ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 60
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η υποβοήθηση του έργου των δικαστικών αρχών, η συμβολή στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται προς τους πολίτες, η επίλυση προβλημάτων οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων και υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών, με τρόπο που να περιφρουρείται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους, μέσω της εναρμόνισης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109) με τον ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Άρθρο 61
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος Μέρους αποτελεί η τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109) και συγκεκριμένα η τροποποίηση:
α) του Τμήματος Πρώτου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και ειδικότερα:
αα) του Κεφαλαίου Α’, περί της έκτασης εφαρμογής αυτού και περί της ίδρυσης, της συγχώνευσης, της κατάργησης, της περιφέρειας και της έδρας των δικαστηρίων,
αβ) του Κεφαλαίου Β’, περί των οργανικών θέσεων και περί της συγκρότησης των δικαστηρίων,
αγ) του Κεφαλαίου Γ’, περί των δικαστικών συμβουλίων και περί των ολομελειών,
αδ) του Κεφαλαίου Δ’, περί της διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών,
αε) του Κεφαλαίου Ζ’, περί των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,
β) του Τμήματος Δεύτερου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και ειδικότερα:
βα) του Κεφαλαίου Γ’, περί των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων των δικαστικών λειτουργών,
ββ) του Κεφαλαίου Ε’, περί των υπηρεσιακών μεταβολών,
βγ) του Κεφαλαίου ΣΤ’ περί των βαθμών ιεραρχίας,
βδ) του Κεφαλαίου ΙΓ’, περί των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,
βε) του Κεφαλαίου ΙΔ’, περί του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης,
βστ) του Κεφαλαίου ΙΣΤ, περί των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, και
βζ) του Κεφαλαίου ΚΑ’, περί της δίωξης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ- ΙΔΡΥΣΗ, ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ, ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ, ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΔΡΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 62
Έκταση εφαρμογής – Τροποποίηση άρθρου 1 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην περ. α’ του πρώτου εδάφιου του άρθρου 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της έκτασης εφαρμογής του Τμήματος Πρώτου του νόμου αυτού, οι λέξεις «, πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και πρωτοδικεία» και το άρθρο 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 1
Έκταση εφαρμογής
Οι ρυθμίσεις του τμήματος αυτού διέπουν:
α. Τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια (Άρειο Πάγο, εφετεία, μικτά ορκωτά, δικαστήρια ανηλίκων, πλημμελειοδικεία και πρωτοδικεία),
β. τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (εφετεία και πρωτοδικεία) και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των δικαστηρίων αυτών.
Για το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ισχύουν μόνο οι διατάξεις του παρόντος που ρητώς αναφέρονται σε αυτά.».
Άρθρο 63
Ίδρυση, συγχώνευση και κατάργηση περιφέρειας και έδρας δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 2 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της ίδρυσης, της συγχώνευσης και της κατάργησης περιφέρειας και έδρας δικαστηρίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, β) προστίθεται νέο, τέταρτο, εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η ίδρυση, η συγχώνευση και η κατάργηση πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, η επέκταση ή ο περιορισμός της περιφέρειάς τους, η εν όλω ή εν μέρει μετατροπή τους σε δικαστικά γραφεία τηλεματικής ή η ίδρυση νέων τέτοιων δικαστικών γραφείων σε πόλεις, στις οποίες δεν λειτουργούν δικαστήρια, καθώς και η μεταβολή της έδρας τους γίνεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίστοιχα. Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Τα επηρεαζόμενα δικαστήρια, οι οικείες ενώσεις δικαστικών λειτουργών, οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι και οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των δικαστικών υπαλλήλων, αφού κληθούν δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της Ολομέλειας, εκφράζουν τις απόψεις τους με γραπτό υπόμνημα, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά περίπτωση, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της Ολομέλειας. Η Ολομέλεια δύναται να καλεί σε ακρόαση εκπροσώπους των φορέων του προηγούμενου εδαφίου κατά τη συνεδρίασή της, εφόσον το κρίνει αναγκαίο. Ειδικώς, αν το ως άνω προεδρικό διάταγμα αφορά πρωτοδικείο ή διοικητικό πρωτοδικείο, απαιτείται, επιπλέον, απλή γνώμη της Ολομέλειας του εφετείου ή του διοικητικού εφετείου της περιφέρειάς του. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζεται και το δικαστήριο που εκδικάζει τις εκκρεμείς υποθέσεις.».
- Στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α’, οι λέξεις «ειρηνοδικείου και πταισματοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πρωτοδικείου και πλημμελειοδικείου», β) η περ. β’ καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παρ. 1, δύναται να οριστεί ως μεταβατική έδρα, έως ότου εκλείψει η αναγκαιότητα ορισμού μεταβατικών εδρών:
α. πρωτοδικείου και πλημμελειοδικείου, η έδρα άλλου δήμου ή κοινότητας,
β. [Καταργείται],
γ. εφετείου, η έδρα πρωτοδικείου της περιφέρειάς του,
δ. διοικητικού εφετείου ή διοικητικού πρωτοδικείου, πόλη της περιφέρειάς του στην οποία έχει έδρα διοικητικό πρωτοδικείο ή πολιτικό – ποινικό εφετείο ή πρωτοδικείο.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 64
Αριθμός και κατανομή οργανικών θέσεων – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 3 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του αριθμού και της κατανομής των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων, προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Οι οργανικές θέσεις των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και των δικαστικών λειτουργών της ειδικής επετηρίδας είναι ενιαίες.».
Άρθρο 65
Συγκρότηση δικαστηρίων και των τμημάτων τους – Τροποποίηση άρθρου 4 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της συγκρότησης των δικαστηρίων και των τμημάτων τους, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) η παρ. 1 αντικαθίσταται,
β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
γ) η παρ. 8 καταργείται και το άρθρο 4, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 4
Συγκρότηση των δικαστηρίων –Τμήματα
- Τα πολιτικά – ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής:
α. το μονομελές πρωτοδικείο ή πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη,
β. το πολυμελές πρωτοδικείο ή τριμελές πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή τον πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), που τον αναπληρώνει, και δύο (2) πρωτοδίκες, από τους οποίους ο ένας δύναται να ανήκει στην ειδική επετηρίδα της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024,
γ. το μονομελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό), από πρόεδρο εφετών ή εφέτη,
ε. το πολιτικό τριμελές εφετείο και το ποινικό τριμελές εφετείο των υποπερ. ii) και iii) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και των περ. 1 έως 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), από πρόεδρο εφετών ή εφέτη και δύο (2) εφέτες,
στ. το ποινικό τριμελές εφετείο της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της παρ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, από πρόεδρο εφετών και δύο (2) εφέτες,
ζ. το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων, από έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται μαζί με έναν (1) αναπληρωτή, πρόεδρο ή πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, σύμφωνα με το άρθρο 30,
η. το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από τον δικαστή ανηλίκων της περ. ζ’ του παρόντος και δύο (2) νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, πρωτοδίκες, από τους οποίους ο ένας (1) δύναται να ανήκει στην ειδική επετηρίδα της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024,
θ. το εφετείο ανηλίκων, από εφέτη ή τον αναπληρωτή του, που ορίζονται σε κάθε εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 30, και από δύο (2) νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, εφέτες, που ορίζονται εφέτες ανηλίκων από αυτόν που διευθύνει το δικαστήριο,
ι. το μικτό ορκωτό δικαστήριο, από πρόεδρο πρωτοδικών, δύο (2) πρωτοδίκες, από τους οποίους ο ένας (1) δύναται να ανήκει στην ειδική επετηρίδα της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024, και τέσσερις (4) ενόρκους,
ια. το μικτό ορκωτό εφετείο, από πρόεδρο εφετών, δύο (2) εφέτες και τέσσερις (4) ενόρκους. Οι ένορκοι εκλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 379 έως 400 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
- Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής:
α. το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη,
β. το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο (2) πρωτοδίκες,
γ. το μονομελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών ή εφέτη,
δ. το τριμελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών και δύο (2) εφέτες.
- Κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024. Στις συνεδριάσεις των πολιτικών δικαστηρίων μπορεί, όπου ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), να παρίσταται ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναπτύσσει τη γνώμη του τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος.
- Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο αρμόδιος εισαγγελέας. Στα μονομελή και τριμελή δικαστήρια ανηλίκων παρίσταται πάντοτε ένας (1) εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών και στο εφετείο ανηλίκων ένας (1) αντεισαγγελέας εφετών ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται εισαγγελείς ανηλίκων για τρία (3) έτη από εκείνον που διευθύνει την αντίστοιχη εισαγγελία.
- Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, διαιρούνται σε τμήματα. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στον χώρο των ανακοινώσεων και στο οικείο πληροφοριακό σύστημα, εφόσον υπάρχει.
- α) Στα πολιτικά Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων, με τροποποίηση του οικείου κανονισμού, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 19, για την εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, των ένδικων βοηθημάτων και των αντίστοιχων ένδικων μέσων, που υπάγονται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητά τους και έχουν ως αντικείμενο διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες αφορούν στο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της ενέργειας και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η ως άνω τροποποίηση του κανονισμού γίνεται μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης προς την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της.
β) Για την εκδίκαση των ως άνω υποθέσεων η αρμοδιότητα:
βα) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Λαμίας, Ναυπλίου, Πατρών, Καλαμάτας και Εύβοιας και
ββ) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Βορείου Αιγαίου, Ιωαννίνων, Κέρκυρας και Λάρισας.
γ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α) τοποθετούνται, για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.
δ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α), εφόσον είναι κατά τόπο αρμόδια κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μπορεί να εισαχθούν για εκδίκαση και άλλες υποθέσεις, αν, κατά την κρίση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης, αυτό απαιτείται λόγω υπηρεσιακών αναγκών.
- Στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία, στα οποία λειτουργούν τρία (3) τουλάχιστον τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων με βάση το αντικείμενο και τον αριθμό συγκεκριμένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών, καθώς και η κατ’ αποκλειστικότητα ή μη, εισαγωγή σε αυτά των υποθέσεων των εν λόγω κατηγοριών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 19, μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, προς την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Τα ως άνω τμήματα στελεχώνονται για τριετή θητεία, που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση, από δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλων σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.
- [Καταργείται].».
Άρθρο 66
Αναπλήρωση δικαστών – Τροποποίηση άρθρου 5 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της αναπλήρωσης των δικαστών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στην παρ. 1,
αα) στην υποπερ. γ’ της περ. Α’, προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από άλλο δικαστή της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65)»,
αβ) στην υποπερ. δ’ της περ. Α’, οι λέξεις «, από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων ή μικτού ορκωτού δικαστηρίου, από δικαστή της ειδικής επετηρίδας της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024 ή πάρεδρο»,
αγ) η υποπερ. ε’ της περ. Α’ καταργείται και
β) στην παρ. 2, προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων ή το μικτό ορκωτό δικαστήριο των υποπερ. γ’ και δ’ της περ. Α’ της παρ. 1, από τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και το άρθρο 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 5
Αναπλήρωση δικαστών
- Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται, κατά σειρά αρχαιότητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ως εξής:
Α. Στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια:
α. ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, από τους αντιπροέδρους,
β. οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, από αρεοπαγίτη του τμήματός τους,
γ. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από άλλο δικαστή της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65),
δ. ένας (1) μόνο πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων ή μικτού ορκωτού δικαστηρίου, από δικαστή της ειδικής επετηρίδας της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024 ή πάρεδρο,
ε. [Καταργείται]
Β. Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια:
α. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή του ίδιου δικαστηρίου,
β. ο εφέτης, από άλλον εφέτη του ίδιου δικαστηρίου,
γ. ένας (1) μόνο πρωτοδίκης τριμελούς πρωτοδικείου, από πάρεδρο του ίδιου δικαστηρίου.
- Οι αναπληρωτές της παρ. 1 ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων ή το μικτό ορκωτό δικαστήριο των υποπερ. γ’ και δ’ της περ. Α’ της παρ. 1, από τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024.».
Άρθρο 67
Αδυναμία συγκρότησης δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 1 και 5 άρθρου 6 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί αδυναμίας συγκρότησης δικαστηρίων, καταργείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση:
α. [Καταργείται]
β. του πρωτοδικείου, του πλημμελειοδικείου, του δικαστηρίου ανηλίκων ή του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ο πρόεδρος εφετών ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο, παραγγέλλει να μεταβούν για τη σύνθεση ορισμένων δικασίμων όσοι πρωτοδίκες χρειάζονται, από αυτούς που υπηρετούν στα πρωτοδικεία της περιφέρειας του εφετείου,
γ. των εφετείων, των εφετείων ανηλίκων και των μικτών ορκωτών εφετείων Δωδεκανήσου, Ναυπλίου, Λαμίας, Καλαμάτας, Ευβοίας, Κέρκυρας, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Αιγαίου, Βορείου Αιγαίου, Λάρισας, Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Ιωαννίνων και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ο δικαστής ο οποίος διευθύνει το εφετείο: γα) των Αθηνών για τα έξι (6) πρώτα, γβ) του Πειραιώς για τα τέσσερα (4) αμέσως επόμενα, γγ) της Θεσσαλονίκης για τα τέσσερα (4) αμέσως επόμενα και γδ) των Πατρών για το τελευταίο, παραγγέλλει να μεταβούν από το εφετείο για τη σύνθεση δικασίμων όσοι εφέτες χρειάζονται.».
- Στην παρ. 5 του άρθρου 6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «συμπάρεδρο» αντικαθίσταται από τη λέξη «συμπαρεδρεύον»,
β) προστίθεται νέο, δεύτερο, εδάφιο,
γ) στο πέμπτο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Αν προβλέπεται ότι η δίκη σε πολυμελές δικαστήριο διαρκεί πολύ χρόνο, δύναται να οριστεί και άλλος δικαστής, ως συμπαρεδρεύον μέλος του, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη συγκρότηση του δικαστηρίου αυτού. Αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων ή το μικτό ορκωτό δικαστήριο, ως συμπαρεδρεύον μέλος ορίζεται δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65). Ο δικαστής αυτός αναπληρώνει μέλος του δικαστηρίου στην περίπτωση κωλύματός του κατά τη διάρκεια της δίκης. Συμμετέχει στη διαδικασία, όχι όμως και στη διάσκεψη, εκτός αν υπήρξε αναπλήρωση. Αν κωλύεται ο πρόεδρος, προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους άλλους δικαστές και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και για τον εισαγγελέα του δικαστηρίου.».
Άρθρο 68
Γραμματεία Δικαστηρίων και Εισαγγελιών – Τροποποίηση παρ. 1 και 5 άρθρου 11 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 11 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022 Α’ 109), περί της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, προστίθενται εδάφια, τέταρτο και πέμπτο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία λειτουργεί γραμματεία. Η γραμματεία αποτελεί ενιαία οργανική μονάδα και μπορεί να περιλαμβάνει γενική διεύθυνση, διευθύνσεις, τμήματα ή γραφεία. Στη γραμματεία ανήκουν οι δικαστικοί υπάλληλοι όλων των κλάδων, ειδικοτήτων και κατηγοριών, σύμφωνα με τον Κώδικα των δικαστικών υπαλλήλων (ν. 4798/2021, Α’ 68). Οι οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας διατηρούνται στις έδρες πρωτοδικείων της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), καθώς και στις παράλληλες και στις περιφερειακές έδρες των περ. β) και γ) του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, πλην εκείνων, οι οποίες ανήκουν σε καταργούμενα ειρηνοδικεία, οι οποίες μεταφέρονται στην έδρα πρωτοδικείο. Με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 επιτρέπεται η μετακίνηση δικαστικών υπαλλήλων από και προς παράλληλες ή περιφερειακές έδρες πρωτοδικείου των περ. β) και γ) του άρθρου 3 του ίδιου νόμου προς κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών και για το, κατά την κρίση του, αναγκαίο χρονικό διάστημα.».
- Η περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 11 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών καταργείται και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Αν δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση του γραμματέα από υπάλληλο του ίδιου δικαστηρίου ή της ίδιας εισαγγελίας, αναπληρώνεται, ύστερα από παραγγελία του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή του εισαγγελέα που διευθύνει την εισαγγελία, από γραμματέα:
α. [Καταργείται],
β. του εφετείου, για τα πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
γ. του διοικητικού εφετείου, για τα διοικητικά πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
δ. της εισαγγελίας εφετών, για τις εισαγγελίες της περιφέρειας του εφετείου.».
Άρθρο 69
Δικαστικό έτος και θερινά τμήματα – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 12 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 3 του άρθρου 12 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του δικαστικού έτους και των θερινών τμημάτων, τα εδάφια δεύτερο και τρίτο καταργούνται και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων συγκροτούνται ένα ή περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.».
Άρθρο 70
Αρχείο δικαστηρίου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 13 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του αρχείου του δικαστηρίου, προστίθενται εδάφια, δεύτερο και τρίτο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Στο αρχείο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας φυλάσσονται οι αποφάσεις, τα πρακτικά, τα βιβλία, οι δικογραφίες, τα πειστήρια και τα άλλα υπηρεσιακά έγγραφα σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή. Σε περίπτωση κατάργησης δικαστηρίου ή εισαγγελίας το αρχείο αυτής μεταφέρεται στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, στην τοπική αρμοδιότητα των οποίων υπάγεται η εδαφική περιφέρεια του καταργηθέντος δικαστηρίου ή της καταργηθείσας εισαγγελίας. Με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65) το αρχείο των καταργούμενων ειρηνοδικείων του άρθρου 6 του νόμου αυτού μεταφέρεται στο πρωτοδικείο της έδρας ή, αν το καταργούμενο ειρηνοδικείο βρίσκεται εγγύτερα σε παράλληλη ή περιφερειακή έδρα πρωτοδικείου των περ. β) και γ) του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, μεταφέρεται στα δικαστήρια αυτά.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Γ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 71
Δικαστικά συμβούλια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 14 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των δικαστικών συμβουλίων, προστίθενται οι λέξεις «της έδρας και της παράλληλης έδρας» και η παρ. 1, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Τα δικαστικά συμβούλια συγκροτούνται, όπως τα αντίστοιχα δικαστήρια:
α. Του πρωτοδικείου και του πλημμελειοδικείου της έδρας και της παράλληλης έδρας (περ. γ’ παρ. 1 άρθρου 4),
β. του διοικητικού πρωτοδικείου (περ. α’ και β’ παρ. 2 άρθρου 4),
γ. του εφετείου (περ. ε’ παρ. 1 άρθρου 4),
δ. του διοικητικού εφετείου (περ. γ’ και δ’ παρ. 2 άρθρου 4),
ε. του Αρείου Πάγου (άρθρο 27).
Η παρ. 1 του άρθρου 485 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) και η παρ. 2 του άρθρου 565 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) δεν θίγονται. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου του άρθρου 529 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συγκροτείται από τον Πρόεδρό του και δύο (2) αρεοπαγίτες.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Δ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 72
Διεύθυνση δικαστηρίων – Αντικατάσταση παρ. 1 και τροποποίηση των παρ. 2, 3, 4 και 5 άρθρου 17 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Η παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της διεύθυνσης των δικαστηρίων, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα δικαστήρια διευθύνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και, αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο.».
- Στην παρ. 2 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, οι λέξεις «και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Τα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο.».
- Στην παρ. 3 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, η περ. γ) καταργείται και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Το συμβούλιο αποτελείται:
α) για τα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, από έναν (1) πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο και δύο (2) εφέτες ως μέλη,
β) για τα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, από έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ως πρόεδρο και δύο (2) πρωτοδίκες ως μέλη,
γ) [Καταργείται].».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «ή ειρηνοδίκες Α’ τάξης» διαγράφονται,
β) στο τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «αντίστοιχων οργανικών θέσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υπηρετούντων στο δικαστήριο δικαστών»,
γ) το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται,
δ) το έκτο εδάφιο καταργείται και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Ο πρόεδρος και τα μέλη των συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για τον σκοπό αυτό ανά δύο (2) έτη την 11η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει η απαρτία που προβλέπεται στα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 15, οι ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα παρόντα κατά τη συνεδρίαση μέλη. Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου του συμβουλίου είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι, σε αριθμό ίσο με το ένα τέταρτο (1/4) κατά σειρά αρχαιότητας, από τους υπηρετούντες προέδρους στο Πρωτοδικείο Αθηνών και σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες προέδρους στα λοιπά δικαστήρια. Για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου, υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εφέτες και πρωτοδίκες, που υπηρετούν στα παραπάνω δικαστήρια, και σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) των υπηρετούντων στο δικαστήριο δικαστών. Για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου διεύθυνσης των πολιτικών δικαστηρίων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, στα οποία υπηρετούν δικαστές ειδικής επετηρίδας, υποψήφιοι δύνανται να είναι και οι αρχαιότεροι δικαστές της ειδικής επετηρίδας σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (½) των εξ αυτών υπηρετούντων. Οι ως άνω περιορισμοί στον αριθμό των υποψηφίων δεν ισχύουν αν οι υποψήφιοι που προκύπτουν από αυτούς δεν είναι τουλάχιστον δέκα (10). Στις περιπτώσεις αυτές, εκλόγιμοι είναι οι δέκα αρχαιότεροι δικαστές. Δεν περιλαμβάνονται στους εκλόγιμους οι δικαστές που κατά τον χρόνο της εκλογής έχουν κριθεί προακτέοι με απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου σε βαθμό ανώτερο του απαιτούμενου για τη θέση του προέδρου ή του μέλους του συμβουλίου. Κάθε αμφιβολία ή ζήτημα σχετικά με το περιεχόμενο του καταλόγου ή την εκλογική διαδικασία επιλύεται από την ολομέλεια πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, που αποτελείται από τον νεότερο πρόεδρο και τους δύο (2) νεότερους από τους υπηρετούντες δικαστές, με χωριστά ψηφοδέλτια για τον πρόεδρο και τα μέλη, στα οποία αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των εκλόγιμων. Κάθε μέλος της ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο πρόεδρο και μέχρι δύο (2) από τα μέλη, με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου. Πρόεδρος του συμβουλίου εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Τακτικά μέλη του συμβουλίου εκλέγονται οι δύο (2) πρώτοι κατά σειρά ψήφων και οι δύο επόμενοι εκλέγονται αναπληρωτές τους. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.».
- Στο ένατο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, οι λέξεις «, πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή πρωτοδικείο» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει, μετά από την πάροδο δύο (2) ετών, την 30ή Σεπτεμβρίου. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας δεν επιτρέπεται. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας σε περίπτωση που η πρώτη θητεία του δεν υπερέβη το χρονικό διάστημα του ενός (1) έτους. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός εάν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους και οι τελευταίοι από τους επόμενους κατά σειρά ψήφων δικαστές και, σε κάθε περίπτωση, από τους αρχαιότερους δικαστές που υπηρετούν στο οικείο εφετείο ή πρωτοδικείο, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή με οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του προέδρου, των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών. Κατ’ εξαίρεση, αν η απομένουσα θητεία του προέδρου ή τακτικού μέλους υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, διεξάγεται, για την κενή ή τις κενές θέσεις, αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ. 4.».
Άρθρο 73
Εισαγγελείς παράλληλης ή περιφερειακής έδρας εισαγγελίας – Χρόνος άσκησης καθηκόντων διεύθυνσης εισαγγελιών – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 18 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 18 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της διεύθυνσης των εισαγγελιών, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Την εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες της παρ. 7 του άρθρου 17. Αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς, τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος, εφόσον στο πρόσωπό του δεν συντρέχουν τα κωλύματα που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 17. Ο διευθύνων την εισαγγελία του πρωτοδικείου της έδρας ορίζει, με πράξη του, τον ή τους εισαγγελείς της παράλληλης ή περιφερειακής έδρας, καθώς και τα καθήκοντά τους.».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 18 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Η θέση του διευθύνοντος την εισαγγελία είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου δικαστικών ενώσεων. Δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι, όσοι έχουν τα κωλύματα που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 17. Στις εισαγγελίες στις οποίες δεν εκλέγονται διοικήσεις και υπηρετούν σε αυτές περισσότεροι του ενός εισαγγελείς, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση ο εισαγγελέας για τον οποίον συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6 του άρθρου 17. ».
Άρθρο 74
Κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας των δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 2, 3, 5 και 7 άρθρου 19 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 2 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας των δικαστηρίων, η περ. γ’ καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Ο κανονισμός καταρτίζεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται ως εξής:
α. των δικαστηρίων, καθώς και των εισαγγελιών στις οποίες υπηρετούν πέντε (5) τουλάχιστον εισαγγελικοί λειτουργοί, από τις ολομέλειες αυτών,
β. των λοιπών εισαγγελιών, από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε αυτές,
γ. [Καταργείται].».
- Στην παρ. 3 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο μόνο εδάφιο, οι λέξεις «του δικαστή ή του εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αντίστοιχα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία», β) προστίθεται, δεύτερο, εδάφιο και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Μέχρις ότου εκδοθεί και τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός, τα θέματα που αναφέρονται στην παρ. 5 ρυθμίζονται με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία. Σε περίπτωση μη έγκρισης του κανονισμού ή τροποποίησης ή συμπλήρωσης ή αντικατάστασης αυτού από την ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου κατά την παρ. 7, η πράξη του πρώτου εδαφίου διατηρεί την ισχύ της για τον χρόνο μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης της ολομέλειας.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «προς έγκριση, υποχρεωτικά, σε ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο» και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται προς έγκριση, υποχρεωτικά, σε ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και, αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Άρθρο 75
Συνθέσεις ποινικών δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 3, 6 και 8 και προσθήκη παρ. 13 στο άρθρο 20 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 3 του άρθρου 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της κλήρωσης των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στην υποπερ. αβ) της περ. α), προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65)»,
β) στην υποπερ. αδ) της περ. α),
βα) η λέξη «πρωτοδικών» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και
ββ) προστίθενται οι λέξεις «και μονομελών»,
γ) στην υποπερ. γα) της περ. γ),
γα) η λέξη «πενταμελών» αντικαθίσταται από τη λέξη «τριμελών» και
γβ) προστίθενται οι λέξεις «της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96)»,
δ) στην υποπερ. γβ) της περ. γ), οι λέξεις «των τριμελών και μονομελών εφετείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των τριμελών εφετείων των υποπερ. ii) και iii) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και των περ. 1 έως 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των μονομελών εφετείων»,
ε) στην υποπερ. γγ) της περ. γ), οι λέξεις «, των πενταμελών και τριμελών εφετείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και των τριμελών εφετείων»,
στ) στην υποπερ. δα) της περ. δ),
στα) οι λέξεις «, των πενταμελών» αντικαθίστανται από τη λέξη «εφετείων, » και
στβ) προστίθενται οι λέξεις «της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία, καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα:
α) Στο πρωτοδικείο:
αα) όλων των προέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός προέδρων των τριμελών πλημμελειοδικείων,
αβ) των αρχαιότερων πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων,
αγ) όλων των υπόλοιπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων,
αδ) των παρέδρων πρωτοδικείου, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των συνθέσεων των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων.
β) Στην εισαγγελία πρωτοδικών:
βα) όλων των εισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός εισαγγελέων των τριμελών πλημμελειοδικείων,
ββ) όλων των αντεισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μονομελών και των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων,
βγ) των παρέδρων εισαγγελίας, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μονομελών πλημμελειοδικείων και, εφόσον επιβάλλεται από τις υπηρεσιακές ανάγκες, ανάλογος αριθμός ως εισαγγελέων των τριμελών πλημμελειοδικείων.
γ) Στο εφετείο:
γα) των αρχαιότερων προέδρων εφετών μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των τριμελών εφετείων της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, A’ 96),
γβ) των νεότερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων των υποπερ. ii) και iii) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και των περ. 1 έως 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των μονομελών εφετείων,
γγ) όλων των υπόλοιπων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών εφετείων και των τριμελών εφετείων.
δ) Στην εισαγγελία εφετών:
δα) όλων των εισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μικτών ορκωτών εφετείων, και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός εισαγγελέων των τριμελών εφετείων της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
δβ) όλων των αντεισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών και των μονομελών εφετείων.».
- Στην παρ. 6 του άρθρου 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, οι λέξεις «του δικαστή ή του προέδρου του συμβουλίου, που διευθύνει» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος» και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος το δικαστήριο, ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης.».
- Στο δεύτερο εδάφιο της περ. α’ του δεύτερου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται η λέξη «διεύθυνσης» και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπονται:
α. ο προσδιορισμός αν: αα) συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία, αβ) ο κατηγορούμενος κρατείται και συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής του κράτησης, αγ) πρόκειται για υποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 31, αδ) ο νόμος ορίζει προθεσμία προσδιορισμού. Με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο μπορεί i) να εφαρμοστεί η ανωτέρω ρύθμιση αναλόγως και σε άλλα ποινικά δικαστήρια, ii) να αποφασίζεται η διεξαγωγή συμπληρωματικής κλήρωσης προεδρευόντων και αναπληρωτών προεδρευόντων όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο.
β. η αναβολή αν: βα) ο νόμος ορίζει προθεσμία αναβολής, ββ) συντρέχει λόγος αναβολής σε σύντομη ρητή δικάσιμο, που αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση.».
- Στο άρθρο 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται παρ. 13 ως εξής:
«13. α. Στο ποινικό τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτό ορίζεται στην περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), υπηρετούν πρόεδροι πρωτοδικών και πρωτοδίκες με αποκλειστική απασχόληση, για θητεία δύο (2) συνεχομένων δικαστικών ετών ανά βαθμό, η οποία δύναται να παραταθεί για άλλο ένα (1) δικαστικό έτος με αίτηση του ενδιαφερομένου δικαστή και απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου. Δυνατότητα νέας θητείας στο Ποινικό Τμήμα παρέχεται μόνο μετά την πάροδο δύο (2) δικαστικών ετών. Σε περίπτωση έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης δύναται να μετακινεί στο ποινικό τμήμα δικαστές, οι οποίοι υπηρετούν σε άλλα τμήματα του πρωτοδικείου, προκειμένου να απασχοληθούν κατ’ αποκλειστικότητα σε αυτό. Μετά από την άρση των έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, οι ανωτέρω δικαστές επιστρέφουν στα τμήματα, στα οποία προηγουμένως υπηρετούσαν, χωρίς ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ποινικό τμήμα να λογίζεται ως χρόνος θητείας σε αυτό. Για τη δυνατότητα συμμετοχής παρέδρων πρωτοδικείου και υπηρετούντων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 5108/2024 δικαστών ειδικής επετηρίδας στις συνθέσεις των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων και των δικαστικών συμβουλίων εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές προβλέψεις του νόμου αυτού και του παρόντος Κώδικα.
β. Στο ποινικό τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών ανήκουν και οι ανακριτές, οι ανακριτές των ν. 4022/2011 (Α΄ 219), 4198/2013 (Α΄ 215) και 4139/2013 (Α’ 74), οι ανακριτές διεθνών δικαστικών συνδρομών, οι ανακριτές ανηλίκων, οι δικαστές ανηλίκων και οι προανακριτές του άρθρου 30Α του παρόντος. Η υπηρεσία των ανακριτών, δικαστών ανηλίκων και προανακριτών του πρώτου εδαφίου δεν λογίζεται ως χρόνος θητείας στο ποινικό τμήμα κατά τα οριζόμενα στην περ. α’ της παρούσας.».
Άρθρο 76
Συνθέσεις εκδίκασης ασφαλιστικών μέτρων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 21 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της κλήρωσης των συνθέσεων σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Σε όσα πρωτοδικεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα (10) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις για την εκδίκαση των υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 και 684 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, π.δ. 503/1985, Α’ 182) καταρτίζονται με κλήρωση. Ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστών γενικής και ειδικής επετηρίδας στο πρωτοδικείο της έδρας, της παράλληλης έδρας και της περιφερειακής έδρας λογίζεται ενιαίος.».
Άρθρο 77
Δικαστικά καταστήματα, λειτουργία και συνεδριάσεις των δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 2, 4, 5 και 9 και προσθήκη παρ. 4Α στο άρθρο 22 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 2 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του δικαστικού καταστήματος, της λειτουργίας και των συνεδριάσεων των δικαστηρίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται,
β) στο τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από αίτημα του δικαστή που διευθύνει το εφετείο ή το διοικητικό εφετείο της οικείας περιφέρειας ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσής του, δύναται, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, να αποφασίσει» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το εφετείο ή το διοικητικό εφετείο ή ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών, με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, κατόπιν ενημέρωσης του Υπουργού Δικαιοσύνης, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφασίζει»,
γ) στο έβδομο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ή κατόπιν ενημέρωσής τους,» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Αν, για λόγους ανωτέρας βίας, καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία ενός δικαστηρίου ή μιας εισαγγελίας, ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση γνωστοποιείται στους δικηγορικούς συλλόγους της περιφέρειας του δικαστηρίου και αναρτάται στην είσοδο του δικαστικού καταστήματος και στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου, εφόσον υπάρχει. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα δικονομικά και λοιπά ζητήματα που προκύπτουν από την αναστολή λειτουργίας του δικαστηρίου. Αν για τους ίδιους λόγους ανωτέρας βίας καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία περισσότερων δικαστηρίων ή εισαγγελιών της αυτής περιφέρειας, ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το εφετείο ή το διοικητικό εφετείο ή ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών, με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, κατόπιν ενημέρωσης του Υπουργού Δικαιοσύνης, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφασίζει, την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της περιφέρειας για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της περιφέρειας και στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα δικονομικά και λοιπά ζητήματα που προκύπτουν από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων της περιφέρειας. Αν για τους ίδιους λόγους ανωτέρας βίας καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία περισσότερων δικαστηρίων ή εισαγγελιών της χώρας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από αίτημα ενός εκ των τριών προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ή κατόπιν ενημέρωσής τους, δύναται να αποφασίσει την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών όλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών της χώρας για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της χώρας και στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα δικονομικά και λοιπά ζητήματα που προκύπτουν από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας.».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών οι λέξεις «ορίζεται, ύστερα από αίτηση του δικαστή που το διευθύνει, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται, ύστερα από αίτηση του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος δικαστή και κατόπιν ενημέρωσης του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ορίζεται» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Αν για οποιονδήποτε λόγο η συνεδρίαση του δικαστηρίου στην αίθουσα που έχει οριστεί είναι αδύνατη, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ορίζει, αν αυτό είναι δυνατό, άλλη αίθουσα συνεδριάσεων του ίδιου καταστήματος, με πράξη του, που γνωστοποιείται με τον προσφορότερο τρόπο πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η συνέχιση της συνεδρίασης μπορεί να γίνει και σε άλλη αίθουσα που ορίζει ο δικαστής που διευθύνει τη συνεδρίαση και την ανακοινώνει από την έδρα.
Αν υπάρχει προσωρινή αντικειμενική αδυναμία πραγματοποίησης των συνεδριάσεων του δικαστηρίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται, ύστερα από αίτηση του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος δικαστή και κατόπιν ενημέρωσης του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ορίζεται η αίθουσα άλλου δικαστηρίου για την πραγματοποίηση των συνεδριάσεων. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτήν.».
- Στο άρθρο 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται παρ. 4Α ως εξής:
«4Α. Σε περίπτωση παραπομπής προς εκδίκαση υποθέσεων με μεγάλο αριθμό διαδίκων ή υποθέσεων που αφορούν στην οργανωμένη εγκληματικότητα ή έχουν σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο, ο διευθύνων την αρμόδια εισαγγελία ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο διευθύνων το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση, ενημερώνουν σχετικά με την επικείμενη διεξαγωγή της δίκης και τις απαιτήσεις της τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «, λαμβανομένου κάθε πρόσφορου μέτρου για την πρόσβαση πολιτών με κινητικά προβλήματα» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Στην αίθουσα συνεδριάσεων υπάρχουν ιδιαίτερη έδρα για το δικαστήριο, ειδικά έδρανα για τους δικηγόρους και χωριστές θέσεις για τους διαδίκους, τους κατηγορουμένους, τους μάρτυρες και τους ακροατές, λαμβανομένου κάθε πρόσφορου μέτρου για την πρόσβαση πολιτών με κινητικά προβλήματα. Τη διαρρύθμιση των αιθουσών, όπου συνεδριάζουν τα δικαστήρια, καθορίζει ειδικότερα με απόφασή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 του ν. 5108/2024 (Α’ 65),» και η παρ. 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 του ν. 5108/2024 (Α’ 65), ο Υπουργός Δικαιοσύνης καθορίζει, με απόφασή του, τα όργανα διοίκησης και διαχείρισης των δικαστικών μεγάρων, τα οποία, κατά περίπτωση, επιμελούνται της κατάρτισης του κανονισμού λειτουργίας τους, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των υπηρεσιών που στεγάζονται στο κτίριο αυτό. Αντίγραφο του κανονισμού κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος εντός ενός (1) μηνός μπορεί να τον αναπέμψει για τροποποίηση ή διόρθωση.».
Άρθρο 78
Εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης επί εισαγγελιών – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 23 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 4 του άρθρου 23 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της εποπτείας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι λέξεις «η έκδοση γενικών ενημερωτικών οδηγιών προς τις εισαγγελίες» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η ενημέρωση των εισαγγελιών» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανήκει και η ενημέρωση των εισαγγελιών σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν στη δικαστική συνεργασία των κρατών μελών στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών, της διεθνούς τρομοκρατίας, της σύστασης συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, της εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των εγκλημάτων με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας και του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ζ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 79
Ορισμός Ανακριτών και Δικαστών Ανηλίκων από τη Γενική Επετηρίδα- Τροποποίηση των παρ. 1, 2, 3, 5 και 6 άρθρου 30 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των ανακριτών και των δικαστών ανηλίκων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο πρώτο εδάφιο,
αα) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65)» και αβ) η λέξη «συμβουλίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου»,
β) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων του εφετείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο ανακριτής ανηλίκων και ο εισαγγελέας ανηλίκων του πλημμελειοδικείου και του εφετείου, για θητεία δύο (2) ετών»,
γ) προστίθεται νέο, τρίτο, εδάφιο,
δ) στο τέταρτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
ε) στο πέμπτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Ανακριτές στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για μια τριετία πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65) με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και γνώμη του οικείου εισαγγελέα εφετών. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται ο ανακριτής ανηλίκων και ο εισαγγελέας ανηλίκων του πλημμελειοδικείου και του εφετείου για θητεία δύο (2) ετών. Για την ανάθεση καθηκόντων ανακριτή συνεκτιμώνται η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού διπλώματος στο ποινικό δίκαιο και η αποδεδειγμένα πολύ καλή γνώση μιας (1) τουλάχιστον ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής. Ειδικά στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ως ανακριτές ορίζονται για μία τριετία πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτών ως παρέδρων πρωτοδικείου και, σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, ορίζονται ως ανακριτές οι κατά τον διορισμό αρχαιότεροι. Στα λοιπά δικαστήρια πλημμελειοδικών οι ανακριτές ορίζονται μεταξύ των προέδρων πρωτοδικών και των αρχαιότερων πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, εφόσον δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα ανακριτή στο ίδιο δικαστήριο ή σε άλλο και η υπηρεσία τους είναι συνεχόμενη.».
- Στην παρ. 2 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) οι λέξεις «το συμβούλιο και ο δικαστής» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής»,
β) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε υποθέσεις επείγουσες ή που απαιτούν ιδιαίτερη ή μακρόχρονη έρευνα, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο μπορούν, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών, να ορίσουν επίκουρο ανακριτή έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή περισσότερους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, εφόσον το ζητήσει ο ανακριτής.».
- Στην παρ. 3 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο πρώτο εδάφιο,
αα) οι λέξεις «ο δικαστής ή το συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής» και
αβ) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
β) προστίθενται εδάφια, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαψε να υπηρετεί ο ανακριτής και δεν μπορεί άλλος ανακριτής να τον αναπληρώσει, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο ορίζει ως ανακριτή έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Ο αριθμός των ανακριτών που υπηρετεί σε κάθε Πρωτοδικείο, προσδιορίζεται ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, δύνανται να δημιουργούνται κατά περίπτωση, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας, Ανακριτικά Τμήματα Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, προς διεκπεραίωση των υποβαλλομένων εισαγγελικών παραγγελιών, με αντικείμενο την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και ευρωπαϊκών εντολών έρευνας. Ο ως άνω Ανακριτής Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, επιλέγεται, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών, μεταξύ των ανακριτών που υπηρετούν στα ανακριτικά τμήματα του πρωτοδικείου και μπορεί κατά την κρίση του προέδρου ή του διευθύνοντος και σύμφωνα με τις υπηρεσιακές ανάγκες να τυγχάνει αποκλειστικής απασχόλησης. Για τη γραμματειακή υποστήριξη του Ανακριτή Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας, συγκροτείται Γραφείο Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών, το οποίο στελεχώνεται από δικαστικούς υπαλλήλους, με σχετική εμπειρία και γνώση ξένων γλωσσών.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
β) η λέξη «συμβουλίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Δικαστές ανηλίκων στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για δύο (2) έτη ένας ή περισσότεροι πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Με την ίδια διαδικασία ορίζεται ο δικαστής ανηλίκων του Εφετείου. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι από είκοσι (20) δικαστές, οι δικαστές ανηλίκων ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου. Για τον ορισμό στη θέση του δικαστή και του εισαγγελέα ανηλίκων αξιολογείται η προηγούμενη συμμετοχή σε ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης που οργανώνει η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) ή η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου στο ειδικό αντικείμενο.».
- Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται,
β) προστίθεται τέταρτο εδάφιο και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο ορίστηκαν, μέχρι την αντικατάστασή τους ή την ανανέωση της θητείας τους. Πριν από την πάροδο του παραπάνω χρονικού διαστήματος, απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους με τη διαδικασία της παρ. 1 ή κατά περίπτωση της παρ. 5, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Η θητεία του ανακριτή και του εισαγγελέα ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με αίτηση αυτού και με απόφαση του ορίζοντος αυτόν οργάνου για ένα (1) ακόμη έτος. Η θητεία του δικαστή ανηλίκων και του ανακριτή ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με τον ίδιο τρόπο για δύο (2) ακόμη έτη.».
Άρθρο 80
Προανακριτές Πρωτοδίκες – Προσθήκη άρθρου 30Α στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), προστίθεται άρθρο 30Α ως εξής:
«Άρθρο 30Α
Προανακριτές Πρωτοδίκες
- Για τη στελέχωση των ειδικών προανακριτικών τμημάτων της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 5108/2024 (Α’ 65) ορίζονται με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών του πρωτοδικείου, ως προανακριτές με τριετή θητεία, δικαστές της ειδικής επετηρίδας και, αν στην έδρα του πρωτοδικείου δεν υπηρετούν ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν αριθμητικά, πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας. Για τον ορισμό στη θέση του προανακριτή λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα της προηγούμενης υπηρεσίας του στο ειδικό αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης και της προανάκρισης. Επίσης, συνεκτιμώνται η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού διπλώματος στο ποινικό δίκαιο και η αποδεδειγμένα πολύ καλή γνώση μίας (1) ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής. Η θητεία του προανακριτή μπορεί να ανανεώνεται με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών του πρωτοδικείου για ένα (1) ακόμη έτος.
- Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαψε να υπηρετεί ή εντάχθηκε στη γενική επετηρίδα ο προανακριτής και δεν μπορεί άλλος προανακριτής να τον αναπληρώσει, ο πρόεδρος πρωτοδικών ή το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης που διευθύνει το πρωτοδικείο της έδρας, ορίζουν ως προανακριτή έναν (1) πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας και, αν στην έδρα του πρωτοδικείου της έδρας δεν υπηρετούν πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν αριθμητικά, έναν (1) πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας. Η διάρκεια της αναπλήρωσης δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της ημερομηνίας έναρξης του επόμενου δικαστικού έτους.
- Ο αριθμός των προανακριτών που υπηρετεί σε κάθε πρωτοδικείο, προσδιορίζεται ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, δύνανται να δημιουργούνται κατά περίπτωση, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών, Προανακριτικά Τμήματα Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, προς διεκπεραίωση των υποβαλλομένων εισαγγελικών παραγγελιών, με αντικείμενο την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και ευρωπαϊκών εντολών έρευνας. Ο ως άνω Προανακριτής Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, επιλέγεται με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών, μεταξύ των προανακριτών, που υπηρετούν στα προανακριτικά τμήματα του πρωτοδικείου και μπορεί κατά την κρίση του προέδρου και σύμφωνα με τις υπηρεσιακές ανάγκες να τυγχάνει αποκλειστικής απασχόλησης. Για τη διαδικασία αναπλήρωσής του εφαρμόζεται η παρ. 2. Για τη γραμματειακή υποστήριξη του Προανακριτή Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας, συγκροτείται Γραφείο Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών, το οποίο στελεχώνεται από δικαστικούς υπαλλήλους, με σχετική εμπειρία και γνώση ξένων γλωσσών.
- Ο προανακριτής ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου, για τον οποίον ορίστηκε, μέχρι την αντικατάστασή του ή την ανανέωση της θητείας του. Πριν από την πάροδο του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στην παρ. 1, ο προανακριτής δύναται να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του, με τη διαδικασία της παρ. 1, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος.
- Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του προανακριτή συμπεριλαμβάνεται και η κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών αρμόδιων δικαστικών λειτουργών διενέργεια ερευνών κατ’ οίκον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος και των άρθρων 253 έως 256 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 182). Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι υπηρετούντες προανακριτές ή οι κατά την παρ. 2 του παρόντος αναπληρωτές τους, η έρευνα διενεργείται από τους νεότερους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας της περ. ε) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει δωδεκαετή υπηρεσία και, εάν οι τελευταίοι δεν επαρκούν, από αντεισαγγελείς πλημμελειοδικών ή από εισαγγελικούς παρέδρους.
- Η παρ. 1 του παρόντος αναφορικά με την ανάθεση καθηκόντων προανακριτή και τη διάρκεια της θητείας του εφαρμόζεται ως προς τους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 πταισματοδίκες μετά από τη συμπλήρωση της τριετίας, η οποία προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου. Οι υπηρετούντες κατά τη διάταξη αυτή προανακριτές δύνανται να ζητήσουν με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται το αργότερο τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της τριετίας, προς το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή τον διευθύνοντα το πρωτοδικείο της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, την εκ νέου ανάθεση σε αυτούς καθηκόντων προανακριτή σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Γ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 81
Κανονική άδεια δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 52 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 6 του άρθρου 52 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της κανονικής άδειας των δικαστικών λειτουργών, το τρίτο εδάφιο καταργείται και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Η κανονική άδεια χορηγείται με απόφαση του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από αίτηση του δικαστικού λειτουργού. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.».
Άρθρο 82
Άδειες κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 53 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 53 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2024, Α’ 109), περί των αδειών κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου δικαστικών λειτουργών, οι λέξεις «ή του προέδρου του οικείου πρωτοδικείου για τα δικαστήρια στα οποία υπηρετούν μέχρι τέσσερις ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Στον γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, ύστερα από αίτησή του, με απόφαση του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου, που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, η οποία κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή τέκνου. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, η παραπάνω άδεια των εννέα (9) μηνών για ανατροφή τέκνου με αποδοχές προσαυξάνεται, κατά έξι (6) μήνες για κάθε τέκνο πέραν του ενός. Η ημερομηνία έναρξης της άδειας προσδιορίζεται, όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από μητέρα δικαστική λειτουργό, το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε όμως μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας μητρότητας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός. Η αίτηση για τη χορήγηση της παραπάνω άδειας σε πατέρα δικαστικό λειτουργό, για την ανατροφή του τέκνου του, υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν, δηλαδή μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας που έχει χορηγηθεί στην εργαζομένη μητέρα του παιδιού του. Αν η σύζυγος ή το πρόσωπο, με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ο δικαστικός λειτουργός, δεν έχει λάβει άδεια μητρότητας, η αίτηση υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία έληγε η άδεια μητρότητας, την οποία, με βάση τον χρόνο τοκετού, θα ελάμβανε μητέρα δικαστική λειτουργός.».
Άρθρο 83
Αναρρωτική άδεια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 54 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 54 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των αναρρωτικών αδειών των δικαστικών λειτουργών, οι λέξεις «ή τον πρόεδρο του οικείου πρωτοδικείου, για τα δικαστήρια στα οποία υπηρετούν μέχρι τέσσερις (4) ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες,» διαγράφονται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που ασθενούν ή έχουν ανάγκη ανάρρωσης, χορηγείται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η σχετική απόφαση κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.».
Άρθρο 84
Εκπαιδευτική άδεια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 55 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην περ. β) του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 55 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των εκπαιδευτικών αδειών των δικαστικών λειτουργών στην αλλοδαπή και ημεδαπή, οι λέξεις «του ειρηνοδίκη,» διαγράφονται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή:
α) στους εισηγητές και παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
β) στους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων από τον βαθμό, του πρωτοδίκη και του αντεισαγγελέα πρωτοδικών μέχρι του εφέτη και του αντεισαγγελέα εφετών,
γ) στους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από τον βαθμό του πρωτοδίκη μέχρι του εφέτη.
Εκπαιδευτική άδεια δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55ου) έτους της ηλικίας. Για να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια, απαιτείται ο δικαστικός λειτουργός να έχει πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί για εκπαίδευση και να έχει γίνει δεκτός σε αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής, είτε ως πλήρους φοίτησης είτε ως ακαδημαϊκός επισκέπτης.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ε’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 85
Μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 1 και 3 άρθρου 60 ν. Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 60 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α΄ 109), περί των μεταθέσεων των δικαστικών λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) προστίθεται νέο, τέταρτο, εδάφιο,
β) στο πέμπτο εδάφιο,
βα) οι λέξεις «δεκαπέντε (15)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δέκα (10)» και
ββ) προστίθενται οι λέξεις «, εφόσον η μετακίνησή τους γίνεται σε δικαστήρια της ίδιας εφετειακής έδρας, άλλως εντός δεκαπέντε (15 ημερών)» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Τα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια για τις προαγωγές και μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών συνεδριάζουν κατά το χρονικό διάστημα από τις 10 Μαΐου έως τις 10 Ιουνίου. Οι προαγόμενοι και μετατιθέμενοι δικαστικοί λειτουργοί είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους έως τις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, εκτός αν υπηρεσιακές ανάγκες επιβάλλουν να εμφανιστούν νωρίτερα. Κατ’ εξαίρεση, για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο συνεδριάζει για προαγωγές και μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών και κατά τους μήνες Οκτώβριο και Ιανουάριο. Αν κενωθεί οργανική θέση πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, στη θέση του μετατίθεται, κατά προτεραιότητα, πρωτοδίκης της ίδιας επετηρίδας. Οι δικαστικοί λειτουργοί που προάγονται και μετατίθενται κατά το προηγούμενο εδάφιο, είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος περί προαγωγής ή μετάθεσης, εφόσον η μετακίνησή τους γίνεται σε δικαστήρια της ίδιας εφετειακής έδρας, άλλως εντός δεκαπέντε ημερών (15). Αν εμφανισθεί απρόβλεπτη υπηρεσιακή ανάγκη ή σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, επιτρέπεται απόσπαση δικαστικού λειτουργού, σύμφωνα με το άρθρο 61.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 60 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «, συμπεριλαμβανομένων αυτών της ειδικής επετηρίδας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού, συμπεριλαμβανομένων αυτών της ειδικής επετηρίδας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, μπορεί να γίνει είτε ύστερα από αίτηση αυτού είτε αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να αντιμετωπισθεί υπηρεσιακή ανάγκη, η οποία πρέπει να εκτίθεται αναλυτικά στην απόφαση. Απαγορεύεται η μετάθεση που έχει σχέση με την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού.».
Άρθρο 86
Αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 2 του άρθρου 61 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 61 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των αποσπάσεων των δικαστικών λειτουργών, η περ. δ) καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η διαπίστωση της υπηρεσιακής ανάγκης γίνεται με αιτιολογημένη έκθεση:
α) του Προέδρου του Αρείου Πάγου, προκειμένου για δικαστές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,
β) του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς,
γ) του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προκειμένου για τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
δ) [Καταργείται].
Στην έκθεση περιλαμβάνεται και πρόταση για το δικαστήριο ή την εισαγγελία από την οποία είναι δυνατό να αποσπαστεί ο δικαστικός λειτουργός.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
ΒΑΘΜΟΙ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 87
Βαθμοί ιεραρχίας, αντιστοιχία και προβάδισμα δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση άρθρου 66 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 66 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των βαθμών ιεραρχίας, της αντιστοιχίας και του προβαδίσματος των δικαστικών λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στην περ. β) της παρ. 1,
αα) στην υποπερ. βγ), προστίθενται οι λέξεις «δικαστής ειδικής επετηρίδας,» και
αβ) η υποπερ. βδ) καταργείται,
β) στην παρ. 2,
βα) στην περ. στ), διαγράφονται οι λέξεις «και οι ειρηνοδίκες Α’ τάξης»,
ββ) στην περ. ζ), οι λέξεις «ειρηνοδίκες Β΄ τάξης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δικαστές ειδικής επετηρίδας»,
βγ) στην περ. η), διαγράφονται οι λέξεις «και οι ειρηνοδίκες Γ’ τάξης» και
βδ) προστίθεται περ. θ),
γ) στην παρ. 3,
γα) στην περ. α), η λέξη «ειρηνοδικών» αντικαθίσταται από τις λέξεις «προέδρων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας» και
γβ) στην περ. δ), η λέξη «ειρηνοδίκες» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστές ειδικής επετηρίδας πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων»,
δ) στην παρ. 4,
δα) η περ. γ) αντικαθίσταται και
δβ) η περ. δ) καταργείται και το άρθρο 66, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 66
Βαθμοί ιεραρχίας – Αντιστοιχία – Προβάδισμα δικαστικών λειτουργών
- Οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών είναι οι εξής:
α) Του Συμβουλίου της Επικρατείας: Πρόεδρος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
β) Των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων:
βα) Πρόεδρος, Εισαγγελέας, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, αρεοπαγίτης, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου,
ββ) πρόεδρος, εισαγγελέας εφετών, εφέτης, αντεισαγγελέας εφετών,
βγ) πρόεδρος, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, δικαστής ειδικής επετηρίδας, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας,
βδ) [Καταργείται]
γ) Του Ελεγκτικού Συνεδρίου: Πρόεδρος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
δ) Της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο: Γενικός Επίτροπος, Επίτροπος, αντεπίτροπος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
ε) Της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων:
Γενικός Επίτροπος, επίτροπος, αντεπίτροπος.
στ) Των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων: Πρόεδρος εφετών, εφέτης, πρόεδρος πρωτοδικών, πρωτοδίκης και πάρεδρος πρωτοδικείου διοικητικών δικαστηρίων.
- Εξομοιώνονται βαθμολογικά:
α) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
γ) οι σύμβουλοι της Επικρατείας, οι αρεοπαγίτες, οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αντεπίτροποι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι αντεπίτροποι Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
δ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων,
ε) οι πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι εφέτες, οι αντεισαγγελείς εφετών, οι πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι εφέτες των διοικητικών δικαστηρίων,
στ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών και οι πρόεδροι πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων,
ζ) οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πρωτοδίκες, οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων και οι δικαστές ειδικής επετηρίδας,
η) οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πάρεδροι πρωτοδικείου, οι πάρεδροι εισαγγελείς, οι πάρεδροι πρωτοδικείου των διοικητικών δικαστηρίων,
θ) οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πάρεδροι πρωτοδικείου, οι πάρεδροι εισαγγελείς, οι πάρεδροι πρωτοδικείου των διοικητικών δικαστηρίων.
- Μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα εξομοίωσης, προβαδίζει ο αρχαιότερος στον βαθμό με την εξής σειρά:
α) δικαστές, πλην προέδρων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας,
β) εισαγγελείς,
γ) επίτροποι,
δ) δικαστές ειδικής επετηρίδας πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.
- Στις επίσημες τελετές ή εορτές καλούνται, ως εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας:
α) στην Αθήνα, ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας και οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος και ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος και ο Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) στις πόλεις έδρες εφετείων, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας των εφετών και ο πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων,
γ) στις πόλεις έδρες πρωτοδικείων, ο πρόεδρος πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και ο εισαγγελέας πρωτοδικών και ο πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων, και στις παράλληλες και περιφερειακές έδρες ο οριζόμενος από τον διευθύνοντα το πρωτοδικείο ή την εισαγγελία,
δ) [Καταργείται].
- Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων εξομοιώνονται μισθολογικά με τους δικαστικούς λειτουργούς, που αναφέρονται στην περ. γ) της παρ. 2.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ-ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΓ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 88
Δικαίωμα ένταξης στη γενική επετηρίδα – Αντικατάσταση άρθρου 90 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Το άρθρο 90 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του διορισμού και των προαγωγών των ειρηνοδικών, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 90
Ένταξη πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική
- Στους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 (Α’ 65) ειρηνοδίκες παρέχεται το δικαίωμα ένταξης στη γενική επετηρίδα, μετά από αίτησή τους, εφόσον έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης του άρθρου 7 του ν. 5108/2024 και έχουν μία (1) τουλάχιστον έκθεση επιθεώρησης του κεφαλαίου ΙΗ΄ του Κώδικα αυτού περί διενέργειας επιθεώρησης, από́ τον αρμόδιο Επιθεωρητή́ του Αρείου Πάγου της δικαστικής περιφέρειας στην οποία υπηρετούν.
- Η αίτηση υποβάλλεται την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου κάθε έτους στην γραμματεία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Για την ένταξη στη γενική́ επετηρίδα και τον ακριβή́ αριθμό́ των εντασσόμενων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό́ Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης με αιτιολογημένη απόφασή́ του, η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση των αιτούντων, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, την επιστημονική́ κατάρτιση, την ποιοτική́ και ποσοτική́ απόδοση της εργασίας και την επίδοση αυτών γενικά́. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης εφαρμόζεται από τη 16η Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
- Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Ποινικής και Πολιτικής Δικαιοσύνης επιλαμβάνεται των κρίσεων των παρ. 1 και 2 κατόπιν ερωτήματος που αποστέλλει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μέχρι την 30ή Μαρτίου κάθε έτους, με θέμα την πλήρωση οργανικών θέσεων πρωτοδικών γενικής επετηρίδας σε αριθμό αντίστοιχο των υποβληθεισών αιτήσεων.
- Οι εντασσόμενοι στη γενική́ επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά́ που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική́ επετηρίδα κατά́ τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται.
- Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να απορρίψει την αίτηση της παρ. 2, αν κρίνει ότι ο αιτών δεν έχει τη δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα.
- Η απόρριψη της αίτησης δεν αποτελεί κώλυμα για την εκ νέου υποβολή αυτής στο επόμενο έτος.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΔ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 89
Αποφάσεις Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης περί διορισμού και ένταξης στη γενική επετηρίδα – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 91 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 91 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της συγκρότησης, των αρμοδιοτήτων και της λειτουργίας του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθενται οι λέξεις «γενικής επετηρίδας», β) διαγράφεται η λέξη «ειρηνοδικών», γ) προστίθενται οι λέξεις «την ένταξη δικαστών ειδικής επετηρίδας στη γενική, καθώς» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης αποφασίζει για τον διορισμό των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και αντεισαγγελέων πρωτοδικών και την ένταξη δικαστών ειδικής επετηρίδας στη γενική, καθώς και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης, αποφασίζει, γνωμοδοτεί ή προτείνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από τον νόμο.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΣΤ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 90
Όργανα επιθεώρησης και ετήσια επιθεώρηση – Τροποποίηση παρ. 2 και 10 άρθρου 93 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 2 του άρθρου 93 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του Συμβουλίου Επιθεώρησης και περί των οργάνων και της διαδικασίας επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών, καταργείται η περ. β) και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Την επιθεώρηση ενεργούν:
α) στα εφετεία, στα πρωτοδικεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,
β) [Καταργείται]
γ) στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών, οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών, αντίστοιχα.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 93 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, διαγράφονται οι λέξεις «, ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων» και η παρ. 10 διαμορφώνεται ως εξής:
«10. Οι πρόεδροι εφετών ενεργούν ετήσια επιθεώρηση των πρωτοδικείων και οι εισαγγελείς εφετών ετήσια επιθεώρηση των εισαγγελιών της περιφέρειάς τους και των πταισματοδικείων ως προς το προανακριτικό τους έργο, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Σε όσα δικαστήρια και εισαγγελίες υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ή εισαγγελείς εφετών, ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή εκείνος που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει από τους ομοιόβαθμούς του αυτόν ή αυτούς που πρόκειται να τη διενεργήσουν.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ’
ΔΙΩΞΗ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 91
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης – Αρμοδιότητα για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε εισαγγελείς – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 117 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της άσκησης πειθαρχικής δίωξης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. στα), προστίθενται οι λέξεις «ή ο οριζόμενος από αυτόν αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου», β) στην περ. ζ), οι λέξεις «ο εισαγγελέας εφετών ή ο προϊστάμενος της εισαγγελίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών ή ο οριζόμενος από αυτόν εισαγγελέας» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι:
α) ο Υπουργός Δικαιοσύνης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς,
β) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 97, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης αντιπροέδρους τακτικούς και αναπληρωματικούς, για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,
γ) ο αντιπρόεδρος που προεδρεύει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών δικαστηρίων,
δ) ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης, για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, εκτός από τα μέλη του Αρείου Πάγου,
ε) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά την παρ. 6 του άρθρου 96, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, αντιπροέδρους τακτικούς και αναπληρωματικούς, για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές της Γενικής Επιτροπείας,
στ) ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο πρόεδρος του εφετείου πολιτικού ή διοικητικού για τους προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες, παρέδρους.
στα) ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή ο οριζόμενος από αυτόν αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου για όλους τους εισαγγελείς, εκτός από τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,
ζ) ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών ή ο οριζόμενος από αυτόν εισαγγελέας εφετών για τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς πρωτοδικών και παρέδρους της εισαγγελίας.».
Εφόσον η ενοποίηση είναι πλέον νόμος του κράτους, είναι επιβεβλημένο να προβλεφθεί νομοθετικά και για εμάς τους πρώην Ειρηνοδίκες και νυν Πρωτοδίκες Ειδικής Επετηρίδας, η προαγωγή μας τουλάχιστον στον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας. Είναι κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, η μη προαγωγή μας, καθώς άλλωστε, υπό το προηγούμενο καθεστώς των τάξεων, προβλεπόταν η υπηρεσιακή μας εξέλιξη. Εφόσον πλέον θα ασκούμε ίδια καθήκοντα με τους νυν Πρωτοδίκες Γενικής Επετηρίδας και μάλιστα τόσο άμεσα, ήτοι μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος επιμόρφωσής μας, θα πρέπει να μας αποδίδεται με τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων ετών τουλάχιστον ο βαθμός του Προέδρου Πρωτοδικών. Είναι αυτονόητο ότι η αντίθεση ρύθμιση είναι απολύτως έωλη και θα ανατραπεί κατόπιν προσφυγής μας στα αρμόδια Δικαστήρια.
Οι τροποποιήσεις του εν λόγω νομοσχεδίου έρχονται σε πλήρη αντίφαση με τον νόμο για την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας και με το αρχικό σχέδιο του Υπουργείου περί ενοποίησης, καθώς η τελευταία είναι μόνο κατ εφημισμόν. Το νομοσχέδιο βρίθει αντισυνταγματικών και αντιενωσιακών διαταξεων ως προς τους τέως Ειρηνοδίκες – πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας. Οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας κρίνονται επαρκείς και ικανοί να δικάζουν το σύνολο της ύλης των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας, αλλά ανάξιοι να τυγχάνουν προαγωγής και εξέλιξης. Ειδικότερα, καίτοι θα ασκούν τα ίδια καθήκοντα, κάθε χρόνο θα γίνονται ιεραρχικά κατώτεροι στο δικαστικό σώμα, αφού, η ειδική επετηρίδα θα θεωρείται συλλήβδην κατώτερη από την γενική ανεξαρτήτως ετών υπηρεσίας, και επιπλέον η ειδική επετηρίδα, σε αντίθεση με την γενική δεν θα ανανεώνεται με νέους δικαστές. Για παράδειγμα, ένας τέως ειρηνοδίκης με 12 έτη υπηρεσίας και 5 έτη υπηρεσίας ως πρωτοδίκης, θα θεωρείται κατώτερος από αυτόν που μόλις εισέρχεται στο δικαστικό σώμα. Επομένως, οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας καθε χρόνο θα κατέρχονται τη σκάλα της ιεραρχίας, με αποτέλεσμα να δυσχεραίνεται η υπηρεσική τους κατάσταση. Όσοι δε πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας επιλέξουν την εισαγωγή τους στην γενική επετηρίδα, καλούνται να χάσουν τα έως τώρα έτη υπηρεσίας τους και να εισαχθούν ως τελευταίοι στην επετηρίδα αυτή, στην καλύτερη περίπτωση σε ένα έτος μετά το πέρας της επιμόρφωσής τους. Επιπλέον, η σταδιακή δυνατότητα εισαγωγής από την ειδική επετηρίδα στην γενική, θα επιφέρει και αναστάτωση στην έως τώρα αρχαιότητα των τέως ειρηνοδικών μεταξύ τους, αφού αυτός που θα εισαχθεί πρώτος στην γενική επετηρίδα θα ξεπεράσει άλλους ιεραρχικά ανώτερους του. Η λύση είναι η αναγνώριση των ετών υπηρεσίας των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, όχι μόνο μισθολογικά αλλά και ιεραρχικά, διότι πλέον, τα καθήκοντα είναι κοινά και οι συνυπηρέτηση στα επιμέρους Πρωτοδικεία δεδομένη. Στην συνυπηρέτηση, θα πρέπει οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας να τοποθετούνται ιεραρχικά κάτω από τον πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας με τα αντίστοιχα έτη υπηρεσίας ή να θεσπιστεί ένας απόλυτος αριθμός διαφοράς (πχ. μείον 2,3, 4 έτη, δηλαδή πχ.ο πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας 10ετίας κάτω από τον τελευταίο πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας 8ετίας, 7ετίας ή 6ετίας αντίστοιχα). Η διαρκής υποτίμηση και χειροτέρευση της θέσης των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας θα δημιουργεί διαρκή υπηρεσιακή αναστάτωση, αίσθημα ματαίωσης κι έλλειψη κινήτρου για της ορθή απονομή δικαιοσύνης και παραβιάζει βασικές αρχές του συνταγματικού κι ενωσιακού δικαίου.Αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία ισόβιοι δικαστες, αντί να εξελίσσονται και να προάγονται υπηρεσιακά ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας τους, όχι μόνο να παραμένουν στάσιμοι, αλλά ετησίως να γίνονται ιεραρχικά κατώτεροι των νεοεισερχόμενων στο σώμα με μηδενική εμπειρία και προϋπηρεσία.
Το Υπουργείο θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψιν του, την διαρκή υποτίμηση και χειροτέρευση της θέσης των 960 πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, ήτοι του 1/3 του δικαστικού σώματος, που δεν συνάδει με την εξαγγελθείσα ενοποίηση και το αρχικό σχέδιό του και εν τέλει δεν θα επιφέρει την πολυπόθητη επιτάχυνση της δικαιοσύνης.
Τελος, η εκδίκαση των περισσοτέρων υποθέσεων σε πρώτο και δεύτερο βαθμό από τους πρωτοβάθμιους δικαστές σε μονομελείς και τριμελείς συνθέσεις αντίστοιχα, οδηγεί στην περαιτέρω επιβράδυνση της δικαιοσύνης, αφού περίπου 2000 πρωτοβάθμιοι δικαστές καλούνται να δικάζουν τις ίδιες υποθέσεις σε πρώτο και δεύτερο βαθμό. Απαιτείται αύξηση οργανικών θέσεων στο δεύτερο βαθμό, ώστε να επιτευχθεί η επιτάχυνση στην απονομή στην δικαιοσύνη και η εξέλιξη όλων των πρωτοδικών ειδικής και γενικής επετηρίδας, αναλογα με τα έτη υπηρεσίας τους.
Η «ενοποίηση» δυστυχώς δεν απετράπη. Τίποτα το θετικό δεν πρόκειται να προκύψει από αυτό το εγχείρημα. Αντιθέτως, θα δημιουργηθούν νέα σοβαρότερα προβλήματα για τον ήδη πολύπαθο χώρο της Δικαιοσύνης. Ας ετοιμάζονται στη Διοικητική Δικαιοσύνη, γιατί τους περιμένει δουλειά, καθώς το επόμενο διάστημα θα δει κανείς δικαστικούς λειτουργούς να προσφεύγουν, ζητώντας τα αυτονόητα: Ότι δεν είναι δυνατόν, για πρώτη φορά στα χρονικά, να καταργείται και να μηδενίζεται ο χρόνος προϋπηρεσίας ενός ολόκληρου κλάδου δικαστών. Ότι δεν είναι δυνατόν, για πρώτη φορά στα χρονικά, ο νεοδιοριζόμενος δικαστής να θεωρείται «αρχαιότερος» εκείνου που είναι ένα βήμα πριν τη σύνταξη. Ότι δεν είναι δυνατόν, ο ειρηνοδίκης που από 16-9-2024 θα αναλάβει καθήκοντα πρωτοδίκη να είναι ήδη εκ προοιμίου και εσαεί «νεότερος» από όλες τις μέλλουσες γενιές πρωτοδικών που θα υπάρξουν είτε σε 5, είτε σε 10, είτε σε 15 είτε σε 20 χρόνια. Αυτούς τους παραλογισμούς θα φέρετε προς ψήφιση στο Ελληνικό Κοινοβούλιο; Θα κάνετε τη σχιζοφρένεια νόμο; Πού τα έχετε ξανακούσει να συμβαίνουν αυτά; Και ας μην νομίζει κανείς ότι τέτοια μέτρα θα περιοριστούν μόνο στους ειρηνοδίκες και δεν πρόκειται να αγγίξουν και άλλους. Αν τέτοια πρωτοφανή και παράλογα μέτρα ψηφίζονται με τόση ευκολία για δικαστικούς λειτουργούς, ας περιμένει να τα δει κανείς και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους.
Θα πρέπει επίσης να μεριμνήσετε άμεσα για τη διεξαγωγή των προγραμμάτων επιμόρφωσης αποκλειστικά και μόνο διαδικτυακά. Συνειδητοποιήστε επιτέλους ότι οι ειρηνοδίκες είναι εν ενεργεία Δικαστικοί Λειτουργοί και ότι είμαστε στο 2024! Με τον τρόπο που πάτε να οργανώσετε τα προγράμματα επιμόρφωσης, σαν να ζούμε στην εποχή των παγετώνων, συνεχίζετε να τους ταλαιπωρείτε και να τους συμπεριφέρεστε υποτιμητικά, σαν να είναι μαθητούδια και πρωτοετείς δεκαοχτάχρονοι φοιτητές νομικών σχολών. Μόνο που δεν τους ζητήσατε να προμηθευτούν από τη νέα δικαστική χρονιά σχολική τσάντα και κασετίνα! Μόνο που δεν θα τους βάλετε να γράψουν στο τέλος και εξετάσεις! Καταλάβετε ότι πρόκειται για Δικαστές, που είναι ήδη επιφορτισμένοι με τη συγγραφή αποφάσεων σε υποθέσεις που έχουν χρεωθεί, ενώ από το επόμενο δικαστικό έτος θα συνεχίσουν να δικάζουν και να χρεώνονται και άλλες. Πολλοί από αυτούς έχουν μια κάποια ηλικία. Οι περισσότεροι έχουν παιδιά και οικογενειακές υποχρεώσεις. Δεν μπορείτε να τους περιφέρετε πέρα δώθε ανά την Ελλάδα και να τους βάζετε να ξανακαθίσουν στα θρανία! Πού θα μεταφέρουν τις δικογραφίες για να τις επεξεργαστούν; Στο ξενοδοχείο που θα τους αναγκάσετε να διαμένουν για έναν και πλέον μήνα; Δεν υπολογίζετε το δημόσιο χρήμα που θα σπαταλήσετε άσκοπα; Τι καραγκιοζιλίκια είναι τελοσπάντων αυτά που πάτε να κάνετε; Ο Θεός να βάλει το χέρι του!
1)Με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των άρθρων 20 και 21 δηλαδή στη διενέργεια κλήρωσης για τις συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων και των δικασίμων των ασφαλιστικών μέτρων σε όσα Πρωτοδικεία προβλέπεται οργανικός αριθμός τουλάχιστον δέκα (10) δικαστών, θα καταστεί ανέφικτη η ορθή λειτουργία των Πρωτοδικείων στα οποία ανήκουν Περιφερειακά Πρωτοδικεία που βρίσκονται σε διαφορετικά νησιά. Ειδικότερα, για την Εφετειακή Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου στην οποία υπηρετούμε οι υπογράφοντες, σημειώστε τα εξής: Το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, θα έχει υπό την εποπτεία του και θα μοιράζεται το δυναμικό του με δυο Περιφερειακά Πρωτοδικεία: της Καλλονής (που βρίσκεται στο νησί της Λέσβου, 45 λεπτά από την πρωτεύουσα του νησιού και της Λήμνου. Η νήσος Λήμνος λόγω της μοναδικής γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας είναι απομονωμένη και σε πολύ μεγάλη απόσταση από τη Μυτιλήνη ως έδρα του Κεντρικού Πρωτοδικείου, με μόνον δυο δρομολόγια πλοίου την εβδομάδα και μέσο όρο ταξιδιού περί τις 6 ώρες συνυπολογιζομένων των συχνών απαγορευτικών λόγω κακοκαιρίας. Προκειμένου να μην διαταραχθεί το ήδη υπάρχον εδώ και ενενήντα έτη διαμορφωμένο υπηρεσιακό καθεστώς το οποίο εξασφαλίζει την παρουσία Προέδρου Υπηρεσίας σε καθημερινή βάση επί της Π.Ε. Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, τόσο για τις ποινικές όσο και για τις πολιτικές υποθέσεις των κατοίκων και συμφώνως με τα οριζόμενα στο αρ. 101 παρ. 4 του Συντάγματος για την προστασία της Νησιωτικότητας, πρέπει να ορίζεται, κατ’εξαίρεση εφαρμοζομένου του αρ. 7 παρ.1 του Κώδικα και μη εφαρμοζομένης δι’ αυτό τον σκοπό της διαδικασίας κληρώσεως για τις συνθέσεις των ποινικών δικαστηριών και των υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων στο Πρωτοδικείο Μυτιλήνης (ότι εξάλλου συνέβαινε διαχρονικά μέχρι και σήμερα), απευθείας με Πράξη του Προϊσταμένου του Κεντρικού Πρωτοδικείου, ο δικαστικός λειτουργός που θα εκτελεί καθ’ όλον το δικαστικό έτος τα εν λόγω καθήκοντα για την Π.Ε. Λήμνου &Αγίου Ευστράτιου και όχι κυλιόμενα όλοι οι υπηρετούντες δικαστές του Κεντρικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης στη Λέσβο. Με αυτό τον τρόπο, θα συνεχισθεί ομαλά και αδιατάρακτα η διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης για όλες τις υποθέσεις της νήσου Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου χωρίς να υφίσταται ανάγκη να μεταβαίνουν οι κάτοικοι των ανωτέρω νήσων στη Λέσβο, θα υπάρχει καθημερινά για αυτούς ορισθείς Πρόεδρος Υπηρεσίας, (ο οποίος μάλιστα στη δεδομένη χρονική στιγμή διαμένει και στην έδρα του ανωτέρω Περιφερειακού Πρωτοδικείου), αλλά θα εκδικάζονται παράλληλα και από τον ίδιο δικαστικό λειτουργό οι αυτές υποθέσεις αρμοδιότητας πρώην Ειρηνοδικείου Λήμνου χωρίς καθ’ ύλην περιορισμούς (επιπλέον, δε, θα ασκείται επιτόπια Διοίκηση/Διεύθυνση της Υπηρεσίας και του κτιρίου ιδιοκτησίας ΤΑΧΔΙΚ), αποκλειομένου έτσι του ανορθολογικού ενδεχομένου να πρέπει για τα ανωτέρω αντικείμενα να μεταβαίνουν διαδοχικά (με όλες τις παραπάνω διαχρονικές δυσχέρειες στη διασύνδεση μεταξύ Λέσβου – Λήμνου) όλοι οι υπηρετούντες Δικαστές του Κεντρικού Πρωτοδικείου Μυτιλήνης. Σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είναι εν τοις πράγμασι δυνατή εκτέλεση προκαταρκτικής εξέτασης και προανάκρισης στη Λήμνο, δεν θα υπάρχει καθημερινά πρόεδρος Υπηρεσίας και παράλληλα θα δεκαπλασιάζονται σε μηνιαία βάση τα έξοδα του Ελληνικού Δημοσίου για αδιάκοπες επισφαλείς κυλιόμενες μετακινήσεις και διαμονές του συνόλου των Πρωτοδικών της Λέσβου. Σημειωτέον ότι η Λήμνος διατηρείται ως μεταβατική έδρα του Πρωτοδικείου Μυτιλήνης όπου με τον Νόμο 1093/1980 στο άρθρο 16 έχει δικασίμους μέχρι 6 ετησίως του Πολυμελούς και Μονομελούς Πρωτοδικείου Μυτιλήνης στην Λήμνο και με το άρθρο 13 Ν. 949/1979 έχει δικασίμους μέχρι 6 ετησίως του Μονομελούς Πλημ/κείου, Τριμελούς Πλημ/κείου και Δικαστηρίου Ανηλίκων στη Λήμνο, συνεπώς αν εφαρμοστεί σύστημα κληρώσεων θα δημιουργήσει δυσχέρειες αφού είναι εξαιρετικά πιθανόν ένας δικαστής να κληρωθεί σε σύνθεση στην Λήμνο και την επομένη να έχει κληρωθεί σε σύνθεση στην Μυτιλήνη. Κατόπιν τούτων προτείνουμε μια σειρά τροποποιήσεων ως εξής: α) Τροποποίηση άρθρου 7 ως εξής: «1. Εφόσον δεν υπάρχει Κανονισμός Λειτουργίας του οικείου Πρωτοδικείου, ο πρόεδρος πρωτοδικών που διευθύνει το πρωτοδικείο, ρυθμίζει με πράξη του τον τρόπο λειτουργίας όλων των Περιφερειακών Πρωτοδικείων της περιφέρειάς του και την κατανέμει τις υπηρεσίες των δικαστών ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες. Όπου συντρέχουν εξαιρετικές συνθήκες (νησιωτικότητα, δυσκολία στην πρόσβαση, πλήθος περιφερειακών δικαστηρίων), ο πρόεδρος πρωτοδικών ορίζει, κατά περίπτωση και δικαστή υπηρεσίας για τα κατά τόπους Περιφερειακά Πρωτοδικεία. 2. Η πράξη του προέδρου πρωτοδικών αναρτάται στον πίνακα ανακοινώσεων του πρωτοδικείου, δεκαπέντε (15) τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος της. Για την πιστοποίηση της ανάρτησης συντάσσεται έκθεση στην οποία περιέχεται όλη η πράξη. Οι εκθέσεις φυλάσσονται κατά σειρά σε ιδιαίτερο φάκελο». β) ΠΡΟΣΘΗΚΗ στο άρθρο 20 παρ. 1 του Κώδικα, νέας παραγράφου, όπου να προβλέπεται ότι: «Εξαιρείται από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, στην περιφέρεια του οποίου περιλαμβάνεται η Π.Ε. Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, για το οποίο εφαρμόζεται το αρ. 7 του παρόντος Κώδικα». Ομοίως, προσθήκη στο άρθρο 21 παρ. 1 του Κώδικα, β΄εδαφίου: «Εξαιρείται από την εφαρμογή του παρόντος το Πρωτοδικείο Μυτιλήνης, στην περιφέρεια του οποίου περιλαμβάνεται η Π.Ε. Λήμνου και Αγίου Ευστρατίου, για το οποίο εφαρμόζεται το αρ. 7 του παρόντος Κώδικα», άλλως και επικουρικά, τροποποίηση του άρθρου 20 παρ. 1 του Κώδικα (κλήρωση των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων), ως εξής: «1. Σε όσα πρωτοδικεία, εφετεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες προβλέπεται οργανικός αριθμός είκοσι (20) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις των ποινικών δικαστηρίων καταρτίζονται με κλήρωση»
2) Ο ν. 5108/2024 επιφυλάσσει κάποια ειδικότερα κατ’ αντικείμενο καθήκοντα σε σχέση με τους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας (άρθρο 7, παρ. 4, όπου δεν προβλέπεται συμμετοχή των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας σε δικαστήρια ανηλίκων και σε ΜΟΔ). Κατόπιν τούτου, δεν είναι συμβατή η διάταξη του άρθρου 65 του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 4, παρ. 1, περ. η΄ και ι΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και προβλέπει τη συμμετοχή των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στα τριμελή δικαστήρια ανηλίκων και στο ΜΟΔ, καθώς και η διάταξη του άρθρου 66 του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 5, παρ. 1Α, περ. δ΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων πουπροβλέπει την αναπλήρωση πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας από πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας στα τριμελή δικαστήρια ανηλίκων και στο ΜΟΔ και ως εκ τούτου θα πρέπει να αποσυρθύν.
3) Άρθρ. 60 παρ. 3: Δεδομένης της πρόβλεψης της διάταξης του άρθρ. 9 παρ. 1 ν. 5108/2024 σε συνδυασμό με το ότι για να καλυφθεί έκτακτη υπηρεσιακή ανάγκη δίδεται η δυνατότητα της απόσπασης κατά τις διατάξεις του άρθρ. 61, η ανωτέρω διάταξη να τροποποιηθεί ως εξής: «3. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού μπορεί να γίνει ύστερα είτε από αίτηση αυτού είτε αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να αντιμετωπισθεί υπηρεσιακή ανάγκη, η οποία πρέπει να εκτίθεται αναλυτικά στην απόφαση. Οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας μπορούν να μετατεθούν μόνο κατόπιν αίτησής τους. Απαγορεύεται η μετάθεση που έχει σχέση με την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού ανεξαρτήτως της επετηρίδας από την οποία προέρχονται. Στις οργανικές θέσεις των εδρών πρωτοδικείων που έχουν καλυφθεί από δικαστές προερχόμενους από την ειδική επετηρίδα μετατίθενται κατά προτεραιότητα δικαστές της ειδικής επετηρίδας»
4) Άρθρ. 17: Να προβλεφθεί συμμετοχή των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη διοίκηση των δικαστηρίων με προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου ως εξής:
«1. Τα δικαστήρια διευθύνονται από: α) τον πρόεδρο του δικαστηρίου προερχόμενο από τη γενική επετηρίδα και αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο. Ο πρόεδρος οφείλει να λαμβάνει υπόψιν την άποψη του αρχαιότερου πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας τον οποίο ενημερώνει για όλα τα ζητήματα που άπτονται της υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστών της ειδικής επετηρίδας ιδίως για ζητήματα χρέωσης και καταμερισμού του χρόνου υπηρεσίας. …»
Οι Ειρηνοδίκες Λέσβου- Λήμνου και η Πταισματοδίκης Μυτιλήνης
Σύμφωνα με τον μέχρι σήμερα πίνακα αρχαιότητας-επετηρίδα των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών της πολιτικής δικαιοσύνης ο αρχαιότερος ειρηνοδίκης βρίσκεται μετά από τον τελευταίο πάρεδρο πρωτοδικείου. Η θέση στον πίνακα αρχαιότητας καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών. Είναι το σημαντικότερο κριτήριο προτίμησης σε μια αίτηση μετάθεσης, υπηρέτησης σε συγκεκριμένο τμήμα κ.λπ. αλλά ρυθμίζει και απλούστερα ζητήματα διοικητικής οργάνωσης όπως την σειρά με την οποία θα μιλήσει ο δικαστικός λειτουργός σε μια ολομέλεια δικαστηρίου.
Ωστόσο λόγω του γεγονότος ότι τα Ειρηνοδικεία αποτελούσαν αυτοτελείς δικαστικούς σχηματισμούς η θέση του αρχαιότερου ειρηνοδίκη (ενδεχόμενα ηλικίας 63 ετών με 35 χρόνια υπηρεσίας) κάτω από τον τελευταίο πάρεδρο πρωτοδικών (ενδεχόμενα ηλικίας 30 ετών με 0 χρόνια υπηρεσίας) ήταν μόνο θεωρητική καθώς τα καθήκοντα τους δεν συμπλέκονταν. Έτσι η αίτηση μετάθεσης ενός ειρηνοδίκη που βρισκόταν στην θέση 30 στην επετηρίδα των ειρηνοδικών προς κάποιο κεντρικό ειρηνοδικείο θα επηρεαζόταν μόνο εφόσον κάποιος εκ των 29 ειρηνοδικών που ήταν πάνω από αυτόν υποβάλει αίτησης μετάθεσης στο ίδιο ειρηνοδικείο.
Τούτο σημαίνει ότι ένας ειρηνοδίκης ανεβαίνοντας στην κλίμακα της ιεραρχίας με την πάροδο του χρόνου και εφόσον έχει θετικές κρίσεις από το Α.Δ.Σ. απολαμβάνε υπηρεσιακά προνόμια αντίστοιχα του χρόνου προϋπηρεσίας του (επιλογή ειρηνοδικείου υπηρέτησης, τμήματος διακοπών, ενδεχόμενα διευθυντική θέση κλπ) ενώ η ύπαρξη εκατοντάδων πρωτοδικών πάνω από αυτόν στον πίνακα αρχαιότητας ήταν μόνο θεωρητική και ως προς την υπηρεσιακή του ανέλιξη εντελώς αδιάφορη.
Ο ανωτέρω λόγος της παράλληλης και αυτόνομης υπηρεσιακής εξέλιξης σε συνδυασμό με κάποια άλλα υπηρεσιακά προνόμια του κλάδου των ειρηνοδικών ώθησαν πολλούς νομικούς που επιθυμούσαν να εισέλθουν στο Δικαστικό Σώμα να επιλέγουν συνειδητά τον κλάδο τον ειρηνοδικών όπως φαίνεται και από τους πρόσφατους διαγωνισμούς ειρηνοδικών των 2011 και 2016 με την μαζική συμμετοχή χιλιάδων υποψηφίων.
Ήδη οι περισσότεροι Ειρηνοδίκες παρά την θέληση τους αλλάζουν υπηρεσιακό καθεστώς κάτι που προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση σε αυτούς. Επιπλέον με το παρόν σχέδιο ενοποίησης θίγονται θεμελιώδη εργασιακά κεκτημένα των Ειρηνοδικών ενώ το ίδιο το πνεύμα του σχεδίου αντίκειται στην ίδια την φύση της Εξέλιξης. Έρχεται ενάντια στην βασική αρχή της Οικονομίας της Εργασίας και του Δικαίου ότι όποιος αποδίδει ανταμείβεται και εξελίσσεται. Με το παρόν σχέδιο οι πρωτοδίκες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες στους «εξελίξιμους» και στους «ανεξέλικτους». Οι ειρηνοδίκες θεωρητικά και μόνο αναβαθμίζονται υπηρεσιακά ενώ σύντομα θα παρατηρηθεί το αντισυνταγματικό, άτοπο, άδικο αλλά και άκομψο αποτέλεσμα 65χρονός δικαστικός λειτουργός να ασκεί τα ίδια καθήκοντα με κάποιον 25 χρόνια νεότερο του επειδή ο νομοθέτης αγνοώντας και υποτιμώντας την εμπειρία και τον χρόνο προϋπηρεσίας του τον θεώρησε a priori ανεπαρκή να εξελιχθεί ιεραρχικά, καταδικάζοντας τον σε αιώνια στασιμότητα και στερώντας από αυτόν ακόμα και το δικαίωμα να θέσει την υπηρεσιακή του ικανότητα προς προαγωγή στην κρίση στο ΑΔΣ.
Ο χώρος της δικαιοσύνης θα πρέπει να είναι ο πρώτος χώρος που θα επικρατούν συνθήκες δικαίου και όχι ανισοτήτων. Ως προς τους Ειρηνοδίκες πρέπει να επανεξεταστεί συνολικά όλο το πνεύμα του σχεδίου της ενοποίησης και ειδικά το ζήτημα της εξέλιξης των Ειρηνοδικών, της θέσης τους στην Ιεραρχία, της Μισθολογικής τους κατάστασης καθώς και στην αντιμετώπιση της Ειδικής Επετηρίδας ώστε αυτή να είναι ειδική επετηρίδα στην πράξη και όχι απλά μια κατώτερη χωρίς κανένα προνόμιο επετηρίδα.
Γεώργιος Αναγνωστόπουλος
Ειρηνοδίκης Πειραια
Να απαλειφθεί από το αρθ. 60 της παρ. 5 το τελ. εδ. του ΚΟΔΚΔΔ, που προβλέπει ότι «για τα
πρόσωπα του δευτέρου και τρίτου εδαφίου εφαρμόζεται το άρθρο 11 του ν.
4440/2016 (Α΄ 224), διότι στην πράξη δημιουργεί περιττές δυσχέρειες στην
υλοποίηση της συνυπηρέτησης.
Tο Σύνταγμα αναγνωρίζει τους Ειρηνοδίκες ως ισόβιους Δικαστές πρώτου βαθμού, πλην όμως ο νόμος 5108/2024 περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού διαφημίζεται ως μεταρρύθμιση που εισάγει 1000 νέους Δικαστές στον πρώτο βαθμό, η “διαφήμιση” αυτή στην ουσία αμφισβητεί το γεγονός ότι οι εν ενεργεία σήμερα με πολυετή δικαστική εμπειρία Ειρηνοδίκες μέχρι την εφαρμογή του νόμου αυτού ήταν ήδη Δικαστές και ασκούσαν δικαιοδοτικό έργο. Η εσφαλμένη αυτή αντίληψη διατρέχει το πνεύμα των ρυθμίσεων του ν.5108/2024, αλλά και την αντιμετώπιση των σχετικών με το νόμο αυτόν ενστάσεων και αιτημάτων των Ειρηνοδικών, οι οποίοι συχνά λαμβάνουν ως απάντηση ότι θα πρέπει να είναι ευχαριστημένοι μόνο και μόνο για το γεγονός ότι τους “απονέμεται” ο τίτλος των “Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας”. Η ειδική δε αυτή επετηρίδα αντιμετωπίζεται μεν ως “προσωρινή”, πλην όμως με τις προβλέψεις της κείμενης νομοθεσίας και τα σημερινά δεδομένα θα λειτουργήσει περίπου μέχρι το έτος 2057, ήτοι για 33 ακόμη έτη, δηλαδή μέχρι την αφυπηρέτηση και των τελευταίων Ειρηνοδικών που διορίστηκαν με τους τελευταίους διαγωνισμούς και έχουν σήμερα μέχρι και 8ετή εμπειρία ως Ειρηνοδίκες.
Η εμπειρία των Ειρηνοδικών (Α’ Β’ Γ’ και Δ’ τάξης) στην απόδοση Δικαιοσύνης, είτε είναι ήδη 5ετής είτε 20ετής, τόσο στις πολιτικές υποθέσεις όσο και στις ποινικές (ως Πταισματοδίκες με προανακριτικές αρμοδιότητες, Πρόεδροι των καταργημένων το έτος 2019 Πταισματοδικείων, εισαγγελεύοντες σε Πλημμελειοδικεία, ή μέλη των συνθέσεων των Τριμελών Πλημμελειοδικείων) θεωρείται συλλήβδην ανάξια λόγου, όπως επίσης αμελητέα θεωρείται η μέχρι σήμερα συμβολή τους στο θεσμό της Δικαιοσύνης ως Δικαστών πρώτου βαθμού. Για το λόγο αυτό όχι μόνο δεν λαμβάνεται υπόψη η μέχρι σήμερα ισχύουσα επετηρίδα των Ειρηνοδικών στην εξέλιξή τους στην ειδική επετηρίδα Πρωτοδικών, αλλά καταστρατηγείται με την πρόβλεψη για ένταξη τους στη νέα γενική επετηρίδα Πρωτοδικών, καθώς προβλέπεται ότι ένας νυν Ειρηνοδίκης Δ’ τάξης, με διετή προϋπηρεσία που θα αιτηθεί το έτος 2026 την ένταξή του στη γενική επετηρίδα, θα καταστεί αυτοδικαίως αρχαιότερος ενός Ειρηνοδίκη Α’ τάξης, με εικοσαετή προϋπηρεσία που θα καταθέσει αίτηση για ένταξη στη γενική επετηρίδα το έτος 2027, καίτοι από 16.09.2024 θα ασκούν τα ίδια καθήκοντα. Από τις διατάξεις του ν.5108/2024, όπως αυτές διασαφηνίζονται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο τροποποίησης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, προκύπτει άλλωστε ότι επιχειρείται να μειωθεί ο χρόνος της τριακονταετούς διάρκειας της “προσωρινής” ειδικής επετηρίδας, όχι με κίνητρα για την ένταξη των Ειρηνοδικών-Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική επετηρίδα, αλλά με τιμωρητική διάθεση για όσους παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα, είτε εκούσια είτε ακούσια, καθόσον δεν προβλέπεται αθρόα ένταξη στη γενική επετηρίδα όσων το επιθυμούν.
Ειδικότερα στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 66 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), όπου αναφέρεται ότι οι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας θα θεωρούνται πάντοτε αρχαιότεροι των Δικαστών ειδικής επετηρίδας, και οι τελευταίοι, ως ισόβιοι Δικαστές, θα θεωρούνται αρχαιότεροι των Παρέδρων Πρωτοδικείων, οι οποίοι είναι μη ισόβιοι Δικαστές. Δηλαδή οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας, θα θεωρούνται δια βίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως και άνευ εμπειρίας Δικαστές σε σχέση με έναν νεοδιόριστο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, με μηδενική σχεδόν εμπειρία ή με έναν νεώτερό τους Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας που μόλις εντάχθηκε στη γενική επετηρίδα, ανάγοντας την ένταξη στη γενική επετηρίδα σε κάποιο είδους “χρίσμα”, άσχετο με την έως τότε υπηρεσιακή κατάσταση και το παραχθέν δικαστικό έργο των εντασσόμενων στη γενική επετηρίδα, παρά το γεγονός ότι και μετά την ένταξή τους θα συνεχίσουν να εκτελούν τα ίδια καθήκοντα, στα οποία όμως στο εξής (μετά την ένταξη στη γενική επετηρίδα) θα θεωρείται ότι αποκτούν μέρα με την μέρα την αντίστοιχη εμπειρία από την άσκησή των καθηκόντων τους, που θα είναι απαραίτητη για την υπηρεσιακή εξέλιξή τους. Δεδομένου ότι από 16.09.2024 και εφεξής για τα επόμενα 30 χρόνια θα ασκούν, τόσο οι Πρωτοδίκες γενικής όσο και οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας, τα ίδια ακριβώς καθήκοντα, πλην όμως οι τελευταίοι θα θεωρούνται εφεξής νεώτεροι των νεοδιόριστων και ουδέποτε θα έχουν το δικαίωμα να προεδρεύσουν σε πολυμελή σύνθεση Δικαστηρίου, είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι αυτοί θεωρούνται εκ προοιμίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως και ανίκανοι να απορροφήσουν την όποια εμπειρία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ως Προέδρων των μονομελών συνθέσεων Πρωτοδικείου ή Πλημμελειοδικείου, τα επόμενα 2, 5 ή 25 έτη, όχι μόνο για να προεδρεύσουν σε πολυμελείς συνθέσεις, αλλά και για να θεωρηθούν αρχαιότεροι από έναν νεοδιόριστο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας. Μετά δε που, έκαστος εκ των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, θα υποβάλει αίτηση για την ένταξη του στη γενική επετηρίδα, θα θεωρείται “tabula rasa” και θα ξεκινά να προσμετράται η δικαστική του εμπειρία από την επόμενη που θα γίνει δεκτή η αίτησή του, ακόμη και αν έχει απομείνει ως τότε μόνο ένα έτος για τη συνταξιοδότησή του ως Δικαστή με 35ετή υπηρεσία. Μάλιστα στο ενδεχόμενο να οριστούν οι εντασσόμενοι από την ειδική στην γενική επετηρίδα Πρωτοδίκες στη συνέχεια ως ανακριτές, για αυτούς θα απαιτείται περισσότερων ετών υπηρεσιακή εμπειρία στη γενική επετηρίδα, από άλλον Πρωτοδίκη της ίδιας γενικής επετηρίδας που εισήλθε σε αυτήν ως απόφοιτος της ΕΣΔι μετά την απαιτούμενη παρεδρία του (άρθρο 79 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ), δηλαδή δύο ή δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας ως Πρωτοδίκης ειδικής δεν θα λογίζονται ως προϋπηρεσία αντίστοιχη με το χρόνο παρεδρίας ενός μη ισόβιου Δικαστή. Στα όρια δε του τυπογραφικού λάθους μπορεί να θεωρηθεί η αναφορά, στο ίδιο ως άνω άρθρο 66 ΚΟΔΚΔΛ, για Προέδρους Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, δεδομένου ότι δεν γίνεται αλλού αναφορά για οργανικές θέσεις τους ή καθήκοντα, ενώ αντίθετα περιλαμβάνονται στον όρο “Δικαστές ειδικής επετηρίδας” και εξακολουθούν να θεωρούνται σε ολόκληρη τη διάρκεια του υπηρεσιακού τους βίου νεώτεροι του νεοδιόριστου ή “νεοενταχθέντος” στη γενική επετηρίδα Πρωτοδίκη, ασκώντας φυσικά τα ίδια με αυτόν καθήκοντα μέχρι την προαγωγή του τελευταίου σε Πρόεδρο Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας. Τα παραπάνω βέβαια συνάδουν με τη “διαφήμιση” της ενοποίησης του πρώτου βαθμού ως μεταρρύθμιση και είσοδο “νέας γενιάς” Δικαστών στο θεσμό της Δικαιοσύνης, καθώς οι πρώην Ειρηνοδίκες ως Δικαστές πλέον ειδικής επετηρίδας (είτε Πρωτοδίκες είτε Πρόεδροι Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας) θα θεωρούνται καθημερινά για το υπόλοιπο του εργασιακού τους βίου ως νεοδιόριστοι Πρωτοδίκες με μηδενικό δικαστικό έργο και μηδενική δικαστική εμπειρία, και κατά μία έννοια θα μπορούσε κανείς να τους θεωρεί ως “Δικαστές νέας γενιάς” μέχρι τη συνταξιοδότησή τους.
Την ανωτέρω αντιμετώπιση προσπαθούν ορισμένοι να τη στηρίξουν με το επιχείρημα ότι η πλειοψηφία των Ειρηνοδικών δεν έχει φοιτήσει στην Εθνική Σχολή Δικαστών (ΕΣΔι), σε αντίθεση με τους εν ενεργεία Πρωτοδίκες και Προέδρους Πρωτοδικών. Παραβλέπουν όμως ότι η σχολή αυτή έχει έως τώρα διάρκεια ζωής μόλις 25 έτη, και ποτέ δεν αντικατέστησε το πτυχίο νομικής σχολής, η φοίτηση στην οποία είναι το βασικό προαπαιτούμενο για να γίνει κάποιος Δικαστής, ενώ όπως δεν προβλεπόταν για τους Ειρηνοδίκες η φοίτηση στην ΕΣΔι για τον διορισμό τους, έτσι δεν προβλεπόταν, κατά το χρόνο διορισμού των νυν υπηρετούντων Αρεοπαγιτών και αρκετών Προέδρων Εφετών ως Πρωτοδικών η φοίτησή τους στη συγκεκριμένη σχολή, η επίκληση δε του εν λόγω επιχειρήματος δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το μέχρι σήμερα δικαιοδοτικό έργο των Ειρηνοδικών, αλλά ουσιαστικά στρέφεται και κατά των ενεργεία Αρεοπαγιτών και όσων Δικαστικών Λειτουργών διορίστηκαν πριν την ίδρυση της Σχολής Δικαστών, γεγονός που από μόνο του δείχνει την υπερβολή και τον παραλογισμό του επιχειρήματος αυτού. Σε κάθε περίπτωση το βασικό έργο της ΕΣΔι είναι να βοηθήσει τον μελλοντικό Δικαστή να προετοιμαστεί για την είσοδό του στο Δικαστικό Κλάδο, ένα “εργαλείο” δηλαδή που του προσφέρει τη δυνατότητα να αποκτήσει εμπειρία στην ερμηνεία των νόμων, στη σύνταξη αποφάσεων καθώς και την απαιτούμενη νομική αυτοπεποίθηση για την απόδοση δικαίου πριν ανέβει για πρώτη φορά στην έδρα, ακόμη και αν έχει μηδαμινή εμπειρία στην εφαρμογή του δικαίου μέχρι την είσοδό του στη Σχολή αυτή. Κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη χρησιμότητά του “εργαλείου” αυτού για τα πρώτα ένα – δύο χρόνια υπηρεσίας ενός Δικαστή. Για το λόγο αυτό και οι Ειρηνοδίκες, ιδίως όσοι διορίστηκαν με τους διαγωνισμούς των ετών 2011 και 2015, ζητούσαν να προβλεφθεί και γι αυτούς σχετική φοίτηση στη σχολή, πλην όμως τότε κρίθηκε ότι είναι αρκετό ένα σεμινάριο μίας ή δύο ημερών για να ανέβουν στην έδρα και να δικάσουν και αντικείμενα που εισήχθησαν τότε για πρώτη φορά στην αρμοδιότητα των Ειρηνοδικείων, δηλαδή αντικείμενα που ήταν άγνωστα και στους αρχαιότερούς τους Ειρηνοδίκες, μάλιστα στους νεοδιόριστους του διαγωνισμού του έτους 2015 κρίθηκε σκόπιμο η δόκιμη άσκησή τους να περιοριστεί από τους τέσσερις στους δύο μήνες, άσκηση που για τους περισσότερους από αυτούς ήταν εντελώς τυπική, διότι συνέπεσε με τα θερινά τμήματα των Δικαστηρίων. Ωστόσο η μη φοίτηση στη Σχολή Δικαστών, τόσο των Ειρηνοδικών όσο και των Αρεοπαγιτών κατά τα πρώτα χρόνια διορισμού τους ως Πρωτοδίκες, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ ως δικαιολογία τους, που άλλωστε δεν θα ευσταθούσε, για την ταχύτητα της έκδοσης ή την ποιότητα των αποφάσεών τους, και ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκε ως κριτήριο ή στάθηκε ως εμπόδιο για τη βαθμολογική εξέλιξή τους. Επομένως και σήμερα δεν μπορεί να σταθεί ως επιχείρημα για τη δυσμενή μεταχείριση που επιφυλάσσει στους Ειρηνοδίκες-Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας ο νόμος 5108/2024 και το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο περί τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ, όταν μάλιστα προβλέπεται και υποχρεωτική επιμόρφωσή τους, διάρκειας 25 εργάσιμων ημερών, χρόνος επιμόρφωσης δηλαδή υπεραρκετός για Δικαστές με διετή και άνω δικαστική εμπειρία, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι δεν προβλεπόταν και δεν προβλέπεται καμία μέρα επιμόρφωσης για τους γενικής επετηρίδας Πρωτοδίκες είτε για τα νέα καθήκοντα που αναλαμβάνουν με την ενοποίηση, είτε στα επόμενα στάδια της βαθμολογικής τους εξέλιξης όταν αναλαμβάνουν νέα καθήκοντα, ενώ τα λοιπά επιμορφωτικά σεμινάρια, που διοργανώνει η ΕΣΔι, είναι μεν υποβοηθητικά στο έργο των Δικαστών, αλλά δεν είναι υποχρεωτικά για τους υπηρετούντες Δικαστές.
Το δεύτερο επιχείρημα που χρησιμοποιείται για να στηρίξει τη δυσμενή μεταχείριση εις βάρος των Ειρηνοδικών – Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας είναι ότι αν αντιμετωπιστούν ισότιμα με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας αυτό θα διαταράξει την επετηρίδα των τελευταίων και τη βαθμολογική τους εξέλιξη. Έτσι προτιμάται στην ουσία να καταργηθεί η επετηρίδα των 1000 περίπου εν ενεργεία Ειρηνοδικών και να απαξιωθεί το μέχρι σήμερα δικαστικό έργο τους και η δικαστική τους εμπειρία, καθηλώνοντάς τους μάλιστα βαθμολογικά για τα επόμενα 30 έτη. Ωστόσο, τα όποια προβλήματα, θα δημιουργούσε η ισότιμη μεταχείριση των δύο κλάδων του πρώτου βαθμού στην επετηρίδα των νυν Πρωτοδικών, θα επηρέαζαν ιδίως τους Πρωτοδίκες με προϋπηρεσία μέχρι 10 ετών και θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με ηπιότερες λύσεις από την απαξίωση του υπηρεσιακού έργου των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας μέχρι τη συνταξιοδότησή τους και την ένταξή τους ιεραρχικά κάτω από μελλοντικούς Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας που σήμερα δεν έχουν ολοκληρώσει ούτε τη βασική σχολική δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους, πόσο μάλλον τις σπουδές τους σε κάποια νομική σχολή. Θα μπορούσε δηλαδή για παράδειγμα να δοθεί ένα προβάδισμα κάποιων ετών στην αρχαιότητα στους νυν υπηρετούντες Πρωτοδίκες, σε σχέση με τα χρόνια προϋπηρεσίας των νυν Ειρηνοδικών και να αυξηθούν οι οργανικές θέσεις των Προέδρων Πρωτοδικών ή και των Εφετών, προκειμένου να μην παραγνωρίζεται το γεγονός ότι από 16.09.2024 οι Πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας θα ασκούν τα ίδια καθήκοντα, που συνεπάγεται την προσμέτρηση στα χρόνια προϋπηρεσίας των Δικαστών μόνο της προϋπηρεσία τους στη γενική επετηρίδα και την αντίστοιχη διαγραφή κάθε ημέρας υπηρεσίας του Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, και έχει ως αποτέλεσμα κάθε νεοδιόριστος με μηδενική δικαστική εμπειρία Πρωτοδίκης γενικής επετηρίδας στο εξής, για τα επόμενα 30 χρόνια, να θεωρείται αρχαιότερος κάθε Προέδρου Πρωτοδικών ή Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας.
Ένα τρίτο επιχείρημα που χρησιμοποιείται για την υποστήριξη της δυσμενούς μεταχείρισης των νυν Ειρηνοδικών είναι η δήθεν διατήρηση του “προνομίου” της μη μετάθεσής τους, ως “αμετάθετο” δε, νοείται στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα των Ειρηνοδικών να μην μετακινηθούν ακούσια από τις οργανικές τους θέσεις κατά την εφαρμογή του νόμου 5108/2024, δεδομένου ότι η μετονομασία τους σε “Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας” δεν θεωρείται προαγωγή και δεν προβλέπονται ξεχωριστές οργανικές θέσεις, καθώς και η παραμονή τους στο Πρωτοδικείο που υπηρετούν για όσο διάστημα δεν προβλέπεται βαθμολογική προαγωγή τους, στα πλαίσια της οποίας τα υπόλοιπα μέλη του Δικαστικού Κλάδου μετακινούνται, σχεδόν υποχρεωτικά, προκειμένου να καταλάβουν τις αντίστοιχες κενές οργανικές θέσεις του ανώτερου βαθμού στον οποίο προάγονται. Ουδέποτε τέθηκε αίτημα από την πλευρά των νυν Ειρηνοδικών να μην μετακινούνται σε κενές οργανικές θέσεις ανώτερου βαθμού, σε περίπτωση πρόβλεψης αντίστοιχης βαθμολογικής εξέλιξης τους με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας. Ωστόσο με το υπό διαβούλευση σχέδιο τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ το “αμετάθετο” αυτό καταστρατηγείται. Καταστρατηγείται κατ’ αρχάς διότι δεν υπάρχει καμία ειδική πρόβλεψη περί παραμονής στην ίδια οργανική θέση του Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας που θα ενταχθεί στη γενική επετηρίδα, παρά το γεγονός ότι η μετάβαση αυτή δεν θεωρείται προαγωγή, οι οργανικές θέσεις των δύο επετηρίδων θεωρούνται ενιαίες και ο εντασσόμενος στη γενική θα εξακολουθήσει να ασκεί τα ίδια καθήκοντα, ενώ αντίθετα από τη διατύπωση της παραγράφου 4 του άρθρου 90 του ΚΟΔΚΔΛ στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο προκύπτει ότι κατά την ένταξή του στη γενική επετηρίδα θα ακολουθήσει νέα τοποθέτηση σε Πρωτοδικείο, το οποίο πιθανότατα δεν θα είναι το ίδιο με αυτό που υπηρετούσε μέχρι την ένταξη, καθώς θα προηγούνται της τοποθέτησής του οι μεταθέσεις των ήδη υπηρετούντων Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας ως αρχαιότερων του. Επίσης καταστρατηγείται διότι οι “Δικαστές ειδικής επετηρίδας” πλέον περιλαμβάνονται στη ρύθμιση του άρθρου 60 παρ. 3 του ΚΟΔΚΔΛ για αυτεπάγγελτη μετάθεση (όχι απόσπαση) για ανάγκες της υπηρεσίας, και αυτό με την αιτιολογία ότι σε αντίθετη περίπτωση θα θεωρούνταν δυσμενής διάκριση εις βάρος των Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας, δεδομένου όμως ότι οι Πρωτοδίκες αμφότερων των επετηρίδων ασκούν τα ίδια καθήκοντα και οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας υπάγονται σε μία αριθμητικά φθίνουσα “προσωρινή” και μη ανανεώσιμη επετηρίδα (σε αντίθεση με την αριθμητικά αύξουσα και συνεχώς ανανεούμενη γενική επετηρίδα της οποίας τα μέλη θα θεωρούνται εσαεί αρχαιότεροί τους), η βασική υπηρεσιακή ανάγκη που φαίνεται να εξυπηρετεί αυτή η διάταξη είναι να καλυφθούν, από τους εσαεί (ιεραρχικά και ανεξαρτήτως ηλικίας) νεώτερους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, οι κενές θέσεις σε Πρωτοδικεία που δεν επιθυμούν να τοποθετηθούν οι νεοδιόριστοι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας, που με βάση τις παραπάνω νομοθετικές προβλέψεις θα λογίζονται ως αρχαιότεροι. Σταδιακά ωστόσο μία αυτεπάγγελτη μετάθεση για ανάγκες της υπηρεσίας ενός Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, θα ελλοχεύει τον κίνδυνο να παραμείνει αυτός απομακρυσμένος από τον τόπο συμφερόντων του σε ολόκληρο τον υπηρεσιακό του βίο, καθώς, με την άνιση μεταχείριση που επιφυλάσσεται στην υπηρεσιακή εξέλιξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, στις επόμενες μεταθέσεις θα προηγούνται πάντα οι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας ως αρχαιότεροί του. Έτσι μόνη ελπίδα, μετά από μια μελλοντική αυτεπάγγελτη μετάθεση για ανάγκες της υπηρεσίας, για εκούσια μετάθεση και προσέγγιση του τόπου συμφερόντων του, θα είναι η εκούσια (δια ένταξης στη γενική) ή ακούσια (δια συνταξιοδοτήσεως) αποχώρηση κάποιου Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας στις θέσεις των οποίων θα προηγείται (σε σχέση με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας) στις μεταθέσεις, αποχωρήσεις όμως που θα είναι ελάχιστες μετά τα πρώτα έτη εφαρμογής του ν.5108/24 κατά τα οποία, εκτός του ότι θα έχει κατασταλάξει ο αριθμός όσων θέλουν να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, θα συνταξιοδοτηθεί παράλληλα και η πλειοψηφία των νυν Ειρηνοδικών που διορίστηκαν με το διαγωνισμό του 1999, ενώ η πλειοψηφία όσων διορίστηκαν με τους επόμενους διαγωνισμούς θα έχουν μπροστά τους τουλάχιστον 20 έτη υπηρεσίας μέχρι τη συνταξιοδότησή τους.
Η δυσμενής μεταχείριση σε σχέση με τους νυν υπηρετούντες Πρωτοδίκες των νυν Ειρηνοδικών καταλαμβάνει και τη μισθολογική τους εξέλιξη, διότι μέχρι σήμερα, ένα μήνα πριν την εφαρμογή του ν.5108/24, δεν έγινε καμία τροποποίηση του άρθρου 10 του νόμου αυτού, ώστε να αποσαφηνιστεί η μισθολογική κατάσταση των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας σε σχέση με τους λοιπούς Δικαστικούς Λειτουργούς, για τους οποίους ισχύουν ειδικές προϋποθέσεις (όπως έλλειψη κενών οργανικών θέσεων για την προαγωγή τους) για τη μισθολογική τους εξέλιξη, όπως προσδιορίζονται στο άρθρο 4 του ν.2521/1997. Πράγματι με τις προβλέψεις του ως άνω άρθρου 10, όσοι νυν Ειρηνοδίκες έχουν προϋπηρεσία έως 7 έτη θα δουν σημαντική αύξηση του μισθού τους, δεδομένου ότι θα εξομοιωθεί ο μισθός τους με τους Πρωτοδίκες, ωστόσο τόσο αυτοί όσο και οι υπόλοιποι Ειρηνοδίκες -Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας ενδέχεται να μείνουν για αρκετές δεκαετίες μισθολογικά στάσιμοι, δεδομένου ότι δεν θα πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 4 του ν. 2521/1997 και η διατύπωση του ως άνω άρθρου 10 δεν κρίνεται επαρκής για αντίθετη ερμηνεία, ενώ επίσης δεν υπάρχει και καμία αναφορά για τη μισθολογική εξέλιξη όσων ενταχθούν στη γενική επετηρίδα και λαμβάνουν ήδη ως Ειρηνοδίκες πχ. το μισθό του Προέδρου Πρωτοδικών με βάση τις πριν τον ν.5108/2024 ισχύουσες προβλέψεις .
Την ως άνω τιμωρητική διάθεση εις βάρος των Ειρηνοδικών, οι οποίοι αφενός δεν αιτήθηκαν την ενοποίηση των δύο κλάδων των δύο βαθμών και αφετέρου ποτέ δεν αρνήθηκαν να αυξηθούν τα καθήκοντά τους, συνεπικουρεί με τη στάση της και η πλειοψηφία του νεοεκλεγέντος ΔΣ της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΝΔΕ), η οποία θεωρεί τους νυν Ειρηνοδίκες, που αποτελούν το 1/3 των μελών της Ένωσης, άξιους μάλλον μόνο για την καταβολή της συμμετοχής τους που ανέρχεται στο 1/3 των εσόδων της Ένωσης. Ειδικότερα με τις από 09.07.2024 προτάσεις της προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης για την επικείμενη τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ το Προεδρείο του ΔΣ της ΕΝΔΕ ζητούσε μεταξύ άλλων να προβλεφθούν και τα παρακάτω: 1. ο Δικαστής της γενικής επετηρίδας να θεωρείται πάντοτε αρχαιότερος του Δικαστή της ειδικής επετηρίδας, 2. οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας να μην προάγονται και να διατηρούν μέχρι την αφυπηρέτησή τους την ιδιότητα του Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, 3. να περιληφθούν οι Δικαστές της ειδικής επετηρίδας στη διάταξη περί αυτεπάγγελτης μετάθεσης για ανάγκες της υπηρεσίας και 4. ως προς τη μισθολογική κατάσταση των νυν Ειρηνοδικών, ζητούσε μεν την αντιστοίχιση κατά το χρόνο ένταξής των Ειρηνοδικών στην ειδική επετηρίδα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.2521/1997, αλλά στη συνέχεια ζητούσε να συνεχίσουν να λαμβάνουν τις, κατά το χρόνο ένταξής τους, αποδοχές αυτές, ανεξάρτητα με τα χρόνια υπηρεσίας τους, γεγονός που ισοδυναμεί με μισθολογική καθήλωση δεκαετιών για την πλειοψηφία των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, οι οποίοι δεν συνταξιοδοτούνται την επόμενη πενταετία και δεν θα ενταχθούν στη γενική επετηρίδα.
Με την τιμωρητική αυτή διάθεση έναντι των νυν Ειρηνοδικών και στη συνέχεια Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, το Υπουργείο Δικαιοσύνης αισιοδοξεί ότι θα επιτύχει την επιτάχυνση του ρυθμού απόδοσης της Δικαιοσύνης, καθώς και τη γρηγορότερη ένταξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στην γενική επετηρίδα, ώστε να αποκτήσει πραγματικά προσωρινό χαρακτήρα η ειδική επετηρίδα, παρά το γεγονός ότι στην ουσία προσφέρει για την ένταξη αυτή και αντικίνητρα, όπως υποχρεωτική μετάθεση και νέα τοποθέτηση του εντασσόμενου στη γενική επετηρίδα, τα οποία τα θεωρεί αμελητέα σε σχέση με την υποτίμηση που επιφυλάσσει σε όσους επιθυμούν να παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα. Μια επετηρίδα, η οποία, στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, παρά τα διαγγέλματα περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού, φαίνεται να αποτελεί νέο ξεχωριστό βαθμό στην ιεραρχία της δικαιοσύνης και έτσι οι Πρωτοδίκες και οι Πρόεδροι Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδα τίθενται ιεραρχικά κάτω από τους Προέδρους Πρωτοδικών και Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας και κάτω από τους Εισαγγελείς και Αντιεισαγγελείς Πρωτοδικών, αλλά οι θέσεις τους θεωρούνται ενιαίες με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας, με τους οποίους ασκούν τα ίδια καθήκοντα και λογίζονται ιεραρχικά ανώτεροι από τον Αντιεισαγγελέα Πρωτοδικών (βλ. προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 66 του ΚΟΔΚΔΛ στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο). Ευελπιστεί λοιπόν το Υπουργείο Δικαιοσύνης ότι όλα τα ανωτέρω είναι αρκετά να εξωθήσουν τους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας από την ανασφάλεια και τη δυσμενή μεταχείριση που προσφέρει η επετηρίδα αυτή, στη γενική επετηρίδα, ώστε να έχουν το “προνόμιο” να βλέπουν στο εξής να αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία τους, να μην θεωρούνται διαρκώς νεώτεροι από κάθε νεοδιόριστο Πρωτοδίκη στην καθημερινότητα του υπηρεσιακού τους βίου, στη διανομή των τμημάτων, των υπηρεσιών και των υποθέσεων, και να μπορέσουν να προβλέψουν και να σχεδιάσουν τον οικογενειακό τους προγραμματισμό. Πλην όμως αυτά θα είναι στην ουσία και τα μόνα τους “προνόμια”, δεδομένου ότι στο χρόνο που θα ξεκινήσουν οι αιτήσεις για την ένταξη αυτή, η πλειοψηφία των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας θα είναι άνω των 45 ετών, ορισμένοι με 5 χρόνια προϋπηρεσίας και οι περισσότεροι από αυτούς με περισσότερα από 12 χρόνια προϋπηρεσίας, τα οποία οφείλουν να τα ξεχάσουν, τόσο όσον αφορά την υπηρεσιακή τους κατάσταση όσο και τη μισθολογική, κατά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα και να ξεκινήσουν από το μηδέν σε “άγνωστο” τόπο, όπου θα τοποθετηθούν μετά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα. Σημειωτέον ότι δεν προβλέπεται αθρόα ένταξη, πχ 500+ Δικαστών, στη γενική επετηρίδα από την πρώτη χρονιά ένταξης, επομένως κάποιοι που το επιθυμούν ίσως να καταφέρουν να ενταχθούν και αφού κλείσουν το 50+ έτος της ηλικίας τους, με ότι αυτό συνεπάγεται για την (α)πιθανή βαθμολογική τους εξέλιξη με βάση τα σημερινά δεδομένα. Συμπερασματικά η ενοποίηση του πρώτου βαθμού, όπως ορίζεται από τον νόμο 5108/2024, σε συνδυασμό με την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ, όπως επιχειρείται με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, μπορεί να αποδοθεί για τους νυν Ειρηνοδίκες με τη φράση “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”.
Ίσως το Υπουργείο Δικαιοσύνης αισιοδοξεί ότι οι νεώτεροι ηλικιακά Ειρηνοδίκες, οι οποίοι θα έχουν χρονικά την ευκαιρία για τις προβλεπόμενες στη γενική επετηρίδα βαθμολογικές προαγωγές, θα θεωρήσουν ευνοϊκή την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα των Πρωτοδικών, ώστε να μειωθούν αριθμητικά οι φωνές διαμαρτυρίας των Ειρηνοδικών-Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας μετά την ένταξη τους στη γενική επετηρίδα. Παραβλέπει ωστόσο ότι και οι νεώτεροι ηλικιακά Ειρηνοδίκες, επέλεξαν κατ’ αρχάς να γίνουν Ειρηνοδίκες και όχι Πρωτοδίκες, απαρνούμενοι συνειδητά τις βαθμολογικές και μισθολογικές προαγωγές των Πρωτοδικών για χάρη της σταθερότητας στον τόπο υπηρεσίας, που πρόσφερε ο κλάδος των Ειρηνοδικών. Ήδη δε σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία των Ειρηνοδικών, που είναι κάτω των 40 ετών, έχουν προϋπηρεσία 8 έως 12 έτη, η οποία δεν θεωρούν ότι είναι σωστό να αγνοηθεί, και ήδη, πριν ξεκινήσουν οι συζητήσεις για την ενοποίηση, έχουν προβεί στον οικογενειακό τους προγραμματισμό με βάση τα δεδομένα που είχαν έως τότε, ενώ αρκετοί υπηρετούν ήδη στον τόπο συμφερόντων τους, δηλαδή εκεί που βρίσκεται και η οικογένειά τους και η κατοικία τους. Επομένως αφενός η άμεση υποχρεωτική απομάκρυνση από τα παιδιά τους και την οικογένειά τους, κατά την ένταξη τους στη γενική επετηρίδα, θεωρούν ορθώς ότι θα έχει χαρακτηριστικά δυσμενούς μεταθέσεως, δεδομένου ότι όπως προειπώθηκε δεν υπάρχει κανένας δικαιολογητικός λόγος νέας τοποθέτησής τους σε διαφορετικό Πρωτοδικείο από αυτό που ήδη θα υπηρετούν ως Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, και αφετέρου σαφώς δεν τους ικανοποιεί η διαγραφή της μέχρι τότε πολυετούς προϋπηρεσίας τους και η αντιμετώπισή τους από τον νόμο ως παρείσακτων κατά την ένταξή τους στη γενική επετηρίδα, συνεπώς ακόμη και αν ενταχθούν στη γενική επετηρίδα θα έχουν κάθε λόγο να συνεχίσουν να διαμαρτύρονται για τη δυσμενή μεταχείρισή τους και την έστω και αναδρομική ανατροπή των συνεπειών της.
Προφανώς η ανωτέρω αντιμετώπιση των Ειρηνοδικών – Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας ως παρείσακτων στον πρώτο βαθμό Δικαιοσύνης και δια βίου ανεπίδεκτων μαθήσεως, με ανάξιο λόγου δικαστικό έργο και δικαστική εμπειρία όχι μόνο μέχρι σήμερα, αλλά και μέχρι την με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρησή τους από την ειδική επετηρίδα, μόνο ως αποτέλεσμα ικανοποίησης πρόσκαιρων μικροσυμφερόντων μπορεί να εκληφθεί και όχι ως προαπαιτούμενο για τη μεταρρύθμιση του θεσμού της Δικαιοσύνης, δεδομένου ότι στα 196 χρόνια λειτουργίας του θεσμού δεν δόθηκε από τους ίδιους τους Ειρηνοδίκες δικαίωμα να λάβουν αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Σε αντίθετη περίπτωση ήδη όλοι θα είχαν απολυθεί για να προστατευθούν οι θεσμοί της Δικαιοσύνης και της Δημοκρατίας, καθώς και οι πολίτες αυτού του Κράτους, διότι θα ήταν αν όχι καταστροφικό, τουλάχιστον επικίνδυνο να επιτρέπεται να ασκούν το Δικαστικό Λειτούργημα άτομα που φέρουν αυτά τα χαρακτηριστικά.
Οι Ειρηνοδίκες, και από 16.09.2024 Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, θα συνεχίσουν, πιστοί στον όρκο τους, να εκτελούν τα καθήκοντα που τους ανατίθενται αναγνωρίζοντας την ευθύνη που έχουν αναλάβει απέναντι στον πολίτη και το κράτος, βασιζόμενοι μόνο στη συνείδησή τους και όχι στο φόβο ενδεχόμενων κυρώσεων, είναι άλλωστε απαράδεκτο να προσδοκεί κάποιος ότι υπό το κράτος του φόβου των κυρώσεων θα υποχρεωθούν να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους Δικαστικοί Λειτουργοί, που είναι εξ ορισμού ταγμένοι να λειτουργούν καθημερινά απαλλαγμένοι από μεροληψία και φόβο. Ωστόσο θα συνεχίσουν να τονίζουν τις εις βάρος τους αδικίες και θα πράξουν τα δέοντα για να αναστρέψουν τη δυσμενή υπηρεσιακή κατάσταση που επιφυλάσσεται για αυτούς με την επιχειρούμενη ενοποίηση. Συνεπώς θα ήταν σκόπιμο άμεσα, πριν την 16.09.2024, να αναθεωρηθεί το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο περί τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ καθώς επίσης να τροποποιηθεί, όπου χρειάζεται, ο ν. 5108/2024, ώστε να απαλειφθούν οι διατάξεις που επιφυλάσσουν άνιση μεταχείριση και δυσμενείς διακρίσεις εις βάρος των νυν Ειρηνοδικών-Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, καθώς δεν είναι συνταγματικά ανεκτές και θα ανατραπούν στο μέλλον, έστω και με απόφαση Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, γεγονός που θα φέρει μεγαλύτερες αναταραχές στη Δικαιοσύνη και αναδρομικές αναταράξεις στις επετηρίδες των Δικαστικών Λειτουργών, και ως εκ τούτου, μέχρι την οριστική και δίκαιη επίλυση των ζητημάτων της ενοποίησης, οι Δικαστικοί Λειτουργοί αμφότερων των επετηρίδων του Πρώτου Βαθμού, θα πορεύονται σε καθεστώς ανασφάλειας ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση και τη βαθμολογική τους εξέλιξη.
Παραθέτω κείμενο δημοσιευμένων σε νομικό ιστότοπο προτάσεων τριών Διοικητικών Δικαστών ως προς το ζήτημα της ενοποίησης. Η γνώμη τους έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αρχικώς λόγω της ιδιαίτερα σαφούς τεκμηρίωσης της. Επίσης λόγω της ιδιότητας τους αλλά και του γεγονός ότι ως προς αυτούς η ενοποίηση του πρώτου βαθμού της πολιτικής δικαιοσύνης είναι υπηρεσιακά αδιάφορη συνεπώς μπορούν να έχουν την αντικειμενική οπτική του ουδέτερου κριτή. Ακολουθεί το κείμενο
Προτάσεις για τον ΚΟΔΚΔΛ, ενόψει του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης
– Βασίλης Φαϊτάς, Εφέτης ΔΔ, τακτικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
– Φανή Σωτηριάδου, Πρωτοδίκης ΔΔ, αναπληρωματικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
– Γεώργιος Μαρμαρίδης, Πρωτοδίκης ΔΔ, αναπληρωματικό μέλος του ΔΣ της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών
Προτάσεις για τον ΚΟΔΚΔΛ ενόψει του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης με τίτλο «ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΕ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 5108/2024 – ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ» και τοποθέτησή μας επί του νομοσχεδίου
Εισαγωγή: Ο Κώδικας Οργανισμού Δικαστηρίων είναι πολύ σημαντικό νομοθέτημα για τη Δικαιοσύνη και τους δικαστικούς λειτουργούς, αφού ρυθμίζει τη λειτουργία των οργάνων απονομής Δικαιοσύνης και την προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών. Ως εκ τούτου, οι δικαστικές ενώσεις, πέραν του ότι έχουν ευθύνη για δικές τους προτάσεις, αυτονόητα πρέπει να είναι παρούσες σε κάθε πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης που αποσκοπεί στην τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα. Δυστυχώς η Ένωση Διοικητικών Δικαστών (όπως έχει γίνει και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις σημαντικών νομοθετικών πρωτοβουλιών σε θέματα της ευθύνης της), με ευθύνη του προεδρείου της, και παρά την επιμονή της μειοψηφίας στο ΔΣ, αμελεί να παρέμβει επίκαιρα και να τοποθετηθεί σχετικά με το ως άνω υπό διαβούλευση νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης. Κατόπιν αυτών, η συνδικαλιστική μας ομάδα αναλαμβάνει να τοποθετηθεί δημόσια καλύπτοντας όσο γίνεται το κενό από την απουσία της Ένωσης.
Ρυθμίσεις που διευκολύνουν μελλοντικά την κατάργηση δικαστηρίων: Με το άρθρο 63 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου τροποποιείται το άρθρο 2 του ΚΟΔΚΔΛ προς την κατεύθυνση της διευκόλυνσης των καταργήσεων δικαστηρίων. Ήδη βέβαια με το προαναφερόμενο άρθρο του ΚΟΔΚΔΛ έχουν τεθεί οι βάσεις υλοποίησης των σχεδιασμών περί νέου δικαστικού χάρτη που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό τη συρρίκνωση των δικαστηρίων. Ειδικότερα, όπως ορίζει η ως άνω προτεινόμενη διάταξη, κατά τη συνεδρίαση της ολομέλειας του οικείου ανώτατου δικαστηρίου που θα λαμβάνει χώρα για να γνωμοδοτήσει περί της κατάργησης, συγχώνευσης κλπ. δικαστηρίου, δεν θα είναι πια υποχρεωτική η κλήση των εκπρόσωπων των επηρεαζόμενων δικαστηρίων (στην ουσία της Διοίκησής τους), της οικείας δικαστικής ένωσης, του οικείου δικηγορικού συλλόγου και της οικείας συνδικαλιστικής οργάνωσης των δικαστικών υπαλλήλων, αλλά οι φορείς αυτοί απλώς θα καλούνται να καταθέσουν υπόμνημα. Και μόνο αν η ολομέλεια το κρίνει σκόπιμο δύνανται να καλούνται στη συζήτηση. Τίθενται δηλαδή οι βάσεις ώστε η διαδικασία των καταργήσεων, συγχωνεύσεων κλπ. δικαστηρίων να προχωρά χωρίς τη ζωντανή παρουσία των ανωτέρω φορέων.
Εξάλλου, με σειρά διατάξεων του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου εναρμονίζεται ο ΚΟΔΚΔΛ με την κατάργηση των ειρηνοδικείων. Εξ αφορμής της ανάγκης να ρυθμιστούν τεχνικά και λεπτομερειακά ζητήματα που αντικειμενικά προκύπτουν από την κατάργηση των ειρηνοδικείων (όπως για παράδειγμα που και πώς μεταφέρεται και φυλάσσεται το αρχείο των καταργούμενων ειρηνοδικείων κλπ.), θεσπίζονται διατάξεις που αύριο θα διευκολύνουν ακόμη περισσότερο την κατάργηση λοιπών δικαστηρίων (βλ. π.χ. άρθρο 70 του νομοσχεδίου).
Μετακύλιση στους δικαστές ευθυνών της εκτελεστικής εξουσίας: Με το άρθρο 77 τροποποιείται το άρθρο 22 του ΚΟΔΚΔΛ. Κατά το νυν πλαίσιο, αν για λόγους ανωτέρας βίας καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία ενός δικαστηρίου ο διευθύνων αποφασίζει την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών του, ενώ αν καθίσταται αδύνατη η λειτουργία περισσότερων τη σχετική απόφαση λαμβάνει ο Υπουργός Δικαιοσύνης. Με τις αλλαγές που προτείνονται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο και στην περίπτωση που καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία περισσότερων δικαστηρίων θα αποφασίζει δικαστής, ο διευθύνων το οικείο εφετείο. Η αναστολή της λειτουργίας οποιασδήποτε δημόσιας υπηρεσίας, πολύ περισσότερο ενός δικαστηρίου, δεν μπορεί να είναι ευθύνη των εργαζόμενων σε αυτό, των δικαστών εν προκειμένω που το διευθύνουν, αλλά της κυβέρνησης. Γιατί η κυβέρνηση είναι εκείνη που οφείλει (και έχει αντικειμενικά την δυνατότητα) να έχει κάθε στιγμή υπόψη της όλα τα στοιχεία των αρμοδίων υπηρεσιών (Μετεωρολογική υπηρεσία, Πυροσβεστική, Πολιτική Προστασία κλπ.), ώστε να αποφασίζει υπεύθυνα π.χ. σε περίπτωση πλημμύρας, πυρκαγιάς, σεισμού κλπ. αν υπάρχει τέτοια ανάγκη λόγω μη ασφαλούς δυνατότητας μετακίνησης των πολιτών κλπ.
Διατάξεις για την ένταξη ειρηνοδικών στη γενική επετηρίδα: Αν και δικαστές διοικητικών δικαστηρίων, θεωρούμε ότι πρέπει να έχουμε άποψη για τα πλέον καίρια ζητήματα που αφορούν άλλους κλάδους της Δικαιοσύνης. Αφενός γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε αποσπασματικά τη Δικαιοσύνη ως διακρινόμενη σε κλάδους που διαχωρίζονται με στεγανά μεταξύ τους, αφετέρου γιατί τα σχέδια που είναι σε εξέλιξη για τη Δικαιοσύνη (όπως έχουν αποτυπωθεί στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και σε άλλα παρεμφερή κείμενα και όπως σταδιακά υλοποιούνται) αγκαλιάζουν ενιαία ολόκληρη τη Δικαιοσύνη, έστω και αν σε πρώτη φάση επηρεάζουν ορισμένο κλάδο (όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει με τον λεγόμενο νέο δικαστικό χάρτη που ξεκίνησε από τα ειρηνοδικεία, αλλά η στόχευση είναι να περιλάβει το σύνολο των δικαστηρίων).
H κατάργηση των ειρηνοδικείων, ως κρίσιμο και μεγάλης εμβέλειας στάδιο της υλοποίησης των σχεδίων του λεγόμενου νέου δικαστικού χάρτη, συνεπάγεται σημαντικό περιορισμό στην πρόσβαση των πολιτών, και ιδίως των οικονομικά ασθενέστερων, στη Δικαιοσύνη. Δυστυχώς οι φορείς του νομικού κόσμου (δικαστικές ενώσεις, δικηγορικοί σύλλογοι, συνδικαλιστικά όργανα δικαστικών υπαλλήλων), καθώς και η ίδια η κοινωνία που την αφορά δεν απέτρεψαν την εξέλιξη αυτή. Η κατάργηση των ειρηνοδικείων έθεσε δυσχερέστατα επιμέρους ζητήματα. Ένα από αυτά είναι η νέα υπηρεσιακή κατάσταση των πρώην ειρηνοδικών. Με το άρθρο 88 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου προκρίνεται η λύση της παροχής δυνατότητας στους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 ειρηνοδίκες να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, μετά από αίτησή τους, εφόσον έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης του άρθρου 7 του ν. 5108/2024 κλπ., πλην όμως ορίζεται ότι οι εντασσόμενοι στη γενική́ επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά́ που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική́ επετηρίδα κατά́ τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται (σχετ. και το άρθρο 87). Κατά την άποψή μας, δεν είναι δίκαιο ένας ειρηνοδίκης 10, 20 ή και 30 ετών να ενταχθεί κάτω (ήτοι να είναι ιεραρχικά κατώτερος) από έναν νέο πρωτοδίκη, ακόμα κι από τον πρωτοδίκη που μόλις αποφοίτησε από την ΕΣΔΙ, να τεθεί υπηρεσιακά δηλ. σαν να διορίστηκε σήμερα! Εύλογα μπορεί κανείς να μιλήσει για αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των πρώην ειρηνοδικών. Θα ήταν πιο δίκαιο τις δυσμενείς συνέπειες της κατάργησης των ειρηνοδικείων ως προς την υπηρεσιακή τους κατάσταση να επιμεριστούν συμμέτρως και οι πρωτοδίκες και οι ειρηνοδίκες. Για παράδειγμα θα ήταν πιο δίκαιο ένα σύστημα όπου ο ειρηνοδίκης θα εντασσόταν πίσω από πρωτοδίκη νεότερό του έως 4 ή 5 έτη (οπότε θα υπήρχε κάποια ισορροπία, πλέον της δικλείδας της μη ένταξης των ειρηνοδικών σε ανώτερων του πρωτοδίκη βαθμών).
Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί η επικίνδυνη λογική των δικαστών δύο ταχυτήτων. Ιδίως μετά τις γνωστές σε όλους αλλαγές που έχουν λάβει χώρα πρόσφατα στον ΚΟΔΚΛΔΛ σχετικά με τα κριτήρια αξιολόγησης (όπου έχει τεθεί σειρά κριτηρίων που δεν σχετίζονται με τα δικαιοδοτικά καθήκοντα των δικαστών, ενώ έχουν ψηφιστεί και διατάξεις που αντικειμενικά μπορεί να οδηγήσουν σε αναξιοκρατική ανέλιξη κάποιων, όπως η κατάταξη των υποθέσεων σε κλίμακα 1 – 5), ανοίγει ο δρόμος, ώστε κάποιοι δικαστές με βάση αντικειμενικά κριτήρια να θεωρούνται δικαστές ανώτερων ή κατώτερων αντίστοιχα προσόντων. Αν αύριο, για παράδειγμα, επικρατήσει η λογική ότι οι δικαστές των μεγαλύτερων δικαστηρίων υπερέχουν σε προσόντα με το επιχείρημα (προφανώς αμφίβολο) ότι έχουν χειριστεί δυσχερέστερες υποθέσεις από ομοιόβαθμους συναδέλφους τους που υπηρετούν σε μικρότερα δικαστήρια, μπορεί να έχουμε ανάλογες ρυθμίσεις; Και εν τέλει η προοπτική της εξέλιξης εκάστου δικαστή μπορεί να καλύπτεται από πέπλο αβεβαιότητας;
Εξωδικαστική επίλυση φορολογικών διαφορών: Mε το άρθρο 102 προτείνονται τροποποιήσεις του άρθρου 16 του ν. 4710/2020 (εξωδικαστική επίλυση φορολογικών διαφορών). Θυμίζουμε ότι έχει συσταθεί Επιτροπή Εξώδικης Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών με σκοπό την εξώδικη επίλυση των εκκρεμών ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και των διοικητικών δικαστηρίων φορολογικών διαφορών, με έδρα την Αθήνα (για το ΣτΕ και τα διοικητικά δικαστήρια εφετειακών περιφερειών Αθήνας, Πειραιά, Πατρών, Τρίπολης και Χανίων) και με τμήματα στην Θεσσαλονίκη (για τα διοικητικά δικαστήρια εφετειακών περιφερειών Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Ιωαννίνων και Κομοτηνής). Πρόεδρος κάθε Τμήματος είναι συνταξιούχος πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων και μέλη συνταξιούχος εφέτης διοικητικών δικαστηρίων και ένα μέλος του ΝΣΚ. Στα Τμήματα εισηγούνται χωρίς δικαίωμα ψήφου εφοριακοί υπάλληλοι. Της Επιτροπής προΐσταται Γενικός Προϊστάμενος. Ο φορολογούμενος διάδικος σε εκκρεμείς ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή των διοικητικών δικαστηρίων διαφορές από πράξη επιβολής φόρου ή προστίμων κατά τη φορολογική νομοθεσία μπορεί να υποβάλει αίτηση ενώπιον της Επιτροπής με αίτημα την εξώδικη επίλυση της διαφοράς, ανεξάρτητα από το εάν έχει εκκινήσει ο ίδιος τη διαδικασία ενώπιον των ανωτέρω αρμόδιων δικαστηρίων ή όχι. Με το ισχύον πλαίσιο, η εξέταση της υπόθεσης στην Επιτροπή «ολοκληρώνεται το αργότερο έως τις 31 Οκτωβρίου 2024 και τα πρακτικά εξώδικης επίλυσης εκδίδονται έως τις 31 Δεκεμβρίου 2024 ημερομηνία, κατά την οποία λήγει η θητεία του Γενικού Προϊσταμένου, των μελών των Τμημάτων της Επιτροπής και των Γραμματέων. Αιτήσεις που δεν εξετάστηκαν μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2024, θεωρείται ότι απορρίφθηκαν σιωπηρά και επανεισάγονται με επιμέλεια της Γραμματείας των Επιτροπών στο αρμόδιο δικαστήριο χωρίς τη σύνταξη πρακτικού. Για όσο διάστημα η υπόθεση εκκρεμεί ενώπιον των Επιτροπών, η δίκη ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του αρμοδίου τακτικού διοικητικού δικαστηρίου αναστέλλεται. Η αναστολή δεν καταλαμβάνει την προσωρινή δικαστική προστασία».
Με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο οι υποθέσεις που δεν θα εκδικαστούν έως 31 Οκτωβρίου 2024 δεν θα επανεισάγονται πια στο αρμόδιο δικαστήριο, η δε ανασταλείσα δίκη θα μπορεί να συνεχίζεται μόνο εφόσον ο διάδικος υποβάλει σχετική αίτηση. Για τη συνέχιση της δίκης θα εκδίδεται πράξη του Προέδρου του δικαστηρίου περί ορισμού δικασίμου, η οποία κοινοποιείται με επιμέλεια του αιτούντος τη συνέχιση της δίκης στον αντίδικο τουλάχιστον εξήντα ημέρες πριν από τη δικάσιμο.
Οι τροποποιήσεις που προτείνονται στο άρθρο 16 του ν. 4710/2020 (όπως και όσες ανάλογες έγιναν αφότου αρχικά θεσπίστηκε η συγκεκριμένη διαδικασία) αποτυπώνουν τις αντιφάσεις ενός πλαισίου εξωδικαστικής επίλυσης φορολογικών διαφορών που δεν αποσκοπούσε να διευκολύνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας των πολλών. Εξαρχής ο μηχανισμός αυτός συνιστούσε (και στην πράξη έτσι λειτούργησε) ένα ακόμη πρόσκομμα (παρότι μη υποχρεωτικό) για τους πολλούς, κυρίως για τους οικονομικά ασθενείς φορολογούμενους (και ιδίως για τους αυτοαπασχολούμενους), καθόσον μεσολαβεί άλλη μία διαδικασία μεταξύ της έκδοσης της δυσμενούς πράξης της Φορολογικής Διοίκησης και της εκδίκασης της υπόθεσης από το αρμόδιο δικαστήριο. Επιπλέον αναπότρεπτα αυξάνεται το κόστος της δίκης (δικηγορική αμοιβή για τη συγκεκριμένη διαδικασία κλπ.), ενώ ο διάδικος χάνει κι άλλο χρόνο, με αμφίβολο αποτέλεσμα. Από την άλλη αντικειμενικά η διαδικασία αυτή διευκολύνει μεγαλο-οφειλέτες του Δημοσίου και γενικά όσους φοροδιαφεύγουν με άμεσο δόλο, οι οποίοι, αν εντοπιστούν να φοροδιαφεύγουν, έχουν μια δυνατότητα συμβιβασμού (δηλ. να πληρώσουν μέρος των αναλογούντων φόρων και προστίμων).
Επισημαίνουμε με την ευκαιρία εμφατικά την αντίθεσή μας με το επιτρεπτό της κατάληψης παρόμοιων θέσεων από συνταξιούχους δικαστές.
Προτάσεις της ομάδας μας για πολύ σημαντικά θέματα:
Με την ευκαιρία της τροποποίησης του ΚΟΔΚΔΛ, προτείνουμε:
α) Την κατάργηση του συστήματος κατάταξης των υποθέσεων σε κλίμακα 1 – 5 ανάλογα με τη δυσχέρειά τους (άρθρο 19 παρ. 5 του ΚΟΔΚΔΛ). Το σύστημα αυτό επιβαρύνει γραφειοκρατικά τα δικαστήρια, μπορεί να προκαλέσει συγκρουσιακό κλίμα μέσα σε κάθε τμήμα δικαστηρίου, ενώ αντικειμενικά αποτελεί εν δυνάμει πηγή αναξιοκρατίας, αφού τυχόν άστοχη κατάταξη υποθέσεων (και δεδομένου ότι ήδη το σύστημα ενσωματώνεται στο ΟΣΔΔΥ ΔΔ) θα καταστήσει αδίκως μειονεκτική τη θέση του δικαστή στο πλαίσιο της επιθεώρησης, με αντίστοιχες συνέπειες για την εξέλιξή του. Επιπλέον, ελλοχεύει ο κίνδυνος σε μία πορεία οι υποθέσεις που κατατάσσονται σε κατηγορία 1 ή και 2 να πάψουν να προσμετρώνται στην ετήσια χρέωση του δικαστή, γεγονός που θα εντατικοποιήσει έτι περαιτέρω το έργο του.
β) Την αλλαγή του ορισμού περί αδικαιολόγητης καθυστέρησης έκδοσης απόφασης, ώστε να μη θεωρείται σε καμία περίπτωση αδικαιολόγητη η έκδοση απόφαση εντός έτους από τη συζήτηση, ενώ μετά το έτος να μπορεί, κατά περίπτωση, να χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη βάσει των κριτηρίων του άρθρου 109 παρ. 1 ε του ΚΟΔΚΔΛ.
γ) Την κατάργηση του πλαισίου περί περικοπής μισθού λόγω αδικαιολόγητης καθυστέρησης έκδοσης απόφασης. Το πλαίσιο αυτό διαγράφεται σήμερα στο άρθρο 50 του ΚΟΔΚΔΛ και αφενός είναι ασαφές (τι περικόπτεται, πότε και για πόσο), αφετέρου στην ουσία πρόκειται για πειθαρχική ποινή χωρίς την τήρηση της προβλεπόμενης πειθαρχικής διαδικασίας. Η κύρωση για τον δικαστή που καθυστερεί αδικαιολόγητα μπορεί να επιβληθεί μέσω της πειθαρχικής διαδικασίας (άρθρα 108 και επομ. του ΚΟΔΚΔΛ). Άλλωστε, εάν τελικά ο δικαστής που καθυστερεί αδικαιολόγητα και έχει υποστεί περικοπή μισθού, κριθεί ότι έχει υποπέσει για τον λόγο αυτό και σε πειθαρχικό παράπτωμα, θα υποστεί διπλή κύρωση για το ίδιο παράπτωμα.
δ) Να μην αξιολογείται στο πλαίσιο της επιθεώρησης των δικαστών η συμμετοχή τους σε εκπαιδευτικά σεμινάρια, αφού κάτι τέτοιο ουδόλως συνδέεται με το δικαιοδοτικό τους έργο (η δε επιστημονική κατάρτιση των δικαστών, κάτι που αποτελεί αυτοτελές κριτήριο αξιολόγησης, πρέπει να ελέγχεται μέσω της ποιότητας των αποφάσεών τους) και να καταργηθεί ο υποχρεωτικός χαρακτήρας των εν λόγω σεμιναρίων.
ε) Να μην συνεκτιμάται η τυχόν αναίρεση ή εξαφάνιση αποφάσεων που συνέταξαν οι επιθεωρούμενοι.
Είναι σαφές και από τις ανωτέρω τροποποιήσεις ότι ο νομοθέτης φιλοδοξεί να ολοκληρώσει την μεταρρύθμιση της (άμεσης) πλήρους ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Την επιλογή του αυτή έπρεπε να «προστατεύσει», επιφυλάσσοντας διακριτική μεταχείριση στους πρώην Ειρηνοδίκες όχι μόνο από υπηρεσιακής άποψης (μη βαθμολογική εξέλιξη, μη αναγνώριση ετών προϋπηρεσίας, κτλ), αλλά και από άποψη ανάθεσης καθηκόντων ομοίων και συναφών με όσα ήδη εκτελούσαν (βλ. Σχετικώς την από 26-2-2024 Γνωμοδότηση Ν. Αλιβιζάτου). Ενώ είναι «συνεπής» ως προς τη βούλησή του να μην ενοποιήσει υπηρεσιακά τους πρώην Ειρηνοδίκες, τους εισάγει βίαια στο σύνολο όχι μόνο της αστικής αλλά και της ποινικής ύλης και μάλιστα σε δικαστικούς σχηματισμούς που δεν προβλέπει καν ο ν. 5108/2024 (σύνθεση ΜΟΔ). Το γεγονός αυτό συνιστά αφενός άμεση και αθρόα, απαγορευμένη συνταγματικά ενόψει της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρ. 88 Συντάγματος ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, ενώ αφετέρου, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι κάπως θα αποδειχθεί συνταγματική μια τέτοια ενοποίηση, τότε, οι υπηρεσιακές ανισότητες εις βάρος των πρώην Ειρηνοδικών, που εισάγονται με τα δυο νομοθετήματα, είναι ελεγκτέα από τα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, εντός των οποίων πάντως έχουν ήδη αρχίσει να ακούγονται φωνές προβληματισμού περί της ορθότητας των διατάξεων του εν προκειμένω νομοθετήματος.
Άρθρο 90 παρ.4 : Οι εντασσόμενοι στη γενική́ επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά́ που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική́ επετηρίδα κατά́ τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται.
Προβληματική και άστοχη η διατυπωση διότι οι θέσεις πρωτοδικών γενικής και ειδικής είναι ενιαιες σε κάθε πρωτοδικείο.αφενος δεν υπάρχει δικαιολογητικός λόγος να τοποθετηθούν οι εντασσομενοι στη γενική σε άλλο πρωτοδικείο από αυτό που υπηρετουν (αν δεν το επιθυμούν) αφετέρου κάτι τέτοιο θα αποτελούσε αντικινητρο και αδικία για τους ειρηνοδικες που έχουν ρυθμίσει τις ζωές τους με τις οικογένειές τους με βάση το προισχυσαν καθεστως.να μην αντιμετωπιστούν ως πάρεδροι πρωτοδικών.χρηζει τροποποιησης η διαταξη
*ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑΣ*
1.*1.* Επειδή η Δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας (άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος).
1.*2.* Επειδή τα Ειρηνοδικεία, ως πρωτοβάθμια τακτικά δικαστήρια γενικής δικαιοδοσίας, συγκροτούνται από Ειρηνοδίκες, ισόβιους δικαστικούς λειτουργούς, οι οποίοι χαίρουν λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και απολαύουν εσωτερικούς βαθμούς ιεραρχίας, Α’, Β’, Γ’ και Δ’ τάξης, όπως ορίζεται στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, κατά το άρθρο 66 ΚΟΔΚΔΛ (Ν. 4938/2022 ΦΕΚ Α ́ 109/06-06-2022 περί βαθμών ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών, εξομοίωσης βαθμολογικής και σειράς προβαδίσματος).
1.*3.* Επειδή με την ΔιοικΟλΑΠ 36/2020 του Αρείου Πάγου, αναγνωρίστηκε η ποιοτική μεταβολή της φύσης των υποθέσεων που εκδικάζονται ενώπιον των Ειρηνοδικείων όσον αφορά στην απονομή της δικαιοσύνης, με την μεταφορά ύλης από το Μονομελές Πρωτοδικείο στην αρμοδιότητά τους, όπως και με την ενίσχυσή τους σε επίπεδο δικαστικών λειτουργών Ειρηνοδικών.
1.*4.* Επειδή με τον Ν. 5108/2024 (ΦΕΚ 65 Α ́ 02-05-2024) επήλθε, κατά την αληθινή έννοια του άρθρου 88 του Συντάγματος, η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης, με κατάργηση του βαθμού του Ειρηνοδίκη και των Ειρηνοδικείων ως υποκλάδου του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης, ενώ στο άρθρο 8 παρ. 1 για την ένταξη των υπηρετούντων Ειρηνοδικών στην παράλληλη ειδική επετηρίδα Πρωτοδικών προβλέπεται αντιστοιχία τους με τους βαθμούς των δικαστικών λειτουργών της γενικής επετηρίδας.
1.*5.* Επειδή με την μεταρρύθμιση που επήλθε στην Ελληνική Δικαιοσύνη, με τον Ν. 5108/2024 (ΦΕΚ 65 Α ́02-05-2024), σκοπός είναι η υλοποίηση της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης και ποινικής δικαιοσύνης, για την βελτίωση της αποτελεσματικότητας και τον εκσυγχρονισμό της, με επιτάχυνση και ποιοτική απονομή της προς όφελος των πολιτών.
1.*6.* Επειδή ως σπουδαιότερο μέσο της υλοποίησης τής ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας είναι η ορθολογικότερη αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού των δικαστικών λειτουργών, που υπηρετούν στην Ελληνική Δικαιοσύνη.
1.*7.* Επειδή κρίθηκε σημαντική και χρήσιμη η αξιοποίηση της εμπειρίας και του δικαιοδοτικού έργου των υπηρετούντων Ειρηνοδικών, με την δημιουργία και ένταξή τους σε παράλληλη ειδική επετηρίδα πρωτοδικών, ως δικαστικών λειτουργών, που είχαν μέχρι την έναρξη ισχύος του Ν. 5108/2024 τον βαθμό του Ειρηνοδίκη.
1.*8.* Επειδή οι ρυθμίσεις αυτές, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης, που υπηρετεί η Ελληνική έννομη τάξη, οφείλουν να εξασφαλίζουν στην πράξη την λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών και αποτελούν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου τόσο από το ΔΕΕ όσο και από το ΕΔΔΑ.
1.*9.* Επειδή σύμφωνα με την αρχή της ουσιαστικής αναλογικής ισότητας, επιβάλλεται η ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες, με συνέπεια να αποκλείεται η έκδηλα άνιση μεταχείριση είτε με την μορφή της εισαγωγής χαριστικού μέτρου ή προνομίου μη συνδεομένου προς αξιολογικά κριτήρια είτε με την μορφή της επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση προσώπων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες με βάση όλως τυπικά ή συμπτωματικά ή άσχετα μεταξύ τους κριτήρια [ΟλΣτΕ 3372/2015, 987/2014, 1252/2003, ΣτΕ Τμ. ΣΤ’ 2257/2017, ΟλΑΠ206/1981, Ανώτατο Δικ. Μισθολογικών Ζητημάτων Δικ. Λειτουργών 36/2006, 21/2006, ΟλΣτΕ 3670/1994, 3505/1996, ΕλΣ Τμ. II 2203/2008 ως προς την εξομοίωση Βουλευτών και Δικαστικών Λειτουργών, ΔΕΕ 23.06.2009 C-557/07 Επιτροπή κατά Ελλάδας].
1.*10.* Επειδή σύμφωνα με την αρχή της ουσιαστικής ισότητας, η οποία ερείδεται στο άρθρο 4 του Συντάγματος, δεσμεύονται όλα τα συντεταγμένα πολιτειακά όργανα (Νομοθετική, Εκτελεστική και Δικαστική λειτουργία), ώστε το καθένα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του να αποφεύγει την ανισότητα ή να την αίρει κατά το μέτρο του δυνατού.
1.*11.* Επειδή, με την ενοποίηση τού πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, οι πρώην Ειρηνοδίκες θα ασκούν τα ίδια υπηρεσιακά καθήκοντα και θα έχουν το αυτό δικαιοδοτικό έργο σε πολιτικά και ποινικά δικαστήρια πρώτου βαθμού, με τους Πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας, έχουν δε ήδη δικαστική εμπειρία ως πρωτοβάθμιοι δικαστές της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, θα επιμορφωθούν άμεσα στην Εθνική Σχολή Δικαστών (ΕΣΔι) και θα αποκτήσουν εμπειρία και ικανότητα διεύθυνσης της διαδικασίας στο ακροατήριο, ιδίως στον ποινικό τομέα.
1.*12.* Επειδή οι Πρωτοδίκες της παράλληλης ειδικής επετηρίδας (πρώην Ειρηνοδίκες), πρέπει να ασχοληθούν απερίσπαστοι με το δικαιοδοτικό έργο τους – προς αποφυγή του κινδύνου επιστημονικού μαρασμού τους – με συνοχή, σύμπνοια και συναδελφική ενότητα, χωρίς την ανασφάλεια τής υπηρεσιακής – βαθμολογικής τους εξέλιξης, για την επιτυχία της υλοποίησης τής ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης.
1.*13.* Επειδή οι πρώην Ειρηνοδίκες και μετά την 16-09-2024 ως Πρωτοδίκες της παράλληλης ειδικής επετηρίδας, που κατόπιν επιμόρφωσης στην Εθνική Σχολή Δικαστών (ΕΣΔι), θα ασχολούνται με όλα τα αντικείμενα του Πρωτοδικείου, καθώς και όσοι εξ’ αυτών ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, πρέπει να τύχουν ρύθμισης της υπηρεσιακής τους κατάστασης, όπως αρμόζει σε ισόβιους δικαστικούς λειτουργούς του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
*ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ*
*1.14.* Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικής ισότητας, οι Πρωτοδίκες της παράλληλης ειδικής επετηρίδας (πρώην Ειρηνοδίκες), πρέπει, να εξελίσσονται υπηρεσιακά και βαθμολογικά, με δυνατότητα προαγωγής τους τουλάχιστον στο βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών της παράλληλης ειδικής επετηρίδας, όπως αρμόζει σε ισόβιους ήδη δικαστικούς λειτουργούς, με αίτησή τους, κατόπιν προηγούμενης αξιολόγησης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο (ΑΔΣ), με τη συμπλήρωση πενταετούς (5) πραγματικής πρωτοδικειακής υπηρεσίας και συνολικού χρόνου δεκαέξι (16) ετών πραγματικής υπηρεσίας από την ημέρα του αρχικού διορισμού τους, λαμβανομένων υπόψη και των ιδιαίτερων επιστημονικών προσόντων τους, συμβάλλοντας στην ομαλή υλοποίηση και επιτυχία του σκοπού της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας της πολιτικής δικαιοσύνης.
Με απλά και κατανοητά λόγια υπό τις παρούσες προβλέψεις ένας νυν ειρηνοδίκης έχει τις ακόλουθες δυνατότητες:
α) να παραμείνει στην ειδική επετηρίδα ασκώντας τα ίδια καθήκοντα με έναν πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, χωρίς ωστόσο να προβλέπεται καμία δυνατότητα προαγωγής του μέχρι τη συνταξιοδότησή του και ων δια παντός κατώτερος ιεραρχικά του δεύτερου, ήτοι κατώτερος ακόμα και όσων δεν έχουν εισέλθει ακόμη στο δικαστικό σώμα αλλά πρόκειται να εισέλθουν σε αυτό μέχρι το χρόνο που ο πρώτος θα συνταξιοδοτηθεί ( ! ) ή
β) να μεταπηδήσει στην καλύτερη των περιπτώσεων (ήτοι εφόσον έχει ολοκληρώσει τα προβλεπόμενα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης και εφόσον κριθεί ικανός προς τούτο) μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος (καθόσον απαιτείται να προηγηθεί η ολοκλήρωση της επιμόρφωσης, η τακτική επιθεώρησή του ως πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας και η θετική κρίση για την μεταπήδησή του) στο τέλος της γενικής επετηρίδας, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας, χωρίς να του αναγνωρίζονται τα έτη προϋπηρεσίας του ως ειρηνοδίκη και ως πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, όπερ συνεπάγεται εν τοις πράγμασι αδυναμία εξέλιξης και προαγωγής μεγάλου μέρους του κλάδου των νυν ειρηνοδικών ακόμη και μετά την (αβέβαιη) μεταπήδησή τους στη γενική επετηρίδα, δεδομένου ότι οι μεν Ειρηνοδίκες Α’ τάξης υπό τις παρούσες συνθήκες ουδέποτε θα προαχθούν, οι δε Ειρηνοδίκες Β’ Τάξης (οι οποίοι στην πλειονότητα τους κατά τη μεταπήδησή τους στη γενική επετηρίδα θα έχουν ήδη τουλάχιστον 14 έτη προϋπηρεσίας και 20 περίπου έτη έως τη συνταξιοδότησή τους) θα κατακτήσουν το βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών λίγο προ της συνταξιοδότησής τους. Ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας δε νοείται με δικαστές πρώτης και δεύτερης κατηγορίας και μάλιστα για όλο το υπόλοιπο του εργασιακού βίου των νυν ειρηνοδικών. Χρησιμοποιείται δε ως επιχείρημα για τη διακριτική μεταχείριση εις βάρος των νυν ειρηνοδικών η μη προηγούμενη φοίτηση τους στην ΕΣΔι. Ωστόσο αφενός οι νυν ειρηνοδίκες θα κληθούν να παρακολουθήσουν απαιτητικό πρόγραμμα επιμόρφωσης και πρακτικής άσκησης συνολικής διάρκειας τεσσάρων μηνών περίπου, έχοντες ήδη πολύτιμη (και πολυετή ως επί το πλείστον) δικαστική εμπειρία (σε αντίθεση με τους εκάστοτε σπουδαστές της ΕΣΔι), γεγονός που εξισορροπεί την συγκριτικά πιο περιορισμένη χρονικά επιμόρφωσή τους και αφετέρου υφίστανται στους κόλπους της Δικαιοσύνης Ανώτατοι Δικαστές οι οποίοι δεν έχουν φοιτήσει στην ΕΣΔι, καθόσον δεν λειτουργούσε κατά το χρόνο εισόδου τους στο Δικαστικό Σώμα, η προσφορά και η ικανότητα των οποίων ουδέποτε (και απολύτως ορθώς) αμφισβητήθηκε. Επίσης είναι παράδοξο να ανατίθενται ακριβώς τα ίδια καθήκοντα στους νυν ειρηνοδίκες με αυτά των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας ενώ παράλληλα οι πρώτοι δεν κρίνονται ικανοί να προαχθούν σε αντίθεση με τους δεύτερους. Εφόσον ο νυν ειρηνοδίκης είναι ικανός να ασκεί τα καθήκοντα του νυν πρωτοδίκη είναι ικανός να προάγεται όπως και ο δεύτερος, διαφορετικά και εφόσον δεν κρίνεται το ίδιο ικανός θα έπρεπε ως λογικό επόμενο να του ανατίθενται ουσιωδώς μειωμένα καθήκοντα. Η ενοποίηση συνεπάγεται ίδια δικαιώματα και ίδιες υποχρεώσεις για την άσκηση ίδιων καθηκόντων. Δυστυχώς εν προκειμένω μετά λύπης παρατηρεί κανείς ότι πρόκειται στην ουσία περί κατάργησης όχι μόνο ολόκληρου του κλάδου των ειρηνοδικών (χωρίς η συντριπτική τους να το έχει επιδιώξει ή επιθυμήσει, σε πλήρη ανατροπή των επαγγελματικών τους επιλογών και της καθημερινότητάς τους), αλλά και της εργασιακής τους αξιοπρέπειας, ως μόνη δε λύση για την ανάκτησή της διαφαίνεται πλέον δυστυχώς η δικαστική διεκδίκηση.
Η ίδια η πολιτεία νομοθετεί πρόχειρα θίγοντας κατάφωρα την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των Ειρηνοδικών και δυστυχώς η Δικαιοσύνη κωφεύει και ανέχεται προδήλως αντισυνταγματικές ρυθμίσεις. Και ύστερα παραπονούμαστε που στο εξωτερικό μας κατηγορούν για έλλειμμα κράτους δικαίου. Από τη στιγμή που αναθέτετε στους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας πρωτοδικειακή ύλη, είναι προκλητικό να τους έχετε καθηλωμένους στον ίδιο βαθμό με κανένα περιθώριο εξέλιξης. Και δεν είναι επιχείρημα να λέτε ότι όποιος θέλει εξέλιξη, ας μεταπηδήσει στη γενική επετηρίδα. Γιατί και στην ειδική επετηρίδα τα ίδια καθήκοντα σχεδόν θα εκτελούν. Αφού δεν θέλετε να τους δώσετε εξέλιξη, αφήστε τους να ασκούν τα καθήκοντα που ασκούσαν μέχρι πρότινος, μέχρι και την αφυπηρέτησή τους. Αυτό το πράγμα δεν λέγεται ενοποίηση των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, αλλά έτι περαιτέρω διαχωρισμός των βαθμών αυτών, που ήδη έχει σπείρει τη διχόνοια μεταξύ των δικαστών και δυστυχώς οδηγεί σε επικίνδυνα μονοπάτια. Η εκτέλεση του δικαστικού λειτουργήματος υπό συνθήκες αβεβαιότητας, ανασφάλειας, έριδων και διαπληκτισμών θα είναι προβληματική και ουδεμία επιτάχυνση θα επέλθει.
ΠΡΩΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ:
Με ποιο σκεπτικό στο προτεινόμενο άρθρο 66 παρ. 3 ο «δικαστής ειδικής επετηρίδας» (και ποιος είναι άραγε αυτός, αφού δεν προβλέπεται τελικά στο νομοθέτημα θέση προέδρου πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας), που αποφασίζει, ακόμα και σε μονομελείς συνθέσεις, για σοβαρά ποινικά αδικήματα, κρίνεται ιεραρχικά κατώτερος από τον εισαγγελέα, που προτείνει στις ίδιες συνθέσεις ;
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΡΩΤΗΣΗ:
Γιατί με τις προτεινόμενες διατάξεις το βάρος του εγχειρήματος της ενοποίησης πέφτει αποκλειστικά στους ώμους των ειρηνοδικών, οι οποίοι αποκλείονται από κάθε πιθανότητα υπηρεσιακής εξέλιξης, είτε γιατί επιλέγουν να παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα, είτε γιατί λόγω ηλικίας αναγκάζονται να παραμείνουν εκεί, είτε γιατί πρέπει να θυσιάσουν δεκαετίες δικαστικής εμπειρίας για να προλάβουν να λάβουν κάποια προαγωγή στην ειδική επετηρίδα, πρέπει να θυσιάσουν το αμετάθετο που υποσχέθηκε ο ν. 5108/2024 και να λάβουν τα ίδια καθήκοντα με τους νυν πρωτοδίκες, πλην των ανακριτικών και των δικαστών ανηλίκων, παρότι ως πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας θα βρίσκονται για πάντα στο τέλος της ιεραρχίας του πρώτου βαθμού, τόσο των νυν όσο και των μελλοντικών συναδέλφων τους της γενικής επετηρίδας, στερούμενοι καθ΄όλο τον υπηρεσιακό τους βίο της δυνατότητας επιλογής τμημάτων ή τμημάτων θερινών διακοπών ή της πιθανότητας συμμετοχής στη διοίκηση του δικαστηρίου στο οποίο υπηρετούν, καθόσον για πάντα θα αποτελούν μια γκετοποιημένη μειοψηφία;
——————————————————-
Με αυτά που νομοθετείτε οι διατάξεις σας έρχονται σε αντίθεση με κάθε έννοια κράτους δικαίου και εισάγουν αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ ομοιόβαθμων δικαστών, δημιουργούν δικαστές δύο ταχυτήτων στον ίδιο βαθμό….…. και εν τέλει ποιος ο λόγος τότε της ενοποίησης; Aς γινόταν μια απλή αύξηση αρμοδιοτήτων των Ειρηνοδικείων.
———————————————–
Αναρωτιέμαι κατά πόσο μπορεί να επιτευχθεί η επιτάχυνση της δικαιοσύνης όταν καλούνται να εκτελέσουν το τόσο σοβαρό αυτό έργο δικαστές καταπιεσμένοι, αδικημένοι και γκετοποιημένοι, που σε νεότατη ηλικία δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να ονειρεύονται τη σύνταξη λόγω της δυσμενούς υπηρεσιακής τους μεταβολής;
————————————-
Σκοπός του νόμου διακηρύσσεται στο άρθρο 66 ότι είναι μεταξύ άλλων και « η επίλυση προβλημάτων οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων και υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών, με τρόπο που να περιφρουρείται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους,» Τόσο στον 5108/24 όσο και με το παρόν νομοσχέδιο οι ειρηνοδίκες δεν έχουν καμμία εξέλιξη στην ειδική επετηρίδα.Απαραίτητη η θέσπιση εξέλιξης τουλάχιστον έως και τον βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών και Εφετών ειδικής επετηρίδας , με θεσμοθέτηση θέσεων ειδικής επετηρίδας ώστε να μη θίγονται οι συνάδελφοιτης γενικής. Ούτως ή άλλως η ειδική επετηρίδα έχει ημερομηνία λήξεως την ημέρα που θα συνταξιοδοτηθεί ή θα εισέλθει στην γενική επετηρίδα και ο τελευταίος ειρηνοδίκης. Επομένως για λόγους συνταγματικής ισης μεταχείρισης δικαστικών λειτρουργών είναι ανάγκη να θεσμοθετηθούν οι θέσεις αυτές .
Ειλικρινά είναι εντελώς ακατανόητο το μίσος και η εμμονή κατά των Ειρηνοδικών. Είναι αυτοί οι άνθρωποι – Δικαστές που κράτησαν ουσιαστικά όρθια την κοινωνία εν μέσω μιας πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης. Είναι αυτοί που χωρίς καμία «επιμόρφωση» κλήθηκαν να δικάσουν έναν τεράστιο όγκο υποθέσεων (ν. 3869/2010 ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), αμέσως μετά την πρόσληψή τους. Διορισθέντες, μετά τον τελευταίο διαγωνισμό, το έτος 2016 και συγκεκριμένα το θέρος του έτους αυτού, δίκασαν πινάκια των 50 – 60 υποθέσεων, ήδη από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Μερικοί εξ αυτών δεν είχαν καμία «επαφή» με το αντικείμενο (επειδή, ούτε το είχαν διδαχθεί πουθενά ούτε (πιθανώς) είχαν ασχοληθεί με αυτό κατά την άσκηση της δικηγορίας), πλην όμως, με προσωπικό κόπο και διάβασμα στάθηκαν υπέρ του δέοντος επαρκείς στα καθήκοντα που τους ανατέθηκαν. Ο δε αντίλογος των συναδέλφων Πρωτοδικών με τις υποτιμητικές εκφράσεις «σιγά υπερχρεωμένα δικαζατε», καταρρίπτεται εμφανώς από τη νομολογία του ΑΠ. Υπήρξαν αποφάσεις Ειρηνοδικών, που ανατράπηκαν σε δεύτερο βαθμό από τους συναδέλφους Πρωτοδίκες, οι οποίες με τη σειρά τους αναιρέθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, «δικαιώνοντας τους α (ν) (επι) μορφωτους Ειρηνοδικες. Οι Ειρηνοδικες δεν διάλεξαν αυτήν τη σταδιοδρομία επειδή απέτυχαν στις εξετάσεις της ΕΣΔΙ. Τη διάλεξαν επειδή, γνωρίζοντας πολύ καλά τις «εργασιακές συνθήκες» (αμετάθετο, εσωτερική εξέλιξη, αυτοδιοίκητο των Ειρηνοδικείων), επιθυμούσαν να οργανώσουν με αυτόν τον τρόπο την προσωπική και υπηρεσιακή τους κατάσταση. ΠΟΤΕ δεν επέλεξαν και δεν αιτήθηκαν την ενοποίηση. Λίγες «φωνές» υπέρ της ενοποίησης, σε καμία περίπτωση, δεν εκπροσωπούν το σύνολο των Ειρηνοδικών. Αυτό θα μπορούσε εύκολα να γίνει αντιληπτό και να εξακριβωθεί περίτρανα με ένα εσωτερικό και ανεξάρτητο δημοψήφισμα μεταξύ των Ειρηνοδικών. Αυτό το δημοψήφισμα απετράπη από συγκεκριμένους με σκοπό να μη φανεί αυτή η αλήθεια. Καταλήγοντας και απευθυνόμενος προς την Πολιτική Ηγεσία, θα ήθελα να εκφράσω την ειλικρινή απορία, πώς γίνεται ένας άνθρωπος (ασχέτως του γεγονότος ότι είναι Δικαστής, διότι, σε κάθε περίπτωση πρώτα έρχεται η ανθρώπινη ιδιότητα), ο οποίος έχει βιώσει μια ακραία, ακατανόητη, αντεργατική και αντισυνταγματική αδικία να βρει το ψυχικό σθένος, την εργασιακή ασφάλεια και την ηρεμία να υπηρετήσει αυτό το Σπουδαίο Λειτούργημα; Καλώ την Πολιτική Ηγεσία, η οποία αποτελείται από έγκριτους νομικούς, έστω και την ύστατη τούτη ώρα, να ανακαλέσει νομοθετικά όλα αυτά που δρομολογούνται εις βάρος των Ειρηνοδικών. Σίγουρα αυτό θα βοηθήσει τη Δικαιοσύνη. Audiatur et altera pars.
Διαβάζοντας κάνεις το άρθρο 87 αναρωτιέται αν ο συντάκτης του είχε σώας τας φρένας. Διότι, σε μία απέλπιδα προσπάθεια να συμμαζευτούν τα ασυμμάζευτα, κάθε έννοια λογικής (αλλά και ηθικής) καταλύεται στο συγκεκριμένο άρθρο και αυτό που μένει είναι η γελοιοποίηση του νομοθετούντος και ο ευτελισμός της νομοθετικής διαδικασίας. Στο άρθρο 87 οι μάσκες της «ενοποίησης» πέφτουν και αποκαλύπτεται πια ξεκάθαρα η ήδη γνωστή σε όλους αλήθεια: ενοποίηση σημαίνει στυγνή χρησιμοποίηση των ειρηνοδικών! Σημειώνεται ότι οι τελευταίοι, στη συντριπτική τουλάχιστον πλειοψηφία τους, δεν επιθύμησαν ποτέ να γίνουν πρωτοδίκες. Αυτό τους επιβλήθηκε τελικά κακήν κακώς και εφαρμόζεται στην πράξη με ένα ακατανόητο και πρωτοφανές σε ένταση μίσος εναντίον τους.
Το άρθρο 87, τροποποιώντας το άρθρο 66, παρ. 1 του Κώδικα, μας λέει καταρχάς ότι, όσον αφορά τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, υπάρχουν δύο διακριτοί βαθμοί ιεραρχίας δικαστικών λειτουργών: αυτός του «πρωτοδίκη» και αυτός του «δικαστή ειδικής επετηρίδας». Ο «δικαστής ειδικής επετηρίδας», βέβαια, όπως αναφέρει η ίδια διάταξη παρακάτω, είναι και αυτός πρωτοδίκης [βλ. παρ. 3, περ. α) του άρθρου 66 του Κώδικα, ως τροποποιείται με το άρθρο 87 του νομοσχεδίου]. Συνεπώς, όσον αφορά τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια, φαίνεται να προκύπτει ως αρχικό συμπέρασμα ότι υπάρχουν πρωτοδίκες δύο «ταχυτήτων», που αντιστοιχούν στις δύο επετηρίδες, γενική και ειδική, που προβλέπει το άρθρο 3, περ. δ΄ και ε΄ του Ν. 5108/2024. Οι δύο διακριτοί αυτοί βαθμοί ιεραρχίας θα έπρεπε λογικά να συνεπάγονταν και διακριτές οργανικές θέσεις. Ο ίδιος όμως συντάκτης μας λέει στο άρθρο 64 του νομοσχεδίου, με το οποίο προστίθεται παρ. 4 στο άρθρο 3 του Κώδικα, ότι «οι οργανικές θέσεις των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και των δικαστικών λειτουργών της ειδικής επετηρίδας είναι ενιαίες». Η πρόβλεψη δύο διακριτών βαθμών ιεραρχίας θα μπορούσε επίσης λογικά να συνεπάγονταν ότι η ένταξη των «δικαστών ειδικής επετηρίδας» στους «πρωτοδίκες» συνιστά προαγωγή. Μα οι «δικαστές ειδικής επετηρίδας», όπως προαναφέρθηκε, είναι, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, και αυτοί πρωτοδίκες. Πώς είναι δυνατόν ένας πρωτοδίκης να προαχθεί σε πρωτοδίκη; Το άρθρο 87, συνεχίζοντας και τροποποιώντας την παρ. 2 του άρθρου 66 του Κώδικα, εξομοιώνει βαθμολογικά τους «πρωτοδίκες» και τους «δικαστές ειδικής επετηρίδας» [περ. ζ)]. Μα, αφού οι «πρωτοδίκες» και οι «δικαστές ειδικής επετηρίδας» είναι αμφότεροι δικαστικοί λειτουργοί των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εξομοιώνονται βαθμολογικά με την παρ. 2 του άρθρου 66, πώς γίνεται να προβλέπονται συγχρόνως ως διακριτοί βαθμοί ιεραρχίας στην αμέσως προηγούμενη παρ. 1 του ίδιου άρθρου; Ειρήσθω εν παρόδω, είναι τέτοια η σύγχυση στην παρ. 2 που οι περιπτώσεις η) και θ) επαναλαμβάνονται ταυτόσημες. Εκεί όμως που ο συντάκτης του νομοσχεδίου «δίνει τα ρέστα του», είναι η παρ. 3 του τροποποιηθέντος με το άρθρο 87 άρθρου 66 του Κώδικα. Εδώ συναντά κανείς για πρώτη φορά και τον όρο «πρόεδρος πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας». Ελλείψει ειδικότερης αναφοράς στην παρ. 1 του άρθρου 66, προφανώς ο «πρόεδρος πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας» εντάσσεται στους «δικαστές ειδικής επετηρίδας» και, εν συνεχεία, με την παρ. 2 περ. ζ) του άρθρου 66, ο πρόεδρος πρωτοδικών εξομοιώνεται βαθμολογικά με πρωτοδίκη! Αν μάλιστα, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, η πρόβλεψη των δύο διακριτών βαθμών «πρωτοδικών» και «δικαστών ειδικής επετηρίδας» στην παρ. 1 του άρθρου 66 θα μπορούσε να συνεπάγεται ότι η ένταξη των «δικαστών ειδικής επετηρίδας» στους «πρωτοδίκες» συνιστά προαγωγή, δεν είναι απίθανο να δει κανείς έναν πρόεδρο πρωτοδικών να προάγεται σε πρωτοδίκη! Όλα τα προηγούμενα είναι μεν κωμικά, πλην όμως ίσως είναι ακίνδυνα. Τα πράγματα ωστόσο αλλάζουν τελείως και παίρνουν εγκληματική διάσταση με τα όσα ορίζει η περ. α) της παρ. 3 του τροποποιηθέντος άρθρου 66. Εδώ με ένα «πλην», ο συντάκτης της καταργεί όλα τα χρόνια προϋπηρεσίας, όλη τη διαδρομή και όλη τη ζωή εντέλει των ειρηνοδικών μέσα στο δικαστικό σώμα. Αλήθεια, ποιός του έδωσε ένα τέτοιο δικαίωμα; Τα χρόνια αυτά οι ειρηνοδίκες δεν τα βρήκαν στο δρόμο! Τα ΔΟΥΛΕΨΑΝ! Υπέστησαν μεταθέσεις, εκτέλεσαν υπηρεσίες, ανέβηκαν σε έδρες, συνέγραψαν αποφάσεις. Και δεν πρόκειται να τα χαρίσουν σε κανέναν! Για να μην είμαστε βέβαια και εντελώς άδικοι, η μόνη προϋπηρεσία που αναγνωρίζεται στους ειρηνοδίκες είναι στις κατ’ οίκον έρευνες. Εκεί, πράγματι, όσοι έχουν κολλήσει ένσημα για μία δωδεκαετία και πλέον, κερδίζουν μία απαλλαγή από αυτές. Κατά τα λοιπά, θα δει κανείς μέσα στο δικαστικό σώμα να συντελείται κάτι ανεπανάληπτο: δικαστές, που όσο περνούν τα χρόνια αντί να «παλιώνουν» θα «ξανανιώνουν»! Νεοδιοριζόμενους δικαστές που θα είναι «αρχαιότεροι» των προ της συντάξεως δικαστών! Η Δικαιοσύνη μετατρέπεται σε τσίρκο, για να γελάσει ο κάθε πικραμένος. Θα πρέπει, ως ελάχιστη ένδειξη σεβασμού στο δικαστικό σώμα, να δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά από τις συνεδριάσεις της επιτροπής που επεξεργάστηκε τις συγκεκριμένες αλλαγές στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ώστε να γνωρίζει κανείς με ποια λογική συντάχθηκε το άρθρο 87, αν φυσικά υπάρχει.
Στο μεταξύ αναρτήθηκε και η απόφαση για τα προγράμματα «επιμόρφωσης» των ειρηνοδικών βάσει του νόμου της ενοποίησης. Αυτά θα λάβουν χώρα σε Αθήνα, Πειραιά, Κρήτη, Θεσσαλονίκη, Πάτρα και Λάρισα. Συνεπώς, δεκάδες ειρηνοδίκες είτε θα αναγκαστούν να ξεσπιτωθούν για έναν και πλέον μήνα, αφήνοντας πίσω τις οικογένειές τους και διαμένοντας σε ξενοδοχεία είτε θα αναγκαστούν να διανύουν χιλιόμετρα καθημερινά, προκειμένου να παρακολουθήσουν αυτά τα περιβόητα προγράμματα. Οι δε δαπάνες μετακίνησης – όταν και όποτε τους καταβληθούν – είναι βέβαιο ότι δεν θα καλύπτουν ούτε στο ελάχιστο τα πραγματικά έξοδα στα οποία θα υποβληθούν για την «επιμόρφωσή» τους. Άραγε στην ψηφιακή εποχή που ζούμε, δεν υπάρχει δυνατότητα αυτά τα προγράμματα «επιμόρφωσης» να διεξαχθούν ηλεκτρονικά; Πώς το Υπουργείο ευαγγελίζεται την άμεση ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης, αφού ούτε καν την «επιμόρφωση» των ειρηνοδικών δεν μπορεί να οργανώσει ψηφιακά; Καλό κουράγιο σε όλους τους δικαστικούς λειτουργούς για τη δύσκολη δικαστική χρονιά που έρχεται!
Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 60 παρ.5 του κώδικα οργανισμού δικαστηρίων δημιουργεί έναν αέναο φαύλο κύκλο και δυσχεραίνει τις μεταθέσεις & αποσπάσεις σε αντίθεση με το πνεύμα του νομοθέτη που προφανώς ήθελε να τις διευκολύνει και γι αυτό πρέπει να αποσυρθεί.
Εγώ, αναφορικά με την παράταση της θητείας των προανακριτών, σύμφωνα με το άρθρο 80 του νομοσχεδίου, από την πλευρά μου έχω να πω το εξής: Η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, πρόσφατα με έγγραφό της, κάνοντας χρήση σχετικής διάταξης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ζήτησε από δικαστές κυρίως επαρχιακών δικαστηρίων, που έχουν υπηρετήσει 5 έτη στο ίδιο Πρωτοδικείο να κάνουν αίτηση μετάθεσης. Με τον ίδιο τρόπο, επειδή ο ορισμός σε θέση πταισματοδίκη θεωρείται μετάθεση, θα έπρεπε να έχει ζητηθεί και όσοι πταισματοδίκες έχουν υπηρετήσει στη θέση αυτή πάνω από 5 έτη να κάνουν αίτηση μετάθεσης, που ουσιαστικά θα σήμαινε ότι θα γίνονταν εκ νέου ειρηνοδίκες.
Αν όμως υποθέσουμε ότι η διάταξη περί υποχρεωτικής μετάθεσης δεν ισχύσει για τα μεγάλα Πρωτοδικεία, τότε θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη από το νομοθέτη ότι και με κανονισμούς μεγάλων Πρωτοδικείων κανένας Πρωτοδίκης δεν μπορεί να υπηρετήσει στο ίδιο τμήμα πάνω από 6 έτη. Αντιλαμβάνεστε ότι αν ένας πταισματοδίκης έχει ήδη υπηρετήσει κάποια χρόνια στην υπηρεσία αυτή και παραταθεί η θητεία του για άλλα 7 χρόνια, τότε δημιουργείται σοβαρή ανισότητα ανάμεσα στους δικαστές και πλέον δεν εφαρμόζεται το ενιαίο πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης, αφού πρόκειται για δικαστές αποκομμένους εντελώς από αστικές υποθέσεις. Ακόμα και ο δικαστικός χάρτης που ψηφίστηκε πρόσφατα, αναφέρει για το Πρωτοδικείο Αθηνών ότι οι ποινικοί δικαστές θα μπορούν να υπηρετήσουν στο ποινικό τμήμα συνολικά 3 έτη. Κατά συνέπεια θα πρόκειται για μία ιδιαίτερα ευνοημένη κατηγορία δικαστών και συνεπώς θα πρέπει πλέον να επιληφθεί του θέματος ο Άρειος Πάγος, στην επικείμενη Ολομέλεια για την επικύρωση τόσο του δικαστικού χάρτη όσο και του νέου κώδικα οργανισμού Δικαστηρίων.
Στο άρθρο 87 και 79 : Προτείνεται η τροποποίηση του άρθρου 66 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών (ΚΟΔΚΔΛ), όπου αναφέρεται ότι οι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας θα θεωρούνται πάντοτε αρχαιότεροι των Δικαστών ειδικής επετηρίδας, και οι τελευταίοι, ως ισόβιοι Δικαστές, θα θεωρούνται αρχαιότεροι των Παρέδρων Πρωτοδικείων, οι οποίοι είναι μη ισόβιοι Δικαστές. Δηλαδή οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας, θα θεωρούνται δια βίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως και άνευ εμπειρίας Δικαστές σε σχέση με έναν νεοδιόριστο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, με μηδενική σχεδόν εμπειρία ή με έναν νεώτερό τους Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας που μόλις εντάχθηκε στη γενική επετηρίδα, ανάγοντας την ένταξη στη γενική επετηρίδα σε κάποιο είδους “χρίσμα”, άσχετο με την έως τότε υπηρεσιακή κατάσταση και το παραχθέν δικαστικό έργο των εντασσόμενων στη γενική επετηρίδα, παρά το γεγονός ότι και μετά την ένταξή τους θα συνεχίσουν να εκτελούν τα ίδια καθήκοντα, στα οποία όμως στο εξής (μετά την ένταξη στη γενική επετηρίδα) θα θεωρείται ότι αποκτούν μέρα με την μέρα την αντίστοιχη εμπειρία από την άσκησή των καθηκόντων τους, που θα είναι απαραίτητη για την υπηρεσιακή εξέλιξή τους. Δεδομένου ότι από 16.09.2024 και εφεξής για τα επόμενα 30 χρόνια θα ασκούν, τόσο οι Πρωτοδίκες γενικής όσο και οι Δικαστές ειδικής επετηρίδας, τα ίδια ακριβώς καθήκοντα, πλην όμως οι τελευταίοι θα θεωρούνται εφεξής νεώτεροι των νεοδιόριστων και ουδέποτε θα έχουν το δικαίωμα να προεδρεύσουν σε πολυμελή σύνθεση Δικαστηρίου, είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι αυτοί θεωρούνται εκ προοιμίου ανεπίδεκτοι μαθήσεως και ανίκανοι να απορροφήσουν την όποια εμπειρία τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ως Προέδρων των μονομελών συνθέσεων Πρωτοδικείου ή Πλημμελειοδικείου, τα επόμενα 2, 5 ή 25 έτη, όχι μόνο για να προεδρεύσουν σε πολυμελείς συνθέσεις, αλλά και για να θεωρηθούν αρχαιότεροι από έναν νεοδιόριστο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας. Μετά δε που, έκαστος εκ των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, θα υποβάλει αίτηση για την ένταξη του στη γενική επετηρίδα, θα θεωρείται “tabula rasa” και θα ξεκινά να προσμετράται η δικαστική του εμπειρία από την επόμενη που θα γίνει δεκτή η αίτησή του, ακόμη και αν έχει απομείνει ως τότε μόνο ένα έτος για τη συνταξιοδότησή του ως Δικαστή με 35ετή υπηρεσία. Μάλιστα στο ενδεχόμενο να οριστούν οι εντασσόμενοι από την ειδική στην γενική επετηρίδα Πρωτοδίκες στη συνέχεια ως ανακριτές, για αυτούς θα απαιτείται περισσότερων ετών υπηρεσιακή εμπειρία στη γενική επετηρίδα, από άλλον Πρωτοδίκη της ίδιας γενικής επετηρίδας που εισήλθε σε αυτήν ως απόφοιτος της ΕΣΔι μετά την απαιτούμενη παρεδρία του (άρθρο 79 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου για την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ), δηλαδή δύο ή δεκαπέντε χρόνια υπηρεσίας ως Πρωτοδίκης ειδικής δεν θα λογίζονται ως προϋπηρεσία αντίστοιχη με το χρόνο παρεδρίας ενός μη ισόβιου Δικαστή. Στα όρια δε του τυπογραφικού λάθους μπορεί να θεωρηθεί η αναφορά, στο ίδιο ως άνω άρθρο 66 ΚΟΔΚΔΛ, για Προέδρους Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, δεδομένου ότι δεν γίνεται αλλού αναφορά για οργανικές θέσεις τους ή καθήκοντα, ενώ αντίθετα περιλαμβάνονται στον όρο “Δικαστές ειδικής επετηρίδας” και εξακολουθούν να θεωρούνται σε ολόκληρη τη διάρκεια του υπηρεσιακού τους βίου νεώτεροι του νεοδιόριστου ή “νεοενταχθέντος” στη γενική επετηρίδα Πρωτοδίκη, ασκώντας φυσικά τα ίδια με αυτόν καθήκοντα μέχρι την προαγωγή του τελευταίου σε Πρόεδρο Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας. Τα παραπάνω βέβαια συνάδουν με τη “διαφήμιση” της ενοποίησης του πρώτου βαθμού ως μεταρρύθμιση και είσοδο “νέας γενιάς” Δικαστών στο θεσμό της Δικαιοσύνης, καθώς οι πρώην Ειρηνοδίκες ως Δικαστές πλέον ειδικής επετηρίδας (είτε Πρωτοδίκες είτε Πρόεδροι Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας) θα θεωρούνται καθημερινά για το υπόλοιπο του εργασιακού τους βίου ως νεοδιόριστοι Πρωτοδίκες με μηδενικό δικαστικό έργο και μηδενική δικαστική εμπειρία, και κατά μία έννοια θα μπορούσε κανείς να τους θεωρεί ως “Δικαστές νέας γενιάς” μέχρι τη συνταξιοδότησή τους.
Στο άρθρο 60 : Πώς « περιφρουρείται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία » των ειρηνοδικών , όπως διακηρύσσει το άρθρο , όταν με τις ρυθμίσεις που εισάγονται ο αρχαιότερος κατά 5,10,20 κλπ χρόνια ειρηνοδίκης-πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας θα θεωρείται νεώτερος από τον νεοδιόριστο πρωτοδίκη .
Δεν ευτελίζεται με τον χειρότερο τρόπο ο ειρηνοδίκης, αν και είναι δικαστικός λειτουργός; Πουθενά στο δημόσιο δεν ισχύει κάτι ανάλογο. Η απαράδεκτη λοιπόν α) τόσο η ρύθμιση που του άρθ 7 παρ 4 του Ν 5108/24 « Στις πολυμελείς συνθέσεις αρχαιότερος θεωρείται ο δικαστής της γενικής επετηρίδας.» όσο και οι προτεινόμενες προσθήκες στο άρθρο 67 παρ. 2 του υπο διαβούλευση νομοσχεδίου που προκρίνουν μεταξύ των πρωτοδικών γενικής και ειδικής την αρχαιότητα μόνον της γενικής επετηρίδας β) η μη εξέλιξη έως τουλάχιστον του βαθμού του Προέδρου Πρωτοδικών στην ειδική επετηρίδα
Επίσης απαράδεκτη η ανατροπή της αρχαιότητας με την εισαγωγή στην γενική επετηρίδα , αφού εάν ειρηνοδίκης με 20 έτη προϋπηρεσία εισαχθεί στην γενική επετηρίδα το 2027 , θα είναι νεώτερος από τον ειρηνοδικη διετούς υπηρεσίας που θα εισαχθεί στην γενική επετηρίδα το 2026 .
Μα τι απαράδεκτες, παράδοξες και κακοποιητικές ρυθμίσεις είναι αυτές ;
Σχολιασμός επί του άρθρου 87 του νομοσχεδίου.
Είναι οξύμωρο και ανακόλουθο, οι Δικαστές Ειδικής Επετηρίδας να δύνανται μεν, μεταξύ άλλων, να συμμετέχουν στις συνθέσεις των ΜΟΔ (όπου οι Αντεισαγγελείς Πρωτοδικών δεν συμμετέχουν) και να συγκροτούν τα Μονομελή Πλημμελειοδικεία (όπου θα φέρουν αποκλειστικά το βάρος της απόφασης), αλλά να έπονται ιεραρχικά των Αντεισαγγελέων Πρωτοδικών.
«Άρθρο 66
Βαθμοί ιεραρχίας – Αντιστοιχία – Προβάδισμα δικαστικών λειτουργών
Οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών είναι οι εξής:
…..
βγ) πρόεδρος, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, δικαστής ειδικής επετηρίδας, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας»
Σαφώς αποτελεί πρόδηλο σφάλμα που χρήζει διόρθωσης η μη συμπερίληψη στον όρο «πρωτοδίκης» και του όρου «πρωτοδίκης (δικαστής) ειδικής επετηρίδας».
Έχοντας διανύσει 12 χρόνια από τον εργασιακό μου βίο στην υπηρεσία της δικαιοσύνης, θλίβομαι βαθύτατα και με το τελευταίο νομοθέτημα. Ως κάτοχος δε μεταπτυχιακού διπλώματος στο Εργατικό Δίκαιο, απορώ πώς το εν λόγω νομοθέτημα υπηρετεί τις βασικές αρχές των όσων διδάχθηκα. Πού βρίσκεται η αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των αυθαίρετων διακρίσεων, όταν στην υπηρεσία της δικαιοσύνης πλέον τίθενται δικαστές δύο ταχυτήτων. Ειδικότερα τόσο οι δικαστές γενικής επετηρίδος όσο και αυτής της ειδικής, θα ασκούν ίδια ακριβώς υπηρεσιακά καθήκοντα και θα μετατίθενται για τους ίδιους λόγους, ωστόσο θα έχουν εντελώς διαφορετικά εργασιακά δικαιώματα. Οι μεν θα προάγονται και κατά τεκμήριο θα αναγνωρίζεται η προσφορά τους στη δικαιοσύνη οι δε πρωτοδίκες της ειδικής δε θα έχουν τέτοιο δικαίωμα και θα παραμένουν για πάντα νεότεροι ακόμη και όσων φοιτούν σήμερα στην ΕΣΔΙ. Έτσι όμως δεν ακυρώνεται μόνο η μέχρι τώρα εργασιακή εμπειρία των δικαστών της ειδικής επετηρίδος αλλά και η μελλοντική τους πορεία. Από 16-9-2024 θα ασκούμε όλοι τα ΙΔΙΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ, και όμως ο πρωτοδίκης ειδικής θα παραμένει τελευταίος να διαλέξει τμήμα θερινό τμήμα, τμήμα άσκησης καθηκόντων κλπ ακόμη και από τον νεοεισερχόμενο στο δικαστικό σώμα. Γιατί; ποιος είναι ο δικαιολογητικός λόγος της διακριτικής μεταχείρισης; Για ποιο λόγο τιμωρείται ο δικαστής της ειδικής; Δεν ασκούσε δικαιοδοτικό έργο μέχρι τώρα; Σύμφωνοι, μέχρι τώρα ασκούσε εν μέρει διαφορετικό έργο, αλλά από 16-9-2024 που θα ασκεί το ίδιο έργο με τον δικαστή που τοποθετήθηκε στον ίδιο χρόνο, ο τελευταίος μόνο θα απολαύει της υπηρεσιακής του εξέλιξης, παρόλο που και οι δύο για 10, 15 χρόνια θα ασκούν ίδια ακριβώς καθήκοντα υπό τις ίδιες συνθήκες. Και για όσους δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα λέγοντας ότι «και τώρα ως ειρηνοδίκες δεν προαγόσασταν», πράττουν μέγα ατόπημα, αφενός διότι μέχρι τώρα δεν είχαμε ίδια καθήκοντα και αφετέρου να τους ενημερώσω ότι είχαμε εσωτερικές προαγωγές στο βαθμό μας και με την είσοδο των νεώτερων ειρηνοδικών, αποκτούσαμε δικαιώματα οι παλιότεροι (επιλογή τμήματος, μεταθέσεις κλπ). Τώρα δημιουργούνται πολλά παράδοξα και άδικα, τα οποία δε συνάδουν στο νομικό μας πολιτισμό και ειδικά στο δικαστικό σώμα. Επίσης και αυτό το νομοθέτημα δε δίνει κανένα κίνητρο εισαγωγής μας στη γενική επετηρίδα, αλλά ούτε καθιστά βιώσιμη την παραμονή μας στην ειδική. Προσωπικά, σεβόμενη απόλυτα τα δικαιώματα των συναδέλφων ήδη υπηρετούντων δικαστών και κατανοώντας απόλυτα τους ενδοιασμούς τους, παρακαλώ θερμά τη δικαστική κοινότητα (ΕΝΔΕ όλες τις παρατάξεις ως το όργανο που κλήθηκε να μας εκπροσωπεί ΟΛΟΥΣ και την δικαστική ηγεσία -ΑΠ) να λάβουν υπόψιν τους τα δίκαια αιτήματά μας και με συγκερασμό των αντίθετων απόψεων να βρεθεί μία χρυσή τομή ως δίκαιη λύση, ώστε να αποφευχθεί και η διεθνής κατακραυγή του τόπου. Διότι αυτά τα νομοθετήματα, ως μονομερώς άδικα, θα καταπέσουν, δεν υπάρχει αμφιβολία και απορώ πώς δεν το βλέπουν αυτοί που ορκίστηκαν να υπηρετούν το δίκαιο των πολιτών και αυτοί που εκλέχθηκαν να εκπροσωπούν ΟΛΑ τα μέλη της ΕΝΔΕ; γιατί εθελοτυφλούν όλοι αυτοί;
Σας υπενθυμίζουμε το σχετικό πόρισμα της από 26/02/2024 γνωμοδότησης του καθηγητή κ. Αλιβιζάτου για την επίμαχη ενοποίηση, αναφορικά με τους τέως Ειρηνοδίκες και νυν Πρωτοδίκες της Ειδικής Επετηρίδας.
» Η επετηρίδα θα είναι προσωρινή και ειδική, με την έννοια ότι θα περιλαμβάνει μόνον τους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του σχετικού νόμου Ειρηνοδίκες, οι θέσεις των οποίων θα καταργούνται αυτοδίκαια με την καθ’ οιονδήποτε τρόπο μετάταξη ή αφυπηρέτηση τους. Επί πλέον θα είναι «παγωμένη», με την έννοια ότι η νομική θέση των εγγεγραμμένων σε αυτή δεν θα μεταβληθεί, ούτε από πλευράς καθηκόντων, ούτε από πλευράς μεταθέσεων και προαγωγών….χωρίς καμία μεταβολή της υπηρεσιακής τους κατάστασης και των καθηκόντων τους»
Και ενώ η ενοποίηση, όπως έως τώρα εμφαίνεται ότι θα εφαρμοσθεί, έχει προστατέψει πλήρως την προσωπική και υπηρεσιακή κατάσταση των Πρωτοδικών, κυριολεκτικά καταστρέφει την προσωπική και μεταβάλει αντισυνταγματικά την υπηρεσιακή κατάσταση των Ειρηνοδικών, εφαρμόζοντας επιλεκτικά τα συμπεράσματα της γνωμοδότησης. Δεν είναι δυνατόν να γίνονται δεκτά στο σύνολό τους τα συνδικαλιστικά αιτήματα που αφορούν μόνον τους Πρωτοδίκες και την προστασία τους και να μετακυλίεται όλο το προσωπικό και υπηρεσιακό κόστος της μεταρρύθμισης στο άλλο μισό των δικαστών του πρώτου βαθμού, δηλαδή τους Ειρηνοδίκες, κάνοντας με πλήθος διατάξεων τον βίο αβίωτο για αυτούς τους δικαστές που θα επιλέξουν να παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα.
Ποια ακριβώς είναι τα παρόμοια καθήκοντα που τους ανατέθηκαν, τα οποία ορθά μνημονεύει η προαναφερόμενη γνωμοδότηση;
Το ότι πλέον ανατέθηκε στους Ειρηνοδίκες της Ειδικής ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ του Αστικού και πλέον συζητείται να τους ανατεθεί και το σύνολο του Ποινικού, μέχρι και ΜΟΔ, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα απεριόριστης βαθμολογικής εξέλιξης;
Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύει ο νομοθέτης το ότι τους ανατίθενται παρόμοια καθήκοντα προκειμένου να είναι συνταγματική η μεταρρύθμιση;
Αυτή είναι η «παγωμένη», όσον αφορά τα καθήκοντα που ασκούσαν, επετηρίδα;
Παρόμοια καθήκοντα σημαίνει προφανώς ότι θα έπρεπε να ανατεθούν στους πρώην Ειρηνοδίκες της ειδικής, τα αυτά αντικείμενα που ήδη δίκαζαν, χωρίς καθ΄ύλην περιορισμούς, όλο το προανακριτικό έργο και τα ήσσονος σημασίας ποινικά. Οτιδήποτε παραπάνω από αυτό το πλαίσιο, αποτελεί αντισυνταγματική ρύθμιση που εν τέλει εξυπηρετεί αποκλειστικά και μόνον τους συνδικαλιστικούς στόχους πρωτοδικών που το ζήτησαν και όχι την επιτάχυνση της δικαιοσύνης και (κυρίως) την ποιότητα στην απονομή της.
Είναι προφανές ότι με το νομοσχέδιο αυτό, όσον αφορά τα καθήκοντα που ανατίθενται στους πρώην Ειρηνοδίκες, ανοίγει διάπλατα ο δρόμος του μακροχρόνιου δικαστικού αγώνα για τους δικαστές που θα παραμείνουν στην ειδική επετηρίδα, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Υπάρχει ακόμα χρόνος για ουσιαστικές διορθώσεις που θα επαναφέρουν την επιχειρούμενη ενοποίηση στα πλαίσια της συνταγματικής νομιμότητας και την ηρεμία στο δικαστικό σώμα στον πρώτο βαθμό.
Επί του άρ. 88 παρ. 4 (Μέρος Γ, Κεφ. Ι) σύμφωνα με το οποίο «Οι εντασσόμενοι στη γενική́ επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά́ που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική́ επετηρίδα κατά́ τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται».
Η διάταξη είναι προβληματική, καθότι με το να εντάσσεται ένας πρώην Ειρηνοδίκης – Πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας στην γενική και μετά από τον τελευταίο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας με τη σειρά που είχε στην αρχική (ειδική) επετηρίδα, λαμβάνοντας ως αφετηρία τον χρόνο υποβολής αίτησης ένταξης, σημαίνει ότι για την ένταξη στην γενική επετηρίδα δεν αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία του Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας από τις 15/09/24, αλλά από τον χρόνο υποβολής της αίτησης για την ένταξη στη γενική, η οποία, εκτός από μεταγενέστερη της 15ης/09/24 είναι και διαφορετική για τον καθένα εξ αυτών. Αυτό είναι ιδιαίτερα άδικο, γιατί από τις 15/09/24 όλοι οι Πρωτοδίκες θα εκτελούν ίδια καθήκοντα δίχως ευνοϊκές διακρίσεις την ειδικής έναντι της γενικής επετηρίδας, στο τέλος όμως ο Πρωτοδίκης ειδικής θα εισάγεται στην γενική μετά τον τότε τελευταίο Πρωτοδίκη γενικής, ο οποίος όμως θα είναι νεότερος. Και τούτο διότι σε κάθε περίπτωση και όποτε και εάν υποβληθεί από τον εκάστοτε Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας αίτηση ένταξης στην γενική, ο Πρωτοδίκης ειδικής θα έχει «προϋπηρεσία» ως Πρωτοδίκης (με ίδια καθήκοντα έναντι του συναδέλφου του γενικής επετηρίδας) από τις 16/09/2024 που δεν θα του αναγνωρίζεται. Το ζήτημα γίνεται εμφανέστερο (και πιο άδικο) σε περίπτωση που για οποιονδήποτε λόγο (είτε από επιλογή είτε σε περίπτωση απόρριψης προηγούμενης αίτησης ένταξης στη γενική επετηρίδα από τον ΑΠ) ο Πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας ενταχθεί τελικά στην γενική με αίτησή του το έτος 2027, το έτος 2028, το έτος 2029 κ.ο.κ..
Πέραν τούτου, σε δεύτερο χρόνο η παραπάνω κατάσταση συνεπάγεται ότι διασαλεύεται η επετηρίδα των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας. Παράδειγμα: όταν για οποιονδήποτε λόγο (είτε από επιλογή είτε σε περίπτωση απόρριψης προηγούμενης αίτησης ένταξης στη γενική επετηρίδα από τον ΑΠ ως είρηται) ένας πρώην Ειρηνοδίκης – Πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας υποβάλει αίτηση το έτος 2027 και επόμενα και εν τέλει ενταχθεί στη γενική, θα είναι νεότερος ενός Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας που πέρασε το 2026. Εάν μάλιστα αυτός που κάνει αίτηση το έτος 2027 είναι πχ ο 400ός στην ειδική επετηρίδα, αλλά αυτός που περάσει το 2026 είναι ο 900ός, τότε ο 900ός θα είναι αρχαιότερος του 400ού. Τούτο, αυτονοήτως θα εντοπίζεται σε κάθε περίπτωση υποβολής αιτήσεων από συναδέλφους σε διάφορους χρόνους, εκ των οποίων ο μεταγενέστερος χρονικά θα αφορά σε αρχαιότερο συνάδελφο και ο πιο πρόσφατος σε νεότερο.
Μετά τιμής.
Πλέον οι ειρηνοδίκες μετονομάζονται σε δικαστές ειδικής επετηρίδας για τους οποίους ο νομοθέτης επιφυλάσσει διακριτική και σαφώς δυσμενέστερη μεταχείριση από τους Πρωτοδίκες ενώ παράλληλα τους αναθέτει ίδια καθήκοντα με αυτούς και παραβλέπει εντελώς προϋπηρεσία πολλών ετών τόσο βαθμολογικά όσο και μισθολογικά. Σε ένα κράτος δικαίου τέτοιου είδους διακρίσεις δεν είναι συνταγματικά ανεκτές και όπως σωστά υπολαμβάνει έτερο σχόλιο, εφόσον ο νομοθέτης επιλέγει την ενοποίηση είναι προφανές ότι δεν δύναται να προβαίνει σε διακρίσεις ανάμεσα σε δικαστές γενικής και ειδικής επετηρίδας κι ενώ ταυτόχρονα προβαίνει σε πλήρη εξομοίωση των καθηκόντων των δικαστών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας . Θεωρεί τους Ειρηνοδίκες ικανούς (έστω κατόπιν επιμόρφωσης) να αναλάβουν όλα τα καθήκοντα των Πρωτοδικών την ίδια δε στιγμή τους θεωρεί ανάξιους να εξελιχθούν μισθολογικά και βαθμολογικά όπως οι Πρωτοδίκες και τους κατατάσσει, και μάλιστα υπό όρους, στο τέλος της επετηρίδας ακόμα και τωρινών σπουδαστών της ΕΣΔΙ, χωρίς δυνατότητα ισότιμης ανέλιξης με κριτήρια αξιολόγησης του δικαστικού τους έργου. Τέτοιου είδους νομοθετικές ρυθμίσεις δεν χωρεί αμφιβολία ότι θα καταδικαστούν και θα ακυρωθούν από τα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα στα οποία ευλόγως θα καταφύγουν οι Ειρηνοδίκες.
Πρέπει να αλλάξει και το άρθρο 43 παρ.3 του ΚΟΔΚΔΛ, και να επανέλθει το όριο ηλικίας για την εισαγωγή στην ΕΣΔΙ στα 45. Και ίσως να ανέβει το κατώτατο στα 30.
Αν και το νομοσχέδιο επιδιώκει την εναρμόνιση του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών με το Ν. 5108/2024 (βλ. άρθρο 60), οι αποκλίσεις από το Ν. 5108/2024 είναι πολλές, με αποτέλεσμα, εάν το νομοσχέδιο ψηφιστεί ως έχει, να υπάρχει παράλληλη αντιφατική και αλληλοαναιρούμενη νομοθεσία, που θα περιπλέξει ακόμα περισσότερο το ήδη προβληματικό εγχείρημα της ενοποίησης.
Θα πρέπει να επισημανθούν τα εξής:
1) Ο Ν. 5108/2024 εντάσσει τους πρωτοδίκες σε δύο επετηρίδες, τη γενική και την ειδική (άρθρο 3, περ. δ΄ και ε΄). Η ύπαρξη των δύο επετηρίδων δεν επηρεάζει κάπου αλλού, πλην του ζητήματος των προαγωγών. Πράγματι, οι μεν πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας μπορούν να προάγονται μέχρι τους ανώτατους δικαστικούς βαθμούς, ενώ για τους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας δεν προβλέπεται δυνατότητα προαγωγής. Μόνο η ένταξη των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας στη γενική τους «ανοίγει» το δρόμο των προαγωγών. Η ένταξη των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας στη γενική δεν συνιστά προαγωγή. Η ύπαρξη των δύο επετηρίδων δεν δημιουργεί δύο διακριτούς βαθμούς δικαστικών λειτουργών, ήτοι «πρωτοδικών γενικής επετηρίδας» και «δικαστών ειδικής επετηρίδας». Συνεπώς, το άρθρο 87 του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 66 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και προβλέπει στην περίπτωση βγ΄ τους βαθμούς του «πρωτοδίκη» και του «δικαστή ειδικής επετηρίδας», πρέπει να αναδιατυπωθεί, ώστε στην περίπτωση βγ΄ να προβλέπεται μόνο ο βαθμός του «πρωτοδίκη» και όχι και του «δικαστή ειδικής επετηρίδας».
2) Περαιτέρω, το άρθρο 87 του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 66, παρ. 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, θεμελιώνει συλλήβδην το προβάδισμα στην αρχαιότητα των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας έναντι των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας. Πρόκειται για την επιτομή της αδικίας σε βάρος των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας, για ένα «έγκλημα ιδιαζόντως ειδεχθές», το οποίο μάλιστα συντελείται μέσα στα ίδια τα σπλάχνα της Δικαιοσύνης. Έτσι, ο 60χρόνος πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας – πρώην ειρηνοδίκης, στη δύση του εργασιακού του βίου, θα δει και το εξής παράλογο: τον μόλις ολοκληρώσαντα την παρεδρία και νεοεισερχόμενο στο δικαστικό σώμα 30χρονο πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας να θεωρείται «αρχαιότερος» του! Η αποφοίτηση από την ΕΣΔΙ δεν μπορεί να αποτελέσει το έρεισμα για την αναγνώριση ενός συλλήβδην προβαδίσματος στην αρχαιότητα των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας έναντι των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας. Άραγε οι προ του 1994 διορισθέντες δικαστικοί λειτουργοί, πολλοί από τους οποίους βρίσκονται σήμερα στα ανώτατα κλιμάκια της δικαιοσύνης, είχαν αποφοιτήσει από κάποια σχολή δικαστών; Έτσι, όπως προτείνεται να ισχύσει η διάταξη, η αρχαιότητα των νυν πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας θα εξελίσσεται αντιστρόφως ανάλογα προς τα έτη υπηρεσίας τους, καθώς τούτοι θα θεωρούνται πάντοτε υπηρεσιακά νεότεροι όχι μόνο των νυν πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας, αλλά και όσων θα προκύπτουν μελλοντικά. Δεν μπορεί να μηδενίζεται έτσι απλά η προϋπηρεσία των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας. Ούτε καν ο χρόνος από τις 16-9-2024 και μετά δεν τους αναγνωρίζεται, όπως σωστά παρατηρήθηκε! Μόνο αν τούτοι λάβουν τον «τίτλο» του πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, μετά την ένταξή τους σε αυτήν, αρχίζουν να υπάρχουν για το δικαστικό σώμα. Η διάταξη πρέπει το δίχως άλλο να αναδιατυπωθεί, ώστε το προβάδισμα στην αρχαιότητα μεταξύ των πρωτοδικών να καθορίζεται με βάση τον πραγματικό συνολικό χρόνο υπηρεσίας ενός εκάστου μέσα στο δικαστικό σώμα, ανεξάρτητα από την επετηρίδα στην οποία ανήκει.
3) Είναι ορθή η παρατήρηση ότι η ύπαρξη δύο επετηρίδων δεν σημαίνει και ύπαρξη δύο διαφορετικών κατηγοριών οργανικών θέσεων πρωτοδικών, ήτοι οργανικών θέσεων πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και οργανικών θέσεων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας (άρθρο 6 του Ν. 5108/2024 σε συνδυασμό με άρθρο 64 του παρόντος νομοσχεδίου, με το οποίο προστίθεται παρ. 4 στο άρθρο 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων). Επομένως, πρέπει ρητά να ρυθμιστεί στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων ότι στις προβλεπόμενες οργανικές θέσεις πρωτοδικών, ανεξάρτητα από το αν αυτές καλύπτονται από πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας ή πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, μπορούν να μετατίθενται πρωτοδίκες και των δύο επετηρίδων. Απλώς, στην περίπτωση που οργανική θέση καλύπτεται από πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας και εκδηλώνεται ενδιαφέρον μετάθεσης σε αυτήν τόσο από πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας όσο και από πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, να θεσπίζεται «προνόμιο μετάθεσης» υπέρ του πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, όπως προβλέπει το άρθρο 9, παρ. 1 του Ν. 5108/2024. Στις λοιπές περιπτώσεις, το προβάδισμα στη μετάθεση μεταξύ των πρωτοδικών να κρίνεται και πάλι με βάση τον πραγματικό συνολικό χρόνο υπηρεσίας ενός εκάστου μέσα στο δικαστικό σώμα.
4) Για τους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας επιφυλάσσονται στο Ν. 5108/2024 ειδικότερα καθήκοντα σε σχέση με τους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας (άρθρο 7, παρ. 4, όπου δεν προβλέπεται συμμετοχή των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας σε δικαστήρια ανηλίκων και σε ΜΟΔ). Συνεπώς, πρέπει να αποσυρθεί η διάταξη του άρθρου 65 του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 4, παρ. 1, περ. η΄ και ι΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και προβλέπει τη συμμετοχή των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στα τριμελή δικαστήρια ανηλίκων και στο ΜΟΔ, καθώς και η διάταξη του άρθρου 66 του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 5, παρ. 1Α, περ. δ΄ του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και προβλέπει την αναπλήρωση πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας από πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας στα τριμελή δικαστήρια ανηλίκων και στο ΜΟΔ, διότι τούτες είναι ασύμβατες με το άρθρο 7, παρ. 4 του Ν. 5108/2024.
5) Σύμφωνα με το άρθρο 9, παρ. 1 του Ν. 5108/2024, οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας μπορούν να μετατεθούν μόνο κατόπιν αίτησής τους και όχι αυτεπαγγέλτως. Συνεπώς, πρέπει να αποσυρθεί η διάταξη του άρθρου 85 του νομοσχεδίου, κατά το μέρος που τροποποιεί το άρθρο 60, παρ. 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και προβλέπει τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης μετάθεσης και για τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, διότι τούτη είναι ασύμβατη με το άρθρο 9, παρ. 1 του Ν. 5108/2024. Στόχος όλων πρέπει να είναι ο εκδημοκρατισμός της δικαιοσύνης και όχι η περαιτέρω εμπέδωση μιας καθεστωτικής και αυταρχικής λειτουργίας της που υπονομεύει εντέλει την ίδια την ανεξαρτησία της.
6) Όσον αφορά τις κατ’ οίκον έρευνες, ας υπενθυμιστεί στους συντάκτες του νομοσχεδίου ότι και στο αρχικό σχέδιο του Ν. 5108/2024 υπήρχε διάταξη στην παρ. 2 του άρθρου 7 που όριζε ότι στα καθήκοντα των πρώην ειρηνοδικών και ήδη πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας περιλαμβάνεται «η διενέργεια κατ’ οίκον έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 256 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96)». Η διάταξη αυτή τελικώς απεσύρθη, διότι δεν κρίθηκε ορθή και έτσι δεν περιλαμβάνεται στον ήδη ψηφισθέντα Ν. 5108/2024. Ωστόσο, στo άρθρο 80 του παρόντος νομοσχεδίου, με το οποίο προστίθεται άρθρο 30Α στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, το όλο ζήτημα επανέρχεται, καθώς προβλέπεται η κατά προτεραιότητα αναπλήρωση των προανακριτών στη διενέργεια κατ’ οίκων ερευνών από τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας (πρώην ειρηνοδίκες) και δη τους νεότερους. Η διάταξη αυτή αποτελεί κορυφαίο δείγμα παλινωδίας και θα πρέπει να αποσυρθεί, εκτός των άλλων και για να διαφυλαχθεί μια κάποια σοβαρότητα στη νομοθετική διαδικασία.
Κάνοντας μία επισταμένη ανάγνωση στη διάταξη του άρθρου 80 θα ήθελα να εκφράσω την εξής άποψη:
Από τη στιγμή που σύμφωνα με το άρθρο 80 του νομοσχεδίου ορίζεται ότι για να παραταθεί η θητεία των προανακριτών για άλλα 3 και 1 ακόμα έτος από το τριμελές συμβούλιο διοίκησης του Πρωτοδικείου λαμβάνεται υπόψη το διάστημα της προηγούμενης υπηρεσίας στο ίδιο αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης και της προανάκρισης, ουσιαστικά η διάταξη είναι φωτογραφική, δηλαδή προτάσσει τους ήδη υπηρετούντες προανακριτές κι αποκλείει ουσιαστικά αυτούς που θέλουν να υπηρετήσουν ως προανακριτές για πρώτη φορά.
Κατά συνέπεια η διάταξη θεωρώ ότι είναι αντισυνταγματική, γιατί δεν έχει γενικό περιεχόμενο αλλά αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη κατηγορία δικαστών. Η λύση που κατά την άποψή μου θα πρέπει να ακολουθηθεί θα είναι η παράταση της τριετίας να γίνεται με άλλα κριτήρια από το αρμόδιο όργανο και σε κάθε περίπτωση προανακριτές που έχουν συμπληρώσει θητεία μέχρι 5 έτη να μην μπορούν να ανανεώσουν, όπως ακριβώς γίνεται με τους ανακριτές.
Πραγματικά δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο το Υπουργείο επιμένει να δίνει διαρκείς παρατάσεις στους πταισματοδίκες, όταν ήδη από τη διαβούλευση του δικαστικού χάρτη, είχαν διατυπωθεί πολλές αντιρρήσεις από τους συναδέλφους.
Σε συνέχεια των σκέψεων της συναδέλφου, για την παράταση της θητείας των προανακριτών, θα ήθελα να προσθέσω ότι τόσο με τις διατάξεις του ν. 5108/2024 όσο και με τις διατάξεις του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, ουσιαστικά παρατείνεται η θητεία των προανακριτών έτη περαιτέρω για 7 έτη και σ αυτά τα έτη δεν συνυπολογίζεται η μέχρι τώρα εκτιθείσα θητεία των προανακριτών. Συγκεκριμένα στη διάταξη του άρθρου 80 παρ.6 ορίζεται ότι η παράταση της θητείας των προανακριτών για ακόμα 3 έτη αλλά και για 1 ακόμα έτος, η οποία ξεκινά μετά από την ήδη χορηγηθείσα τριετή παράταση που δόθηκε με το νόμο για το δικαστικό χάρτη. Ως εκ τούτου όσοι από εμάς ενδιαφέρονται να υπηρετήσουν ως προανακριτές δεν θα έχουν αυτή τη δυνατότητα άμεσα, ενώ επιπρόσθετα κάποιοι συνάδελφοι που ήδη εκτίουν θητεία 10 και πλέον ετών στην προανάκριση θα παραμείνουν εκεί, χωρίς να έχουν την οποιαδήποτε εξοικείωση με τις αστικές υποθέσεις.
Φαντάζεσθε τι θα συμβεί με τους συναδέλφους-προανακριτές όταν μετά την παρέλευση της επταετίας, κληθούν να δικάσουν αστικές υποθέσεις; Δεν θα έχουν καμία επαφή με το αντικείμενο κι ως εκ τούτου τόσο η ποιότητα των αποφάσεων θα είναι χαμηλή αλλά και η αποφάσεις θα εκδίδοντα με μεγάλη καθυστέρηση, εξέλιξη που είναι αντίθετη στο πνεύμα του νόμου για το νέο δικαστικό χάρτη, που αφορά κυρίως την ταχύτητα στην απονομή δικαιοσύνης.
Θεωρώ ότι η ρύθμιση είναι άδικη και θα πρέπει να περιοριστεί αυστηρά στην αρχική παράταση των τριών ετών και να μην παραταθεί περαιτέρω, αφού συν τοις άλλοις παραβιάζεται ρητά και ο θεσμός της επετηρίδας.
Τέλος ίσως θα πρέπει να εισαχθεί ειδική εξαίρεση μόνο για τους προανακριτές που είναι πολύ κοντά στη σύνταξη, ώστε αυτή η επταετία να ισχύσει αποκλειστικά γι’ αυτούς και οι υπόλοιποι προανακριτές, μικρής κυρίως ηλικίας, μετά την τριετία να αλλάξουν τμήμα και να δικάζουν πλέον μόνο αστικές υποθέσεις.
Εφόσον ο νομοθέτης επιλέγει την ενοποίηση είναι προφανές ότι δεν δύναται να προβαίνει σε διακρίσεις ανάμεσα σε δικαστές γενικής και ειδικής επετηρίδας κι ενώ ταυτόχρονα προβαίνει σε πλήρη εξομοίωση των καθηκόντων των δικαστών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Αυτό αντίκειται σε βασική αρχή του κράτους δικαίου περί απαγόρευσης των διακρίσεων. Προσβάλλει την αρχή της ίσης μεταχείρισης ίδιων ή ομοίων καταστάσεων και την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών δεδομένου ότι ανατρέπει την επετηρίδα των ειρηνοδικών θέτοντας αυτούς στο τέλος της επετηρίδας των δικαστών του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας χωρίς δυνατότητα ισότιμης ανέλιξης με κρίτηρια αξιολόγησης του δικαστικού τους έργου με μία αναχρονιστική βουληση του νομοθέτη, η οποία και θα καταδικαστεί από τα ευρωπαϊκά όργανα δεδομένου ότι δεν υφίσταται κανένα νομιμοποιητικό έρεισμα. Είναι άκρως προβληματικό νομοθέτημα ενώ υπάρχει δυνατότητα να υπερκεραστούν τα προβλήματα από την πλήρη ενοποίηση επί τη βάσει της ισότητας και της αξιολόγησης εντός της ειδικής επετηρίδας με τη σύσταση νεοπαγών θέσεων, η οποία δεν συνιστά αυτόθροη ένταξη στη γενική επετηρίδα και προσβολή της δικαστικής ανεξαρτησίας, άλλως διασφαλίζεται με τα διακριτά καθήκοντα επί τη βάσει της αρχής της αναλογικότητας με πρόβλεψη ποσοστώσεων και δυνατότητας μελλοντικής εξέλιξης (δεδομένου ότι καταργούνται οι τάξεις των ειρηνοδικών). Σε διαφορετική περίπτωση που δεν ρυθμιστούν τα άτοπα, ανακύπτει μια προσπάθεια χειραγώγησης της δικαιοσύνης.Ήδη δεν είναι ξεκάθαρο γιατί προβλέπεται με το παρόν η δυνατότητα υποχρεωτικών μεταθέσεων για υπηρεσιακούς λόγους αντί αποσπάσεων γεγονός που πρέπει επίσης να διασαφηνιστεί.
Σε σχέση με τις διατάξεις του νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων, που αφορούν τους προανακριτές θα ήθελα αρχικά να επισημάνω τα πολύ θετικά σημεία, που προβλέπει το νομοσχέδιο. Ειδικότερα:
1) Πολύ εύστοχα επανέρχεται η ρύθμιση που ορίζει ότι οι προνακριτές διενεργούν τις έρευνες, σύμφωνα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Κατά την άποψή μου η διάταξη του νόμου 5108/2024, που όριζε ότι ανατίθενται στους πρώην ειρηνοδίκες ήταν ιδιαίτερα άδικη, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, θα είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένοι με αρμοδιότητες τόσο των παλαιών Ειρηνοδικείων όσο και των νυν Πρωτοδικείων.
2) Επιπρόσθετα σωστή είναι η ρύθμιση του άρθρου 75 περ.δ του νομοσχεδίου, σύμφωνα με την οποία οι προανακριτές στο Πρωτοδικείο Αθηνών θα ανήκουν στο ποινικό τμήμα του Πρωτοδικείου. Αυτό θα έχει ως συνέπεια την αποσυμφόρηση των Πρωτοδικών Γενικής Επετηρίδας κυρίως ενόψει του νέου Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφού πλέον οι περισσότερες υποθέσεις θα υπάγονται στα Μονομελή Πλημμελειοδικεία. Φυσικά πολύ σημαντική είναι και η συμμετοχή τους στα ΜΟΔ, αφού είναι πολύ πιο έμπειροι από τους ενόρκους. Με τον τρόπο αυτό και λαμβανομένης πάντα υπόψη της χρέωσης των γραφείων των προανακριτών, θα μπορούν οι τελευταίοι να ανεβαίνουν σε κάποιες έδρες Μονομελών ανά μήνα, διευκολύνοντας τους συναδέλφους τους αλλά και επιταχύνοντας την απονομή δικαιοσύνης.
3) Ιδιαίτερα σημαντικές επίσης είναι και οι διατάξεις των άρθρων 66 παρ.5 δ αλλά και 79 παρ.3 του νόμου σύμφωνα με τις οποίες οι αναπληρώσεις σε πολιτικά και ποινικά ακροατήρια μπορεί να γίνεται εν γένει από τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, βαθμός ο οποίος πλέον είναι ενιαίος, αφού περιλαμβάνει τόσο τους πρώην ειρηνοδίκες όσο και τους πρώην πταισματοδίκες. Επιπρόσθετα από τη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 79 του νομοσχεδίου η οποία ορίζει ότι μπορεί να τύχει αποκλειστικής απασχόλησης ο προανακριτής διεθνών δικαστικών συνδρομών, εξ αντιδιαστολής δύναται ευχερώς να συναχθεί ότι οι λοιποί προανακριτές δεν είναι αποκλειστικής απασχόλησης κι άρα αφού ληφθεί υπόψη η χρέωση των δικογραφιών των γραφείων τους, θα μπορούν να χρεωθούν και κάποιες αστικές υποθέσεις. Για παράδειγμα οι ανακριτές του Πρωτοδικείου Αθηνών κάποιους μήνες του δικαστικού έτους χρεώνονται εκουσίες κι επίσης έχει τύχει να χρεωθούν και κάποιες ειδικές διαδικασίες. Κατά συνέπεια το ορθό και το δίκαιο θα ήταν να γίνεται κάτι αντίστοιχο και για τους προανακριτές. Με τον τρόπο αυτό και με σωστό επιμερισμό εργασίας μεταξύ των δικαστών του πρώτου βαθμού, θα έχουμε και ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης.
4) Τέλος εφόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 80 παρ.3 του νομοσχεδίου ο αριθμός των προανακριτικών γραφείων επαφίεται στην κρίση του προισταμένου του Πρωτοδικείου, θεωρώ ότι η διάταξη αυτή δίνει έρεισμα για την αποκατάσταση της ανισότητας που υπάρχει σε πολλά Πρωτοδικεία, όπου παρατηρείται ότι ο αριθμός των προανακριτικών γραφείων είναι μεγαλύτερος από τα ανακριτικά.
Ωστόσο μετά τη διατύπωση των ανωτέρω παρατηρήσεων, θα ήθελα να θέσω υπόψη της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής του Υπουργείου, τα ακόλουθα, τα οποία συνδέονται άμεσα με το αρμόδιο όργανο αναφορικά με την παράταση της θητείας των προανακριτών. Συγκεκριμένα το άρθρο 80 παρ.1 και 6 η παράταση της θητείας των προανακριτών για άλλα τρία χρόνια και μάλιστα μετά την παρέλευση της τριετούς παράτασης που έχει ήδη δοθεί με το ν. 5108/2024, θα γίνεται ύστερα από απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διοίκησης του Πρωτοδικείου. Ωστόσο η διάταξη αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τα άρθρα 85 παρ.1 και 89 παρ.1 του νομοσχεδίου. Συγκεκριμένα, επειδή είναι γνωστό ότι η τοποθέτηση σε θέση πταισματοδίκη-προανακριτή θεωρείται μετάθεση, αρμόδιο για θέματα μεταθέσεων είναι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου κι όχι ο εκάστοτε προιστάμενος του Πρωτοδικείου και το τριμελές συμβούλιο. Επιπρόσθετα το άρθρο 90 του Συντάγματος ορίζει ρητά το αρμόδιο όργανο, που είναι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο του Αρείου Πάγου. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι θα πρέπει άμεσα να τροποποιηθεί η ανωτέρω διάταξη από το Υπουργείου, διότι ελλοχεύει ο κίνδυνος να κριθεί αντισυνταγματική η διάταξη από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου όταν εξετάσει το νέο δικαστικό χάρτη και το νέο Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 του νυν Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων.
Το άρθρο 65 με το οποίο τροποποιείται το άρθρο 4 ΚΟΔΚΛ και εισάγεται ως πρόβλεψη η συμμετοχή και πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη σύνθεση του ΜΟΔ κινείται στην ορθή κατεύθυνση της ενοποίησης των καθηκόντων πρωτοδικών γενικής και ειδικής επετηρίδας.
Στο άρθρο 80 με το οποίο τροποποιείται το 30Α ΚΟΔΚΔ πρέπει να διευκρινιστεί αναφορικά με τις έρευνες αν στη δωδεκαετή υπηρεσία του πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας, συνυπολογίζονται τα έτη που εκείνος υπηρέτησε ως ειρηνοδίκης ή η 12ετία εκκινεί από την έναρξη του νέου δικαστικού έτους και την εφαρμογή του 5108/2024.
Επίσης, συνταγματικά καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει αναφορικά με το ποιος προκρίνεται στην διενέργεια της έρευνας, συνεπώς κρίνεται ατυχής η ανωτέρω ρύθμιση που επιδιώκει να εισάγει θέμα προτεραιότητας μεταξύ δικαστών και εισαγγελικών λειτουργών. Δηλαδή, οι εισαγγελείς και οι αντιεισαγγελείς ως ασχολούμενοι αποκλειστικά με τον ποινικό δίκαιο, δεν είναι πιο ορθό να μετέχουν στις έρευνες και αντ’ αυτού προκρίνονται ως καταλληλότεροι οι πρώην ειρηνοδίκες;
Στο άρθρο 87 με το οποίο τροποποιείται το άρθρο 66 ΚΟΔΚΛ, ο όρος «δικαστές ειδικής επετηρίδας» θα πρέπει να αντικατασταθεί από τον όρο «πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας», όπως εξάλλου αναφέρεται σε άλλα σημεία του κειμένου. Εφόσον με την εφαρμογή του 5108/2024 επέρχεται ενοποίηση και πλέον όλοι θα ασκούν όμοια καθήκοντα, η χρήση διαφορετικών όρων συνιστά εκ νέου διάκριση και διαιωνίζει τον διαχωρισμό των δικαστών.
Στο άρθρο 88 με το οποίο τροποποιείται το άρθρο 90 ΚΟΔΚΛ προβλέπεται ότι στους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 (Α’ 65) ειρηνοδίκες παρέχεται το δικαίωμα ένταξης στη γενική επετηρίδα. Ωστόσο, δεν γίνεται κατανοητό γιατί κατά τον χρόνο ένταξης του πρωτοδίκη ειδικής στην γενική επετηρίδα δεν αναγνωρίζονται τα έτη προϋπηρεσίας που έχει ως πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας, ήτοι να αναγνωριστεί ο χρόνος από 16-9-2024 και μέχρι το χρονικό σημείο της ένταξής του, δεδομένου ότι τα καθήκοντα που πλέον θα ασκούν οι πρώην ειρηνοδίκες ταυτίζονται ουσιαστικά με εκείνα των πρωτοδικών της γενικής (αστική ύλη, συμμετοχή σε τριμελή και -σύμφωνα με τον νέο ΚΟΔΚΛ- ΜΟΔ).
Οι περ. η) και θ) της παρ. 2 του άρθρ. 66 είναι ίδιες. Να διαγράψεις την θ.
Θεωρώ ότι είναι αναγκαία η άμεση αναθεώρηση της φιλοσοφίας του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου ως προς την αντιμετώπιση που επιφυλάσσει στους πρώην ειρηνοδίκες. Το γεγονός ότι δεν αναγνωρίζεται η προϋπηρεσία τους ως πρωτοδικών από 16.9.2024 (τουλάχιστον) συνιστά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότητας, δεδομένου ότι θα ασκούν ίδια καθήκοντα με τους πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας και θα έχουν υποβληθεί στην προβλεπόμενη επιμόρφωση τετράμηνης και πλέον διάρκειας. Το γεγονός αυτό καθίσταται αντιληπτό και από τον πλέον αδαή περί τα νομικά, πολλώ δε μάλλον από τους δικαστές των ανώτερων/ ευρωπαϊκών δικαστηρίων που θα κληθούν να δικάσουν τα ένδικα βοηθήματα στα οποία θα προσφύγουν οι πρώην ειρηνοδίκες. Θα ήταν επομένως ευκταίο, προς αποφυγή μακροχρόνιων δικαστικών αγώνων και της επαγόμενης ανασφάλειας που αυτοί θα προκαλέσουν στο σύνολο του δικαστικού σώματος, και ιδίως στους πρωτοδίκες που θα εισαχθούν στην επετηρίδα μετά την 16.9.2024, των οποίων η σειρά αρχαιότητας θα ανατραπεί μετά την ευδοκίμηση, σε βάθος χρόνου, των ένδικων βοηθημάτων των πρώην ειρηνοδικών, να τροποποιηθεί άμεσα ο παρών νόμος προς την κατεύθυνση της αποκατάστασης της προαναφερθείσας ανισότητας σε βάρος τους, ώστε η ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων να εκκινήσει με μία παράμετρο έντασης και προβληματισμού λιγότερη.
Στο άρθρο 87 του νομοσχεδίου φαίνεται η απόλυτη αμηχανία των συντακτών του για το πώς θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το μεγάλο αγκάθι της ενοποίησης, που είναι η σχέση μεταξύ των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και των πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας. Ακόμα και η εναλλαγή των όρων «δικαστές ειδικής επετηρίδας» (66, 1βγ) και «πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας» (66, 3α) μέσα στην ίδια διάταξη είναι ενδεικτική της αμηχανίας αυτής. Έτσι, όπως προτείνεται να ισχύσει το άρθρο 66, 1βγ προκύπτει σαφώς ότι η ένταξη του πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας στη γενική επετηρίδα συνιστά προαγωγή και ότι ο πρωτοδίκης γενικής επετηρίδας και ο πρωτοδίκης (ή δικαστής, κατά τη διατύπωση της διάταξης) ειδικής επετηρίδας συνιστούν δύο διακριτούς βαθμούς δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων. Πέρα όμως από τα παραπάνω προβλήματα που δημιουργούνται από τη διατύπωση της διάταξης, η διάταξη 66, 1βγ είναι άδικη και στην ουσία της για τους πρωτοδίκες – δικαστές ειδικής επετηρίδας, καθώς διαγράφει ελαφρά τη καρδία τον οποίο χρόνο προϋπηρεσίας των τελευταίων μέσα στο δικαστικό σώμα. Έτσι π.χ. ο 60χρονος πρωτοδίκης – δικαστής ειδικής επετηρίδας – πρώην ειρηνοδίκης, που έχει στην κυριολεξία «φάει όλη τη ζωή του» πάνω στις έδρες και έχει συγγράψει εκατοντάδες αποφάσεις, θα έπεται βαθμολογικά του 30χρονου πρωτοδίκη, που μόλις θα έχει ολοκληρώσει την παρεδρία και θα κάνει τα πρώτα του βήματα στο δικαστικό σώμα. Ακόμα και σε θέματα καθημερινής δικαστικής πράξης θα δημιουργηθούν προβληματικές καταστάσεις: έτσι, π.χ. ο αρτιγέννητος πρωτοδίκης της γενικής επετηρίδας, ως «αρχαιότερος», θα δικαιούται να επιλέξει πρώτος σε ποιο θερινό τμήμα θα υπηρετήσει και ο προ της σύνταξης δικαστής της ειδικής επετηρίδας θα καταλήγει σε όποιο τμήμα περισσέψει. Η ενοποίηση θα μετατραπεί σε «χρησιμοποίηση» των πρώην ειρηνοδικών και σε «σφαγή» των όποιων κεκτημένων τους.
Μία επιπλέον παρατήρηση αναφορικά με το άρθρο 81 σχετικά με την κανονική άδεια των δικαστών: Επειδή είναι συνήθης η απόρριψη των σχετικών αιτημάτων, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι τυχόν απορριπτική απόφαση θα πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς και να παρασχεθεί στο δικαστικό λειτουργό δυνατότητα προσφυγής σε δευτεροβάθμιο υπηρεσιακό όργανο (όχι μονομελές) κατά μιας τέτοιας απορριπτικής απόφασης για χορήγηση κανονικής άδειας.
Το άρθρο 7 του ισχύοντος ΚΟΔΚΔΛ, που αναφέρεται στην ισοκατανομή των υπηρεσιών των Ειρηνοδικων των Ειρηνοδικείων της περιφέρειας του ίδιου Πρωτοδικείου από τον Διευθυνοντα Πρόεδρο Πρωτοδικών, θα πρέπει να καταργηθεί, καθώς είναι άνευ αντικειμένου πλέον, μετά την κατάργηση των Ειρηνοδικείων.
Ο νεοεισαχθείς όρος «ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΕΙΔΙΚΗΣ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑΣ » παραβιάζει προδήλως την αρχή της αρχαιότητας των υπηρετούντων δικαστικών λειτουργών, καθόσον θα οδηγήσει στο άτοπο και ανεπιεικές αποτέλεσμα να θεωρείται ιεραρχικά ανώτερος εσαεί ο νέος άπειρος Πρωτοδίκης, που μόλις αποφοίτησε από την ΕΣΔΙ,από τους τέως Ειρηνοδίκες με διανυθείσα υπηρεσία 30 ετών,οι οποίοι άλλωστε διαθέτουν μεγάλη εμπειρία στον χειρισμό πολιτικών υποθέσεων. Η σχετική ρύθμιση θεσπίζει αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των τέως Ειρηνοδικών και θα πρέπει να αφαιρεθεί ως προδήλως αντισυνταγματική ( ήδη ετοιμάζονται προσφυγές στη Διοικητική Δικαιοσύνη για το λόγο αυτό, σε περίπτωση ψηφισης του εν λόγω νομσχεδίου ως έχει ). Μετά τη νεοθεσπιζόμενη διαδικασία επιμόρφωσης και αξιολόγησης όλων ανεξαίρετα των δικαστικών λειτουργών από την ΕΣΔΙ, μια τέτοια ρύθμιση δεν μπορεί να έχει κανένα σοβαρό αιτιολογικό υπόβαθρο. Ολοι οι δικαστικοί λειτουργοί πρέπει να προάγονται με τους ίδιους ακριβώς όρους και να μην υφίστανται άδικες διακρίσεις, καθόσον μάλιστα αξιολογούνται σε ετήσια βάση από τον αρμόδιο επιθεωρητή που είναι Ανώτερος ή Ανώτατος Δικαστικός Λειτουργός.
Για ακόμα μια φορά οι πρώην Ειρηνοδίκες θα κληθούν να αναλάβουν νέα καθήκοντα χωρίς όμως να μπορούν να προσβλέπουν σε προαγωγή. Μόνο αν επιλέξουν να θυσιάσουν τα χρόνια υπηρεσίας τους, ίσως προλάβουν να προαχθούν. Ωφέλιμη, εξάλλου, θα είναι η συμμετοχή τους στα ΜΟΔ μόνο εφόσον προεδρεύει ένας Πρόεδρος ο οποίος γνωρίζει καλά τη δικογραφία και τηρεί άψογα τη διαδικασία. Επομένως η διάταξη αυτή, αν ψηφισθεί, θα πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ και ανά περίπτωση. Όπως και να έχει, είναι προσβλητική οιαδήποτε αναφορά σε ζητήματα εμπιστοσύνης στην κρίση τους. Μιλάμε για Δικαστές για το όνομα του Θεού!
Τα όρια της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας τα έχει ήδη θέσει ο Ν. 5108/2024. Για το λόγο αυτόν και το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, φέροντας εξάλλου τον τίτλο «ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ, ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΣΕ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΒΑΘΜΟΥ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ Ν. 5108/2024», πρέπει να εναρμονίζεται με το Ν. 5108/2024. Στο Ν. 5108/2024 σχετικά με τα καθήκοντα των πρώην ειρηνοδικών και ήδη πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας ορίζεται ότι: «Μετά από την επιτυχή ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 3, οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες εκδικάζουν το σύνολο των αστικών υποθέσεων. Επίσης, και πριν από την ολοκλήρωση της επιμόρφωσης του πρώτου εδαφίου, εξακολουθούν να συμμετέχουν σε συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων, χωρίς ο αριθμός τους να δύναται να υπερβαίνει τον έναν (1) ανά σύνθεση. Ειδικά για τις υποθέσεις αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου απαιτείται η επιτυχής ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης της παρ. 3 και η παρέλευση δύο (2) ετών από τη δημοσίευση του παρόντος» (άρθρο 7, παρ. 4). Συνεπώς, στο πλαίσιο της ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας αναλαμβάνουν: (α) την εκδίκαση του συνόλου των αστικών υποθέσεων, (β) τη συμμετοχή σε συνθέσεις τριμελών πλημμελειοδικείων και (γ) την εκδίκαση υποθέσεων αρμοδιότητας μονομελούς πλημμελειοδικείου. Το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο επιφυλάσσει ωστόσο μία «έκπληξη» για τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, προβλέποντας στα άρθρα 65 και 66 τη συμμετοχή τους στις συνθέσεις των τριμελών δικαστηρίων ανηλίκων καθώς και του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, χωρίς τα καθήκοντα αυτά να προβλέπονται, όπως προαναφέρθηκε, για τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας στο νόμο της ενοποίησης. Επομένως, θα πρέπει να αποσυρθούν οι διατάξεις των υπό διαβούλευση άρθρων 65 και 66 που προβλέπουν τη συμμετοχή των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στις συνθέσεις των τριμελών δικαστηρίων ανηλίκων καθώς και του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, καθώς τούτες είναι ασύμβατες με το Ν. 5108/2024 και υπερβαίνουν τα όρια της ενοποίησης και τα καθήκοντα των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, ως τούτα ρητώς καθορίζονται στον ανωτέρω νόμο.
Στο άρθρο 60 παρ. 5 του Κώδικα οργανισμού δικαστηρίων και κατάστασης δικαστικών λειτουργών (ν.4938/2022 , Α’109) πρέπει να αφαιρεθεί το τελευταίο εδάφιο που προβλέπει ότι για πρόσωπα του δεύτερου και τρίτου εδάφιου εφαρμόζεται το αρθ.11 του (Ν.4440/2016 , Α’224) διότι παρερμηνεύεται και δυσκολεύει την υλοποίηση της συνυπηρέτησης των συζύγων
Σύμφωνα με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 64 «οι οργανικές θέσεις των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και των δικαστικών λειτουργών της ειδικής επετηρίδας είναι ενιαίες». Η ρύθμιση αυτή είναι ορθή και εναρμονίζεται απόλυτα με τα όσα ήδη προβλέπονται στο άρθρο 6 του Ν. 5108/2024, το οποίο, καθορίζοντας τις οργανικές θέσεις των δικαστών ανά Πρωτοδικείο, αναφέρεται μόνο σε οργανικές θέσεις πρωτοδικών, χωρίς καμία περαιτέρω διάκριση σε οργανικές θέσεις πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και οργανικές θέσεις πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας. Από την άλλη, στην προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 85 αναφέρεται ότι: «Αν κενωθεί οργανική θέση πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, στη θέση του μετατίθεται, κατά προτεραιότητα, πρωτοδίκης της ίδιας επετηρίδας». Η διάταξη αυτή είναι ατυχώς διατυπωμένη, διότι δημιουργεί την εσφαλμένη εντύπωση ότι θα υπάρχουν οργανικές θέσεις πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και, συνεπώς, θα πρέπει να αναδιατυπωθεί ως εξής: «Αν κενωθεί οργανική θέση που καλύπτεται από δικαστή της ειδικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση ε) του Ν. 5108/2024, στη θέση του μετατίθεται, κατά προτεραιότητα, δικαστής της ίδιας επετηρίδας».
Βέβαια, το ορθότερο θα ήταν, προκειμένου να υπάρχει απόλυτη σαφήνεια στο ζήτημα των μεταθέσεων, να αναμορφωθεί πλήρως η σχετική διάταξη και να ισχύσει ως εξής: «Αν κενωθεί οργανική θέση που καλύπτεται από δικαστή της γενικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση δ) του Ν. 5108/2024, επιτρέπεται η μετάθεση στη θέση αυτήν και δικαστή της ειδικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση ε) του Ν. 5108/2024. Ομοίως, αν κενωθεί οργανική θέση που καλύπτεται από δικαστή της ειδικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση ε) του Ν. 5108/2024, επιτρέπεται η μετάθεση στη θέση αυτήν και δικαστή της γενικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση δ) του Ν. 5108/2024, με την επιφύλαξη ότι εάν για την ίδια παραπάνω θέση έχει υποβληθεί αίτημα μετάθεσης και από δικαστή της ειδικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση ε) του Ν. 5108/2024, ο τελευταίος θα μετατίθεται κατά προτεραιότητα στη θέση αυτήν. Σε περίπτωση που για την ίδια οργανική θέση έχει υποβληθεί αίτημα μετάθεσης τόσο από δικαστή της γενικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση δ) του Ν. 5108/2024 όσο και από δικαστή της ειδικής επετηρίδας του άρθρου 3, περίπτωση ε) του Ν. 5108/2024, στη θέση αυτή θα μετατίθεται ο δικαστής με το μεγαλύτερο συνολικό χρόνο υπηρεσίας στο δικαστικό σώμα». Η ύπαρξη μιας τέτοιας διάταξης δεν είναι χωρίς σημασία, διότι στην πρόσφατη συνεδρίαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης της 12ης-7-2024, όπου αποφασίστηκαν οι μεταθέσεις πρωτοδικών, θεωρήθηκε ότι η ύπαρξη δύο διαφορετικών επετηρίδων, ήτοι της γενικής και της ειδικής, συνεπάγεται αυτόματα και την ύπαρξη δύο διακριτών κατηγοριών οργανικών θέσεων πρωτοδικών, ήτοι οργανικών θέσεων πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και οργανικών θέσεων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, παρά τα όσα όριζε ήδη τότε το άρθρο 6 του Ν. 5108/2024. Βάσει δε αυτής της αντίληψης, στις οργανικές θέσεις που καλύπτονταν από δικαστές της γενικής επετηρίδας επετράπη μόνο η μετάθεση δικαστών της γενικής επετηρίδας και αντίστοιχα στις οργανικές θέσεις που καλύπτονταν από δικαστές της ειδικής επετηρίδας επετράπη μόνο η μετάθεση δικαστών της ειδικής επετηρίδας, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ένα νομολογιακό προηγούμενο που δεν συνάδει ούτε με τα ήδη ισχύοντα στο άρθρο 6 του Ν. 5108/2024 ούτε και με την προτεινόμενη ρύθμιση του άρθρου 64 του παρόντος νομοσχεδίου.
Κανένας λόγος δε γίνεται για το ισχύον αρ. 49 κ την επιτέλους καταργηση των κωλυματων εντοπιοτητας των δικαστικών λειτουργών. Το συγκεκριμένο άρθρο προκαλεί πλείστα προβλήματα στους συναδέλφους της επαρχίας κ η κατάργηση του σήμερα παρουσιάζεται πλέον επιτακτική εν όψει της διεύρυνσης των πρωτοδικειακων περιφερειών όλης της χώρας και ιδιαίτερα στους νομούς, όπου επήλθε «συγχωνευση» περισσότερων μέχρι σήμερα κεντρικών πρωτοδικειων.
Το άρθρου 9 του Ν. 5108/2024 καθιερώνει το αμετάθετο των πρώην ειρηνοδικών – πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, ορίζοντας ότι: «Οι υπηρετούντες, κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, ειρηνοδίκες μπορούν να μετατεθούν μόνον κατόπιν αίτησής τους, με εξαίρεση τους λόγους υποχρεωτικής μετάθεσης της παρ. 4 του άρθρου 60 του Kώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α΄ 109)». Από την άλλη, η προτεινόμενη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 85 αίρει το αμετάθετο για τους πρώην ειρηνοδίκες – πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, συμπεριλαμβάνοντας και αυτούς στους δικαστικούς εκείνους λειτουργούς για τους οποίους μπορεί να χωρήσει αυτεπάγγελτη μετάθεση. Επομένως, θα καταλήξουμε στο παράλογο να ισχύουν παράλληλα δύο διατάξεις που θα ορίζουν τα εντελώς αντίθετα πράγματα. Είναι άραγε ένδειξη σοβαρής νομοθέτησης αυτό; Βέβαια είναι να αναρωτιέται κάνεις γιατί να υπάρχει τόση εμμονή με τις αυτεπάγγελτες μεταθέσεις; Ποιες είναι τελοσπάντων αυτές οι υπηρεσιακές ανάγκες που μπορούν να δικαιολογήσουν την αυτεπάγγελτη μετάθεση δικαστικού λειτουργού; Γιατί δεν αποσαφηνίζονται και δεν προσδιορίζονται ρητά στο νόμο; Με ποια κριτήρια θα επιλέγεται ο συγκεκριμένος δικαστικός λειτουργούς που θα πρέπει να μετατεθεί αυτεπαγγέλτως; Δυστυχώς, είναι ξεκάθαρο ότι θεσμοθετείται η αυθαιρεσία όσον αφορά τις αυτεπάγγελτες μεταθέσεις των δικαστών, δεδομένου ότι η σχετική κρίση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου δεν ελέγχεται με κανέναν τρόπο ενόψει των περιορισμών του άρθρου 81, παρ. 8 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και του άρθρου 90, παρ. 6 του Συντάγματος. Η Δικαιοσύνη οδηγείται σε πολύ σκοτεινά και επικίνδυνα μονοπάτια και η ανεξαρτησία των λειτουργών της καθίσταται κενό γράμμα.
Είναι απαράδεκτη και πρέπει να αποσυρθεί η ρύθμιση του άρθρου 80, παρ. 5, σύμφωνα με την οποία: «Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι υπηρετούντες προανακριτές ή οι κατά την παρ. 2 του παρόντος αναπληρωτές τους, η έρευνα διενεργείται από τους νεότερους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας της περ. ε) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει δωδεκαετή υπηρεσία και, εάν οι τελευταίοι δεν επαρκούν, από αντεισαγγελείς πλημμελειοδικών ή από εισαγγελικούς παρέδρους». Δεν είναι οι πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας και δη οι νεότεροι τα αποπαίδια, οι παρίες του δικαστικού σώματος, τα «παιδιά για όλες τις δουλειές»! Η διάταξη είναι άκρως προσβλητική, μειωτική και απαξιωτική για τους νεότερους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας και εισάγει διάκριση μεταξύ των δικαστικών λειτουργών όσον αφορά το ζήτημα των κατ’ οίκων ερευνών, επιφυλάσσοντας μια αδικαιολόγητη προνομιακή μεταχείριση για τους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας και τους παλιότερους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας. Με ποιό άραγε σκεπτικό οι τελευταίοι να απαλλάσσονται των κατ’ οίκων ερευνών; Γιατί να εισάγεται αυτή η αισχρή νοοτροπία μέσα στο δικαστικό σώμα; Επειδή πάντως είναι γεγονός ότι οι κατ’ οίκον έρευνες συνιστούν μία σοβαρή υπηρεσιακή επιβάρυνση για τους δικαστικούς λειτουργούς είναι καιρός να ανοίξει μία γενικότερη συζήτηση προς την κατεύθυνση της απεμπλοκής των δικαστικών λειτουργών από αυτές με τροποποίηση του άρθρου 9 του Συντάγματος.
Αναφορικά με τις μεταθέσεις:
1) Πρέπει επιτέλους να καταργηθεί πλήρως ο βίαιος, αυταρχικός και φασίζουσας εμπνεύσεως θεσμός της αυτεπάγγελτης (αναγκαστικής – υποχρεωτικής) μετάθεσης δικαστικού λειτουργού. Το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν» είναι απολύτως καταδικαστέο σε θέματα που αφορούν την υπηρεσιακή κατάσταση του δικαστικού λειτουργού. Είναι ντροπή να υπάρχουν τέτοιες διατάξεις σε μία Δημοκρατία. Κανείς δεν πρέπει να καμαρώνει για αυτές. Η μετάθεση δικαστικού λειτουργού θα πρέπει να είναι δυνατή αποκλειστικά και μόνο κατόπιν αίτησής του, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως που προβλέπει η παράγραφος 4, περ. α΄ του άρθρου 60 του ΚΟΔΚΔΛ, δηλαδή αν ο δικαστικός λειτουργός έχει υποπέσει σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα. Έτσι και μόνο έτσι θα γίνει πράξη η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία του Δικαστή.
2) Πρέπει να καταργηθεί ο αδικαιολόγητος περιορισμός που προβλέπει το εδ. γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 60 του ΚΟΔΚΔΛ ως προς το χρόνο υλοποίησης των αμοιβαίων μεταθέσεων, ήτοι ότι: «Οι αμοιβαίες μεταθέσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους υλοποιούνται μετά τη λήξη αυτού». Συνεπεία της ανωτέρω ρύθμισης, οι δικαστικοί λειτουργοί υποχρεούνται, στην περίπτωση που το αίτημα για αμοιβαία μετάθεσή τους γίνει δεκτό κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, να αναμένουν αρκετούς μήνες για την υλοποίησή του, χωρίς η αναμονή αυτή να δικαιολογείται από καμία σαφώς ορισμένη και επιτακτική υπηρεσιακή ανάγκη.
3) Πρέπει να τροποποιηθεί άμεσα το άρθρο 81 του ΚΟΔΚΔΛ κατά την παρ. 8 αυτού. Ειδικότερα, η παρ. 8, εδ. α΄ του άρθρου 81 του ΚΟΔΚΔΛ έχει σήμερα ως εξής: «Προσφυγή στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά της απόφασης του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου που αφορά προαγωγή, τοποθέτηση, μετάθεση και απόσπαση έχει δικαίωμα να ασκήσει ο δικαστικός λειτουργός τον οποίο αφορά η απόφαση αυτή, εφόσον όμως έλαβε, ως προς τις λοιπές, πλην της προαγωγής, περιπτώσεις, τρεις (3) τουλάχιστον ψήφους στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και δύο (2) στο ενδεκαμελές».
Η προσφυγή στην Ολομέλεια πρέπει να είναι δυνατή και για τις περιπτώσεις της τοποθέτησης, μετάθεσης και απόσπασης, χωρίς προϋποθέσεις, ήτοι χωρίς τους περιορισμούς των τριών (3) τουλάχιστον ψήφων στο δεκαπενταμελές Συμβούλιο και των δύο (2) στο ενδεκαμελές. Έτσι ενισχύεται η διαφάνεια των σχετικών διαδικασιών. Η διάταξη όπως έχει τώρα αποστερεί τον δικαστικό λειτουργό από τη δυνατότητα άσκησης οποιουδήποτε ενδίκου μέσου κατά αποφάσεων που έχουν να κάνουν με θεμελιώδεις για τον ίδιο υπηρεσιακές μεταβολές. Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων με το υπ’ αρ. πρωτ.: 292/19-7-2024 έγγραφό της προς την επιτροπή που επεξεργάζονταν τις αλλαγές στον ΚΟΔΚΔΛ είχε υποβάλει αντίστοιχο αίτημα, ζητώντας την αναδρομική μάλιστα ισχύ του από 1-6-2024. Γιατί αγνοήθηκε προκλητικά το αίτημα αυτό; Το επόμενο βήμα θα πρέπει να είναι η προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς υπάρχει σαφέστατη παραβίαση των άρθρων 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η Δικαιοσύνη, αν δεν υπάρχει πρωτίστως μέσα στο ίδιο το σώμα των δικαστών, δεν μπορεί να απονέμεται μετά και στην κοινωνία. Κάντε επιτέλους το Κράτος Δικαίου πράξη!
Ως προς το άρθρο 88 που τροποποιεί το άρθρο 90 του ΚΟΔΚΔΔ και συγκεκριμένα για την παρ. 4, το νομικά και ηθικά ορθό είναι κατά τον χρόνο ένταξης του πρωτοδίκη ειδικής στην γενική επετηρίδα να αναγνωριστούν τα έτη προϋπηρεσίας που έχει ως πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας, ήτοι να αναγνωριστεί ο χρόνος από 16-9-2024 και μέχρι το χρονικό σημείο της ένταξής του. Δεν είναι λογικό, από 16-9-2024 οι πρωτοδίκες γενικής και ειδικής να δικάζουν ακριβώς τα ίδια αντικείμενα και παρ’ όλα αυτά να μην αναγνωριστεί αυτός ο χρόνος έστω προϋπηρεσίας.
Θα έπρεπε κατά τη γνώμη μου να προβλέπεται και για τους πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας η εξέλιξη τους μέχρι τουλάχιστον το βαθμό του προέδρου πρωτοδικών εφόσον ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τους πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας. Επίσης θα πρέπει να οριστούν οι μισθολογικές προαγωγές τους όπως προέβλεπε ο νόμος της ενοποίησης.
Πολύ εύστοχη η ρύθμιση του άρθρου 65 για τη συγκρότηση του ΜΟΔ με Ειρηνοδίκες-Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας . Τα οφέλη από αυτή τη ρύθμιση θα είναι πολλαπλά:
1) Δεν υπάρχει μεγαλύτερη, καλύτερη και ουσιαστικότερη επιμόρφωση για τους Ειρηνοδίκες στο ποινικό δίκαιο από τη συμμετοχή τους στη διαδικασία του ΜΟΔ. Ο Πρόεδρος Πρωτοδικών αναλύει και εξηγεί με σαφήνεια, τη διαδικασία και όλους τους νομικούς όρους στους ενόρκους, που δεν έχουν καμία επαφή με την ποινική δίκη. Ακόμα και οι συνήγοροι στις προτάσεις τους, στα αιτήματά τους και στις αγορεύσεις τους είναι πιο αναλυτικοί για αυτό ακριβώς τον λόγο. Πριν απαντηθεί οποιοσδήποτε αυτοτελής ισχυρισμός (πχ άμυνα) ή ελαφρυντική περίσταση, γίνεται διάσκεψη του Δικαστηρίου. Στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, που μπορεί να μην προεδρεύει και Πρόεδρος Πρωτοδικών ή έμπειρος Πρωτοδίκης, δεν υπάρχει τόσος χρόνος για ανάλυση λόγω των πολλών υποθέσεων.
2) Δεν υπάρχει κανένας φόβος, ούτε δημιουργείται κάποια ανασφάλεια δικαίου, από τη συμμετοχή ενός Ειρηνοδίκη στην επταμελή σύνθεση του ΜΟΔ, που πλειοψηφία έτσι κι αλλιώς είναι οι 4 λαϊκοί δικαστές, ενώ πάντοτε θα προεδρεύει Πρόεδρος Πρωτοδικών και θα παρίσταται Εισαγγελέας Πρωτοδικών, έμπειροι δηλαδή δικαστές. Εξάλλου, είναι αντιφατικό να εμπιστευόμαστε τους Ειρηνοδίκες στις συνθέσεις των Τριμελών Πλημμελειοδικείων και ενδεχομένως σε δυο χρόνια στα Μονομελή και να μην τους εμπιστευόμαστε στα ΜΟΔ, που θα αποτελούν το 1/7 της σύνθεσης.
3) Από το νέο Δικαστικό έτος και για όσο χρονικό διάστημα οι Ειρηνοδίκες-Πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας δεν θα δικάζουν Μονομελή, η επιβάρυνση της ποινικής διαδικασίας των Πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας θα είναι τόσο έντονη που θα δημιουργήσει μεγάλη ανισομέρεια και δυσλειτουργίες ειδικά στα μικρά-μεσαία Πρωτοδικεία. Οι Πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας θα πρέπει να προεδρεύουν σε όλα τα Μονομελή- που πλέον αυξάνονται και σε έδρες, αλλά και σε υποθέσεις- να είναι δεξιοί στα Τριμελή και να συμμετέχουν δύο από αυτούς κάθε φορά στα ΜΟΔ, που πιθανόν να διακόπτονται και σε επόμενες συνεδριάσεις.
Θα ήταν επομένως σημαντική η συνδρομή των Ειρηνοδικών σε αυτό το ζήτημα, αλλά και ωφέλιμη για τους ίδιους, ενώ θα διευκόλυνε και τους Διευθύνοντες στην ίση και δίκαιη κατανομή των υπηρεσιών των Δικαστών του Πρωτοδικείου.
Γιάννης Ευαγγελάτος Πρόεδρος Πρωτοδικών