Η υποχρεωτική υπαγωγή ιδιωτικών διαφορών στη διαδικασία της διαμεσολάβησης καθώς και η υποχρέωση ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο για αυτές, ρυθμίζονται ως εξής:
1. Διαφορές που υπάγονται υποχρεωτικά στη διαδικασία διαμεσολάβησης
Α. Προ πάσης προσφυγής στο δικαστήριο και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, οι παρακάτω ιδιωτικές διαφορές υπάγονται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης:
α) Οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση οροφοκτησίας, οι διαφορές από τη λειτουργία απλής και σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας, οι διαφορές αφενός ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και κάθετης ιδιοκτησίας και αφετέρου στους ιδιοκτήτες ορόφων, διαμερισμάτων και κάθετων ιδιοκτησιών καθώς επίσης και διαφορές που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1003 έως 1032 του ΑΚ,
β) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο, ανάμεσα στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρείες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους, εκτός αν από το ζημιογόνο συμβάν επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη,
γ) οι διαφορές από αμοιβές,
δ) οικογενειακές διαφορές, εξαιρουμένων των διαφορών των παραγράφων 1 στοιχεία α, β, γ και 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ,
ε) Οι εργατικές διαφορές, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία ο εργαζόμενος επιλέγει την διαδικασία του άρθρου 636ΑΚΠολΔ. Εάν κατά της εκδοθείσας, σύμφωνα με την ως άνω διαδικασία, διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, ασκηθεί ανακοπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 636ΑΚΠολΔ, ο ανακόπτων-εργοδότης, υποχρεούται να προσφύγει στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, σε αντίθετη δε περίπτωση, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στη παρ. 1Β του παρόντος άρθρου, περί απαραδέκτου της συζήτησης της ανακοπής και επιβολής χρηματικών ποινών.
στ’) οι διαφορές που αφορούν σε απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή των οικείων τους σε βάρος ιατρών και οι οποίες ανακύπτουν κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των τελευταίων.
ζ) διαφορές που δημιουργούνται από την προσβολή εμπορικών σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.
η) διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου και τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου.
θ) οι διαφορές από πρακτορεία χρηματικών απαιτήσεων, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμβάσεις δικαιόχρησης και άλλες δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η σχετική απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο.
ι) οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις
κ) οι διαφορές από την χορήγηση και την χρήση πιστωτικών καρτών
Β. Δικαιώματα ή αξιώσεις των μερών της εν γένει διαφοράς, που δεν περιλαμβάνονται στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, δεν υπάγονται στην, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Άμα το ανεπιτυχές πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης και τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού, κάθε μέρος της διαφοράς δικαιούται να προσφύγει στο δικαστήριο όπως νόμος ορίζει, προσκομίζοντας, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, το πρακτικό αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Το ίδιο δικαίωμα έχει κάθε μέρος της διαφοράς για κάθε κεφάλαιο των απαιτήσεών του το οποίο δεν συζητήθηκε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης από υπαιτιότητα του άλλου μέρους, καίτοι αυτό υπαγόταν υποχρεωτικά στη διαδικασία της διαμεσολάβησης ανεξαρτήτως του αποτελέσματος αυτής. Στην περίπτωση που το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και έχει κληθεί νομότυπα προς τούτο, ο διαμεσολαβητής συντάσσει σχετικό πρακτικό και το άλλο μέρος δικαιούται να προσφύγει στο Δικαστήριο, επισυνάπτοντας στην αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα αντίγραφο του σχετικού πρακτικού. Στην τελευταία περίπτωση, με την απόφαση του Δικαστηρίου που επιλαμβάνεται της διαφοράς επιβάλλεται στο διάδικο μέρος το οποίο δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και κλήθηκε νομότυπα προς τούτο, χρηματική ποινή ποσού 1.000 έως 5.000 ευρώ, συνεκτιμωμένης της εν γένει συμπεριφοράς του στην μη προσέλευση στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Επιπλέον δε χρηματική ποινή ποσοστού 0,2% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση ήττας του και ποσοστού 0,1% επί του αντικειμένου της διαφοράς σε περίπτωση εν μέρει ήττας αυτού. Οι παραπάνω χρηματικές ποινές περιέρχονται στο Ελληνικό Δημόσιο και συνιστούν δημόσια έσοδα. Αντίγραφο της απόφασης κοινοποιείται με επιμέλεια του γραμματέα του δικαστηρίου στο Υπουργείο Οικονομικών.
Γ. Για τη διαδικασία προσφυγής στη διαμεσολάβηση εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
2. Υποχρέωση ενημέρωσης από το δικηγόρο
Προ της προσφυγής στο δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του, εγγράφως, για τη δυνατότητα απόπειρας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις προσφυγής σε διαμεσολάβηση, καθώς και για την τυχόν υποχρεωτική υπαγωγή της διαφοράς ή μέρους αυτής στην διαδικασία της διαμεσολάβησης επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος. Το ενημερωτικό έγγραφο, σύμφωνα με το παράρτημα (Α) του παρόντος, συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος επί ποινή απαράδεκτου της συζήτησής του.
3. Διαδικασία Προσφυγής στη Διαμεσολάβηση
Α. Προ πάσης προσφυγής στο δικαστήριο και για τις διαφορές της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ο δικηγόρος του αιτούμενου δικαστικής προστασίας, υποχρεούται, ανεξάρτητα από την αξία του ένδικου αντικειμένου, να υποβάλλει σε διαμεσολαβητή από τη λίστα διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παραδίδοντάς του συμπληρωμένο ενημερωτικό έντυπο, σύμφωνα με το Παράρτημα (Β) του Παρόντος. Ο διαμεσολαβητής καλεί τον προσφεύγοντα καθώς και το αντίδικο μέρος για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της συνεδρίας διαμεσολάβησης. Η κλήση γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικά ή με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο. Η συνεδρίαση λαμβάνει χώρα μετά από διάστημα τουλάχιστον δεκαπέντε (15) και πάντως το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένη της γνωστοποίησης της αίτησης του προσφεύγοντος στο άλλο ή στα άλλα μέρη ενώ η διαμεσολάβηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός των επομένων ενενήντα (90) ημερών που εκκινούν από την επομένη της λήξης της ανωτέρω προθεσμίας. Τα μέρη δύναται να συμφωνούν παράταση της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις παραπάνω προθεσμίες. Τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά, μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και μικροδιαφορών.
Β. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία αμφοτέρων των μερών και του διαμεσολαβητή στον ίδιο τόπο και χρόνο, η συνεδρία της διαμεσολάβησης μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου συστήματος τηλεδιάσκεψης στο οποίο έχει πρόσβαση το άλλο ή τα άλλα μέρη της διαφοράς. Η διαδικασία τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιείται και μέσω γραφείου άλλου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή που εδρεύει στον τόπο της κατοικίας, εγκαταστάσεως ή έδρας του άλλου ή των άλλων μερών της διαφοράς.
Η διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας η οποία τυγχάνει έγκρισης με κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ρυθμίζει κάθε αναγκαία τεχνική, διοικητική ή άλλη λεπτομέρεια.
Γ. Εάν μετά την αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης τα μέρη της διαφοράς δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, τότε θεωρείται ότι έχει πληρωθεί η υποχρέωση του παρόντος άρθρου, συντασσόμενου σχετικού πρακτικού.
4. Η υποχρεωτική υπαγωγή στη διαδικασία της διαμεσολάβησης δεν εφαρμόζεται, όταν η πρόσκληση περί προσφυγής σε αυτή, περιλαμβάνει πρόσωπο ή πρόσωπα αγνώστου διαμονής.
5. Σε περίπτωση σύναψης συμφωνίας διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, ακολουθείται η διαδικασία διαμεσολάβησης των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου ανεξάρτητα από τη φύση του αντικειμένου της διαφοράς, εφόσον είναι δεκτικό διαμεσολάβησης.
6. Σε κάθε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, αυτός ορίζεται, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εκ των μερών, από την Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης του άρθρου 9 του παρόντος νόμου, με αιτιολογημένη απόφασή της. Η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης, λαμβάνει για τον ορισμό αυτό υπόψη της, το είδος της διαφοράς που άγεται προς διαμεσολάβηση καθώς και τις δεξιότητες του διαμεσολαβητή όπως αυτές περιγράφονται στο άρθρο 26 αρ. 4, ως και τον αριθμό των διαμεσολαβήσεων που έχει διεξάγει, όπως αυτός προκύπτει από το άρθρο 20 του παρόντος.
Καταρχήν επισημαίνεται ότι η εισαγωγή της υποχρεωτικότητας της Διαμεσολάβησης αποτελεί το θετικό στοιχείο του Σχεδίου Νόμου και δεν προσβάλλει το προστατευμένο από την Ευρωπαική Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) και το Σύνταγμα δικαίωμα του πολίτη να έχει ελεύθερη πρόσβαση σε Δικαστήριο. Η εισαγωγή της υποχρεωτικότητας είναι επιβεβλημένη μετά από 7 χρόνια ισχύος του ν. 3898/2010 και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο θεσμός δεν βρήκε την πρακτική εφαρμογή που θα αντιστοιχούσε είτε στις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν κατά την εισαγωγή του, είτε στα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα που προσφέρει τόσο για την αποσυμφόρηση των Δικαστηρίων όσο και την αλλαγή της «κουλτούρας» επίλυσης των διαφορών στη χώρα μας.
Στα πλαίσια αυτά, είναι ορθή η εισαγωγή της δικονομικής συνέπειας της «επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος» για τις διαφορές του άρθρου 5 1 Α του Σχεδίου, προτείνεται δε να οριστεί η ίδια δικονομική συνέπεια και για την περίπτωση των συμφωνιών διαμεσολάβησης για μέλλουσες διαφορές, των αποκαλούμενων ως ρητρών διαμεσολάβησης.
Ειδικότερα, η ρήτρα διαμεσολάβησης αποτελεί συμφωνία με τη μορφή της ρήτρας σε ουσιαστικές συμβάσεις, με την οποία δύο ή και περισσότερες πλευρές συμφωνούν ότι οι διαφορές τους από την εφαρμογή μιας σύμβασης θα γίνεται με τη διαδικασία της διαμεσολάβησης Είναι σημαντικό ότι, μέσω των ρητρών, οι συμβαλλόμενοι γνωρίζουν εξαρχής –προτού δηλαδή εμπλακούν σε διένεξη, οπότε και οι «γέφυρες επικοινωνίας» πιθανόν να έχουν πλέον διακοπεί – ότι υπάρχει μεταξύ τους η λύση του διαλόγου και της συνδιαλλαγής, δηλαδή η λύση της διαμεσολάβησης. Λόγω της ιδιαίτερης σημασίας των ρητρών διαμεσολάβησης για τη διάδοση του θεσμού, διεθνώς αποτελεί προτεραιότητα η λήψη μέτρων για την ενθάρρυνση αλλά και τη δεσμευτικότητα των ρητρών διαμεσολάβησης, οι οποίες περιέχονται σε συμβάσεις και αφορούν σε μελλοντικές διαφορές. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Γαλλικού Ακυρωτικού, στο γαλλικό δίκαιο κρίνεται ως απαράδεκτη η αγωγή που ασκήθηκε επί διαφοράς από συμβατική σχέση, στην οποία είχε προβλεφθεί ρήτρα διαμεσολάβησης.
Για τους παραπάνω λόγους, προτείνεται η ακόλουθη προσθήκη στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου διάταξης:
«Η διαδικασία αυτή ακολουθείται σε όλες τις περιπτώσεις εγγράφων συμφωνιών διαμεσολάβησης, είτε αφορούν υφιστάμενες, είτε μελλουσες διαφορές, ισχύει δε προ πάσης προσφυγής στο δικαστήριο και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος»
Άρθρο 5 παρ. 1.Α.θ
Να απαλειφθεί «, όταν η σχετική απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο»
ΠΡΙΝ
θ) οι διαφορές από πρακτορεία χρηματικών απαιτήσεων, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμβάσεις δικαιόχρησης και άλλες δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η σχετική απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο.
ΜΕΤΑ
θ) οι διαφορές από πρακτορεία χρηματικών απαιτήσεων, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμβάσεις δικαιόχρησης και άλλες δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων.
Άρθρο 5 παρ. 1.Α.β
Να επεκταθεί η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης σε όλες τις διαφορές ασφαλιστικών εταιρίων και ασφαλισμένων (όχι μόνο στις γενικές ασφάλειες που αφορούν το αυτοκίνητο αλλά και στις υπόλοιπες γενικές ασφάλειες -περιουσίας-αστικής ευθύνης καθώς επίσης και ζωής -νοσοκομειακά κοκ) .
Υποχρεωτικότητα για όλες τις διαφορές πλην της επιμέλειας, άσκησης γονικής μέριμνας, θέσης σε δικαστική συμπαράσταση.
Καλημέρα, στις γαμικές διαφορές η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης σε τί θα βοηθήσει. Θα αναγκάσει την σύζυγο να λάβει μέρος εφόσον γνωρίζει ότι με μία αγωγή που θα πληρώσει ο «ανεργος» συζυγος (την ερημοδικία του καθ ου εφόσον δεν πληρώσει τα εξοδα της εναγούσης ακόμα δεν την έχω κατανοήσει) μιάς και κατα 99% (δικαστηριακή νομολογία) θα είναι αυτή και που θα λάβει τα τέκνα και θα λάβει μία διατροφή πολλαπλάσια απο την πραγματική μιάς και τα δικαστήρια στις αποφάσεις τους βρίσκονται ακόμα στο 2004 και στίς τότε απολαβές.
Αρα με το υπάρχον σεξιστικό αστικό δίκαιο και την ελληνική νομολογία θα κληθεί ο άνεργος ή χαμηλόμισθος πρώην σύζυγος να πληρώσει και τα έξοδα της διαμεσολάβησης? Που φυσικά σημαίνει μυνήσεις και κατασχέσεις αν έχει τυχόν μία γκαρσονιέρα απο την πρώην.
Είναι κατανοητό και αποδεκτό ότι προκειμένου να γίνει γνωστή η διαμεσολάβηση θα πρέπει να υπάρξει υποχρεωτικότητα υπαγωγής διαφόρων υποθέσεων σε διαμεσολάβηση πριν την προσφυγή στα δικαστήρια. Γενικά όμως το άρθρο 5 του σχεδίου νόμου έχει ανακολουθίες και προκαλεί σύγχυση, καθόσον δεν είναι ξεκάθαρο αν ρυθμίζει τα της υποχρεωτικότητας ή και την εν γένει προσφυγή σε διαμεσολάβηση.
Στο άρθρο 5 παρ.2 δυσανάλογη η ποινή του απαραδέκτου της συζήτησης σε περίπτωση μη κατάθεσης του ενημερωτικού εγγράφου μαζί με το κατατεθέν δικόγραφο. Τελικά δημιουργούμε πολλά εμπόδια στον ενάγοντα που δεν είναι πάντα το δυνατό μέρος της διαφωνίας.
Στο άρθρο 5 παρ.3Α , τί ακριβώς σημαίνει «Προ πάσης προσφυγής στο δικαστήριο και για τις διαφορές της παρ.1 του παρόντος άρθρου»; Γιατί έχει μπει ο συμπλεκτικός σύνδεσμος και; Για τις υποθέσεις που είναι υποχρεωτική η προσφυγή στη διαμεσολάβηση δεν αναφέρεται το παρόν άρθρο;
Επίσης, η λέξη «να υποβάλλει» να διορθωθεί στο ορθόν «να υποβάλει». Επίσης η φράση «αντίδικο μέρος» δεν προσιδιάζει στη διαμεσολάβηση, μπορεί να αντικατασταθεί «και το μέρος με το οποίο ο προσφεύγων έχει τη διαφορά ή το άλλο μέρος της διαφοράς».
Στο άρθρο 5 παρ.3Γ, αναφέρεται «εάν μετά την αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης τα μέρη της διαφοράς δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης…», ποια είναι η αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης; Προς αποφυγή σύγχυσης θα πρέπει να διαγραφεί η λέξη αρχική και να συνδυαστεί η λέξη συνεδρία, όπως αναφέρεται παραπάνω στο νόμο. Επίσης, τι σημαίνει δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης; αφού είμαστε μετά την αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης, άρα έχουμε ξεκινήσει τη διαμεσολάβηση. Μήπως θα πρέπει να αλλάξει «…δεν συμφωνούν να συνεχίσουν τη διαδικασία της διαμεσολάβησης…»;
Στο άρθρο 5 παρ.5, αναφέρεται «Σε περίπτωση σύναψης συμφωνίας διαμεσολάβησης…» θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι εννοείται η συμφωνία υπαγωγής στη διαμεσολάβηση ή η συμφωνία με την οποία προσέφυγαν στη διαμεσολάβηση, επίσης, «… ακολουθείται η διαδικασία διαμεσολάβησης των παραγράφων 1 και 3…», πλην όμως η παρ.1 δεν έχει διαδικασία και πρέπει να διαγραφεί.
Επίσης, στο ίδιο άρθρο και παράγραφο, άρθρο 5 παρ.5 , αναφέρεται «… ανεξάρτητα από τη φύση του αντικειμένου της διαφοράς, εφόσον είναι δεκτικό διαμεσολάβησης.». Τι σημαίνει αυτό; αφού είναι οι διαφορές που έχουν υποχρεωτικά υπαχθεί σε διαμεσολάβηση και σαφώς είναι δεκτικές διαμεσολάβησης.
Στο άρθρο 5 παρ.6, αναφέρεται η περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή. Μα το άρθρο αυτό (άρθρο 5) αφορά την υποχρεωτικότητα της υπαγωγής στη διαμεσολάβηση και ρητά ορίζεται ότι επιλέγεται ο διαμεσολαβητής από τον εν δυνάμει ενάγοντα. Άρα σε ποια περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή αναφέρεται η παρ. αυτή; Θεωρώ ότι η παρ. 6 αρμόζει να μπει στο άρθρο 6 παρ.2.
Στη διαδικασία του άρθρου 5 , θα υπογραφεί συμφωνία των μερών;
Διαφωνώ απόλυτα με την χρηματική ποινή του άρθρου 5Β. Η υποχρεωτικότητα έχει και τα όριά της. ΄Εχει καθαρά εισπρακτικό χαρακτήρα υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου και «προσβάλλει» ευθέως την διαμεσολάβηση, ως διαδικασία, στην οποία η συμμετοχή των μερών πρέπει να στηρίζεται στην συνειδητοποιημένη, εκ μέρους τους, ανάληψη της ευθύνης επίλυσης της διαφοράς τους, με την βοήθεια του διαμεσολαβητή. Και μόνον η λέξη «ποινή», η οποία συνδέεται κυρίως με το ποινικό δίκαιο και εν πολλοίς έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλοιώνει τον χαρακτήρα της διαμεσολάβησης και την καθιστά «φόβητρο». Μία κατεξοχήν φιλική προ τον άνθρωπο και πολιτισμένη διαδικασία, που στηρίζεται στον ισότιμο διάλογο και στον σεβασμό όλων των συμμετεχόντων.
Το μόνο που θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, στο πλάισιο της υποχρεωτικότητας πάντα, είναι η επιβάρυνση με το μεγαλύτερο ή το σύνολο της δικαστικής δαπάνης του μέρους που δεν προσήλθε αδικαιολόγητα στην διαδικασία. Τίποτα παραπάνω. Να απαλειφθούν τελείως τα περί χρηματκής ποινής.
Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 3Α χρειάζεται προσοχή. Εαν μείνει ως έχει, υπάρχει περίπτωση να διενεργούνται διαμεσολαβήσεις χωρίς την παραμικρή σύμπραξη νομικού επιστήμονα, σε περιπτώσεις μικροδιαφορών και καταναλωτικών διαφορών (μέρη παριστάμενα αυτοπροσώπως ενώπιον διαμεσολαβητή που δεν είναι νομικός). Ο νομοθέτης μοιάζει να επιθυμεί να παρακολουθήσει την εξαίρεση του άρθρ. 94 ΚΠολΔ από την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο (επεκτείνοντάς την και στις καταναλωτικές διαφορές – και μάλιστα χωρίς όριο ποσού διαφοράς!). Όμως, οι εξαιρέσεις στο πλαίσιο του ΚΠολΔ γίνονται με δεδομένη τη δικαστική διάγνωση της διαφοράς. Λόγω της φύσεως της διαμεσολάβησης ως «υποβοηθούμενης διαπραγμάτευσης», το ζήτημα που ανακύπτει δεν αντιμετωπίζεται ούτε τυχόν ρητή πρόβλεψη ότι στις συγκεκριμένες διαμεσολαβήσεις ο διαμεσολαβητής θα πρέπει υποχρεωτικά να είναι πτυχιούχος νομικής. Κατά την ορθότερη άποψη, δεν θα πρέπει να προβλέπονται εξαιρέσεις από την υποχρέωση παράστασης με δικηγόρο στη διαδικασία της διαμεσολάβησης.
Προτείνεται να συμπεριληφθούν στο άρθρο 1(η) «διαφορές που πηγάζουν από τη μεταφορά εμπορευμάτων». Με αυτόν τον τρόπο θα συμπεριληφθούν οι διαφορές από συμβάσεις παραγγελίας μεταφορών ή/και συμβασεις μεταφορών, χερσαίων, σιδηροδρομικών και αεροπορικών, διεθνών και εσωτερικών.
ΟλΣτε 366/1992
«…..στη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα εκάστου σε παροχή εννόμου προστασίας από τα δικαστήρια, γιατί η συνταγματική αυτή διάταξη δεν εμποδίζει τον κοινό νομοθέτη να θεσπίζει δικονομικές προϋποθέσεις που αφορούν το έγκυρο της ασκήσεως των ενδίκων μέσων και την πρόοδο της δίκης, εφόσον οι προϋποθέσεις αυτές συνάπτονται προς τη λειτουργία των δικαστηρίων και την απονομή της δικαιοσύνης και δεν υπερβαίνουν τα όρια, πέραν των οποίων η θέσπισή τους θα ισοδυναμούσε με κατάλυση, άμεση ή έμμεση, του ανωτέρω ατομικού δικαιώματoς».
Η συγκεκριμένη ρύθμιση είναι προδήλως αντισυνταγματική και θα πρέπει να αποσυρθεί .
Νομοτεχνικό:
Στο όρο 1.θ. περιλαμβάνονται και οι διαφορές με την εσφαλμένη διατύπωση «τραπεζικά ιδρύματα», αντί του ορθού «τραπεζικές εταιρείες», το οποίο πρέπει να αντικαταστήσει το εσφαλμένο.
Στον όρο «1.κ.» το «κ» πρέπει να αντικατασταθεί με το «ια», καθώς στην ελληνική αρίθμηση του «κ» αποτελεί το αντίστοιχο του 20 της αραβικής αρίθμησης και το «ια» της ελληνικής αρίθμησης αποτελεί το αντίστοιχο του 11 της αραβικής αρίθμησης. Στο συγκεκριμένο σημείο της αρίθμησης των περιπτώσεων ο ορθός αύξων αριθμός είναι ο 11.
Ο Θεσμός της Διαμεσολάβησης πρέπει να καθιερωθεί, στην Ελλάδα όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, για να επέλθουν τα πολλά και γνωστά θετικά αποτελέσματα που θα προκύψουν, με πρώτο και κύριο την ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης μέσω της αποσυμφόρησης των Ελληνικών Δικαστηρίων.
Ο μόνος τρόπος όμως για να καθιερωθεί αυτός ο Θεσμός, είναι η ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ, λόγω της σφοδρής επίθεσης που δέχεται και από νομικούς κύκλους αλλά και από άλλους, επίθεσης που πραγματώνεται λόγω του ότι θίγονται συμφέρονται που έχουν βαλτώσει τόσα χρόνια.
Η Υποχρεωτικότητα ως προστάδιο μόνο, είναι μια τεχνική που όπου έχει εφαρμοστεί έχει επιφέρει πλείστα θετικά αποτελέσματα, όπως στη γειτονική Ιταλία. Αποτελέσματα που είναι απολύτως συγκεκριμένα και προέρχονται από επίσημη πηγή του αντίστοιχου Υπουργείου.
Η Υποχρεωτικότητα αυτή ΔΕΝ είναι αντισυνταγματική καθώς μόνο ως προστάδιο νοείται η υποχρέωση, ενώ δεν απαγορεύεται η περαιτέρω προσφυγή στον φυσικό δικαστή. Απλώς παρέχεται δικαίωμα στους διαδίκους να επιλέξουν πιο γρήγορη και πιο οικονομικά συμφέρουσα μέθοδο στην επίλυση των διαφορών τους. Δικαίωμα που μέχρι τώρα ΔΕΝ ΠΡΟΑΓΟΥΝ ΟΙ ΝΟΜΙΚΟΙ ΩΣ ΟΦΕΙΛΟΥΝ βάσει του Αρθρου 130 του Κώδικα δικηγόρων, ενώ ούτε οι Δικαστές προάγουν, εφόσον αυτοί στρέφουν τους διαδίκους προς άλλες μορφές δικαστικής μεσολάβησης και συμβιβασμού για ευνόητους λόγους!
Άρα, όχι μόνο αντισυνταγματική ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ η Διαμεσολάβηση, αλλά επιτρέπεται και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον αν αυτή δεν πετύχει οι διάδικοι μπορούν να συνεχίσουν δικαστικά.
Επομένως, ενώ έχει παρουσιαστεί κόντρα μιας μικρής μερίδας δικηγόρων προς έναν πολύ σπουδαίο Θεσμό, κόντρα που ερείδεται στην έλλειψη γνώσης ουσιαστικής του Θεσμού, της εφαρμογής του της διαδικασίας του κλπ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ που θα προκύψει μέσω της εφαρμογής της Υποχρεωτικότητας.
Άλλωστε, το Υπουργείο Δικαιοσύνης, ΔΑΔ έχει όλες τις μεθόδους ελέγχου και προστασίας αυτού του Θεσμού και έχει επανδρωμένο τομέα με 2000 και πλέον Διαπιστευμένους Διαμεσολαβητές, που αυτή τη στιγμή περιμένουν να αξιοποιηθούν δημιουργικά.
Η αντίθεση προς το θεσμό έχει άλλες αιτίες που ΔΕΝ ΤΑΙΡΙΑΖΟΥΝ με το θέμα και υποκρύπτουν άλλου είδους σκέψεις.
Μάλιστα, οι 12 μήνες από τη θέση σε ισχύ της υποχρεωτικότητας είναι ήδη μεγάλο χρονικό διάστημα καθώς ήδη η Δικαιοσύνη έχει «μπουκώσει» και δεν παρέχεται στην ουσία στους διαδίκους. Πρέπει λοιπόν το γρανάζι να επανατεθεί σε λειτουργία και ο Θεσμός της Διαμεσολάβησης έχει τη δυναμική να το πράξει.
Είναι πολύ σημαντικός και ο ρόλος που παρέχεται στους Υποχρεωτικά συμπαραστατούντες Δικηγόρους. Είναι δε τόσο Σπουδαίος ο ρόλος αυτός, ώστε να μπορέσει και πάλι ο Δικηγόρος να αποκτήσει την ουσία και την αίγλη που είχε χάσει τα τελευταία χρόνια μέσα στις αίθουσες των Δικαστηρίων, το κοινό να ανανεώσει τη χαμένη ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ στο πρόσωπο των Νομικών Παραστατών και ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΝΑ ΑΥΞΗΘΕΙ Η ΥΛΗ ΤΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ!
Θεωρώ ότι η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης δεν πρέπει χωρίς σαφώς προσδιορισθέντα μέσα στο νόμο κριτήρια να ορίζει τους διαμεσολαβητές, χωρίς να μπορέσω να αποκλείσω την καθιέρωση μίας αντικειμενικής βαθμολογίας για τους διαμεσολαβητές. Σε κάθε όμως περίπτωση η Κεντρική Επιτροπή Διαμεσολάβησης δεν θα πρέπει να διορίζει τον αυτόν διαμεσολαβητή ανεξέλεγκτα σε μικρή συχνότητα. Δηλαδή, το αυτό πρόσωπο θα πρέπει να ορίζεται πάλι μετά από 50 διαμεσολαβήσεις από την προηγουμένη διαμεσολάβηση που του είχε ανατεθεί ώστε αφ’ ενός να αποκλεισθεί η ευνοιοκρατία και αφ’ ετέρου να δίδεται η ευκαιρία εξ ίσου σε όλους τους διαμεσολαβητές να εκτελούν αυτά τα καθήκοντά τους.
Νομοτεχνική πρόταση: Στην παράγραφο 1.Α. θεωρώ ότι η χρήση των λέξεων ενδίκου βοηθήματος δεν είναι η ορθή διότι αποκλείει τα εισαγωγικά δίκης έγγραφα και τα ένδικα μέσα. Προτείνω ως ορθότερη την διατύπωση «κάθε αγωγής, ενδίκου μέσου και ενδίκου βοηθήματος»
Επίσης καλό είναι να δούμε σε αντιπαραβολή και τη νομοθεσία της Ιταλίας για την υποχρεωτικότητα της διαμεοσλάβησης -η μόνη χώρα νομίζω στον ευρωπαϊκό χάρτη, που την έχει θεσπίσει-, η οποία αφορά σε περιορισμένο αριθμό υποθέσεων, και φυσικά εξαιρούνται περιπτώσεις, που ο μελλοντικός ενάγων είναι αδύναμος οικονομικά.
Διαφωνούμε με την υποχρεωτικότητα της Διαμεσολάβησης, όπως διατυπώνεται στο προτεινόμενο νομοσχέδιο. Προτείνουμε να καταστεί υποχρεωτική η προσφυγή σε έναν από τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών, και όχι μόνον στη Διαμεσολάβηση, ώστε να εναπόκειται στη βούληση του πολίτη και την ελευθερία του να επιλέξει, πριν ζητήσει έννομη προστασία από τα δικαστήρια, τον τρόπο με τον οποίον θα προσεγγίσει τον αντίδικό του.
Το άρθρο 5 του νομοσχεδίου προτείνεται να διατυπωθεί ως εξής:
Η υποχρεωτική υπαγωγή ιδιωτικών διαφορών σε έναν από τους εναλλακτικούς τρόπους επίλυσης διαφορών (διαμεσολάβηση ή δικαστική μεσολάβηση ή απόπειρα συμβιβασμού), καθώς και η υποχρέωση ενημέρωσης από τον πληρεξούσιο δικηγόρο για αυτές, ρυθμίζονται ως εξής:
1. Διαφορές που υπάγονται υποχρεωτικά στην ανωτέρω διαδικασία:
Α. Προ πάσης προσφυγής στο δικαστήριο και επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος:
α) Οι διαφορές ανάμεσα στους ιδιοκτήτες ορόφων ή διαμερισμάτων από τη σχέση οροφοκτησίας, οι διαφορές από τη λειτουργία απλής και σύνθετης κάθετης ιδιοκτησίας, οι διαφορές αφενός ανάμεσα στους διαχειριστές ιδιοκτησίας κατ’ ορόφους και κάθετης ιδιοκτησίας και αφετέρου στους ιδιοκτήτες ορόφων, διαμερισμάτων και κάθετων ιδιοκτησιών καθώς επίσης και διαφορές που εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο των άρθρων 1003 έως 1032 του ΑΚ,
β) οι διαφορές που αφορούν απαιτήσεις αποζημίωσης οποιασδήποτε μορφής για ζημίες από αυτοκίνητο, ανάμεσα στους δικαιούχους ή τους διαδόχους τους και εκείνους που έχουν υποχρέωση για αποζημίωση ή τους διαδόχους τους, όπως και απαιτήσεις από σύμβαση ασφάλισης αυτοκινήτου, ανάμεσα στις ασφαλιστικές εταιρείες και τους ασφαλισμένους ή τους διαδόχους τους, εκτός αν από το ζημιογόνο συμβάν επήλθε θάνατος ή σωματική βλάβη,
γ) οι διαφορές από αμοιβές,
δ) οικογενειακές διαφορές, εξαιρουμένων των διαφορών των παραγράφων 1 στοιχεία α, β, γ και 2 του άρθρου 592 ΚΠολΔ,
ε) Οι εργατικές διαφορές, πλην της περιπτώσεως κατά την οποία ο εργαζόμενος επιλέγει την διαδικασία του άρθρου 636ΑΚΠολΔ. Εάν κατά της εκδοθείσας, σύμφωνα με την ως άνω διαδικασία, διαταγής πληρωμής οφειλόμενου μισθού, ασκηθεί ανακοπή σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 636ΑΚΠολΔ, ο ανακόπτων-εργοδότης, υποχρεούται να προσφύγει στην διαδικασία της διαμεσολάβησης ή της δικαστικής μεσολάβησης, κατά τις διατάξεις της παρ. 3 του παρόντος άρθρου, σε αντίθετη δε περίπτωση, εφαρμόζονται τα οριζόμενα στη παρ. 1Β του παρόντος άρθρου, περί απαραδέκτου της συζήτησης της ανακοπής και επιβολής χρηματικών ποινών.
στ’) οι διαφορές που αφορούν σε απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή των οικείων τους σε βάρος ιατρών και οι οποίες ανακύπτουν κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των τελευταίων.
ζ) διαφορές που δημιουργούνται από την προσβολή εμπορικών σημάτων, διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, βιομηχανικών σχεδίων ή υποδειγμάτων.
η) διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου και τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου.
θ) οι διαφορές από πρακτορεία χρηματικών απαιτήσεων, συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης, συμβάσεις δικαιόχρησης και άλλες δανειακές συμβάσεις μεταξύ τραπεζικών ιδρυμάτων και φυσικών ή νομικών προσώπων, όταν η σχετική απαίτηση του δανειστή δεν είναι εξοπλισμένη με εμπράγματη ασφάλεια ή ειδικό προνόμιο.
ι) οι διαφορές από χρηματιστηριακές συμβάσεις
κ) οι διαφορές από την χορήγηση και την χρήση πιστωτικών καρτών
Β. Δικαιώματα ή αξιώσεις των μερών της εν γένει διαφοράς, που δεν περιλαμβάνονται στις προαναφερόμενες περιπτώσεις, δεν υπάγονται στην, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος, ανωτέρω διαδικασία.
Άμα το ανεπιτυχές πέρας της διαδικασίας της διαμεσολάβησης (άρ. 214 Γ ΚΠολΔ), ή της δικαστικής μεσολάβησης (άρ. 214 Β ΚΠολΔ) ή του εξωδικαστικού συμβιβασμού (άρ. 214 Α ΚΠολΔ), ή της απόπειρας συμβιβασμού (άρ. 209 ΚΠολΔ) και τη σύνταξη του σχετικού πρακτικού, κάθε μέρος της διαφοράς δικαιούται να προσφύγει στο δικαστήριο όπως νόμος ορίζει, προσκομίζοντας, επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης, το πρακτικό αποτυχίας. Στην περίπτωση που το ένα μέρος της διαφοράς δεν προσέρχεται στη διαδικασία της διαμεσολάβησης (άρ. 214 Γ ΚΠολΔ), ή της δικαστικής μεσολάβησης (άρ. 214 Β ΚΠολΔ) ή του εξωδικαστικού συμβιβασμού (άρ. 214 Α ΚΠολΔ), ή της απόπειρας συμβιβασμού (άρ. 209 ΚΠολΔ), αν και έχει κληθεί νομότυπα προς τούτο, ο διαμεσολαβητής ή ο δικαστικός μεσολαβητής ή το διάδικο μέρος που κάλεσε στη διαδικασία, συντάσσει σχετικό πρακτικό, επισυνάπτοντας στην αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα αντίγραφο του σχετικού πρακτικού.
Γ. Για τη διαδικασία προσφυγής στη διαμεσολάβηση εφαρμόζονται οι ρυθμίσεις της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.
2. Υποχρέωση ενημέρωσης από το δικηγόρο
Προ της προσφυγής στο δικαστήριο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος οφείλει να ενημερώσει τον εντολέα του, εγγράφως, για τη δυνατότητα απόπειρας διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς, με όλους τους τρόπους που παρέχονται από τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς και για την τυχόν υποχρεωτική υπαγωγή της διαφοράς ή μέρους αυτής στην διαδικασία εναλλακτικού τρόπου επίλυσης της διαφοράς επί ποινή απαραδέκτου της συζήτησης του ενδίκου βοηθήματος. Το ενημερωτικό έγγραφο, σύμφωνα με το παράρτημα (Α) του παρόντος, συμπληρώνεται και υπογράφεται από τον εντολέα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του και κατατίθεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος επί ποινή απαράδεκτου της συζήτησής του.
3. Διαδικασία Προσφυγής στη Διαμεσολάβηση
Α. Προ πάσης προσφυγής στο δικαστήριο και για τις διαφορές της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου ο δικηγόρος του αιτούμενου δικαστικής προστασίας, υποχρεούται, ανεξάρτητα από την αξία του ένδικου αντικειμένου, σε περίπτωση που επιλέξει τη διαδικασία της Διαμεσολάβησης, να υποβάλλει σε διαμεσολαβητή από τη λίστα διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αίτημα προσφυγής στη διαδικασία της διαμεσολάβησης, παραδίδοντάς του συμπληρωμένο ενημερωτικό έντυπο, σύμφωνα με το Παράρτημα (Β) του Παρόντος. Ο διαμεσολαβητής καλεί τον προσφεύγοντα καθώς και το αντίδικο μέρος για την ημερομηνία και τον τόπο διεξαγωγής της συνεδρίας διαμεσολάβησης. Η κλήση γίνεται εγγράφως ή ηλεκτρονικά ή με κάθε άλλο νόμιμο τρόπο. Η συνεδρίαση λαμβάνει χώρα μετά από διάστημα τουλάχιστον δεκαπέντε (15) και πάντως το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από την επομένη της γνωστοποίησης της αίτησης του προσφεύγοντος στο άλλο ή στα άλλα μέρη ενώ η διαμεσολάβηση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί εντός των επομένων ενενήντα (90) ημερών που εκκινούν από την επομένη της λήξης της ανωτέρω προθεσμίας. Τα μέρη δύναται να συμφωνούν παράταση της προθεσμίας των ενενήντα (90) ημερών για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημέρες. Το χρονικό διάστημα από 1 έως 31 Αυγούστου δεν υπολογίζεται στις παραπάνω προθεσμίες. Τα μέρη παρίστανται υποχρεωτικά, μετά των πληρεξούσιων δικηγόρων τους πλην των περιπτώσεων των καταναλωτικών διαφορών και μικροδιαφορών.
Β. Στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατή η φυσική παρουσία αμφοτέρων των μερών και του διαμεσολαβητή στον ίδιο τόπο και χρόνο, η συνεδρία της διαμεσολάβησης μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ή άλλου συστήματος τηλεδιάσκεψης στο οποίο έχει πρόσβαση το άλλο ή τα άλλα μέρη της διαφοράς. Η διαδικασία τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιείται και μέσω γραφείου άλλου διαπιστευμένου διαμεσολαβητή που εδρεύει στον τόπο της κατοικίας, εγκαταστάσεως ή έδρας του άλλου ή των άλλων μερών της διαφοράς.
Η διαδικασία της τηλεδιάσκεψης μπορεί να πραγματοποιηθεί και μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας η οποία τυγχάνει έγκρισης με κοινή Υπουργική Απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ρυθμίζει κάθε αναγκαία τεχνική, διοικητική ή άλλη λεπτομέρεια.
Γ. Εάν μετά την αρχική συνεδρία της διαμεσολάβησης τα μέρη της διαφοράς δεν συμφωνήσουν να προχωρήσουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης, τότε θεωρείται ότι έχει πληρωθεί η υποχρέωση του παρόντος άρθρου, συντασσόμενου σχετικού πρακτικού.
4. Η υποχρεωτική υπαγωγή σε διαδικασία εναλλακτικού τρόπου επίλυσης διαφορών δεν εφαρμόζεται, όταν η πρόσκληση περί προσφυγής σε αυτή, περιλαμβάνει πρόσωπο ή πρόσωπα αγνώστου διαμονής.
5. Σε περίπτωση σύναψης συμφωνίας διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, ακολουθείται η διαδικασία διαμεσολάβησης των παραγράφων 1 και 3 του παρόντος άρθρου ανεξάρτητα από τη φύση του αντικειμένου της διαφοράς, εφόσον είναι δεκτικό διαμεσολάβησης.
6. Σε κάθε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας ως προς το πρόσωπο του διαμεσολαβητή, τότε συντάσσεται πρακτικό αποτυχίας σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου.
Με τα ασφαλιστικά μέτρα τι γίνεται; Πως θα ρυθμιστεί η μετοίκηση, η συντηρητική κατάσχεση, η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης κ.α.; Πως θα ασκηθεί η αγωγή σε 30 ημέρες; Γιατι δεν τα λύνετε και αυτά τα θέματα;
ΔΙΑΠΙΣΤΩΣΕΙΣ:
1) δεν υφίσταται πρόθεση πραγματικής διαβούλευσης όταν δεν παρέχεται παρά μόνον μία εργάσιμη ημέρα προς τούτο εντός περιόδου εορτών μάλιστα.
2) η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης με απειλή τεραστίων χρηματικών ποινών είναι προδήλως αντισυνταγματική
3) ενώ οι δικηγόροι κατά τον ΚΠολΔ και τον Κώδικα περί Δικηγόρων έχουν υποχρέωση να ενημερώνουν τους πελάτες τους και να τους προτρέπουν σε συναινετικές διαδικασίες επίλυσης διαφορών, η πολιτεία θέσπισε την υποχρεωτική διαπίστευση έναντι πανάκριβης αμοιβής από αυτοδιαπιστευ-μένους διαπιστευτικούς φορείς, την οποία επιβαρύνθηκαν ιδίως νέοι δικηγόροι από το υστέρημά τους. Αφού απέτυχε στην πράξη η εφαρμογή, θα πρέπει τώρα να τους δοθεί «αποζημίωση» με τη μέθοδο της υποχρεωτικότη-τας του θεσμού.
4) Δεν βλέπω καμία πρόβλεψη για τα ζητήματα παραγραφής (αν θα τη διακόπτει η οποιαδήποτε προσφυγή στον διαμεσολαβητή; ή μήπως η δική του κλήση σε ακρόαση;) Τεράστιο το κενό. Κι αν ο διάδικος προσέρχεται στο δικηγόρο την παραμονή της παραγραφής, όπου η εσπευσμένη επίδοση της αγωγής θα διέκοπτε την παραγραφή, πώς βλέπετε να λειτουργεί τώρα;
5) Με τους αλλοδαπούς διαδίκους, πώς θα τους κλητεύει ο διαμεσολαβητής και πως θα τους υποχρεώσετε να προσέλθουν στη διαμεσολάβηση;
ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝΤΑΙ ΕΙΝΑΙ ΤΕΡΑΣΤΙΑ !
Η υποχρεωτική διαμεσολάβηση ως προϋπόθεση προσφυγής στη Δικαιοσύνη θέτει θεσμικώς απαράδεκτα εμπόδια, διαδικαστικά και οικονομικά, στην πρόσβαση των πολιτών τον Φυσικό Δικαστή τους. Τούτο ισχύει ακόμη περισσότερο για κάποιες από τις κατηγορίες των υποχρεωτικά υπαγομένων στη διαμεσολάβηση διαφορών, για τις οποίες η υπαγωγή αυτή συνιστά δυσβάστακτο οικονομικό αντικίνητρο στην πρόσβαση στο Φυσικό Δικαστή (εργατικές διαφορές, οικογενειακές διαφορές [διατροφές], τροχαία ατυχήματα με υλικές ζημιές κλπ).
Η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης αντιστρατεύεται πλήρως τον εκούσιο χαρακτήρα της που αποτελεί ουσιώδη αρχή της διαδικασίας .Οι δικηγόροι είχαν ανέκαθεν υποχρέωση σύμφωνα με το άρθρο 35 παρ.3 του Κώδικα Δικηγόρων να ενημερώνουν τον εντολέα τους για τις δυνατότητες εναλλακτικής επίλυσης των διαφορών τους με διαμεσολάβηση. Όσοι πιστεύουν στη διαμεσολάβηση και γνωρίζουν το θεσμό ενημέρωναν τους εντολείς τους. Όσοι αγνοούν τη διαμεσολάβηση και τον τρόπο που λειτουργεί ή έχουν διάφορους φόβους κυρίως λόγω άγνοιας του θεσμού θα την υπονομεύσουν με κάθε τρόπο τηρώντας τον έγγραφο τύπο ενημέρωσης. Θεωρώ ότι το βάρος και οι προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην επαρκή ενημέρωση των δικηγόρων οι οποίοι δυστυχώς έχουν ακόμη εσφαλμένες εντυπώσεις για τη λειτουργία του θεσμού και δεν γνωρίζουν ότι μπορεί να λειτουργήσει επωφελώς για τους ίδιους και τους εντολείς τους .Αυτή την εμπειρία είχαν δικηγόροι οι οποίοι εκουσίως έφεραν υποθέσεις τους σε διαμεσολάβηση. Αδυνατώ να αντιληφθώ πως όσοι δικηγόροι είναι αντίθετοι με τη διαμεσολάβηση θα ενημερώσουν τον εντολέα τους . Είναι ένας περιττός φορμαλισμός που στερείται οποιασδήποτε ουσίας . Η ενημέρωση για τη διαμεσολάβηση είναι καθήκον του διαμεσολαβητή ο οποίος γνωρίζει την διαδικασία ,τα χαρακτηριστικά και τις αρχές της .Αποτελεί πραγματικά μια υπερβολή η υποχρεωτική έγγραφη ενημέρωση ,η οποία ουδέποτε στην πραγματικότητα θα λειτουργήσει ως πραγματική ενημέρωση αλλά σαν μια τυπική πράξη στερούμενη οποιασδήποτε ουσίας .
1.- Η έγγραφη ενημέρωση από δικηγόρο για τη διαμεσολάβηση, όπως και η αντικειμενικά μεγάλη χρηματική ποινή στο διάδικο που δεν προσήλθε στη διαμεσολάβηση ενώ κλητεύθηκε, συνιστούν δυσβάσταχτη οικονομική επιβάρυνση για όσους συμπολίτες μας αντιμετωπίζουν οικονομική δυσκολία (υπέρ ημών των δικηγόρων, αλλά η αλήθεια πρέπει να γράφεται). Η έγγραφη ενημέρωση είναι και άσκοπη, διότι στις περιπτώσεις που η διαμεσολάβηση ορίζεται υποχρεωτική θα συντρέχει το οριζόμενο απαράδεκτο.
2.- Η εμπλοκή της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής στις εργατικές, τις διαφορές από αυτοκίνητα και τις οικογενειακές διαφορές είναι δογματικά εσφαλμένη, διότι στις δύο πρώτες ο διαμεσολαβητής δεν παρέχει τα εχέγγυα αμεροληψίας του τακτικού δικαστή και άρα τίθεται ζήτημα επηρεασμού του από τον ισχυρότερο εργοδότη ή ασφαλιστική εταιρία, στις δε οικογενειακές διαφορές το κύρος του δικαστή δεν αντικαθίσταται από εκείνο του διαμεσολαβητή, ώστε να τύχει αποδοχής ή ανοχής η όποια δυσάρεστη απόφαση.
3.- Είναι ορθή η υποχρεωτικότητα στις περιπτώσεις της οροφοκτησίας που συνήθως πρόκειται για ήσσονος σημασίας διαφορές με κυρίαρχο το κίνητρο της δικομανίας ή της αδυναμίας προσαρμογής στις συνθήκες της πολυκατοικίας και στις μικροδιαφορές (με αντικείμενο κάτω των 5000 ευρώ) που κακώς απασχολούν τα δικαστήρια – οι διαφορές αυτές άλλωστε αποφεύγονται από τους εμπειρότερους από εμάς τους δικηγόρους.
Στις γαμικές διαφορές θα προσέθετα ότι δεν έχει νόημα η υποχρεωτικότητα. Η γυναίκα κατα 99% βασει νομολογίας θα ειναι αυτή που θα ζητήσει και θα λάβει πολλαπλασια διατροφή απο αυτήν που τυχόν σπαταλούσε το ζευγάρι πριν την διάσπαση για τα τέκνα, ειναι αυτή που θα λάβει την αποκλειστική επιμέλεια κατα ποσοστό 99,99%. Ποιο το νόημα της διαμεσολάβησης..μια κοροιδία και μισή. ΒΕΒΑΙΩΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΣΕ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΚΑΙ ΘΑ ΠΑΕΙ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΚΑΣΙΜΟ ΜΕ ΑΓΩΓΗ ΔΙΑΤΡΟΦΗΣ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑΣ, ΞΕΡΕΙ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΝΙΚΗΤΡΙΑ.
Το αποτέλεσμα της δίκης ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΖΕΙ ΤΟ ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΠΟΥ ΜΟΝΟ ΕΣΟΔΑ ΕΧΟΥΝ ΑΠΟ ΑΥΤΟ…
Με την ευκαιρία της διαβούλευσης, θα ήθελα να σας συγχαρώ για τη θέσπιση της υποχρεωτικότητας σε όλες τις περιπτώσεις που αναπτύσσονται στο άρθρο 5.
Επιπρόσθετα, θα πρότεινα να εκτιμηθεί και η δυνατότητα υποχρεωτικότητας σε όλες τις διαφορές μεταξύ Νομικών Προσώπων (εταιριών) και Προμηθευτών (εταιριών) ή και Πελατών (εταιριών ή φυσικών προσώπων).
Η παραπάνω πρότασή μου, σε συνδυασμό με την υποχρεωτικότητα των εργασιακών διαφορών θα επιτρέψουν στις εταιρίες να διακρατούν λιγότερα επισφαλή κεφάλαια και να διοχετεύουν προς επενδύσεις ακόμη περισσότερα κεφάλαια για την ανάπτυξη/ ενδυνάμωσή τους, ενώ παράλληλα ωφελείται και η Εθνική μας Οικονομία τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.
Με εκτίμηση & θερμές ευχές για το Νέα Χρονιά,
Γεώργιος Θεοδωράκος
Οικονομολόγος/ Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής
Η υποχρεωτική υπαγωγή στην εν λόγω διαδικασία αποτελεί αναμφίβολα ένα πολύ θετικό βήμα για την επίσπευση της εξαιρετικά βραδείας διαδικασίας διεκπαιρέωσης των υποθέσεων από το δικαιικό σύστημα, πέρα από το γεγονός ότι η διαμεσολάβηση σαν θεσμός αποτελεί έναν πολιτισμένο τρόπο επίλυσης μίας διένεξης, που λειτουργεί σαν αντίδοτο στον επιβλαβή για την κοινωνία τρόπο σκέψης και αντίδρασης με βάση το θυμικό.
Τεχνικής φύσεως παρατηρήσεις:
(i) παρ. 1 (B): πώς θα αποδεικνύεται η «υπαιτιότητα του άλλου μέρους» για τη μη συζήτηση του κεφαλαίου της απαίτησης δεδομένης της εχεμύθειας και της εμπιστευτικότητας; Εξαιρετικά επικίνδυνη διάταξη!
(ii) par. 1 (B): διευκρίνιση: δηλαδή αν το μέρος προσέλθει και φύγει αμέσως δεν προβλέπεται ποινή; Είναι εμφανές ότι αυτό θα συμβάλλει, μάλλον, στην κλιμάκωση της σύγκρουσης των μερών καθώς το προσφεύγων μέρος, θα πληρώσει και θα νιώθει ότι το άλλο μέρος το περιπαίζει.
(iii) παρ.2: η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης αφορά τόσο τις «υποχρεωτικώς υπαγόμενες» όσο και τις υπόλοιπες υποθέσεις, έτσι όπως έχει συνταχθεί η παράγραφος. Η δε ποινή είναι απαράδεκτο της συζήτησης. Ποιος θα κρίνει αν «πληρούνται οι προϋποθέσεις προσφυγής σε διαμεσολάβηση» και ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις, ούτως ώστε να γνωρίζει ο δικηγόρος πότε πρέπει να ενημερώσει εγγράφως τον πελάτη του;
(iv) παρ.3 (Α):γιατί η «συνεδρίαση» να λάβει χώρα «τουλάχιστον» 15 μέρες μετά, αν τα αμφότερα τα μέρη επιθυμούν να λάβει χώρα νωρίτερα;
(v) βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση η «κάμψη» της υποχρεωτικής παράστασης δικηγόρου- θα πρέπει να αναφερθεί και στο αρ. 6 παρ. 1.
(vi) απαράδεκτος ο τρόπος επιλογής από την ΚΕΔ (ίδετε σχόλιο στο αρ. 20). Ο κατάλογος του Υπουργείου δεν είναι κατάλογος μιας εταιρείας παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης για να μπορεί να επιλέγει η ΚΕΔ. Εάν θέλετε να έχει δυνατότητα πρότασης η ΚΕΔ (που δεν θα έπρεπε, όπως δεν έχει επι παραδείγματι ο Δικηγορικός Σύλλογος), το μόνο αντικειμενικό κριτήριο είναι με σειρά μητρώου.
Η «υποχρεωτική υπαγωγή» αντικρούει με το «εκουσίως», του ορισμού της διαμεσολάβησης (αρ. 2). Αντιλαμβάνομαι ότι είναι συνειδητή πολιτική/επιλογή, θα ήθελα όμως να αντιληφθούμε επίσης ότι δεν αφορά την πρόωθηση/εξάπλωση της διαμεσολάβησης, αλλά αποκλειστικά την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων. Γιατί δεν συμβάλλουμε στην εξάπλωση μιας «νέας» διαδικασίας τροποποιώντας τον πυρήνα της ή τουλάχιστον δεν ξεκινάμε με αυτόν τον τρόπο. Καταφεύγουμε ίσως (προσεκτικά) εκεί, μόνο αφού έχουμε πρώτα επιχειρήσει με άλλους τρόπους. Η υποχρεωτική ενημέρωση των πολιτών από διαμεσολαβητές (ως ένας συνετότερος τρόπος, αν σκοπός μας ήταν η γνωριμία των πολιτών με την διαμεσολάβηση), σε κάποιας φύσης υποθέσεις, θα αποτελούσε κόστος για το κράτος, όμως θα διασφάλιζε την ορθότητα της πληροφόρησης και θα άφηνε αλώβητη την ουσία της διαμεσολάβησης. Τώρα οι πολίτες θα ακούσουν για την διαμεσολάβηση, μέσω του (μάλλον οργισμένου) δικηγόρου τους ως κάτι που θα μειώσει την περιουσία τους και θα αυξήσει την περιουσία μιας μικρής επαγγελματικής ομάδας… των διαμεσολαβητών.
Η αρνησιδικία δεν συνιστά αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, αλλά αντικοινωνική και αντισυνταγματική συμπεριφορά.Το νομοσχέδιο για την διαμεσολάβηση είναι μνημείο γραφειοκρατίας, ανευθυνότητας, και κυρίως αντικοινωνικής δράσης. Μιλώντας για τις εργατικές διαφορές που τις γνωρίζω πολύ καλά, παρατηρώ ότι προστίθεται κόστος στους ενάγοντες , δηλαδή τους απλήρωτους εργαζομένους, κόστος το οποίο καθιστά στις περισσότερες διαφορές απαγορευτική την προσφυγή στην δικαιοσύνη του θύματος ποινικού αδικήματος ( η μη καταβολη΄δεδουλευμένων συνιστά ποινικό αδίκημα) . Οι άνθρωποι μένουν απλήρωτοι για μήνες και ζουν με δανεικά , και έρχονται στο δικηγόρο απελπισμένοι . Ευτυχώς έχουν την δυνατότητα να προσφύγουν στην Επιθεώρηση Εργασίας η οποία είναι μια πολύ καλά οργανωμένη δημόσια υπηρεσία με πολύ καταρτισμένους και εργατικούς υπαλλήλους και εκεί υποχρεωτικά γίνεται απόπειρα συμβιβασμού.
Η τραγικότητα του νομοσχεδίου συνίσταται στο γεγονός ότι έγινε για να δώσει λόγο ύπαρξης σταυς χιλιάδες εξαπατημένους από το κράτος δικηγόρους, που πήγαν και δώσαν 2.500 ευρώ για να πάρουν ένα χαρτί διαμεσολαβητή το οποίο τους παρέχει μηδέν ευκαιρίες.
Η ανικανότητα του συντάκτη του σχεδίου να διαγνώσει ότι η διαμεσολάβηση σαν θεσμός δεν υποκαθιστά την δικαιοσύνη αλλά η χρησιμότητά του εντοπίζεται κυρίως στην επίλυση διαφορών μεταξύ οικονομικών κολλοσών, οδηγεί τον υπουργό δικαιοσύνης σε ένα νομοσχέδιο , αντικοινωνικό που θα οδηγήσει σε εκτόξευση του κόστους της δικαιοσύνης για τους ασθενέστερους οικονομικά, και την ενίσχυση των κακών εργοδοτών και των ασυνειδήτων από τους επιχειρηματίες, αυτών δηλαδή που δημιουργούν τα προβλήματά στην αγορά.
Καίριο, απρόσμενο και ουσιαστικό βήμα προόδου, σε αντίθεση με άλλα πισωγυρίσματα και τραγελαφικά της εποχής… Ξεπερνώ την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων, τον περιορισμό των εξόδων και την πολύ ταχύτερη επίλυση των διαφορών, με ό,τι αυτά συνεπάγονται (ταχύτερο κλείσιμο υποθέσεων, αποκλιμάκωση εντάσεων, αποφυγή καταταλαιπώρησης μαρτύρων, εξοικονόμηση χρόνου και χρημάτων, αν θέλετε ταχύτερη καταβολή αμοιβών των δικηγόρων κλπ). Με την υποχρεωτικότητα, έχουμε τη μεγάλη ευκαιρία και καλούμαστε επισήμως, ως δικηγόροι και πολίτες μίας πολιτισμένης χώρας, να βρούμε τρόπους ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ επίλυσης των διαφορών, ώστε να πρυτανεύσουν η λογική, η αλληλοκατανόηση, η αποφυγή εντάσεων, η ενασχόληση με άλλα σπουδαιότερα ζητήματα της ζωής (βλ. οικογένεια, ανθρώπινες σχέσεις κλπ) και όχι με σφοδρές αντιδικίες κλπ. Η ειρήνευση και η καταλλαγή μπορούν να γίνουν στόχοι της σύγχρονης δικηγορίας και το προς διαβούλευση νομοσχέδιο σηματοδοτεί αυτό το όραμα, ιδίως μέσω του ανωτέρω άρθρου. Μέσω της υποχρεωτικότητας θα οικοδομηθούν καλύτερες ανθρώπινες σχέσεις, με το βλέμμα στο μέλλον και όχι στη φθορά των όποιων προβλημάτων και προστριβών του παρελθόντος.
– Μισθωτικές διαφορές και διαφορές από καθορισμό τιμής μονάδος από αναγκαστική απαλλοτρίωση ίσως θα μπορούσαν να υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1Α.
– Η επιλογή του διαμεσολαβητή με εκ των προτέρων συνεννόηση μεταξύ των αντιδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους θα διευκόλυνε την όλη διαδικασία και θα δημιουργούσε ισχυρότερη αίσθηση εμπιστοσύνης για τον εναγόμενο.
Είθε να κατανοήσουμε όλοι την αξία του θεσμού και τη σημασία της υποχρεωτικότητας, διότι χωρίς αυτήν ο θεσμός παραμένει ανυπεράσπιστος.
1) Η προβληματική που τίθεται στο άρθρο 5 είναι ότι για να πετύχει η διαμεσολάβηση και να καταρτιστεί συμφωνία, θα πρέπει να υπάρχει πραγματική βούληση από τα μέρη και το επίπεδο της υφιστάμενης σύγκρουσης να μην είναι ιδιαίτερα οξυμμένο. Σε όσες περιπτώσεις συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, η διαμεσολάβηση μπορεί πραγματικά και να επιλύσει τη διαφορά ταχύτατα και να επιφέρει ένα αποτέλεσμα επωφελές και για τα δυο μέρη, σε αντίθεση με τις δικαστικές αποφάσεις, όπου έχουμε σχεδόν πάντα έναν κερδισμένο και έναν χαμένο. Στις υπόλοιπες περιπτώσεις προβλέπεται να γίνεται μία αρχική τυπική συνάντηση, να συντάσσεται αμέσως πρακτικό αποτυχίας και να προσφεύγει ο ενδιαφερόμενος εν συνεχεία κανονικά στη δικαστική οδό.
2) Η επιλογή των διαφορών που υπάγονται σε υποχρεωτική διαμεσολάβηση φαίνεται να βασίζεται σε δυο κριτήρια Α) διαφορές η επίλυση των οποίων σε ηθικό, αλλά και πρακτικό έπιπεδο είναι επιθυμητό να λαμβάνει χώρα με γνώμονα τη βελτίωση των σχέσεων των μερών (οροφοκτησιας, οικογενειακές, εργατικές, κατά ιατρών κλπ) και Β) διάφορες εμπορικού – συναλλακτικού χαρακτήρα (τραπεζικές, ασφαλιστικές συμβάσεις κλπ).
Ενω στην πρώτη κατηγορία η επιλογή του νομοθέτη ειναι ορθή, στη δεύτερη η επιτυχία του θεσμού είναι αμφίβολη όσον αφορά στις περιπτώσεις των τραπεζικών συμβάσεων (1Α, στοιχεία Θ και Κ). Ειδικότερα, στις περιπτώσεις αυτές η ανισορροπία ισχύος μεταξύ των μερών καθιστά δυσχερή τη διαπραγμάτευση και την επίτευξη συμφωνίας, πρόβλημα το οποίο εντείνεται από τη στιγμή που το πιο πιθανό είναι ότι από την πλευρά του πιστωτικου ιδρύματος θα συμμετέχει υπάλληλος/στέλεχος με συγκεκριμένη εξουσιοδότηση ως προς το περιεχόμενο της συμφωνίας, από την οποία δεν θα μπορεί να αποσχει, όσες τεχνικές και να εφαρμόσει ο διαμεσολαβητής.
3) Ιδιαίτερα προβληματική καθίσταται η επιλογή του νομοθέτη να εξαιρεσει την υποχρεωτική παράσταση των μερών με δικηγόρο στις καταναλωτικές διαφορές (άρθρο 5, παρ.3Α, τελευταίο εδάφιο), τη στιγμή που σε αυτού του είδους τις διαφορές υπάρχει αυξημένη ανάγκη προστασίας του ασθενέστερου μέρους – καταναλωτή.
Επίσης, ζήτημα δημιουργείται στην υπαγωγή μιας διαφοράς στην έννοια της καταναλωτικής και στον συνακολουθο ελεγχο από τον διαμεσολαβητή της υποχρέωσης η μη παράστασης με δικηγόρο, λόγω της διαφορετικής έννοιας του καταναλωτή σε διαφορά εσωτερικά νομοθετήματα (πχ τελικός αποδέκτης στο ν. 2251/1994, εκτός πλαισίου επαγγελματικής δραστηριότητας στην ΚΥΑ Ζ1699/2010), αλλά και της έννοιας που του έχει αποδώσει η νομολογία στα διαφορά είδη συμβάσεων. Το εν λόγω ζήτημα καθίσταται έτι δυσχεροτερο, οταν βάλει του άρθρου 11 του σχεδίου, ο διαμεσολαβητής μπορει να μην έχει νομικές γνώσεις, με αποτέλεσμα να καθισταται παντελώς αδυνατονα ελέγξει κατά το αρχικό στάδιο εάν νόμιμα η μη παρίσταται κάποιο μέρος στη διαδικασία χωρίς δικηγόρο. Ως εκ τούτου το εδάφιο αυτό επιβάλλεται να καταργηθεί.
4) Τέλος, το ενημερωτικό έγγραφο της παρ.2, που συνιστά εκπλήρωση υποχρέωσης του πληρεξούσιου δικηγόρου και η έλλειψη του οποίου συνεπάγεται το απαράδεκτο της συζήτησης, προσομοιάζει με την προβληματική που υφίσταται για την υποχρέωση προσκόμισης γραμματίου προείσπραξης, για την οποία η νομολογία έχει κρίνει ότι αντισυνταγματικώς επιφέρει απαράδεκτο της συζήτησης. Εκ του λογου αυτού το εδάφιο αυτό ομοίως να πρέπει να απαλειφθεί.
Ο ορισμός της διαμεσολάβησης είναι στο ότι τα μέρη προσέρχονται εκουσίως, δηλαδή με τη θέλησή τους σ’ αυτήν. Η υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης αναιρεί την ουσία της, δηλαδή την ελεύθερη βούληση και των δύο μερών, και μάλιστα σε συνδυασμό με τα υπέρογκα πρόστιμα 1.000-5.000 ευρώ για αυτόν που δεν προσέλθει, αποδεικνύει ότι ο θεσμός όπως διαμορφώνεται, επιδιώκει την ενίσχυση του δημόσιου ταμείου και των διαμεσολαβητών, παρά την ουσιαστική επίλυση των διαφορών.
Προφανώς αντισυνταγματική η υποχρεωτικότητα, εξάλλου και η διαιτησία του ΚΠολΔ βασίζεται στην ελεύθερη συμφωνία των μερών.
Και προσθέτει επιπλέον αφόρητη τυπικότητα στην ήδη τυπική πολιτική δικονομία και επιπλέον έξοδα, εδώ ο πολίτης δεν μπορεί να πληρώσει τον δικηγόρο, θα πληρώσει και επιπλέον και τον διαμεσολαβητή;
Βλ. αν η υποχρεωτική διαμεσολάβηση θα ήταν αντίθεση στην οδηγία περί διαμεσολάβησης (2013/11/EΕ): υπόθεση ΔΕΕ Menini κ.α. κατά Banco Popolare Società Cooperativa (Υπόθεση C-75/16) (14 Ιουνίου 2017).Το ΔEE παρατήρησε, ότι η εκούσια φύση της διαμεσολάβησης σύμφωνα με τις διάφορες νομοθεσίες των κρατών μελών της ΕΕ δεν έγκειται στην ελευθερία των μερών να επιλέξουν εάν θα χρησιμοποιήσουν ή όχι αυτή τη διαδικασία, αλλά στο γεγονός ότι «τα μέρη είναι τα ίδια υπεύθυνα για τη διαδικασία και θα μπορούν να την οργανώσουν όπως επιθυμούν και να την τελειώσουν οποιαδήποτε στιγμή». Συνεπώς, αυτό που είναι σημαντικό δεν είναι αν το σύστημα διαμεσολάβησης είναι υποχρεωτικό ή προαιρετικό, αλλά το γεγονός ότι το δικαίωμα πρόσβασης των μερών στο δικαστικό σύστημα προστατεύεται.
Το δικαστήριο δέχθηκε, ότι προβλέποντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση προϋπόθεση για την έναρξη της δίκης, η ιταλική νομοθεσία εισήγαγε μία πρόσθετη προϋπόθεση , πριν από τη δυνατότητα των μερών να ασκήσουν το δικαίωμά τους για πρόσβαση στο δικαστικό σύστημα. Ωστόσο, επισήμανε το γεγονός, ότι σύμφωνα με την ενωσιακό δίκαιο «τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν αποτελούν αναφαίρετα δικαιώματα και μπορούν να περιοριστούν», εφόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι συνεπείς με τη δημόσια πολιτική που επιδιώκεται με τα μέτρα, και πως δεν αποτελούν «μία δυσανάλογη και απαράδεκτη παρέμβαση» στην ίδια την ουσία των διασφαλιζομένων δικαιωμάτων.
Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στο πλαίσιο της υπό κρίση υπόθεσης, και γενικά μετά την γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο κατέληξε, ότι η απαίτηση από τα μέρη να συμμετάσχουν σε διαδικασία διαμεσολάβησης ως προϋπόθεση για την άσκηση της προσφυγής μπορεί να είναι συμβατή με την προστασία του δικαιώματος της πρόσβασης στη δικαιοσύνη, με την προϋπόθεση ότι η εν λόγω διαδικασία:
• δεν καταλήγει σε απόφαση που δεσμεύει τα μέρη
• δεν προκαλεί σημαντική καθυστέρηση στην έναρξη δικαστικών διαδικασιών (και αναστέλλει οποιαδήποτε παραγραφή)
• δεν προκαλεί έξοδα, ή προκαλεί πολύ χαμηλά έξοδα, για τα μέρη
• μπορεί να προσπελαστεί από άλλα μέσα πέραν των καθαρά ηλεκτρονικών μέσων, και
• δεν εμποδίζει τη λήψη προσωρινών μέτρων που ζητούνται από το δικαστήριο σε επείγουσες υποθέσεις.
Ειναι ενα πρόχειρο νομοςχεδιο Που σκοπό εχει εμποδίσει την πρόσβαση στα δικαστήρια με σκοπό την ρουσφετολογική ωφέλεια μιας ομάδα. Με δεδομένο οτι η διαμεσολάβηση θα εχει ενα ελάχιστο κοστος περί 500€ Εαν αποφαςιςτιε θα πρεπει να ειναι υποχρεωτική απο ενα ύψος διαφοράς και πανω πχ πανω απο 20.000€ ήτοι υποθέσεις Πρωτοδικείου, με σημαντικό αντικείμενο χωρίς υποχρεωτική παράσταση δικηγορου. Ετσι οπως το πανε και στις διάφορες αυτοκινητων που δικάζονται με μικροδιαφορα θα πρεπει ο άλλος να καταβάλει το κοστος διαμεσολάβησης Ο δε διαμεσολαβητής θα πρεπει να ειναι στην ίδια πόλη με τους διαδίκους. Δεν μπορει ο κάτοικος Λάρισας να πηγαίνει Αθήνα ο διαμεσολαβητής θα πρεπει να επιλέγεται και απο τους δυο διαδίκους.. Επιςης θα πρεπει να αποκλειςτει ο οριςμος Μεσολαβητή με γενικούς όρους συναλλαγών και να υπαρχει πρόνοια Οπως και να μπορει να γινει διαδικασια εγγράφωςμε υπομνήματα χωρίς φυσική παρουσία. Το δε ελάχιστο κοστος για τον μεςολβητη να μην ξεπερνά τα 50€. Η δε προδικασία για ενημέρωση εντολέα θα εχει μονο νόημα εαν θελει να ΠΑει σε διαμεσολάβηση.εαν δεν θελει να υπογράφει αυτο στην δήλωση ν; Μην ξεκινάει η διαδικαςια και να το κρίνει το δικαστηριο Σε καθε ομως περιπτωση θα πρεπει να ασκηθεί ΑΓΩΓΗ και η διαμεσολάβηση να γινεται μέχρι την δικάσιμο και καταθεση προτάσεων έφοσον το ζητήσει ο εναγόμενος. Το ΔΕΕ εχει σαφώς πει οτι ειναι αντίθετη στο κοινοτικό η υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου και η επιβολή ποινών σε όποιον δεν προσέλθει σε διαμεσολάβηση .
Αξιέπαινη η νομοτεχνική προσπάθεια και πρωτοβουλία. Προς την ορθή κατεύθυνση το παρόν άρθρο. Χρειάζονται νομοτεχνικές βελτιώσεις και προτείνεται να ενταχθούν στο πεδίο υποχρεωτικότητας:1) στις αυτοκινητικές-περιουσιακές ήτοι τροχαία με θανατηφόρο ή με σωματικό τραυματισμό και 2) συλλήβδην το πεδίο εφαρμογής των διαφορών που ρυθμίζονται και υπάγονται στις κατισχύουσες διατάξεις του Ν. 3869/2010 (επονομαζόμενος ως και Νόμος Κατσέλη) καθότι προβλέπεται προαιρετικά και προδικαστικά η προσφυγή στην διαδικασία της διαμεσολάβησης του ισχύοντος Ν. 3898/2010 ήτοι εν κατακλείδι να συμπεριληφθούν και τα δάνεια στεγαστικά, επισκευαστικά, προσωπικά, επιχειρηματικά,καταναλωτικά, επαγγελματικά με εμπράγματη εξασφάλιση ή με ειδικό προνόμιο καθώς και οι οφειλές δανειοληπτών προς το Ελληνικό Δημόσιο και κοινωνικο-ασφαλιστικούς οργανισμούς, ΟΤΑ, ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ κλπ. Καλή χρονιά με υγεία. Με εκτίμηση 30-12-2017 Νικόλαος Ι. Κρούπας Δικηγόροςπαρ’ Αρείω Πάγω-ΣτΕ Νομικός Σύμβουλος Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής
Η υποχρέωση έγγραφης ενημέρωσης του πληρεξουσίου δικηγόρου (άρθρο 5 παρ.2) θα πρέπει να τύχει άμεσης εφαρμογής (και όχι μετά από 12 μήνες από τη δημοσίευση του νόμου), ώστε να εισαχθεί ομαλά ο θεσμός της διαμεσολάβησης στο δικονομικό μας σύστημα και οι πολίτες και δικηγόροι να ενημερωθούν και να προετοιμαστούν εγκαίρως για την αλλαγή που θα επέλθει.
Ο θεσμός της διαμεσολάβησης δε πρέπει να αποτελεί πεδίο για πειραματισμούς και απειλές σε περίπτωση παράβασης. Η υποχρεωτικότητα και μάλιστα με τιμωρητικό χαρακτήρα οδηγεί σε παλιότερες εποχές του λέγομενου εξω δικαστικού συμβιβασμού και πολύ φοβάμαι θα οδηγήσει σε διατάξεις ανενεργές Εις βάρος της οικονομικής δυνατότητας του μέσου πολίτη.
Προτείνω σαφώς την εκτενέστερη διαβούλευση και την επανεξέταση του άρθρου περί υποχρεωτικότητας.
Το ζήτημα δεν αντιμετωπίζεται σοβαρά και θεωρώ ότι θα πρέπει να μεριμνήσουν οι αρμόδιοι οργανισμοί προώθησης
Η διαμεσολάβηση προϋποθέτει ωριμότητα, σύνεση και όχι αιφνιδιασμό
Δικαιοσύνη των ολίγων και των οικονομικά ισχυρών. Τα θερμά μου συγχαρητήρια!!
Η επιλογή του διαμεσολαβητή που θα επιληφθεί της διαφοράς είναι απαραίτητο να τυγχάνει της κοινής αποδοχής όλων των μερών και όχι μόνο της προσφεύγουσας πλευράς. Αυτό ειναι θεμελιώδες για την πιθανή επιτυχία της διαμεσολάβησης. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την διατύπωση της διάταξης, την επιλογή κάνει αποκλειστικά η προσφεύγουσα πλευρά, χωρίς να δίνεται στην «εναγομένη» πλευρά καμία δυνατότητα συμμετοχής στην διαδικασία επιλογής του διαμεσολαβητή. Αυτό στην πράξη θα δημιουργήσει ιδιαίτερες δυσκολίες στην ουσιαστική διεξαγωγή της διαδικασίας της διαμεσολάβησης, ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα επίτευξης κοινής συμφωνίας, λόγω έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή εκ μέρους της πλευράς η οποία δεν συμμετείχε καθόλου στην επιλογή του. Θα μπορούσε να δίνεται η δυνατότητα στην προσφεύγουσα πλευρά κατ αρχήν να προτείνει δύο ή περισσότερους διαμεσολαβητές και στη συνέχεια, εντός συγκεκριμένης πολύ σύντομης προθεσμίας, η άλλη πλευρά να έχει την δυνατότητα είτε να αποδεχθεί κάποιο από τα πρόσωπα που προτείνονται, είτε να αντιπροτείνει και άλλους δύο ή περισσότερους διαμεσολαβητές, διαμορφώνοντας έτσι έναν μικρό κατάλογο πιθανών διαμεσολαβητών, από τον οποίο θα προκύψει ένα πρόσωπο κοινής αποδοχής. Με τον τρόπο αυτό, στα πλαίσια και πάλι μιας πολύ σύντομης προθεσμίας, είναι πολύ πιο πιθανό να συμφωνήσουν τα μέρη στο πρόσωπο του διαμεσολαβητή. Στην περίπτωση που και πάλι δεν καταστεί δυνατό να προκύψει μια τέτοια συμφωνία, τότε θα μπορούσε να επιλαμβάνεται η Κεντρική Επιτροπή για τον ορισμό του διαμεσολαβητή.
Επίσης είναι απαραίτητο να διευκρινιστεί στο νόμο κατά πόσο μπορεί να ορίζεται από την προσφεύγουσα πλευρά ως υποχρεωτικός διαμεσολαβητής κάποιος ο οποίος εδρεύει σε περιοχή εκτός της έδρας του «εναγομένου», διότι στην περίπτωση αυτή ακόμη και αν ο τελευταίος επιθυμεί να συμμετάσχει ενεργά στην διαδικασία της διαμεσολάβησης, θα είναι υποχρεωμένος είτε να μεταβαίνει στην έδρα του διαμεσολαβητή, είτε να δέχεται υποχρεωτικά την λύση της τηλεδιάσκεψης, η οποία θεωρώ οτι δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ευρέως αλλά μόνο κατ εξαίρεση και όταν συντρέχουν συγκεκριμενοι λόγοι που την επιβάλλουν.
Γενικά: Η υποχρέωση που γεννάται με το άρθρο 5§1Α καταστρέφεται με τη διάταξη της παραγράφου 3Γ του ιδίου άρθρου. Θυμίζει έντονα τη διαδικασία της εξώδικης επίλυσης της διαφοράς του άρθρου 214 Α, που επέτυχε παταγωδώς, ακριβώς επειδή επιχειρήθηκε να επιβληθεί εν μια νυχτί. Τα μέρη θα προσέρχονται για να συμφωνήσουν ότι διαφωνούν και ότι επιθυμούν τη δικαστική επίλυση της διαφοράς τους. Θα ήταν προτιμότερο ο θεσμός να είναι προαιρετικός αλλά με ουσιαστικά κίνητρα για την επίλυση της διαφοράς (και όχι απλώς τη συμμετοχή), όπως τη μη καταβολή δικαστικού ενσήμου για τον «ενάγοντα», τη μη καταβολή τόκων για τον «εναγόμενο» κλπ.
Θα ήταν χρήσιμο ο διαμεσολαβητής να αποφαίνεται για τον υπαίτιο της αποτυχίας της απόπειρας διαμεσολάβησης ώστε αυτός να «τιμωρείται», κατά τη δικαστική επίλυση της διαφοράς, για την απροθυμία του να καταλήξει σε εξώδικη συμφωνία, με την επιβολή χρηματικής ποινής, περισσότερου δικαστικού ενσήμου κλπ.
Ειδικότερα: Είναι ουτοπικό να περιλαμβάνονται οι οικογενειακές διαφορές στην υποχρεωτική προσφυγή του άρθρο 5§1Α, αφού:
-Αν το ζευγάρι συμφωνεί σε λύση του γάμου, προφανώς θα συμφωνεί και στα της επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής ως προς τα ανήλικα τέκνα, οπότε θα επιλέγει τη συμβολαιογραφική οδό. Αν στην πορεία, μετά το πέρας ισχύς της αρχικής συμφωνίας διατροφής, διαφωνήσει ως προς το νέο ποσό διατροφής, τότε θα καταλήξει στα Δικαστήρια και άρα η προσφυγή στο θεσμό είναι ανώφελη.
– Αν το ζευγάρι δε συμφωνεί στη λύση του γάμου, επειδή κυρίως δεν μπορεί να συμφωνήσει στα της επιμέλειας, επικοινωνίας και διατροφής και επιλέξει την έκδοση διαζυγίου με τη διαδικασία της διετούς διάστασης ή της αντιδικίας, τότε προφανώς δεν υπάρχει πρόσφορο έδαφος για διαμεσολάβηση.
Τα αυτά ισχύουν αναλογικά και για άλλες περιπτώσεις υποχρεωτικής υπαγωγής στο θεσμό, όπως για τις διαφορές από αμοιβές, όπου ο «ενάγων», ο οποίος δεν έχει πληρωθεί για προσφερόμενες υπηρεσίες του και ο «εναγόμενος» που δεν έχει καταβάλλει την αμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές, υποχρεούνται σε περαιτέρω έξοδα ή όπως οι διαφορές από τη σχέση οροφοκτησίας κλπ. με τις οποίες φέρονται προς διαμεσολάβηση διαφορές στις οποίες αν υπήρχε περιθώριο εξώδικης επίλυσης προφανώς και θα είχε επιτευχθεί.
Αντίθετα, δεν έχουν περιληφθεί στο άρθρο 5§1Α πολλές περιπτώσεις, όπως η διανομή ακινήτων, οι διαφορές από την κοινωνία, οι κτηματολογικές διαφορές μεταξύ ιδιωτών κλπ., δηλαδή υποθέσεις που χρονίζουν και είναι πολυέξοδες στη δικαστική τους διαδικασία και θα είχε, ίσως, νόημα η υποχρεωτική απόπειρα διαμεσολάβησης, αφού ο πολίτης θα γλίτωνε και χρόνο και χρήμα.
Η φράση «προ πάσης προσφυγής στο Δικαστήριο» φαίνεται να αποκλείει τη δυνατότητα προσφυγής στους θεσμούς των άρθρων 209 και 214 Β ΚΠολΔ, αφού τόσο η συμβιβαστική επέμβαση του Ειρηνοδίκη όσο και η δικαστική μεσολάβηση θεωρούνται δικαστικοί μηχανισμοί, γι’ αυτό και πρέπει να αντικατασταθεί με τη φράση «προ της καταθέσεως αγωγής ή άλλου εισαγωγικού δίκης δικογράφου» ή με τη φράση «προ της καταθέσεως ένδικου βοηθήματος».
Διαδικαστικά:
Η πρόβλεψη του εδαφίου β του άρθρου 5§3Α είναι τουλάχιστον αόριστη και θα δημιουργήσει ερμηνευτικά ζητήματα.
Α) Ως προς τον τόπο συνεδρίασης: Φαίνεται να παρέχεται στο διαμεσολαβητή η δυνατότητα επιλογής του τόπου διεξαγωγής χωρίς δυνατότητα διαπραγμάτευσης με τα μέρη. Αυτό είναι λανθασμένο και αντίθετο με το πνεύμα της διαμεσολάβησης που είναι η συμφωνία των μερών. Παράδειγμα Α: ο διαμεσολαβητής είναι από την Αθήνα, ο «ενάγων» από την Καλαμάτα, ο «εναγόμενος» από την Τρίπολη και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους από την Κόρινθο και το Ναύπλιο αντίστοιχα. Ποιος θεωρείται τόπος της διαμεσολάβησης και με ποια λογική θα το αποφασίζει αυτό ο διαμεσολαβητής; Παράδειγμα Β: ο διαμεσολαβητής είναι από τη Θεσσαλονίκη και όλοι οι υπόλοιποι από τη Λάρισα. Πώς θα ορίσει ο διαμεσολαβητής ως τόπο συνεδρίασης την Θεσσαλονίκη, επιβαρύνοντας τους υπόλοιπους με έξοδα μετακίνησης ή με την «άψυχη» και τεχνικά ανεφάρμοστη, σε πολλές περιτπώσεις, διαδικασία της τηλεδιάσκεψης; Ο τόπος διαμεσολάβησης πρέπει να ορίζεται στο νόμο και να είναι η έδρα του κατά τόπον αρμοδίου δικαστηρίου. Το μερικότερο ζήτημα του χώρου συνεδρίασης μπορεί να συμφωνείται από τα μέρη και σε διαφωνία τους από το διαμεσολαβητή.
Β)Ως προς το χρόνο συνεδρίασης: Φαίνεται και αυτός να αφήνεται στην επιλογή του διαμεσολαβητή, αφού δεν προβλέπεται ρητή δυνατότητα διαπραγμάτευσης. Αν ο διαμεσολαβητής καλέσει σε ημέρα που πχ. ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ενός μέρους βρίσκεται σε δικαστήριο και δεν μπορεί να παρασταθεί, θα τεκμαίρεται ότι δεν προσήλθε στη διαδικασία; Προφανώς ο χρόνος διεξαγωγής θα πρέπει να είναι αποτέλεσμα συμφωνίας των μερών με το διαμεσολαβήτη.
Οι τηλεδιασκέψεις είναι «άψυχες» και ξένες προς την ελληνική πραγματικότητα. Θα πρέπει να οριστεί υποχρεωτική κοινή παρουσία των μερών και του διαμεσολαβητή τουλάχιστον κατά την πρώτη και την τελευταία συνεδρίαση, ειδικά στην περίπτωση της επίτευξης συμφωνίας. Η τηλεδιάσκεψη θα πρέπει να περιοριστεί μόνο σε διαδικαστικού τύπου συνεδριάσεις, εκτός αν συμφωνήσουν αλλιώς τα μέρη.
Στην Παρ.4 του άρθρου 5 θα πρεπει να προστεθούν και άλλες εξαιρέσεις στην υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης :
Η διαμεσολάβηση δεν θα πρεπει να ειναι υποχρεωτική σε περιπτώσεις που εξ αρχής δεν θα εχει αποτέλεσμα επειδή κάποιος διάδικος δεν μπορεί για νομικους η αντικειμενικουσ Λογους να συμμετάσχει , δηλαδη αν κάποιος εκ των διαδίκων ειναι:
1) κάτοικος εξωτερικού,
2) ειναι το δημόσιο ή ΝΠΔΔ,
3) βρίσκεται υπό δικαστική συμπαράσταση ή επιτροπεία,
4) ειναι ανήλικος .
Διαφορετικά θα δημιουργηθούν προβλήματα, και άσκοπες διαδικασίες και έξοδα.
Η συντομότατη -και μάλιστα εν μέσω εορτών- προθεσμία διαβούλευσης (από 28.12 έως 02.01) ενός νομοσχεδίου που εισάγει την υποχρεωτικότητα ενός όχι και τόσο διαδεδομένου θεσμού φανερώνει -κατά την ταπεινή μου άποψη- και την έλλειψη σοβαρής διάθεσης από μέρους των συντακτών αυτού. Η δε θέσπιση υποχρεωτικής προσφυγής στην διαδικασία της διαμεσολάβησης ακόμη και σε εργατικές διαφορές με αντικείμενο την άκυρη απόλυση εργαζομένου ή την διεκδίκηση αποζημίωσης απόλυσης, όπου οι δικονομικές προθεσμίες είναι αυστηρές και συντομότατες (τρίμηνη και εξάμηνη, αντίστοιχα), εγκυμονεί σοβαρότατους κινδύνους απώλειας των δικαιωμάτων των εργαζομένων αυτών που καλούνται π.χ. εντός τριμήνου και να έχουν ολοκληρώσει την διαδικασία διαμεσολάβησης και να έχουν ασκήσει την αγωγή κατά της άκυρης απόλυσής τους σε περίπτωση αποτυχίας της διαμεσολάβησης. Και, βέβαια, η επιβάρυνση των εργαζομένων με επιπλέον έξοδα για την υποχρεωτική προσφυγή τους στην διαδικασία διαμεσολάβησης έρχεται σε προφανή αντίθεση και παραβλέπει το σύνολο των έως σήμερα ισχυουσών διατάξεων που εφαρμόζονται στις εργατικές διαφορές και αναγνωρίζουν την οικονομική αδυναμία του εργαζομένου, όπως, π.χ., την μη καταβολή δικαστικού ενσήμου για εργατικές αξιώσεις μέχρι του ποσού των 20.000 €, αλλά και την καταβολή μειωμένου δικαστικού ενσήμου για τις άνω των 20.000 € εργατικές αξιώσεις (4 τοις χιλίοις αντί 8 τοις χιλίοις που ισχύει στις λοιπές διαδικασίες).
Δηλαδη αυτος που εχει αδικηθει κ θελει να κινηθει νομικα, θα επιβαρυνεται πλεον περαν της αμοιβης δικηγορου στη δικη, περαν των εξοδων επιδοσεων, περαν των εξοδων για δικαστικο ενσημο κλπ. , με επιπλεον αμοιβη για τον διαμεσολαβητη, ωστε να λαβει το πρακτικο αποτυχιας κ να μπορεσει να δικασει εν συνεχεια. Κ μετα την δικη, εαν καταφερει να κερδισει, με αμφιβολο το κατα ποσο θα μπορεσει να εισπραξει (διοτι ο αντιδικος π.χ δεν εχει ακινητα στο ονομα του κ εχει βγαλει τα χρηματα απο την τραπεζα με οσα συνεβησαν τα προηγουμενα χρονια στην χωρα κ το αυτοκινητο του εαν αξιζει κατι ειναι στο ονομα της συζυγου του) θα επιβαλλονται στο μερος που δεν προσηλθε στην διαμεσολαβηση (που ο αλλος πληρωσε) χρηματικες ποινες που θα τις λαμβανει το δημοσιο! Νομιζω οτι ειναι αλλο ενα μετρο υπερ των κακοβουλων συμπολιτων μας που επιβαρυνει ακομη περισσοτερο οικονομικα αυτον που προσπαθει να δικαιωθει κ αδικειται, σε ενα νομικο περιβαλλον που δεν διασφαλιζει την εκτελεση των αποφασεων ιδιως των αστικων. Αν ο σκοπος ειναι απλα να μην διεκδικουν οι θιγομενοι τα χρηματα που χανουν και εξ αυτου να δειχνουμε ως χωρα στο εξωτερικο οτι η δικαιοσυνη μας ειναι ταχυτατη νομιζω οτι το αρθρο ειναι σε σωστη βαση… Αν κ ειμαι υπερ των διαπραγματευσεων, θεωρω οτι με τον τροπο που παει να επιβληθει το μετρο δεν θα υπαρξουν θετικα αποτελεσματα (παρα μονο στατιστικης φυσεως) για οσους αδικουνται κ προσπαθουν προσφευγοντας στην ελληνικη δικαιοσυνη να δικαιωθουν.
Με το νομοσχέδιο αυτο μεταφέρεται ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΑ η επίλυση διαφόρων, για τις οποίες απαιτείται κατάρτιση και σημαντική εξειδίκευση (λχ εργατικές διάφορες, οικογενειακές, υποθέσεις ιατρικής αμέλειας ακομη και υποθέσεις ναυτικου δικαίου κλπ) σε δικηγόρους μεσολαβητές, οι οποίοι στην πλειονοτητα τους δεν θα διαθέτουν τα προσόντα και την τεχνική κατάρτιση να βοηθήσουν στην επίλυση των διαφόρων αυτών. Ετσι θα πηγαίνουμε απλά σε διαμεσολάβηση για να μη κριθούν παραδεκτές οι αγωγές , θα πληρώνουμε 250€ ελάχιστη αμοιβή στο μεσολαβητή και τις αμοιβές των πληρεξουσίων δικηγόρων για να εχουμε στα χέρια μας απλά το πρακτικό που θα καθιστά την αγωγη παραδεκτή. Στο μεταξυ θα έχει παρέλθει χρονικο διάστημα τουλάχιστον 120 ημερών για να ολοκληρωθεί η διαδικασια αυτή. Δηλαδή απλά για να ασκηθεί μια αγωγη θα πρέπει να περιμένουμε 120ημερες και να πληρώσουν οι διάδικοι το λιγότερο 500 με 600 Ευρώ.
Οι συντάκτες του σχεδίου νόμου θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους ολα αυτα και να μας αφήσουν επιτέλους να κάνουμε τη δουλειά μας και να μη θέτουν διαδικαστικά προσκόμματα θεωρώντας ετσι οτι θα αποφορτίσουν τα δικαστήρια. Με τον τροπο που ειναι διατυπωμένο το σχέδιο νόμου θεωρώ οτι έχει σοβαρά ζητήματα συνταγματικότητας. Η υποχρεωτικότητα που εισάγει θα δημιουργήσει μονο προβλήματα, θα επιβαρύνει με δυσβάστακτα έξοδα τους οικονομικά αδύναμους αλλα και τις επιχειρήσεις.
Άρθρο 5 παρ. 1 περ. στ’ «(…) οι διαφορές που αφορούν σε απαιτήσεις αποζημίωσης ασθενών ή των οικείων τους σε βάρος ιατρών και οι οποίες ανακύπτουν κατά την άσκηση της επαγγελματικής δραστηριότητας των τελευταίων(…)»
Σύμφωνα με το άρθρο 3, οι υπαγόμενες στη διαμεσολάβηση υποθέσεις αφορούν σε αστικές και εμπορικές διαφορές ιδιωτικού δικαίου. Πλην όμως ένα μεγάλο μέρος ιατρών ασκούν την επαγγελματική τους δραστηριότητα σε δημόσιους φορείς και νοσοκομεία. Αρμοδιότητα για τις διαφορές που γεννώνται έχουν τα Διοικητικά Δικαστήρια και άρα αποκλείονται από την υπαγωγή τους στη διαμεσολάβηση. Ωστόσο πιστεύω ότι θα έπρεπε να δοθεί η δυνατότητα της κατ’εξαίρεση υπαγωγής των διαφορών αυτών στην περίπτωση της διάταξης αυτής.
Διαφωνώ με την υποχρεωτική υπαγωγή στη διαμεσολάβηση σε όλα τα είδη διαφορών. Η υποχρεωτικότητα έρχεται σε αντίθεση με το εκούσιο προσφυγής στη διαδικασία. Συναφής ήταν και διάταξη για την υποχρεωτική απόπειρα συμβιβασμού των διαδίκων μερών επί αγωγής κατά την παλαιά διαδικασία στο Πολυμελές Πρωτοδικείο και δεν ευδοκίμησε. Μάλλον γίνεται απρόσφορη απόπειρα σύγχυσης μεταξύ της ανεύρεσης υποχρεωτικού τρόπου «αξιοποίησης» των εκατοντάδων διαμεσολαβητών που έχουν μέχρι σήμερα διαπιστευθεί, ώστε να δικαιολογηθεί η ύπαρξη του θεσμού, και της υποχρεωτικότητας προσφυγής στη διαδικασία διαμεσολάβησης στις περισσότερες διαφορές των ειδικών διαδικασιών. Ο τρόπος που έχει διατυπωθεί και πρέπει να εφαρμοσθεί η υποχρεωτικότητα μόνο χρονική ταλαιπωρία και καθυστέρηση θα δημιουργήσει και δεν θα κατορθώσει να «επιβάλλει» με το ζόρι τον θεσμό. Επίσης, το γεγονός ότι η διαβούλευση περατώνεται στις 02/01, μέσα στις γιορτές, δεν συμβάλει στην ολοκληρωμένη εικόνα των απόψεων που μπορεί να υποστηριχθούν επί του συνόλου του νομοσχεδίου.
Άρθρο 5
Να σας συγχαρούμε κατ’ αρχάς για την εξαιρετική πρωτοβουλία για θέσπιση της υποχρεωτικότητας σε μία σειρά διαφορών, η οποία θα συμβάλει στην αποσυμφόρηση των δικαστηρίων και στην επίσπευση απονομής της δικαιοσύνης, στην προαγωγή του δικηγορικού επαγγέλματος και του διαλόγου, στην εμπέδωση της κουλτούρας επίλυσης διαφορών χωρίς προσφυγή στη δικαιοσύνη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομική ανάπτυξη της χώρας. Η θεωρητική προσέγγιση της «απαγορευμένης υποχρεωτικότητας» δεν έχει πράγματι νόημα, δεδομένου ότι το εθελούσιο της διαμεσολάβησης δεν αναφέρεται σε αυτήν καθ’ εαυτήν τη διαμεσολάβηση αλλά στην τελική διευθέτηση της διαφοράς, η οποία αεναπόκειται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια των μερών. Η δυνατότητα προσφυγής στο φυσικό δικαστή είναι πάντοτε εκεί για τα εμπλεκόμενα μέρη.
Επί του άρθρου θα ήθελα να κάνω κάποιες τεχνικές παρατηρήσεις:
– Η υποχρεωτικότητα ως τίτλος του άρθρου δεν είναι απολύτως ακριβής, αφού στις διατάξεις του διαλμβάνονται και γενικότερες ρυθμίσεις της διαδικασίας. Ίσως θα έπρεπε οι υποθέσεις που πρέπει να υπάγονται στη Διαμεσολάβηση, της τελευταίας νοούμενης ως σταδίου προδικασίας, να αναφέρονται σε χωριστό άρθρο.
– Παρ. 3 Στοιχείο Β: Δεδομένου ότι σε πολλές περιπτώσεις υφίσταται ανισορροπία δυνάμεων μεταξύ των μερών, γεγονός που αφ’ εαυτό γεννά αμφιβολίες ως προς τη διαδικασία, ενώ επιπλέον δύναται να δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς το απόρρητο και την εμπιστευικότητα, καλό θα ήταν, προκειμένου για την διεξαγωγή της Διαμεσολάβησης με τηλεδιάσκεψη, να συμφωνούν προς τούτο άπαντα τα εμπλεκόμενα μέρη και ο Διαμεσολαβητής, ο οποίος έχει και την κύρια ευθύνη για την διεξαγωγή της, όπως ο νόμως ορίζει ιδίως ως προς τα βαικά της χαρακτηριστικά (εμπιστευτικότητα, εχεμύθεια κλπ), υπόκειται δε σε κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των εν λόγω αρχών.
– Παρ. 6: Το αρ. 26 παρ. 4 δεν περιγράφει δεξιότητες αλλά τυπικά προσόντα, τα οποία από μόνα τους δεν παρέχουν εχέγγυα δεξιοτήτων (π.χ. Μεταπτυχιακός τίτλων σπουδών στη Διαμεσολάβηση δεν διασφαλίζει ότι ο Διαμεσολαβητής έχει ενσυναίσθηση ή είναι καλός στις Διαπραγματεύσεις) ενώ η Κεντρική Επιτροπή δεν φέρεται από το νόμο να έχει την εξουσία αξιολόγησης των Διαμεσολαβητών. Επιπλέον, μέχρι σήμερα, ο αριθμός των Διαμεσολαβήσεων στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά μικρός ώστε περισσότεροι από το 90% των διαπιστευμένων Διαμεσολαβητών, κατά την έναρξη ισχύος του νόμου, δεν θα έχει αποδεδειγμένο προηγούμενο συναφές έργο, παρά το γεγονός ότι μπορεί, στην περίπτωση των δικηγόρων, να εφαρμόζει τις γνώσεις και τις δξιότητες του Διαμεσολαβητή.
Απαράδεκτη και αντισυνταγματική παρεμπόδιση της ευθείας και άμεσης προσφυγής στον φυσικό δικαστή και στην δικαιοσύνη. ο δικαστής υποκαθίσταται από «διαμεσολαβητή» ιδιώτη, που επιλέγει ο προσφεύγων – ενάγων. Εάν δεν το ξέρουν κάποιοι, υφίστανται ο θεσμός της διαιτησίας και της δικαστικής μεσολάβησης.
Ενα ακόμα συντγματικό πραξικόπημα, που θέλει να χρέωσει με τεράστια ποσά την κοινωνία και τους πολίτες που αγκομαχούν.
Από την αρχή έως το τέλος «ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟ» και ΠΑΡΑΝΟΜΟ.
Να μας παραθέσετε την αιτιολογία της εγκεφαλικής σύλληψης του νομοσχεδίου και την κοινωνική της απεύθυνση και χρησιμότητα.
Ένα τέτοιο νομοσχέδιο – τομή και ειδικά ένα άρθρο που αναμορφώνει τη δικονομία αλλά και ουσιαστικού δικαίου διατάξεις, θα ήθελε περισσότερο χρόνο διαβούλευσης.
Συνοπτικά:
– Η υποχρεωτικότητα με ποινή απαραδέκτου σίγουρα θα εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας, ζητήματα για τη σχέση Δικηγόρου – εντολέα αλλά και δογματικά για τη φύση της Διαμεσολάβησης.
Αν δεχθούμε ότι η υποχρεωτικότητα δεν είναι αντισυνταγματική και δεν προσκρούει στη φιλοσοφία του θεσμού, μερικές νομοτεχνικές παρατηρήσεις:
– Οι υποθέσεις που υπάγονται στη διαδικασία των μικροδιαφορών, να εξαιρεθούν ρητά από την υποχρεωτικότητα- δεν μπορεί πχ κάποιος με απαίτηση €1000 να υποχρεωθεί να ακολουθήσει αυτή τη διαδικασία.
– Ερμηνευτικά μάλλον εξαιρούνται τα ασφαλιστικά μέτρα και οι προσωρινές διαταγές αλλά δέον να αποσαφηνιστεί.
– Στις διαφορές συνιδιοκτησίας, να θεσπιστεί εξαίρεση για την περίπτωση έκδοσης διαταγής πληρωμής για κοινόχρηστα, όπως στις εργατικές διαφορές.
– Θα έδινε πολύ μεγαλύτερη ευελιξία να ασκείται η αγωγή ή το όποιο ένδικο βοήθημα, η διαδικασία υπαγωγής να γίνεται έως την συζήτηση και το Δικαστήριο να αναβάλλει αν κατά τη συζήτηση δεν προσκομιστεί πρακτικό αποτυχίας. Το «προ πάσης προσφυγής» και το «απαράδεκτο» ίσως να δημιουργούν περισσότερα προβλήματα απ’ όσο επιλύουν.
– Η μόνη κύρωση που θα έπρεπε να έχει το μέρος που δεν προσήλθε στη διαδικασία της διαμεσολάβησης θα είναι επαυξημένη δικαστική δαπάνη αν ηττηθεί ή μη επιδίκαση δικαστικής δαπάνης αν κερδίσει. Πρόστιμα και ποινές για την μη αποδοχή μιας εξωδικαστικής διαδικασίας η οποία βασίζεται στην ιδιωτική αυτονομία, ενώπιον μη Δικαστή προσκρούουν σε συνταγματικές διατάξεις και στη φιλοσοφία του θεσμού.
Το νομοσχέδιο και ιδίως αυτό το άρθρο είναι σημαντικό, χρειάζεται περισσότερος χρόνος και επεξεργασία για να ενταχθεί αρμονικά η (υποχρεωτική) Διαμεσολάβηση στην υπάρχουσα Δικονομία και τις λοιπές ουσιαστικές και δικονομικές διατάξεις.
Με εκτίμηση και θερμές ευχές για το 2018
Ευάγγελος Α. Δάσκας
Δικηγόρος – Διαπιστευμένος Διαμεσολαβητής
Οι εργατικές διαοφορές θα πρέπει να εξαιρεθούν από την υποχρεωτικότητα της διαμεσολάβησης, διότι βασίζονται σε αναγκαστικού δικαίου διατάξεις από τις οποίες δεν χωρεί παραίτηση και ο εργαζόμενος δεν εχει εξουσία διάθεσης τους -ίδετε και άρθρο 3 του παρόντος-. Ακόμα και αν ο εργαζόμενος παραιτηθεί, τέτοια παραίτηση με βάση τον νόμο και την νομολογία του ΑΠ είναι άκυρη. Επομένως υφίσταται δομικό πρόβλημα στο παρόν νομοθέτημα, που προβλέπει ανωτέρω στο άρθρο 3 αυτού ότι η διαμεσολάβηση δεν μπορεί να λάβει χώρα όταν δεν υπάρχει εξουσία διαθέσεως, που στην περίπτωση των εργατικών διαφορών ισχύει κατά κόρον. Επίσης οι εργατικού δικαίου διατάξεις είναι πολύπλοκες και πολυσχιδείς και η ερμηνεία τους χρειάζεται ειδικές γνώσεις και συλλογικού εργατικού δικαίου -ερμηνεία και εφαρμογή συλλογικών συμβάσεων εργασίας- τις οποίες ένας απλός διαμεσολαβητής στην καλύτερη περίπτωση αγνοεί! Με ποιές γνώσεις εργατικού δικαίου θα κληθεί να διαμεσολαβήσει, αφού οι γενικές γνώσεις δικαίου δεν αρκούν. Τέλος ο εργαζόμενος θα βρεθεί σε οικονομική αδυναμία να πληρώσει πέραν απο το δικηγόρο του και ένα μεοσολαβητή με παχηλές αμοιβές, προκειμένου να μπορέσει να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να αναζητήσει το δίκιο του ασκώντας αγωγή. Θα αναγκασθεί να απόσχει από κάθε τέτοια δικαδικασία λόγω οικονομικής αδυναμίας με αποτέλεσμα την αρνησιδικία σε βάρος του. Θα πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα ανωτέρω και να εξαιρεθούν ρητά τουλάχιστον οι εργατικές διαφορές από την υποχρεωτικότητα.
Η υποχρεωτικότητα είναι απαραίτητη για να λειτουργήσει αποτελεσματικά ο θεσμός. Με αυτό τον τρόπο θα γίνει γνωστή η διαμεσολάβηση και θα εδραιωθεί στη συνείδηση των πολιτών ως αποτελεσματικό τρόπος επίλυσης διαφορών. Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης η διαμεσολάβηση είναι υποχρεωτική σε κάποιες κατηγορίες υποθέσεων. Ειδικά το παράδειγμα της Ιταλίας είναι αρκετά ενδεικτικό (ίσως και λόγω της αρκετά κοινής μας νοοτροπίας ως λαοί).
Και μόνο ότι το αναρτάτε 28.12 και η διαβούλευση κλείνει 02.01, δείχνει την απροθυμία της πραγματικής διαβούλευσης. Οπότε καταργήστε την, άσκοπη έχει γίνει, δεν ακούγονται οι φορείς, δεν ακούγονται οι πολίτες.
Επί της ουσίας και του τύπου. Ποινή επειδή δεν προσήλθε είναι κάτι το αδιανόητο χωρίς να προβλέπονται εξαιρέσεις για τη μη προσέλευση. Μέσα στον γενικό «κουβά» που έχει η διάταξη αυτή, συμπεριλαμβάνονται και τα κωλύματα που συνιστούν και λόγους αναβολής ενώπιον των δικαστηρίων.
Οι προθεσμίες που έχουν τεθεί είναι άνευ αιτίας που απλά γεμίζουν τους κώδικες με δεκάδες διαφορετικές προθεσμίες χωρίς να υπάρχει ο οποιοσδήποτε λόγος διαφοροποίησης και χωρίς ένα ενιαίο επιτέλους σύστημα προθεσμιών.
Και ας είμαστε ξεκάθαροι, δυο οι λόγοι του νομοσχεδίου το οποίο δεν συνιστά πρωτοτυπία, έχει όμως ήδη δοκιμαστεί χωρίς επιτυχία σε τόσες άλλες χώρες με παρόμοια νομοθεσία, ειδικά ως προς το θέμα της υποχρεωτικότητας. Ο πρώτος φαίνεται στο τέλος, διπλασιασμός των δικαστικών εξόδων με το ένα κομμάτι υπέρ του Δημοσίου. Ο άλλος να ικανοποιηθούν τα διάφορα μανιτάρια που ξεπετάγονται ως διαπιστευτές διαμεσολάβησης των σεμιναρίων της 1 εβδομάδας. Σε δέκα χρόνια θα έχουν μειωθεί οι δικαστές, σαφώς, αφού ο κόσμος θα παύσει να μπορεί να πληρώνει και διαμεσολάβηση και δικαστήρια. Το ότι όμως υπάγονται και διαφορές που κατ’ εξοχήν θα αποτύχουν στη διαιτησία (εργατικά, οικογενειακά, τραπεζικά) θα έπρεπε να προβληματίζει
Η υποχρεωτικότητα δεν υφίσταται ως όρος για την Ευρωπαϊκή Διαμεσολάβηση. Στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ηνωμένου Βασιλείου όπου η διαμεσολάβηση είναι από τους παλαιότερους θεσμούς ποτέ δεν ήταν υποχρεωτική αλλά προαιρετική. Ως αποτέλεσμα ο πολίτης του Ηνωμένου Βασιλείου είχε και έχει την επιλογή της διαμεσολάβησης ως τρόπο επίλυσης της διαφοράς πριν υπαχθεί στα δικαστήρια.
Προτείνω εφόσον φέρνουμε σε εφαρμογή έναν ξένο θεσμό μακριά από τα Ελληνικά πρότυπα να δοθεί στον πολίτη η δυνατότητα της επιλογής και όχι της υποχρεωτικότητας μίας και ζούμε σε ένα Δημοκρατικό Κράτος όπου η αξία της επιλογής πρέπει να είναι ελεύθερη.
Με την παρούσα διάταξη, αν ψηφισθεί ως έχει, το μόνο που θα έχετε καταφέρει είναι να επιβαρύνετε με επιπλέον 250 ευρώ την πρόσβαση του πολίτη στο φυσικό του δικαστή.