση. Δεν θα πρέπει να ακούγονται όσοι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής ενός νόμου?
Η αλλαγή του ποσοστού βαρύτητας γραπτών – προφορικών από 85%-15% σε 70%-30% ασκεί ξεκάθαρη επιρροή στη διαβλητότητα του διαγωνισμού.
Με την αύξηση του ποσοστού βαρύτητας των προφορικών εξετάσεων, αντί να συμβάλετε σε ένα σύστημα περισσότερο αντικειμενικό και αξιοκρατικό, το μόνο που καταφέρνετε είναι να ενισχύσετε τη διαβλητότητα του διαγωνισμού. Είναι πραγματικά ντροπή αυτό που συμβαίνει και θα ήταν πρέπον να αναθεωρήσετε άμεσα. Ειδάλλως, να εξηγήσετε αναλυτικά τους λόγους για τους οποίους προβαίνετε σε αυτή την κατάπτυστη αλλαγή, πράγμα που δεν θα καταφέρετε, καθώς δεν υπάρχει κανένα λογικό επιχείρημα υπέρ της συγκεκριμένης τροποποίησης.
Η αλλαγή του ποσοστού βαρύτητας γραπτών – προφορικών από 85%-15% σε 70%-30% επηρεάζει τη διαβλητότητα του διαγωνισμού
Η αύξηση του συντελεστή βαρύτητας των προφορικών εξετάσεων σε 30% από 15% ουδόλως συνάδει με τις αρχές της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την επιλογή των υποψηφίων. Η εν λόγω επαναφορά του ποσοστού βαρύτητας των προφορικών εξετάσεων στο 30% δημιουργεί ανασφάλεια και υπόνοιες μεροληψίας. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να εφιστήσω την προσοχή σας στο άρθρο 36 Ν.4509/2017 με το οποίο μειώθηκε, από το 30% στο 15% ο συντελεστής βαρύτητας των προφορικών εξετάσεων, ενώ αντίστοιχα αυξήθηκε ο συντελεστής βαρύτητας των γραπτών εξετάσεων από το 70% στο 85%. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η σχετική αντικατάσταση κρίθηκε αναγκαία, προκειµένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειµενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, λαμβανομένου υπόψη του γεγονός ότι οι γραπτές εξετάσεις διενεργούνται µε απόκρυψη των ονοµάτων των υποψηφίων και µε κοινά ερωτήµατα για κάθε κλάδο υποψηφίων. Ας μην κάνουμε πίσω στη διασφάλιση της διαφάνειας, της ισότητας και της αντικειμενικότητας. Η επαναφορά του προγενέστερου καθεστώτος συνιστά βήμα προς τα πίσω και δημιουργεί ανασφάλεια και απογοήτευση σε χιλιάδες νέους ανθρώπους που διαγωνίζονται με μόνο τους όπλο την αριστεία για να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους υπηρετώντας το ύψιστο αξίωμα της δικαιοσύνης.
Εκτός των όσων έχουν ήδη ειπωθεί περί των ποσοστών γραπτών και προφορικών εξετάσεων εις βάρος του αδιάβλητου του διαγωνισμού, παρίσταται άκρως προβληματικό το ότι εξαιρούνται απολύτως συναφή με την κατεύθυνση του εκάστοτε υποψηφίου μεταπτυχιακά διπλώματα εκ μόνου του λόγου ότι δεν έχουν αποκτηθεί από Νομική Σχολή. Αντ’αυτού θα προσμετρώνται πλέον μη συναφή με την κατεύθυνση που θα επιλέξει ο κάθε υποψήφιος μεταπτυχιακά διπλώματα απλώς και μόνον επειδή έχουν χορηγηθεί από κάποια Νομική Σχολή της Ελλάδας ή του εξωτερικού.
Η αύξηση του συντελεστή των προφορικών αντιστρατεύεται ευθέως τις αρχές της διαφάνειας, της αξιοκρατίας και της ισότητας κατά την επιλογή των υποψηφίων, ενώ θέτει εν αμφιβόλω τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης που οφείλει να διασφαλίζει ένας εισαγωγικός διαγωνισμός τέτοιου μεγέθους και σημασίας. Εντείνει και εξυπηρετεί (το γνωρίζουμε καλά, μην γελιέστε) την καλλιέργεια συνθηκών ρουσφετιού και νεποτισμού στον διαγωνισμό. Περιφρονεί και εξευτελίζει την προσπάθεια εκατοντάδων άξιων υποψηφίων που έχουν καταβάλει τεράστιο κόπο, χρόνο και πόρους, προκειμένου να έχουν μία επιτυχή παρουσία στον διαγωνισμό. Η διασφάλιση εισαγωγής στην ΕΣΔΙ των καταλληλότερων υποψηφίων (εάν αυτό επιδιώκετε) μπορεί να επιτευχθεί με άλλους τρόπους, όπως, για παράδειγμα, με κατάλληλη επιλογή θεμάτων, με σοβαρή, επιμελή και οριοθετημένη διόρθωση και βαθμολόγηση των γραπτών, με δημοσίευση πρότυπων απαντήσεων ή και με την πρόβλεψη της υποχρέωσης των διορθωτών να σημειώνουν επί των γραπτών, προκειμένου να καθίσταται δυνατός ο μεταγενέστερος έλεγχος και να στηρίζεται επαρκώς η βαθμολογία τους. Η αύξηση της βαρύτητας των προφορικών, χωρίς πρόβλεψη επιμέρους δικλείδων ασφαλείας, είναι καταστροφική και εξόχως οπισθοδρομική. Μην φανείτε κατώτεροι των περιστάσεων.
Ποιος ο λόγος αύξησης του ποσοστού βαρύτητας των προφορικών εξετάσεων; Πώς θα διασφαλιστεί το αδιάβλητο της διαδικασίας; Μήπως θα ήταν πρέπον να αναθεωρήσετε;
Για να γίνει ο διαγωνισμός αντικειμενικότερος και πιο αξιοκρατικος πρέπει να μειώνεται το ποσοστό των προφορικών εξετάσεων, όχι να αυξάνεται. Η αύξησή του οδηγεί στο διαβλητό του διαγωνισμού, ενώ στόχος θα έπρεπε να είναι η διαφάνεια του. Είναι τουλάχιστον ντροπή αυτό που συμβαίνει. Είναι προφανής η ύποπτη σκοπιμότητα της ρύθμισης.
Άκρως προβληματική και ύποπτη – ως ευθέως αντιστρατευόμενη τις νομικά θεμελιώδεις έννοιες της αξιοκρατίας, της αντικειμενικότητας και της διαφάνειας – κρίνεται η παντελώς αναιτιολόγητη σκοπούμενη θέσπιση των ποσοστών 70% και 30% ως συντελεστών βαρύτητας των γραπτών και των προφορικών εξετάσεων, αντίστοιχα, σε αντικατάσταση των νυν υφιστάμενων ποσοστών 85% και 15%, αντίστοιχα. Ουδείς ξεχνά ότι, αφού το 2016 σχεδόν ο μισός πίνακας επιτυχόντων επί τη βάσει των γραπτών εξετάσεων ανετράπη τελικά κατόπιν της διεξαγωγής των προφορικών, όπερ προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και συζητήσεις περί του αξιοκρατικού και αδιάβλητου ή μη χαρακτήρα του διαγωνισμού, ψηφίστηκε ο Ν. 4509/2017, του οποίου το άρθρο 36 τροποποίησε την έως τότε ισχύουσα αναλογία 70% – 30% μεταξύ γραπτών και προφορικών εξετάσεων, αυξάνοντας το ποσοστό των γραπτών στο 85% και μειώνοντας το ποσοστό των προφορικών στο 15%, ως ισχύουν μέχρι σήμερα. Η αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου, δε, διευκρίνιζε ότι η σχετική τροποποίηση κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις, καθότι πολυάριθμες ήταν οι περιπτώσεις υποψηφίων με πολύ υψηλή βαθμολογία στις γραπτές εξετάσεις που βρίσκονταν εν τέλει εκτός του οριστικού πίνακα επιτυχόντων κατόπιν των προφορικών εξετάσεων. Ο τότε νομοθέτης, δηλαδή, ορθά είχε εντοπίσει και αντιμετωπίσει το ζήτημα της αναξιοκρατίας, ανισότητας και αδιαφάνειας που εγγενώς ενυπάρχουν στην προφορική εξέταση, ενώ το παρόν Σχέδιο Νόμου αναβιώνει εύλογες υπόνοιες μεροληπτικής μεταχείρισης των υποψηφίων κατά το στάδιο των προφορικών εξετάσεων, με άμεσο αντίκτυπο στη δικαιότητα του τελικού πίνακα επιτυχόντων. Στο σημείο αυτό, δέον όπως υπομνησθεί ότι στη γραπτή δοκιμασία τα θέματα είναι κοινά για όλους τους υποψηφίους και τα στοιχεία ταυτότητας αυτών καλυμμένα και κρυφά, εν αντιθέσει προς την προφορική εξέταση, όπου οι ερωτήσεις που τίθενται στους υποψηφίους δεν είναι ίδιες για όλους ούτε του ίδιου βαθμού δυσκολίας, η δε ταυτότητα εκάστου υποψηφίου είναι πλέον γνωστή στους εξεταστές του. Εξ άλλου, κατά την προφορική δοκιμασία στον υποψήφιο διατίθεται ελάχιστος χρόνος απόκρισης του και τυχόν ελαττωμένη απόδοσή του οφείλεται συνήθως ουχί σε έλλειψη γνώσεων, αλλά στο έντονο άγχος της εν λόγω διαδικασίας, όπερ αμβλύνεται σημαντικά στη γραπτή εξέταση. Τέλος, η διενεργούμενη υπ’ αυτές τις συνθήκες προφορική δοκιμασία δεν συνιστά αξιόπιστη μέθοδο αξιολόγησης της προσωπικότητας του υποψηφίου, όπως ευκόλως γίνεται αντιληπτό, ώστε κατ’ αποτέλεσμα η επίκληση της ανάγκης αξιολόγησης της προσωπικότητας του υποψηφίου αδυνατεί να δικαιολογήσει τον διπλασιασμό του ποσοστού βαρύτητας της προφορικής εξέτασης (από το 15% στο 30%).
Και φυσικά η συνταγή ολοκληρώνεται με τη διασφάλιση της εισαγωγής στην ΕΣΔΙ των γόνων των δικαστικών λειτουργών και των πάσης φύσεως προνομιούχων που διαθέτουν τις κατάλληλες γνωριμίες και διασυνδέσεις, αυξάνοντας το ποσοστό των προφορικών από το 15 στο 30 τοις εκατό και ενώ άπαντες γνωρίζουμε πολύ καλά τι έγινε κατά το παρελθόν όταν και πάλι ίσχυε η ποσόστωση 70 – 30 τοις εκατό, δηλαδή εξόφθαλμες αδικίες σε βάρος υποψηφίων οι οποίες οδήγησαν άλλωστε σε νομοθετική μεταβολή ώστε να μειωθεί το ποσοστό των προφορικών από το 30 στο 15 τοις εκατό προς καταπολέμηση του φαινομένου της αδιαφάνειας του διαγωνισμού.
Στη χώρα που όποιος διαθέτει απλώς και μόνον τις κατάλληλες γνωριμίες μπορεί να διασφαλίσει μία θέση στο Δημόσιο με παχυλό μισθό προσπαθούν να μας πείσουν ότι αυξάνοντας το ποσοστό των προφορικών σε 30 τοις εκατό δεν αποσκοπούν στο να καταστήσουν ευχερέστερο το μαγείρεμα των βαθμολογιών με σαφές προβάδισμα εκείνων που διαθέτουν τις ΄΄κατάλληλες άκρες΄΄ ή αν θέλουμε να είμαστε και πιο καλοπροαίρετοι εκείνων οι οποίοι θα είναι απλώς πιο τυχεροί καθώς θα τους τύχουν πιο βατές και αναμενόμενες ερωτήσεις έναντι άλλων που θα κληθούν να απαντήσουν σε σαφώς πιο απαιτητικά ερωτήματα δεδομένου ότι στην προφορική εξέταση – εν αντιθέσει με τη γραπτή – είναι εξ ορισμού αδύνατη η επίτευξη της ισότητας ως προς το βαθμό δυσκολίας όλων των ερωτήσεων που θα τεθούν στους υποψηφίους. Αναπόφευκτα κάποιοι θα είναι πιο τυχεροί έναντι άλλων.
Περίεργη αντίληψη έχετε αξιότιμοι κύριοι και κυρίες της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής περί του κύρους και της διαφάνειας του εισαγωγικού διαγωνισμού της ΕΣΔΙ και εν γένει της αξιοκρατίας!
Η αύξηση του συντελεστή βαρύτητας των προφορικών σε 30% βάλλει κατά της διαφάνειας, του κύρους και του αδιάβλητου του διαγωνισμού και δε συνάδει με τον αξιοκρατικό χαρακτήρα που πρέπει να έχουν οι συγκεκριμένες εξετάσεις, αντιθέτως μόνο ανασφάλεια, υπόνοιες μεροληψίας και αίσθηση αναξιοκρατίας δημιουργεί, καθώς η αξιολόγηση της προφορικής δοκιμασίας μόνο αντικειμενική δεν μπορεί να είναι. Επιπλέον, δεδομένου ότι πρόκειται για τεχνική κρίση, μη ελέγξιμη ακυρωτικά, δεν υπάρχει δικλείδα ασφαλείας ή άλλες εγγυήσεις αμεροληψίας, πέραν της δημοσιότητας της διαδικασίας, η οποία ωστόσο δεν επαρκεί από μόνη της για τη διασφάλιση του κύρους και του αδιάβλητου χαρακτήρα των εξετάσεων.
Με ποιά λογική αλλάζει πάλι το ποσοστό σε 30%; Ποιό ήταν το πρόβλημα με το ποσοστό του 25%; Για κάποιο λόγο είχε μειωθεί στο 25% με τον προηγούμενο νόμο. Δεν ισχύει πλέον αυτός ο λόγος; Επιτέλους θα πρέπει αυτές οι εξετάσεις να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και να διασφαλίζεται όσο το δυνατόν η διαφάνειά τους.
Η αύξηση του συντελεστή των προφορικών είναι αδόκιμη και αλυσιτελής αν λάβουμε υπ’ όψιν το όλο σύστημα διενέργειας των προφορικών εξετάσεων. Ειδικότερα, μια τέτοια αύξηση συντελεστή θα έπρεπε να συνοδεύεται και από κάποιες δικλείδες ασφαλείας. Μόνη η δημοσιότητα της διαδικασίας δεν διασφαλίζει τίποτα αν αναλογιστεί κανείς ότι δεν τηρείται πρακτικό για τη διαδικασία (ερωτήσεις-απαντήσεις) ώστε να υπάρχει η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Εναλλακτικά, και δεδομένου του γεγονότος ότι με βάση την υπάρχουσα νομολογία μια αίτηση ακύρωσης που θα αμφισβητούσε την ορθότητα της σχετικής κρίσης της επιτροπής του διαγωνισμού θα ήταν απορριπτέα με την αιτιολογία ότι πρόκειται για τεχνική κρίση μη ελεγχόμενη ακυρωτικά, θα μπορούσε η δημοσιότητα της διαδικασίας των προφορικών να συνοδεύεται από ταυτόχρονη ανακοίνωση της βαθμολογίας έκαστου εξεταζόμενου αμέσως μετά το πέρας της εξέτασής του και όχι μετά από πολλές ημέρες, οπότε και οι μνήμες τόσο των εξεταστών όσο κυρίως των ακροατών από την προφορική εξέταση έχουν εξασθενίσει. Με το υπάρχον, λοιπόν, σύστημα διενέργειας των προφορικών εξετάσεων, το οποίο πέραν μιας ατελούς δημοσιότητας δεν καλύπτεται από άλλες εγγυήσεις, δεν είναι φρόνιμη η αύξηση του οικείου συντελεστή βαρύτητας.
Μ΄αυτή την αλλαγή στον τρόπο βαθμολόγησης βάλλεται έτι περισσότερο η διαφάνεια των εξετάσεων και μειώνεται η πιθανότητα επιτυχίας υποψηφίων που απέχουν παρασάγγας από κάθε σχέση νεποτισμού με τους αρμόδιους της διαδικασίας(κακά τα ψέματα όλοι γνωρίζουμε τι συμβαίνει σε τέτοιους είδους διαγωνισμούς) και καταβάλλουν υπεράνθρωπες προσπάθειες για να πετύχουν,θυσιάζοντας πολλά.Αυτή η μεταρρύθμιση αποτελεί προσβολή γι΄αυτούς τους ανθρώπους.Λυπάμαι αλλά βλέπω να κατακρεουργείται κάθε ίχνος δικαιοσύνης πλέον…Ντροπή σας!
Επισφαλής κι ύποπτη ρύθμιση σε μια χώρα με τόσο μακρά παράδοση νεποτισμού, ρουσφετιού κι αναξιοκρατίας, ο υπολογισμός της επίδοσης στις προφορικές εξετάσεις σε ποσοστό 30%! Άλλωστε, ο νομοθέτης είχε φροντίσει να το διορθώσει αυτό με τον προηγούμενο νόμο αλλά φαίνεται πως ο τωρινός νομοθέτης αναζητά «ρήτορες» κι όχι δικαστές. Εκτός κι αν εξυπηρετούνται τόσο απροκάλυπτα άλλες σκοπιμότητες, για τις οποίες δεν υπάρχει καν ανάγκη αιτιολόγησης.
Η αύξηση του συντελεστή των προφορικών είναι ντροπή. Είχε μειωθεί για να αυξηθεί το κύρος και το αδιάβλητο του διαγωνισμού. Πώς θα εξασφαλιστούν συνθήκες ισότητας όταν δεν τίθενται οι ίδιες ερωτήσεις σε όλους τους υποψηφίους; Πώς διασφαλίζεται το αδιάβλητο;
Αν αντελήφθην ορθώς, η βάση για την ξένη γλώσσα θα είναι το 8 και για τα νομικά μαθήματα το 6; Δηλαδή, δικαστής, εισαγγελέας, ειρηνοδίκης θα γίνεται κάποιος -όχι με βάση τη νομική του κατάρτιση- αλλά με βάση την ξένη γλώσσα!!! Παρατηρείται, άλλωστε, αρκετά συχνά τα τελευταία έτη. «Βαθμοί νομικών μαθημάτων: 6, ξένη γλώσσα: 15 = επιτυχών». Και μένουν εκτός άτομα με 12 και 13 στα νομικά και με 5,5 την ξένη γλώσσα!!! Δηλαδή επιθυμείτε να μονιμοποιήσετε αυτό το -δεν υπάρχουν λόγια να χαρακτηριστεί- φαινόμενο;;; Είναι δυνατόν;;; Η εν λόγω ρύθμιση είναι ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ!!! Επιπλέον, ο συντελεστής βαρύτητας προφορικών-γραπτών γιατί να αλλάξει; Επειδή στα προφορικά δεν τηρούνται πρακτικά και παρατηρείται το φαινόμενο άριστοι και μεταξύ των πρώτων θέσεων στα γραπτά να βρίσκονται μετά τα προφορικά εκτός;;; Το νομοσχέδιό σας στα περισσότερα σημεία του δεν έχει ούτε ειρμό ούτε λογική και, παρακαλούμε, για άμεση τροποποίησή του!
Ας τηρούμε τουλάχιστον τα προσχήματα, κύριοι! Η λογική του 70% γραπτά-30% προφορικά είναι οριακά υποτιμητική.
Αναφορικά με την παράγραφο 4 του άρθρου 20, δέον να επισημανθεί ότι είναι προβληματική η επαναφορά της βαθμολόγησης της προφορικής εξέτασης με συντελεστή 30% και τούτο διότι δεν παρέχει επαρκή εχέγγυα αμεροληψίας κι αξιοκρατίας εν αντιθέσει με τις γραπτές εξετάσεις.
Ο συντελεστής της προφορικής εξέτασης πρέπει να παραμείνει στο 15% αφενός μεν για να μην υπάρχουν υπόνοιες μεροληψίας κι αδιαφάνειας της διαδικασίας αφετέρου δε διότι οι ερωτήσεις στα προφορικά δεν είναι κοινές για όλους τους υποψηφίους με αποτέλεσμα να διαφέρει ο βαθμός δυσκολίας τους και να μην αξιολογούνται οι υποψήφιοι επί ίσοις όροις. Εξ αυτού του λόγου άλλωστε, με το άρθρο 36 του Ν.4509/2017, τροποποιήθηκε η έως τότε ισχύουσα αναλογία στην αξιολόγηση των προφορικών και των γραπτών εξετάσεων των υποψηφίων, οπότε και μειώθηκε ο συντελεστής της προφορικής δοκιμασίας από το 30% στο 15%.
Δεν συνάδει με τη λογική η (ήδη αναθεωρημένη) ρύθμιση του ποσοστού αξιολόγησης των προφορικών από 15% σε 30% δεδομένου μάλιστα ότι είχε ήδη αναθεωρηθεί (από 30% σε 15%) προκειμένου να είναι πιο αξιοκρατικές οι εξετάσεις και με κύριο γνώμονα τις νομικές γνώσεις των υποψηφίων επί των ίδιων νομικών ζητημάτων και όχι με βάση τις απαντήσεις σε διαφορετικές ανά υποψήφιο ερωτήσεις. Μία τέτοια ρύθμιση προκαλεί μόνο ανασφάλεια και την αίσθηση αναξιοκρατικής αξιολόγησης με άλλου είδους κριτήρια αντί των νομικών γνώσεων που απαιτείται να έχει ο υποψήφιος για την εισαγωγή του στην ΕΣΔΙ.
Επί της παρ. 4: Παρακαλώ κ. Υπουργέ να αναθεωρήσετε το ποσοστό 70%-30% ως προς τη βαρύτητα της γραπτής και της προφορικής αντίστοιχα δοκιμασίας. Το ζητούμενο είναι οι διαγωνιζόμενοι να αξιολογούνται με αντικειμενικά κριτήρια, κάτι που η προφορική διαδικασία εξ ορισμού δεν πληροί. Και τούτο διότι:
α) Η προφορική αξιολόγηση είναι υποκειμενική εκ φύσεως (αλλιώς αξιολογεί την ίδια απάντηση ο τάδε εξεταστής, αλλιώς ο άλλος),
β) Οι ερωτήσεις έχουν σχεδόν πάντα διαφορετική βαρύτητα/δυσκολία μεταξύ τους, καθότι είναι συχνότατο το φαινόμενο ένας υποψήφιος να ερωτάται κάτι «απλό» ή εν πάση περιπτώσει πιο γνωστό ή εύκολο, ένας δε άλλος υποψήφιος να ερωτάται την τάδε εξαίρεση ή την δήνα υποπερίπτωση ή κάτι που είναι συνδυαστικό νομολογίας/νομοθεσίας,
γ) Η προφορική αξιολόγηση έχει κατηγορηθεί ως διαδικασία που ευνοεί την ευνοία κάποιου/ων έναντι άλλων, ήτοι την αναξιοκρατία.
Τούτων δοθέντος, είτε θα έπρεπε να απαλειφθεί τελείως η προφορική αξιολόγηση είτε να έχει ελάχιστη βαρύτητα.
Μετά τιμής.
Με το άρθρο 36 Ν.4509/2017 τροποποιήθηκε η έως τότε ισχύουσα αναλογία στην αξιολόγηση των προφορικών και των γραπτών εξετάσεων των υποψηφίων δικαστικών λειτουργών, και συγκεκριμένως μειώθηκε, από το 30% στο 15%, ενώ αντίστοιχα αυξήθηκε το ποσοστό αξιολόγησης του μέσου όρου των γραπτών εξετάσεων των υποψηφίων, από το 70% στο 85%. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου, η σχετική αντικατάσταση κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να ενισχυθούν περαιτέρω η διαφάνεια, η ισότητα και η αντικειμενικότητα κατά τις εισαγωγικές εξετάσεις της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, καθόσον τα περισσότερα φαινόμενα αδικιών παρετηρούντο, κατά την τελική διαμόρφωση της βαθμολογίας, από την επίδοση στις προφορικές εξετάσεις. Ο νομοθέτης συνεπώς, ορθότατα ενετόπισε το πρόβλημα και ανέλαβε το θάρρος να διορθώσει το πρόβλημα της πανθομολογουμένης, σε κρίσιμο βαθμό, αναξιοκρατίας της εξεταστικής διαδικασίας σε αυτό το στάδιο. Άλλωστε, ένας εξεταζόμενος υποψήφιος δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός κρίνεται πρωτίστως από την επίδοσή του κατά το γραπτό στάδιο, εκεί όπου διαυγάζεται η νομική του κατάρτιση στην διαχείριση του γραπτού νομικού λόγου και όχι στο στάδιο της προφορικής εξέτασης, κατά την οποία είναι αδύνατον ο υποψήφιος να έχει πλήρη και συντονισμένη την μνημονική λειτουργία σε ένα βάθος πολλαπλών νομικών γνώσεων, για τις οποίες επί το πλείστον ζητείται η στείρα μηχανική απομνημόνευση.Είναι λοιπόν φρόνιμο να μην επανέρχεται η διοίκηση του Υπουργείου σε ρυθμίσεις που αναβιώνουν υπόνοιες μεροληπτικής μεταχείρισης ενίων εξεταζομένων στο στάδιο των προφορικών εξετάσεων, όπου δεν είναι εφικτός ο έλεγχος της ποιότητος της επίδοσης κάποιου υποψηφίου από κάποιον άλλον.
Αναφορικά με το διδακτορικό δίπλωμα, το άρθρο 4 του Ν. 3328/2005 προβλέπει ότι ο Δ.Ο.Α.Τ.Α.Π. αναγνωρίζει ισοτιμία και αντιστοιχία προπτυχιακών διπλωμάτων και ΙΣΟΤΙΜΙΑ (μόνον) των μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων (παράγραφος 7). Ως εκ τούτου, η φράση περί αναγνώρισης ισοτιμίας ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑΣ μεταπτυχιακού/διδακτορικού είναι εσφαλμένη.
Ο συντελεστής βαρύτητας γραπτής-προφορικής εξέτασης γιατί ακριβώς έχει αλλάξει; Σε τι ενοχλούσε το 85% γραπτά -15% προφορικά; Που αποτυπώνεται αυτό στην αιτιολογική έκθεση;Ελπίζω να πάρετε πίσω την καταπτιστη αυτή ρύθμιση. Ας κρατάμε τουλάχιστον τα προσχήματα. Για όλους εμάς που αγωνιζομαστε τόσα χρόνια για μια θέση,υποτιμά τη νοημοσύνη μας,τον κόπο μας και πάνω από όλα το θεσμό της Δικαιοσύνης, την οποία ζούμε με το όνειρο να υπηρετήσουμε κάποια στιγμή και την ελπίδα να είναι αδιάβλητη.
Απαραίτητος ο σχετικός έλεγχος βαθμολόγησης από τα μελη των επιτροπών, οι οποίοι ουκ ολίγες φορές βαθμολογούν με αποκλίνοντα κριτήρια.. Προς την κατεύθυνση αυτή, απαιτείται τουλάχιστον δημοσίευση ενδεικτικών απαντήσεων μετά την έκδοση αποτελεσμάτων αναλόγως με τις εξετάσεις των Συμβολαιογράφων.. Απαιραιτητο να γίνονται δεκτές όλες οι σχετικές απόψεις (θεωρίας, νομολογίας) και όχι μόνο συγκεκριμένες προωθώντας προσωπικές απόψεις και μόνον των επιτροπών, δημιουργωντασ Συγχύσεις.. Προς την κατεύθυνση της διαφάνειας, του σχετικού ελέγχου, την προστασία του θεσμού και των σεβασμό των διαγωνιζομένων οι οποίοι υπόκεινται σε αυτή την επίπονη διαδικασία σχεδόν 10 ημερών (πρωί και απόγευμα), απαραίτητη προϋπόθεση η επαναφορά της παλαιότερες ποσόστωσης 85/15 μεταξύ γραπτών και προφορικών, ώστε σε περιπτώσεις αμφισβητήσεων να είναι δυνατόν τυχόν έλεγχος και επανεξέταση των τελικών αποτελεσμάτων.. Αναγκαίο επι του νόμου κατά τη διενέργεια των εξετάσεων να υφίστανται κατευθυντήριες οδηγίες στα μέλη των επιτροπών κατά τη διεξαγωγή και την βαθμολόγηση.. Οι παρούσες εξετάσεις αποτελούν τις σπουδαιότερες εξετάσεις αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, ενώ δεν υπάρχει κανενα ουσιαστικά αντικειμενικό κριτήριο ελέγχου και διασφάλισης, πράγμα που κινεί υποψίες και δημιουργεί αποτρεπτικό κλίμα ως προς τη συμμετοχή και την εγκατάλειψη σχετικών προσπαθειών.. Τα κριτήρια θα πρέπει ρητά να ορίζονται όσο το δυνατών εκτενέστερα και σαφέστερα εντός του παρόντος νόμου..