ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α’
ΣΚΟΠΟΣ – ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ
Άρθρο 60
Σκοπός
Σκοπός του παρόντος Μέρους είναι η υποβοήθηση του έργου των δικαστικών αρχών, η συμβολή στην επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης και στη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών που παρέχονται προς τους πολίτες, η επίλυση προβλημάτων οργάνωσης και λειτουργίας των δικαστηρίων και υπηρεσιακής εξέλιξης των δικαστών, με τρόπο που να περιφρουρείται η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία τους, μέσω της εναρμόνισης του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109) με τον ν. 5108/2024 (Α’ 65), περί ενοποίησης του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας.
Άρθρο 61
Αντικείμενο
Αντικείμενο του παρόντος Μέρους αποτελεί η τροποποίηση διατάξεων του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109) και συγκεκριμένα η τροποποίηση:
α) του Τμήματος Πρώτου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και ειδικότερα:
αα) του Κεφαλαίου Α’, περί της έκτασης εφαρμογής αυτού και περί της ίδρυσης, της συγχώνευσης, της κατάργησης, της περιφέρειας και της έδρας των δικαστηρίων,
αβ) του Κεφαλαίου Β’, περί των οργανικών θέσεων και περί της συγκρότησης των δικαστηρίων,
αγ) του Κεφαλαίου Γ’, περί των δικαστικών συμβουλίων και περί των ολομελειών,
αδ) του Κεφαλαίου Δ’, περί της διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών,
αε) του Κεφαλαίου Ζ’, περί των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,
β) του Τμήματος Δεύτερου του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών και ειδικότερα:
βα) του Κεφαλαίου Γ’, περί των δικαιωμάτων και των εγγυήσεων των δικαστικών λειτουργών,
ββ) του Κεφαλαίου Ε’, περί των υπηρεσιακών μεταβολών,
βγ) του Κεφαλαίου ΣΤ’ περί των βαθμών ιεραρχίας,
βδ) του Κεφαλαίου ΙΓ’, περί των δικαστικών λειτουργών των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,
βε) του Κεφαλαίου ΙΔ’, περί του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης,
βστ) του Κεφαλαίου ΙΣΤ, περί των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, και
βζ) του Κεφαλαίου ΚΑ’, περί της δίωξης.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β’
ΕΚΤΑΣΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ- ΙΔΡΥΣΗ, ΣΥΓΧΩΝΕΥΣΗ, ΚΑΤΑΡΓΗΣΗ, ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΚΑΙ ΕΔΡΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Α’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 62
Έκταση εφαρμογής – Τροποποίηση άρθρου 1 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην περ. α’ του πρώτου εδάφιου του άρθρου 1 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της έκτασης εφαρμογής του Τμήματος Πρώτου του νόμου αυτού, οι λέξεις «, πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και πρωτοδικεία» και το άρθρο 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 1
Έκταση εφαρμογής
Οι ρυθμίσεις του τμήματος αυτού διέπουν:
α. Τα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια (Άρειο Πάγο, εφετεία, μικτά ορκωτά, δικαστήρια ανηλίκων, πλημμελειοδικεία και πρωτοδικεία),
β. τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια (εφετεία και πρωτοδικεία) και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των δικαστηρίων αυτών.
Για το Συμβούλιο της Επικρατείας, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ισχύουν μόνο οι διατάξεις του παρόντος που ρητώς αναφέρονται σε αυτά.».
Άρθρο 63
Ίδρυση, συγχώνευση και κατάργηση περιφέρειας και έδρας δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 1 και 2 άρθρου 2 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της ίδρυσης, της συγχώνευσης και της κατάργησης περιφέρειας και έδρας δικαστηρίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται, β) προστίθεται νέο, τέταρτο, εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Η ίδρυση, η συγχώνευση και η κατάργηση πολιτικών, ποινικών και διοικητικών δικαστηρίων, η επέκταση ή ο περιορισμός της περιφέρειάς τους, η εν όλω ή εν μέρει μετατροπή τους σε δικαστικά γραφεία τηλεματικής ή η ίδρυση νέων τέτοιων δικαστικών γραφείων σε πόλεις, στις οποίες δεν λειτουργούν δικαστήρια, καθώς και η μεταβολή της έδρας τους γίνεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, αντίστοιχα. Στην Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας συμμετέχει χωρίς δικαίωμα ψήφου και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. Τα επηρεαζόμενα δικαστήρια, οι οικείες ενώσεις δικαστικών λειτουργών, οι οικείοι δικηγορικοί σύλλογοι και οι οικείες συνδικαλιστικές οργανώσεις των δικαστικών υπαλλήλων, αφού κληθούν δεκαπέντε (15) ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της Ολομέλειας, εκφράζουν τις απόψεις τους με γραπτό υπόμνημα, το οποίο κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας, κατά περίπτωση, τουλάχιστον πέντε (5) ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδρίασης της Ολομέλειας. Η Ολομέλεια δύναται να καλεί σε ακρόαση εκπροσώπους των φορέων του προηγούμενου εδαφίου κατά τη συνεδρίασή της, εφόσον το κρίνει αναγκαίο. Ειδικώς, αν το ως άνω προεδρικό διάταγμα αφορά πρωτοδικείο ή διοικητικό πρωτοδικείο, απαιτείται, επιπλέον, απλή γνώμη της Ολομέλειας του εφετείου ή του διοικητικού εφετείου της περιφέρειάς του. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα ορίζεται και το δικαστήριο που εκδικάζει τις εκκρεμείς υποθέσεις.».
- Στην παρ. 2 του άρθρου 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. α’, οι λέξεις «ειρηνοδικείου και πταισματοδικείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «πρωτοδικείου και πλημμελειοδικείου», β) η περ. β’ καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται κατά τη διαδικασία της παρ. 1, δύναται να οριστεί ως μεταβατική έδρα, έως ότου εκλείψει η αναγκαιότητα ορισμού μεταβατικών εδρών:
α. πρωτοδικείου και πλημμελειοδικείου, η έδρα άλλου δήμου ή κοινότητας,
β. [Καταργείται],
γ. εφετείου, η έδρα πρωτοδικείου της περιφέρειάς του,
δ. διοικητικού εφετείου ή διοικητικού πρωτοδικείου, πόλη της περιφέρειάς του στην οποία έχει έδρα διοικητικό πρωτοδικείο ή πολιτικό – ποινικό εφετείο ή πρωτοδικείο.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΟΡΓΑΝΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Β’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 64
Αριθμός και κατανομή οργανικών θέσεων – Προσθήκη παρ. 4 στο άρθρο 3 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 3 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του αριθμού και της κατανομής των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων, προστίθεται παρ. 4 ως εξής:
«4. Οι οργανικές θέσεις των πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και των δικαστικών λειτουργών της ειδικής επετηρίδας είναι ενιαίες.».
Άρθρο 65
Συγκρότηση δικαστηρίων και των τμημάτων τους – Τροποποίηση άρθρου 4 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 4 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της συγκρότησης των δικαστηρίων και των τμημάτων τους, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) η παρ. 1 αντικαθίσταται,
β) στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
γ) η παρ. 8 καταργείται και το άρθρο 4, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 4
Συγκρότηση των δικαστηρίων –Τμήματα
- Τα πολιτικά – ποινικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής:
α. το μονομελές πρωτοδικείο ή πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη,
β. το πολυμελές πρωτοδικείο ή τριμελές πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή τον πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), που τον αναπληρώνει, και δύο (2) πρωτοδίκες, από τους οποίους ο ένας δύναται να ανήκει στην ειδική επετηρίδα της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024,
γ. το μονομελές εφετείο (πολιτικό ή ποινικό), από πρόεδρο εφετών ή εφέτη,
ε. το πολιτικό τριμελές εφετείο και το ποινικό τριμελές εφετείο των υποπερ. ii) και iii) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και των περ. 1 έως 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96), από πρόεδρο εφετών ή εφέτη και δύο (2) εφέτες,
στ. το ποινικό τριμελές εφετείο της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της παρ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, από πρόεδρο εφετών και δύο (2) εφέτες,
ζ. το μονομελές δικαστήριο ανηλίκων, από έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών σε κάθε πρωτοδικείο, ο οποίος ορίζεται μαζί με έναν (1) αναπληρωτή, πρόεδρο ή πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, σύμφωνα με το άρθρο 30,
η. το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από τον δικαστή ανηλίκων της περ. ζ’ του παρόντος και δύο (2) νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, πρωτοδίκες, από τους οποίους ο ένας (1) δύναται να ανήκει στην ειδική επετηρίδα της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024,
θ. το εφετείο ανηλίκων, από εφέτη ή τον αναπληρωτή του, που ορίζονται σε κάθε εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 30, και από δύο (2) νεότερούς του, αν είναι δυνατόν, εφέτες, που ορίζονται εφέτες ανηλίκων από αυτόν που διευθύνει το δικαστήριο,
ι. το μικτό ορκωτό δικαστήριο, από πρόεδρο πρωτοδικών, δύο (2) πρωτοδίκες, από τους οποίους ο ένας (1) δύναται να ανήκει στην ειδική επετηρίδα της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024, και τέσσερις (4) ενόρκους,
ια. το μικτό ορκωτό εφετείο, από πρόεδρο εφετών, δύο (2) εφέτες και τέσσερις (4) ενόρκους. Οι ένορκοι εκλέγονται σύμφωνα με τα άρθρα 379 έως 400 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
- Τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια συγκροτούνται ως εξής:
α. το μονομελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη,
β. το τριμελές διοικητικό πρωτοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών και δύο (2) πρωτοδίκες,
γ. το μονομελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών ή εφέτη,
δ. το τριμελές διοικητικό εφετείο, από πρόεδρο εφετών και δύο (2) εφέτες.
- Κατά τις συνεδριάσεις των πολυμελών δικαστηρίων προεδρεύει ο ανώτερος κατά βαθμό ή, αν δεν υπάρχει ή κωλύεται, ο αρχαιότερος δικαστής και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024. Στις συνεδριάσεις των πολιτικών δικαστηρίων μπορεί, όπου ορίζει ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182), να παρίσταται ο αρμόδιος εισαγγελέας, ο οποίος αναπτύσσει τη γνώμη του τελευταίος, εκτός αν είναι διάδικος.
- Στις συνεδριάσεις των ποινικών δικαστηρίων παρίσταται υποχρεωτικά ο αρμόδιος εισαγγελέας. Στα μονομελή και τριμελή δικαστήρια ανηλίκων παρίσταται πάντοτε ένας (1) εισαγγελέας ή αντεισαγγελέας πρωτοδικών και στο εφετείο ανηλίκων ένας (1) αντεισαγγελέας εφετών ή ο αναπληρωτής του, που ορίζονται εισαγγελείς ανηλίκων για τρία (3) έτη από εκείνον που διευθύνει την αντίστοιχη εισαγγελία.
- Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, διαιρούνται σε τμήματα. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στον χώρο των ανακοινώσεων και στο οικείο πληροφοριακό σύστημα, εφόσον υπάρχει.
- α) Στα πολιτικά Πρωτοδικεία και Εφετεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων, με τροποποίηση του οικείου κανονισμού, σύμφωνα με την περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 19, για την εκδίκαση, κατά την τακτική διαδικασία, των ένδικων βοηθημάτων και των αντίστοιχων ένδικων μέσων, που υπάγονται στην καθ’ ύλη αρμοδιότητά τους και έχουν ως αντικείμενο διαφορές μεταξύ ιδιωτών, οι οποίες αφορούν στο εθνικό και ενωσιακό δίκαιο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της ενέργειας και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η ως άνω τροποποίηση του κανονισμού γίνεται μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης προς την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της.
β) Για την εκδίκαση των ως άνω υποθέσεων η αρμοδιότητα:
βα) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Αθηνών καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Αθηνών, Πειραιώς, Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, Αιγαίου, Δωδεκανήσου, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Λαμίας, Ναυπλίου, Πατρών, Καλαμάτας και Εύβοιας και
ββ) των ειδικών τμημάτων του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Θεσσαλονίκης καλύπτει τις περιφέρειες των Εφετείων Θεσσαλονίκης, Δυτικής Μακεδονίας, Θράκης, Βορείου Αιγαίου, Ιωαννίνων, Κέρκυρας και Λάρισας.
γ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α) τοποθετούνται, για τριετή θητεία που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλους σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.
δ) Στα ειδικά τμήματα της περ. α), εφόσον είναι κατά τόπο αρμόδια κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, μπορεί να εισαχθούν για εκδίκαση και άλλες υποθέσεις, αν, κατά την κρίση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης, αυτό απαιτείται λόγω υπηρεσιακών αναγκών.
- Στα διοικητικά πρωτοδικεία και τα διοικητικά εφετεία, στα οποία λειτουργούν τρία (3) τουλάχιστον τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση ειδικών τμημάτων με βάση το αντικείμενο και τον αριθμό συγκεκριμένων κατηγοριών διοικητικών διαφορών, καθώς και η κατ’ αποκλειστικότητα ή μη, εισαγωγή σε αυτά των υποθέσεων των εν λόγω κατηγοριών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 19, μετά από πρόταση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο, προς την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου, η οποία αποφασίζει επί της πρότασης εντός δύο (2) μηνών από την υποβολή της. Τα ως άνω τμήματα στελεχώνονται για τριετή θητεία, που μπορεί να ανανεωθεί, κατά προτίμηση, από δικαστές με εξειδίκευση ή ιδιαίτερη εμπειρία στη συγκεκριμένη κατηγορία διαφορών, η οποία προκύπτει είτε από σχετικούς μεταπτυχιακούς ή διδακτορικούς τίτλων σπουδών είτε από προγενέστερη συναφή δραστηριότητα.
- [Καταργείται].».
Άρθρο 66
Αναπλήρωση δικαστών – Τροποποίηση άρθρου 5 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 5 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της αναπλήρωσης των δικαστών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στην παρ. 1,
αα) στην υποπερ. γ’ της περ. Α’, προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από άλλο δικαστή της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65)»,
αβ) στην υποπερ. δ’ της περ. Α’, οι λέξεις «, από πάρεδρο ή ειρηνοδίκη ή πταισματοδίκη της περιφέρειάς του» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων ή μικτού ορκωτού δικαστηρίου, από δικαστή της ειδικής επετηρίδας της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024 ή πάρεδρο»,
αγ) η υποπερ. ε’ της περ. Α’ καταργείται και
β) στην παρ. 2, προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων ή το μικτό ορκωτό δικαστήριο των υποπερ. γ’ και δ’ της περ. Α’ της παρ. 1, από τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και το άρθρο 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 5
Αναπλήρωση δικαστών
- Αν δεν υπάρχουν, απουσιάζουν ή κωλύονται οι δικαστές, αναπληρώνονται, κατά σειρά αρχαιότητας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, ως εξής:
Α. Στα πολιτικά και ποινικά δικαστήρια:
α. ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, από τους αντιπροέδρους,
β. οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, από αρεοπαγίτη του τμήματός τους,
γ. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή της ίδιας σύνθεσης ή του ίδιου δικαστηρίου και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, από άλλο δικαστή της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65),
δ. ένας (1) μόνο πρωτοδίκης πολυμελούς πρωτοδικείου ή τριμελούς πλημμελειοδικείου ή τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων ή μικτού ορκωτού δικαστηρίου, από δικαστή της ειδικής επετηρίδας της περ. ε) του άρθρου 3, της παρ. 4 του άρθρου 7 και της παρ. 1 του άρθρου 8 του ν. 5108/2024 ή πάρεδρο,
ε. [Καταργείται]
Β. Στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια:
α. ο πρόεδρος πολυμελούς δικαστηρίου, από άλλο δικαστή του ίδιου δικαστηρίου,
β. ο εφέτης, από άλλον εφέτη του ίδιου δικαστηρίου,
γ. ένας (1) μόνο πρωτοδίκης τριμελούς πρωτοδικείου, από πάρεδρο του ίδιου δικαστηρίου.
- Οι αναπληρωτές της παρ. 1 ορίζονται με πράξη του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων ή το μικτό ορκωτό δικαστήριο των υποπερ. γ’ και δ’ της περ. Α’ της παρ. 1, από τον δικαστή που διευθύνει το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024.».
Άρθρο 67
Αδυναμία συγκρότησης δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 1 και 5 άρθρου 6 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Η περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί αδυναμίας συγκρότησης δικαστηρίων, καταργείται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Αν για οποιονδήποτε λόγο είναι αδύνατη η συγκρότηση:
α. [Καταργείται]
β. του πρωτοδικείου, του πλημμελειοδικείου, του δικαστηρίου ανηλίκων ή του μικτού ορκωτού δικαστηρίου, ο πρόεδρος εφετών ή ο δικαστής που διευθύνει το εφετείο, παραγγέλλει να μεταβούν για τη σύνθεση ορισμένων δικασίμων όσοι πρωτοδίκες χρειάζονται, από αυτούς που υπηρετούν στα πρωτοδικεία της περιφέρειας του εφετείου,
γ. των εφετείων, των εφετείων ανηλίκων και των μικτών ορκωτών εφετείων Δωδεκανήσου, Ναυπλίου, Λαμίας, Καλαμάτας, Ευβοίας, Κέρκυρας, Κρήτης, Ανατολικής Κρήτης, Αιγαίου, Βορείου Αιγαίου, Λάρισας, Θράκης, Δυτικής Μακεδονίας, Ιωαννίνων και Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, ο δικαστής ο οποίος διευθύνει το εφετείο: γα) των Αθηνών για τα έξι (6) πρώτα, γβ) του Πειραιώς για τα τέσσερα (4) αμέσως επόμενα, γγ) της Θεσσαλονίκης για τα τέσσερα (4) αμέσως επόμενα και γδ) των Πατρών για το τελευταίο, παραγγέλλει να μεταβούν από το εφετείο για τη σύνθεση δικασίμων όσοι εφέτες χρειάζονται.».
- Στην παρ. 5 του άρθρου 6 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο πρώτο εδάφιο, η λέξη «συμπάρεδρο» αντικαθίσταται από τη λέξη «συμπαρεδρεύον»,
β) προστίθεται νέο, δεύτερο, εδάφιο,
γ) στο πέμπτο εδάφιο προστίθενται οι λέξεις «και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Αν προβλέπεται ότι η δίκη σε πολυμελές δικαστήριο διαρκεί πολύ χρόνο, δύναται να οριστεί και άλλος δικαστής, ως συμπαρεδρεύον μέλος του, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται για τη συγκρότηση του δικαστηρίου αυτού. Αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων ή το μικτό ορκωτό δικαστήριο, ως συμπαρεδρεύον μέλος ορίζεται δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65). Ο δικαστής αυτός αναπληρώνει μέλος του δικαστηρίου στην περίπτωση κωλύματός του κατά τη διάρκεια της δίκης. Συμμετέχει στη διαδικασία, όχι όμως και στη διάσκεψη, εκτός αν υπήρξε αναπλήρωση. Αν κωλύεται ο πρόεδρος, προεδρεύει ο αρχαιότερος από τους άλλους δικαστές και, αν πρόκειται για το πολυμελές πρωτοδικείο ή το τριμελές πλημμελειοδικείο ή το τριμελές δικαστήριο ανηλίκων, ο αρχαιότερος δικαστής της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024. Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται αναλόγως και για τον εισαγγελέα του δικαστηρίου.».
Άρθρο 68
Γραμματεία Δικαστηρίων και Εισαγγελιών – Τροποποίηση παρ. 1 και 5 άρθρου 11 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 11 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022 Α’ 109), περί της γραμματείας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, προστίθενται εδάφια, τέταρτο και πέμπτο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Σε κάθε δικαστήριο και εισαγγελία λειτουργεί γραμματεία. Η γραμματεία αποτελεί ενιαία οργανική μονάδα και μπορεί να περιλαμβάνει γενική διεύθυνση, διευθύνσεις, τμήματα ή γραφεία. Στη γραμματεία ανήκουν οι δικαστικοί υπάλληλοι όλων των κλάδων, ειδικοτήτων και κατηγοριών, σύμφωνα με τον Κώδικα των δικαστικών υπαλλήλων (ν. 4798/2021, Α’ 68). Οι οργανικές θέσεις των δικαστικών υπαλλήλων των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας διατηρούνται στις έδρες πρωτοδικείων της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), καθώς και στις παράλληλες και στις περιφερειακές έδρες των περ. β) και γ) του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, πλην εκείνων, οι οποίες ανήκουν σε καταργούμενα ειρηνοδικεία, οι οποίες μεταφέρονται στην έδρα πρωτοδικείο. Με πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 επιτρέπεται η μετακίνηση δικαστικών υπαλλήλων από και προς παράλληλες ή περιφερειακές έδρες πρωτοδικείου των περ. β) και γ) του άρθρου 3 του ίδιου νόμου προς κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών και για το, κατά την κρίση του, αναγκαίο χρονικό διάστημα.».
- Η περ. α’ της παρ. 5 του άρθρου 11 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών καταργείται και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Αν δεν είναι δυνατή η αναπλήρωση του γραμματέα από υπάλληλο του ίδιου δικαστηρίου ή της ίδιας εισαγγελίας, αναπληρώνεται, ύστερα από παραγγελία του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή του εισαγγελέα που διευθύνει την εισαγγελία, από γραμματέα:
α. [Καταργείται],
β. του εφετείου, για τα πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
γ. του διοικητικού εφετείου, για τα διοικητικά πρωτοδικεία της περιφέρειάς του,
δ. της εισαγγελίας εφετών, για τις εισαγγελίες της περιφέρειας του εφετείου.».
Άρθρο 69
Δικαστικό έτος και θερινά τμήματα – Τροποποίηση παρ. 3 άρθρου 12 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 3 του άρθρου 12 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του δικαστικού έτους και των θερινών τμημάτων, τα εδάφια δεύτερο και τρίτο καταργούνται και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων συγκροτούνται ένα ή περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας.».
Άρθρο 70
Αρχείο δικαστηρίου – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 13 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του αρχείου του δικαστηρίου, προστίθενται εδάφια, δεύτερο και τρίτο, και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Στο αρχείο του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας φυλάσσονται οι αποφάσεις, τα πρακτικά, τα βιβλία, οι δικογραφίες, τα πειστήρια και τα άλλα υπηρεσιακά έγγραφα σε φυσική ή ηλεκτρονική μορφή. Σε περίπτωση κατάργησης δικαστηρίου ή εισαγγελίας το αρχείο αυτής μεταφέρεται στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, στην τοπική αρμοδιότητα των οποίων υπάγεται η εδαφική περιφέρεια του καταργηθέντος δικαστηρίου ή της καταργηθείσας εισαγγελίας. Με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65) το αρχείο των καταργούμενων ειρηνοδικείων του άρθρου 6 του νόμου αυτού μεταφέρεται στο πρωτοδικείο της έδρας ή, αν το καταργούμενο ειρηνοδικείο βρίσκεται εγγύτερα σε παράλληλη ή περιφερειακή έδρα πρωτοδικείου των περ. β) και γ) του άρθρου 3 του ίδιου νόμου, μεταφέρεται στα δικαστήρια αυτά.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΚΑΙ ΟΛΟΜΕΛΕΙΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Γ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 71
Δικαστικά συμβούλια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 14 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην περ. α’ της παρ. 1 του άρθρου 14 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των δικαστικών συμβουλίων, προστίθενται οι λέξεις «της έδρας και της παράλληλης έδρας» και η παρ. 1, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Τα δικαστικά συμβούλια συγκροτούνται, όπως τα αντίστοιχα δικαστήρια:
α. Του πρωτοδικείου και του πλημμελειοδικείου της έδρας και της παράλληλης έδρας (περ. γ’ παρ. 1 άρθρου 4),
β. του διοικητικού πρωτοδικείου (περ. α’ και β’ παρ. 2 άρθρου 4),
γ. του εφετείου (περ. ε’ παρ. 1 άρθρου 4),
δ. του διοικητικού εφετείου (περ. γ’ και δ’ παρ. 2 άρθρου 4),
ε. του Αρείου Πάγου (άρθρο 27).
Η παρ. 1 του άρθρου 485 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96) και η παρ. 2 του άρθρου 565 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (π.δ. 503/1985, Α’ 182) δεν θίγονται. Το συμβούλιο του Αρείου Πάγου του άρθρου 529 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας συγκροτείται από τον Πρόεδρό του και δύο (2) αρεοπαγίτες.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ε’
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Δ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 72
Διεύθυνση δικαστηρίων – Αντικατάσταση παρ. 1 και τροποποίηση των παρ. 2, 3, 4 και 5 άρθρου 17 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Η παρ. 1 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της διεύθυνσης των δικαστηρίων, αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα δικαστήρια διευθύνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και, αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο.».
- Στην παρ. 2 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, οι λέξεις «και τα Ειρηνοδικεία Αθηνών και Θεσσαλονίκης» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Τα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία και Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά διευθύνονται από τριμελές συμβούλιο.».
- Στην παρ. 3 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, η περ. γ) καταργείται και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Το συμβούλιο αποτελείται:
α) για τα πολιτικά και διοικητικά Εφετεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, από έναν (1) πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο και δύο (2) εφέτες ως μέλη,
β) για τα πολιτικά και διοικητικά Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιά, από έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ως πρόεδρο και δύο (2) πρωτοδίκες ως μέλη,
γ) [Καταργείται].».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο τρίτο εδάφιο, οι λέξεις «ή ειρηνοδίκες Α’ τάξης» διαγράφονται,
β) στο τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «αντίστοιχων οργανικών θέσεων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «υπηρετούντων στο δικαστήριο δικαστών»,
γ) το πέμπτο εδάφιο αντικαθίσταται,
δ) το έκτο εδάφιο καταργείται και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Ο πρόεδρος και τα μέλη των συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους εκλέγονται με μυστική ψηφοφορία από τις ολομέλειες των οικείων δικαστηρίων, οι οποίες συνέρχονται αυτοδικαίως για τον σκοπό αυτό ανά δύο (2) έτη την 11η πρωινή ώρα του τρίτου Σαββάτου του μηνός Σεπτεμβρίου. Αν κατά τη συνεδρίαση αυτή δεν υπάρχει η απαρτία που προβλέπεται στα δύο πρώτα εδάφια της παρ. 4 του άρθρου 15, οι ολομέλειες συνέρχονται την ίδια ώρα του επόμενου Σαββάτου και η εκλογή γίνεται από τα παρόντα κατά τη συνεδρίαση μέλη. Υποψήφιοι για τη θέση του προέδρου του συμβουλίου είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι, σε αριθμό ίσο με το ένα τέταρτο (1/4) κατά σειρά αρχαιότητας, από τους υπηρετούντες προέδρους στο Πρωτοδικείο Αθηνών και σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) κατά σειρά αρχαιότητας από τους υπηρετούντες προέδρους στα λοιπά δικαστήρια. Για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου, υποψήφιοι είναι υποχρεωτικά οι αρχαιότεροι εφέτες και πρωτοδίκες, που υπηρετούν στα παραπάνω δικαστήρια, και σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (1/2) των υπηρετούντων στο δικαστήριο δικαστών. Για τις θέσεις των μελών του συμβουλίου διεύθυνσης των πολιτικών δικαστηρίων του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, στα οποία υπηρετούν δικαστές ειδικής επετηρίδας, υποψήφιοι δύνανται να είναι και οι αρχαιότεροι δικαστές της ειδικής επετηρίδας σε αριθμό ίσο με το ένα δεύτερο (½) των εξ αυτών υπηρετούντων. Οι ως άνω περιορισμοί στον αριθμό των υποψηφίων δεν ισχύουν αν οι υποψήφιοι που προκύπτουν από αυτούς δεν είναι τουλάχιστον δέκα (10). Στις περιπτώσεις αυτές, εκλόγιμοι είναι οι δέκα αρχαιότεροι δικαστές. Δεν περιλαμβάνονται στους εκλόγιμους οι δικαστές που κατά τον χρόνο της εκλογής έχουν κριθεί προακτέοι με απόφαση του ανώτατου δικαστικού συμβουλίου σε βαθμό ανώτερο του απαιτούμενου για τη θέση του προέδρου ή του μέλους του συμβουλίου. Κάθε αμφιβολία ή ζήτημα σχετικά με το περιεχόμενο του καταλόγου ή την εκλογική διαδικασία επιλύεται από την ολομέλεια πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας. Η εκλογή διενεργείται από τριμελή εφορευτική επιτροπή, που αποτελείται από τον νεότερο πρόεδρο και τους δύο (2) νεότερους από τους υπηρετούντες δικαστές, με χωριστά ψηφοδέλτια για τον πρόεδρο και τα μέλη, στα οποία αναγράφονται με αλφαβητική σειρά τα ονόματα των εκλόγιμων. Κάθε μέλος της ολομέλειας εκφράζει την προτίμησή του σε έναν μόνο υποψήφιο πρόεδρο και μέχρι δύο (2) από τα μέλη, με σταυρό προτίμησης που τίθεται στο ψηφοδέλτιο δίπλα από το όνομα του υποψηφίου. Πρόεδρος του συμβουλίου εκλέγεται ο υποψήφιος που έλαβε τις περισσότερες ψήφους και ο αμέσως επόμενος σε αριθμό ψήφων εκλέγεται αναπληρωτής του. Τακτικά μέλη του συμβουλίου εκλέγονται οι δύο (2) πρώτοι κατά σειρά ψήφων και οι δύο επόμενοι εκλέγονται αναπληρωτές τους. Αν υπάρξει ισοψηφία, διενεργείται κλήρωση από την εφορευτική επιτροπή.».
- Στο ένατο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 17 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, οι λέξεις «, πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ή πρωτοδικείο» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Η θητεία του συμβουλίου είναι διετής. Αρχίζει την 1η Οκτωβρίου του έτους της εκλογής και λήγει, μετά από την πάροδο δύο (2) ετών, την 30ή Σεπτεμβρίου. Επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας δεν επιτρέπεται. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η επανεκλογή του ίδιου προσώπου ως προέδρου ή τακτικού μέλους συμβουλίου στον ίδιο βαθμό ιεραρχίας σε περίπτωση που η πρώτη θητεία του δεν υπερέβη το χρονικό διάστημα του ενός (1) έτους. Ο πρόεδρος δεν επιτρέπεται να μετατεθεί για οποιονδήποτε λόγο. Σε περίπτωση προαγωγής, παραμένει στη θέση του και ασκεί τα καθήκοντά του έως τη λήξη της θητείας του. Τα τακτικά μέλη του συμβουλίου δεν επιτρέπεται να μετατεθούν, εκτός εάν προαχθούν, οπότε τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αναπληρωματικοί κατά τη σειρά των ψήφων που έλαβαν. Ο πρόεδρος και τα τακτικά μέλη του συμβουλίου εκπίπτουν από τη θέση τους, εάν τους επιβληθεί πειθαρχική ποινή βαρύτερη της επίπληξης. Αν οι ανωτέρω αδυνατούν προσωρινά να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, αναπληρώνονται από τους αναπληρωτές τους και οι τελευταίοι από τους επόμενους κατά σειρά ψήφων δικαστές και, σε κάθε περίπτωση, από τους αρχαιότερους δικαστές που υπηρετούν στο οικείο εφετείο ή πρωτοδικείο, για τους οποίους δεν συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6. Σε περίπτωση θανάτου, παραίτησης ή με οποιονδήποτε τρόπο εξόδου από την υπηρεσία του προέδρου, των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών του συμβουλίου, τη θέση τους καταλαμβάνουν οι αμέσως επόμενοι κατά σειρά ψήφων δικαστές. Η θητεία των ανωτέρω λήγει μαζί με τη θητεία των λοιπών μελών. Κατ’ εξαίρεση, αν η απομένουσα θητεία του προέδρου ή τακτικού μέλους υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες, διεξάγεται, για την κενή ή τις κενές θέσεις, αναπληρωματική εκλογή, για την οποία εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία της παρ. 4.».
Άρθρο 73
Εισαγγελείς παράλληλης ή περιφερειακής έδρας εισαγγελίας – Χρόνος άσκησης καθηκόντων διεύθυνσης εισαγγελιών – Τροποποίηση παρ. 1 και 4 άρθρου 18 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 18 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της διεύθυνσης των εισαγγελιών, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Την εισαγγελία διευθύνει ο εισαγγελέας, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες της παρ. 7 του άρθρου 17. Αν στην ίδια εισαγγελία υπηρετούν περισσότεροι εισαγγελείς, τη διεύθυνση ασκεί ο αρχαιότερος, εφόσον στο πρόσωπό του δεν συντρέχουν τα κωλύματα που προβλέπονται στην παρ. 6 του άρθρου 17. Ο διευθύνων την εισαγγελία του πρωτοδικείου της έδρας ορίζει, με πράξη του, τον ή τους εισαγγελείς της παράλληλης ή περιφερειακής έδρας, καθώς και τα καθήκοντά τους.».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 18 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται τρίτο εδάφιο και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Η θέση του διευθύνοντος την εισαγγελία είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του μέλους του Διοικητικού Συμβουλίου δικαστικών ενώσεων. Δεν μπορούν να είναι υποψήφιοι, όσοι έχουν τα κωλύματα που αναφέρονται στην παρ. 6 του άρθρου 17. Στις εισαγγελίες στις οποίες δεν εκλέγονται διοικήσεις και υπηρετούν σε αυτές περισσότεροι του ενός εισαγγελείς, δεν μπορεί να ασκεί τη διεύθυνση ο εισαγγελέας για τον οποίον συντρέχουν τα κωλύματα της παρ. 6 του άρθρου 17. ».
Άρθρο 74
Κανονισμοί εσωτερικής υπηρεσίας των δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 2, 3, 5 και 7 άρθρου 19 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 2 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των κανονισμών εσωτερικής υπηρεσίας των δικαστηρίων, η περ. γ’ καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Ο κανονισμός καταρτίζεται, συμπληρώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται ως εξής:
α. των δικαστηρίων, καθώς και των εισαγγελιών στις οποίες υπηρετούν πέντε (5) τουλάχιστον εισαγγελικοί λειτουργοί, από τις ολομέλειες αυτών,
β. των λοιπών εισαγγελιών, από τους εισαγγελικούς λειτουργούς που υπηρετούν σε αυτές,
γ. [Καταργείται].».
- Στην παρ. 3 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στο μόνο εδάφιο, οι λέξεις «του δικαστή ή του εισαγγελέα που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, αντίστοιχα» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία», β) προστίθεται, δεύτερο, εδάφιο και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Μέχρις ότου εκδοθεί και τεθεί σε ισχύ ο κανονισμός, τα θέματα που αναφέρονται στην παρ. 5 ρυθμίζονται με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία. Σε περίπτωση μη έγκρισης του κανονισμού ή τροποποίησης ή συμπλήρωσης ή αντικατάστασης αυτού από την ολομέλεια του οικείου ανώτατου δικαστηρίου κατά την παρ. 7, η πράξη του πρώτου εδαφίου διατηρεί την ισχύ της για τον χρόνο μέχρι τη δημοσίευση της απόφασης της ολομέλειας.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 19 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «προς έγκριση, υποχρεωτικά, σε ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο» και η παρ. 7 διαμορφώνεται ως εξής:
«7. Οι κανονισμοί και οι τροποποιήσεις τους υποβάλλονται προς έγκριση, υποχρεωτικά, σε ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο αμέσως στις οικείες ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων, οι οποίες έχουν δικαίωμα συμπλήρωσης, τροποποίησης ή ακύρωσης αυτών, ως προς όλα τα σημεία και ειδικότερα ως προς τον αριθμό των δικασίμων και των υποθέσεων που προσδιορίζονται σε κάθε δικάσιμο. Οι κανονισμοί ισχύουν μόνο μετά την τελική έγκρισή τους από τις ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων και, αφού διαβιβαστούν στον Υπουργό Δικαιοσύνης, δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.».
Άρθρο 75
Συνθέσεις ποινικών δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 3, 6 και 8 και προσθήκη παρ. 13 στο άρθρο 20 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 3 του άρθρου 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της κλήρωσης των συνθέσεων των ποινικών δικαστηρίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στην υποπερ. αβ) της περ. α), προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65)»,
β) στην υποπερ. αδ) της περ. α),
βα) η λέξη «πρωτοδικών» αντικαθίσταται από τη λέξη «πρωτοδικείου» και
ββ) προστίθενται οι λέξεις «και μονομελών»,
γ) στην υποπερ. γα) της περ. γ),
γα) η λέξη «πενταμελών» αντικαθίσταται από τη λέξη «τριμελών» και
γβ) προστίθενται οι λέξεις «της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 96)»,
δ) στην υποπερ. γβ) της περ. γ), οι λέξεις «των τριμελών και μονομελών εφετείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «των τριμελών εφετείων των υποπερ. ii) και iii) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και των περ. 1 έως 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των μονομελών εφετείων»,
ε) στην υποπερ. γγ) της περ. γ), οι λέξεις «, των πενταμελών και τριμελών εφετείων» αντικαθίστανται από τις λέξεις «και των τριμελών εφετείων»,
στ) στην υποπερ. δα) της περ. δ),
στα) οι λέξεις «, των πενταμελών» αντικαθίστανται από τη λέξη «εφετείων, » και
στβ) προστίθενται οι λέξεις «της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Ο δικαστής ή ο πρόεδρος του συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο και ο εισαγγελέας που διευθύνει την εισαγγελία, καταρτίζουν πίνακες, οι οποίοι περιλαμβάνουν κατ’ αρχαιότητα και με αριθμητική σειρά τα ονόματα:
α) Στο πρωτοδικείο:
αα) όλων των προέδρων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός προέδρων των τριμελών πλημμελειοδικείων,
αβ) των αρχαιότερων πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων,
αγ) όλων των υπόλοιπων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών δικαστηρίων, των τριμελών πλημμελειοδικείων και οι δικαστές των μονομελών πλημμελειοδικείων,
αδ) των παρέδρων πρωτοδικείου, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των συνθέσεων των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων.
β) Στην εισαγγελία πρωτοδικών:
βα) όλων των εισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μικτών ορκωτών δικαστηρίων και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός εισαγγελέων των τριμελών πλημμελειοδικείων,
ββ) όλων των αντεισαγγελέων πρωτοδικών, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μονομελών και των υπόλοιπων τριμελών πλημμελειοδικείων,
βγ) των παρέδρων εισαγγελίας, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μονομελών πλημμελειοδικείων και, εφόσον επιβάλλεται από τις υπηρεσιακές ανάγκες, ανάλογος αριθμός ως εισαγγελέων των τριμελών πλημμελειοδικείων.
γ) Στο εφετείο:
γα) των αρχαιότερων προέδρων εφετών μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των μικτών ορκωτών εφετείων και των τριμελών εφετείων της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, A’ 96),
γβ) των νεότερων προέδρων εφετών και των αρχαιότερων εφετών, μέχρι τον αναγκαίο αριθμό, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου, από τους οποίους κληρώνονται οι πρόεδροι των τριμελών εφετείων των υποπερ. ii) και iii) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και των περ. 1 έως 7 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και των μονομελών εφετείων,
γγ) όλων των υπόλοιπων εφετών, από τους οποίους κληρώνονται τα μέλη των μικτών ορκωτών εφετείων και των τριμελών εφετείων.
δ) Στην εισαγγελία εφετών:
δα) όλων των εισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των μικτών ορκωτών εφετείων, και ανάλογος προς τις υπηρεσιακές ανάγκες αριθμός εισαγγελέων των τριμελών εφετείων της υποπερ. i) της περ. δ) της παρ. 1 του άρθρου 7 και της περ. 8 του άρθρου 111 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας,
δβ) όλων των αντεισαγγελέων, από τους οποίους κληρώνονται οι εισαγγελείς των υπόλοιπων τριμελών και των μονομελών εφετείων.».
- Στην παρ. 6 του άρθρου 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, οι λέξεις «του δικαστή ή του προέδρου του συμβουλίου, που διευθύνει» αντικαθίστανται από τις λέξεις «του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος» και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Ο κανονισμός του δικαστηρίου και, αν δεν υπάρχει, η πράξη του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος το δικαστήριο, ρυθμίζει τις λοιπές λεπτομέρειες της διαδικασίας της κλήρωσης.».
- Στο δεύτερο εδάφιο της περ. α’ του δεύτερου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται η λέξη «διεύθυνσης» και η παρ. 8 διαμορφώνεται ως εξής:
«8. Απαγορεύεται να προσδιοριστεί ή να αναβληθεί υπόθεση σε δικάσιμο για την οποία έχει γίνει η κλήρωση της σύνθεσης του δικαστηρίου. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπονται:
α. ο προσδιορισμός αν: αα) συμπληρώνεται ο χρόνος της παραγραφής του εγκλήματος, οπότε ο αρμόδιος εισαγγελέας εκδίδει αιτιολογημένη πράξη, που παραμένει στη δικογραφία, αβ) ο κατηγορούμενος κρατείται και συμπληρώνεται το ανώτατο όριο της προσωρινής του κράτησης, αγ) πρόκειται για υποθέσεις της παρ. 2 του άρθρου 31, αδ) ο νόμος ορίζει προθεσμία προσδιορισμού. Με πράξη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο μπορεί i) να εφαρμοστεί η ανωτέρω ρύθμιση αναλόγως και σε άλλα ποινικά δικαστήρια, ii) να αποφασίζεται η διεξαγωγή συμπληρωματικής κλήρωσης προεδρευόντων και αναπληρωτών προεδρευόντων όποτε αυτό κρίνεται αναγκαίο.
β. η αναβολή αν: βα) ο νόμος ορίζει προθεσμία αναβολής, ββ) συντρέχει λόγος αναβολής σε σύντομη ρητή δικάσιμο, που αιτιολογείται ειδικά στην απόφαση.».
- Στο άρθρο 20 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται παρ. 13 ως εξής:
«13. α. Στο ποινικό τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών, όπως αυτό ορίζεται στην περ. ε) της παρ. 1 του άρθρου 6 του ν. 5108/2024 (Α΄ 65), υπηρετούν πρόεδροι πρωτοδικών και πρωτοδίκες με αποκλειστική απασχόληση, για θητεία δύο (2) συνεχομένων δικαστικών ετών ανά βαθμό, η οποία δύναται να παραταθεί για άλλο ένα (1) δικαστικό έτος με αίτηση του ενδιαφερομένου δικαστή και απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου. Δυνατότητα νέας θητείας στο Ποινικό Τμήμα παρέχεται μόνο μετά την πάροδο δύο (2) δικαστικών ετών. Σε περίπτωση έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης δύναται να μετακινεί στο ποινικό τμήμα δικαστές, οι οποίοι υπηρετούν σε άλλα τμήματα του πρωτοδικείου, προκειμένου να απασχοληθούν κατ’ αποκλειστικότητα σε αυτό. Μετά από την άρση των έκτακτων υπηρεσιακών αναγκών, οι ανωτέρω δικαστές επιστρέφουν στα τμήματα, στα οποία προηγουμένως υπηρετούσαν, χωρίς ο χρόνος υπηρεσίας τους στο ποινικό τμήμα να λογίζεται ως χρόνος θητείας σε αυτό. Για τη δυνατότητα συμμετοχής παρέδρων πρωτοδικείου και υπηρετούντων κατά τον χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 5108/2024 δικαστών ειδικής επετηρίδας στις συνθέσεις των τριμελών και μονομελών πλημμελειοδικείων και των δικαστικών συμβουλίων εξακολουθούν να ισχύουν οι ειδικές προβλέψεις του νόμου αυτού και του παρόντος Κώδικα.
β. Στο ποινικό τμήμα του Πρωτοδικείου Αθηνών ανήκουν και οι ανακριτές, οι ανακριτές των ν. 4022/2011 (Α΄ 219), 4198/2013 (Α΄ 215) και 4139/2013 (Α’ 74), οι ανακριτές διεθνών δικαστικών συνδρομών, οι ανακριτές ανηλίκων, οι δικαστές ανηλίκων και οι προανακριτές του άρθρου 30Α του παρόντος. Η υπηρεσία των ανακριτών, δικαστών ανηλίκων και προανακριτών του πρώτου εδαφίου δεν λογίζεται ως χρόνος θητείας στο ποινικό τμήμα κατά τα οριζόμενα στην περ. α’ της παρούσας.».
Άρθρο 76
Συνθέσεις εκδίκασης ασφαλιστικών μέτρων – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 21 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 1 του άρθρου 21 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της κλήρωσης των συνθέσεων σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, προστίθεται δεύτερο εδάφιο και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Σε όσα πρωτοδικεία προβλέπεται οργανικός αριθμός δέκα (10) τουλάχιστον δικαστών, οι συνθέσεις για την εκδίκαση των υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 683 και 684 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, π.δ. 503/1985, Α’ 182) καταρτίζονται με κλήρωση. Ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστών γενικής και ειδικής επετηρίδας στο πρωτοδικείο της έδρας, της παράλληλης έδρας και της περιφερειακής έδρας λογίζεται ενιαίος.».
Άρθρο 77
Δικαστικά καταστήματα, λειτουργία και συνεδριάσεις των δικαστηρίων – Τροποποίηση παρ. 2, 4, 5 και 9 και προσθήκη παρ. 4Α στο άρθρο 22 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 2 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του δικαστικού καταστήματος, της λειτουργίας και των συνεδριάσεων των δικαστηρίων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) το πρώτο εδάφιο αντικαθίσταται,
β) στο τέταρτο εδάφιο, οι λέξεις «ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από αίτημα του δικαστή που διευθύνει το εφετείο ή το διοικητικό εφετείο της οικείας περιφέρειας ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσής του, δύναται, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, να αποφασίσει» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το εφετείο ή το διοικητικό εφετείο ή ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών, με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, κατόπιν ενημέρωσης του Υπουργού Δικαιοσύνης, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφασίζει»,
γ) στο έβδομο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ή κατόπιν ενημέρωσής τους,» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Αν, για λόγους ανωτέρας βίας, καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία ενός δικαστηρίου ή μιας εισαγγελίας, ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση γνωστοποιείται στους δικηγορικούς συλλόγους της περιφέρειας του δικαστηρίου και αναρτάται στην είσοδο του δικαστικού καταστήματος και στην ιστοσελίδα του δικαστηρίου, εφόσον υπάρχει. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα δικονομικά και λοιπά ζητήματα που προκύπτουν από την αναστολή λειτουργίας του δικαστηρίου. Αν για τους ίδιους λόγους ανωτέρας βίας καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία περισσότερων δικαστηρίων ή εισαγγελιών της αυτής περιφέρειας, ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο δικαστικός λειτουργός που διευθύνει το εφετείο ή το διοικητικό εφετείο ή ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών, με τη σύμφωνη γνώμη του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αντίστοιχα, κατόπιν ενημέρωσης του Υπουργού Δικαιοσύνης, σταθμίζοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης, αποφασίζει, την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της περιφέρειας για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της περιφέρειας και στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα δικονομικά και λοιπά ζητήματα που προκύπτουν από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων της περιφέρειας. Αν για τους ίδιους λόγους ανωτέρας βίας καθίσταται αδύνατη η ομαλή λειτουργία περισσότερων δικαστηρίων ή εισαγγελιών της χώρας, ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μετά από αίτημα ενός εκ των τριών προέδρων των ανώτατων δικαστηρίων ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ή κατόπιν ενημέρωσής τους, δύναται να αποφασίσει την αναστολή μέρους ή του συνόλου των εργασιών όλων των δικαστηρίων και εισαγγελιών της χώρας για τον απολύτως αναγκαίο χρόνο μέχρι να εκλείψουν οι λόγοι αυτοί. Η απόφαση δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αναρτάται στην είσοδο των δικαστικών καταστημάτων της χώρας και στις ιστοσελίδες των δικαστηρίων, εφόσον υπάρχουν. Με όμοια απόφαση ρυθμίζονται τα δικονομικά και λοιπά ζητήματα που προκύπτουν από την αναστολή λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας.».
- Στην παρ. 4 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών οι λέξεις «ορίζεται, ύστερα από αίτηση του δικαστή που το διευθύνει, από τον Υπουργό Δικαιοσύνης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται, ύστερα από αίτηση του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος δικαστή και κατόπιν ενημέρωσης του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ορίζεται» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Αν για οποιονδήποτε λόγο η συνεδρίαση του δικαστηρίου στην αίθουσα που έχει οριστεί είναι αδύνατη, ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ορίζει, αν αυτό είναι δυνατό, άλλη αίθουσα συνεδριάσεων του ίδιου καταστήματος, με πράξη του, που γνωστοποιείται με τον προσφορότερο τρόπο πριν από την έναρξη της συνεδρίασης. Η συνέχιση της συνεδρίασης μπορεί να γίνει και σε άλλη αίθουσα που ορίζει ο δικαστής που διευθύνει τη συνεδρίαση και την ανακοινώνει από την έδρα.
Αν υπάρχει προσωρινή αντικειμενική αδυναμία πραγματοποίησης των συνεδριάσεων του δικαστηρίου, με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδίδεται, ύστερα από αίτηση του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του διευθύνοντος δικαστή και κατόπιν ενημέρωσης του προέδρου του Ανώτατου Δικαστηρίου ή του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, ορίζεται η αίθουσα άλλου δικαστηρίου για την πραγματοποίηση των συνεδριάσεων. Το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτήν.».
- Στο άρθρο 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθεται παρ. 4Α ως εξής:
«4Α. Σε περίπτωση παραπομπής προς εκδίκαση υποθέσεων με μεγάλο αριθμό διαδίκων ή υποθέσεων που αφορούν στην οργανωμένη εγκληματικότητα ή έχουν σοβαρό κοινωνικό αντίκτυπο, ο διευθύνων την αρμόδια εισαγγελία ή ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή ο διευθύνων το δικαστήριο που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση, ενημερώνουν σχετικά με την επικείμενη διεξαγωγή της δίκης και τις απαιτήσεις της τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «, λαμβανομένου κάθε πρόσφορου μέτρου για την πρόσβαση πολιτών με κινητικά προβλήματα» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Στην αίθουσα συνεδριάσεων υπάρχουν ιδιαίτερη έδρα για το δικαστήριο, ειδικά έδρανα για τους δικηγόρους και χωριστές θέσεις για τους διαδίκους, τους κατηγορουμένους, τους μάρτυρες και τους ακροατές, λαμβανομένου κάθε πρόσφορου μέτρου για την πρόσβαση πολιτών με κινητικά προβλήματα. Τη διαρρύθμιση των αιθουσών, όπου συνεδριάζουν τα δικαστήρια, καθορίζει ειδικότερα με απόφασή του ο Υπουργός Δικαιοσύνης.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 9 του άρθρου 22 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 του ν. 5108/2024 (Α’ 65),» και η παρ. 9 διαμορφώνεται ως εξής:
«9. Με την επιφύλαξη του άρθρου 12 του ν. 5108/2024 (Α’ 65), ο Υπουργός Δικαιοσύνης καθορίζει, με απόφασή του, τα όργανα διοίκησης και διαχείρισης των δικαστικών μεγάρων, τα οποία, κατά περίπτωση, επιμελούνται της κατάρτισης του κανονισμού λειτουργίας τους, σύμφωνα με τις συγκεκριμένες ανάγκες των υπηρεσιών που στεγάζονται στο κτίριο αυτό. Αντίγραφο του κανονισμού κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος εντός ενός (1) μηνός μπορεί να τον αναπέμψει για τροποποίηση ή διόρθωση.».
Άρθρο 78
Εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης επί εισαγγελιών – Τροποποίηση παρ. 4 άρθρου 23 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 4 του άρθρου 23 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της εποπτείας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, οι λέξεις «η έκδοση γενικών ενημερωτικών οδηγιών προς τις εισαγγελίες» αντικαθίστανται από τις λέξεις «η ενημέρωση των εισαγγελιών» και η παρ. 4 διαμορφώνεται ως εξής:
«4. Στην εποπτεία του Υπουργείου Δικαιοσύνης ανήκει και η ενημέρωση των εισαγγελιών σε σχέση με την εφαρμογή των νομικών μέσων που θεσπίζονται στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορούν στη δικαστική συνεργασία των κρατών μελών στους τομείς της πρόληψης και καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος, της εμπορίας και διακίνησης ναρκωτικών, της διεθνούς τρομοκρατίας, της σύστασης συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων για τη διάπραξη ανθρωποκτονιών, της εμπορίας ανθρώπων και των εγκλημάτων κατά παιδιών, της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των εγκλημάτων με χρήση μέσων υψηλής τεχνολογίας και του διεθνούς οικονομικού εγκλήματος.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΣΤ’
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ζ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΡΩΤΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 79
Ορισμός Ανακριτών και Δικαστών Ανηλίκων από τη Γενική Επετηρίδα- Τροποποίηση των παρ. 1, 2, 3, 5 και 6 άρθρου 30 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των ανακριτών και των δικαστών ανηλίκων, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο πρώτο εδάφιο,
αα) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65)» και αβ) η λέξη «συμβουλίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου»,
β) στο δεύτερο εδάφιο, οι λέξεις «ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων του εφετείου» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο ανακριτής ανηλίκων και ο εισαγγελέας ανηλίκων του πλημμελειοδικείου και του εφετείου, για θητεία δύο (2) ετών»,
γ) προστίθεται νέο, τρίτο, εδάφιο,
δ) στο τέταρτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
ε) στο πέμπτο εδάφιο, προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Ανακριτές στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για μια τριετία πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 (Α’ 65) με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του οικείου τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο και γνώμη του οικείου εισαγγελέα εφετών. Με την ίδια διαδικασία ορίζονται ο ανακριτής ανηλίκων και ο εισαγγελέας ανηλίκων του πλημμελειοδικείου και του εφετείου για θητεία δύο (2) ετών. Για την ανάθεση καθηκόντων ανακριτή συνεκτιμώνται η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού διπλώματος στο ποινικό δίκαιο και η αποδεδειγμένα πολύ καλή γνώση μιας (1) τουλάχιστον ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής. Ειδικά στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης και Πειραιώς ως ανακριτές ορίζονται για μία τριετία πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 με πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η υπηρεσία αυτών ως παρέδρων πρωτοδικείου και, σε περίπτωση που δεν υπηρετούν πρωτοδίκες με την πιο πάνω υπηρεσία ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν, ορίζονται ως ανακριτές οι κατά τον διορισμό αρχαιότεροι. Στα λοιπά δικαστήρια πλημμελειοδικών οι ανακριτές ορίζονται μεταξύ των προέδρων πρωτοδικών και των αρχαιότερων πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, εφόσον δεν έχουν ασκήσει στο παρελθόν καθήκοντα ανακριτή στο ίδιο δικαστήριο ή σε άλλο και η υπηρεσία τους είναι συνεχόμενη.».
- Στην παρ. 2 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) οι λέξεις «το συμβούλιο και ο δικαστής» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής»,
β) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024» και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Σε υποθέσεις επείγουσες ή που απαιτούν ιδιαίτερη ή μακρόχρονη έρευνα, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το δικαστήριο μπορούν, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα εφετών, να ορίσουν επίκουρο ανακριτή έναν πρόεδρο πρωτοδικών ή περισσότερους πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, εφόσον το ζητήσει ο ανακριτής.».
- Στην παρ. 3 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στο πρώτο εδάφιο,
αα) οι λέξεις «ο δικαστής ή το συμβούλιο» αντικαθίστανται από τις λέξεις «το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής» και
αβ) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
β) προστίθενται εδάφια, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο, και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαψε να υπηρετεί ο ανακριτής και δεν μπορεί άλλος ανακριτής να τον αναπληρώσει, το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή ο δικαστής που διευθύνει το πρωτοδικείο ορίζει ως ανακριτή έναν (1) πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τους έξι (6) μήνες. Ο αριθμός των ανακριτών που υπηρετεί σε κάθε Πρωτοδικείο, προσδιορίζεται ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, δύνανται να δημιουργούνται κατά περίπτωση, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας, Ανακριτικά Τμήματα Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, προς διεκπεραίωση των υποβαλλομένων εισαγγελικών παραγγελιών, με αντικείμενο την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και ευρωπαϊκών εντολών έρευνας. Ο ως άνω Ανακριτής Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, επιλέγεται, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών, μεταξύ των ανακριτών που υπηρετούν στα ανακριτικά τμήματα του πρωτοδικείου και μπορεί κατά την κρίση του προέδρου ή του διευθύνοντος και σύμφωνα με τις υπηρεσιακές ανάγκες να τυγχάνει αποκλειστικής απασχόλησης. Για τη γραμματειακή υποστήριξη του Ανακριτή Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας, συγκροτείται Γραφείο Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών, το οποίο στελεχώνεται από δικαστικούς υπαλλήλους, με σχετική εμπειρία και γνώση ξένων γλωσσών.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) προστίθενται οι λέξεις «της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024»,
β) η λέξη «συμβουλίου» αντικαθίσταται από τις λέξεις «τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου» και η παρ. 5 διαμορφώνεται ως εξής:
«5. Δικαστές ανηλίκων στα πλημμελειοδικεία ορίζονται για δύο (2) έτη ένας ή περισσότεροι πρόεδροι πρωτοδικών ή πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας της περ. δ) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024 με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από γνώμη του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή του δικαστή που διευθύνει το δικαστήριο. Με την ίδια διαδικασία ορίζεται ο δικαστής ανηλίκων του Εφετείου. Σε όσα δικαστήρια υπηρετούν περισσότεροι από είκοσι (20) δικαστές, οι δικαστές ανηλίκων ορίζονται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται μετά από απόφαση της ολομέλειας του δικαστηρίου. Για τον ορισμό στη θέση του δικαστή και του εισαγγελέα ανηλίκων αξιολογείται η προηγούμενη συμμετοχή σε ειδικό πρόγραμμα επιμόρφωσης που οργανώνει η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών (ΕΣΔι) ή η κατοχή διδακτορικού διπλώματος ή μεταπτυχιακού τίτλου στο ειδικό αντικείμενο.».
- Στο τρίτο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 30 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) το τρίτο εδάφιο αντικαθίσταται,
β) προστίθεται τέταρτο εδάφιο και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Ο ανακριτής και ο δικαστής ανηλίκων ασκούν τα καθήκοντά τους και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου για τον οποίο ορίστηκαν, μέχρι την αντικατάστασή τους ή την ανανέωση της θητείας τους. Πριν από την πάροδο του παραπάνω χρονικού διαστήματος, απαλλάσσονται από τα καθήκοντά τους με τη διαδικασία της παρ. 1 ή κατά περίπτωση της παρ. 5, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Η θητεία του ανακριτή και του εισαγγελέα ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με αίτηση αυτού και με απόφαση του ορίζοντος αυτόν οργάνου για ένα (1) ακόμη έτος. Η θητεία του δικαστή ανηλίκων και του ανακριτή ανηλίκων μπορεί να ανανεώνεται με τον ίδιο τρόπο για δύο (2) ακόμη έτη.».
Άρθρο 80
Προανακριτές Πρωτοδίκες – Προσθήκη άρθρου 30Α στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), προστίθεται άρθρο 30Α ως εξής:
«Άρθρο 30Α
Προανακριτές Πρωτοδίκες
- Για τη στελέχωση των ειδικών προανακριτικών τμημάτων της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 5108/2024 (Α’ 65) ορίζονται με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών του πρωτοδικείου, ως προανακριτές με τριετή θητεία, δικαστές της ειδικής επετηρίδας και, αν στην έδρα του πρωτοδικείου δεν υπηρετούν ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν αριθμητικά, πρωτοδίκες της γενικής επετηρίδας. Για τον ορισμό στη θέση του προανακριτή λαμβάνεται υπόψη το χρονικό διάστημα της προηγούμενης υπηρεσίας του στο ειδικό αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης και της προανάκρισης. Επίσης, συνεκτιμώνται η κατοχή μεταπτυχιακού τίτλου ή διδακτορικού διπλώματος στο ποινικό δίκαιο και η αποδεδειγμένα πολύ καλή γνώση μίας (1) ξένης γλώσσας και ιδίως της αγγλικής. Η θητεία του προανακριτή μπορεί να ανανεώνεται με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών του πρωτοδικείου για ένα (1) ακόμη έτος.
- Αν δεν υπάρχει, απουσιάζει ή κωλύεται ή έπαψε να υπηρετεί ή εντάχθηκε στη γενική επετηρίδα ο προανακριτής και δεν μπορεί άλλος προανακριτής να τον αναπληρώσει, ο πρόεδρος πρωτοδικών ή το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης που διευθύνει το πρωτοδικείο της έδρας, ορίζουν ως προανακριτή έναν (1) πρωτοδίκη της ειδικής επετηρίδας και, αν στην έδρα του πρωτοδικείου της έδρας δεν υπηρετούν πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας ή αυτοί που υπηρετούν δεν επαρκούν αριθμητικά, έναν (1) πρωτοδίκη της γενικής επετηρίδας. Η διάρκεια της αναπλήρωσης δεν μπορεί να εκτείνεται πέραν της ημερομηνίας έναρξης του επόμενου δικαστικού έτους.
- Ο αριθμός των προανακριτών που υπηρετεί σε κάθε πρωτοδικείο, προσδιορίζεται ανάλογα με τις υπηρεσιακές ανάγκες, από την ολομέλεια του οικείου δικαστηρίου. Στα Πρωτοδικεία Αθηνών, Πειραιώς και Θεσσαλονίκης, δύνανται να δημιουργούνται κατά περίπτωση, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών, Προανακριτικά Τμήματα Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, προς διεκπεραίωση των υποβαλλομένων εισαγγελικών παραγγελιών, με αντικείμενο την εκτέλεση αιτημάτων δικαστικής συνδρομής και ευρωπαϊκών εντολών έρευνας. Ο ως άνω Προανακριτής Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκής Εντολής Έρευνας, επιλέγεται με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του πρωτοδικείου της έδρας ή πράξη του διευθύνοντος προέδρου πρωτοδικών, μεταξύ των προανακριτών, που υπηρετούν στα προανακριτικά τμήματα του πρωτοδικείου και μπορεί κατά την κρίση του προέδρου και σύμφωνα με τις υπηρεσιακές ανάγκες να τυγχάνει αποκλειστικής απασχόλησης. Για τη διαδικασία αναπλήρωσής του εφαρμόζεται η παρ. 2. Για τη γραμματειακή υποστήριξη του Προανακριτή Διεθνούς Δικαστικής Συνδρομής και Ευρωπαϊκών Εντολών Έρευνας, συγκροτείται Γραφείο Διεθνών Δικαστικών Συνδρομών, το οποίο στελεχώνεται από δικαστικούς υπαλλήλους, με σχετική εμπειρία και γνώση ξένων γλωσσών.
- Ο προανακριτής ασκεί τα καθήκοντά του και μετά τη συμπλήρωση του χρόνου, για τον οποίον ορίστηκε, μέχρι την αντικατάστασή του ή την ανανέωση της θητείας του. Πριν από την πάροδο του χρονικού διαστήματος που αναφέρεται στην παρ. 1, ο προανακριτής δύναται να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του, με τη διαδικασία της παρ. 1, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος.
- Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του προανακριτή συμπεριλαμβάνεται και η κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών αρμόδιων δικαστικών λειτουργών διενέργεια ερευνών κατ’ οίκον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος και των άρθρων 253 έως 256 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 182). Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι υπηρετούντες προανακριτές ή οι κατά την παρ. 2 του παρόντος αναπληρωτές τους, η έρευνα διενεργείται από τους νεότερους πρωτοδίκες της ειδικής επετηρίδας της περ. ε) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει δωδεκαετή υπηρεσία και, εάν οι τελευταίοι δεν επαρκούν, από αντεισαγγελείς πλημμελειοδικών ή από εισαγγελικούς παρέδρους.
- Η παρ. 1 του παρόντος αναφορικά με την ανάθεση καθηκόντων προανακριτή και τη διάρκεια της θητείας του εφαρμόζεται ως προς τους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 πταισματοδίκες μετά από τη συμπλήρωση της τριετίας, η οποία προβλέπεται στην παρ. 2 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου. Οι υπηρετούντες κατά τη διάταξη αυτή προανακριτές δύνανται να ζητήσουν με αίτησή τους, η οποία υποβάλλεται το αργότερο τρεις (3) μήνες πριν από τη λήξη της τριετίας, προς το τριμελές συμβούλιο διεύθυνσης ή τον διευθύνοντα το πρωτοδικείο της περ. α) του άρθρου 3 του ν. 5108/2024, την εκ νέου ανάθεση σε αυτούς καθηκόντων προανακριτή σύμφωνα με την παρ. 1 του παρόντος.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ζ’
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΕΓΓΥΗΣΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Γ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 81
Κανονική άδεια δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 6 άρθρου 52 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 6 του άρθρου 52 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της κανονικής άδειας των δικαστικών λειτουργών, το τρίτο εδάφιο καταργείται και η παρ. 6 διαμορφώνεται ως εξής:
«6. Η κανονική άδεια χορηγείται με απόφαση του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ύστερα από αίτηση του δικαστικού λειτουργού. Η απόφαση αυτή κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.».
Άρθρο 82
Άδειες κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου – Τροποποίηση παρ. 2 άρθρου 53 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 53 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2024, Α’ 109), περί των αδειών κύησης, λοχείας και ανατροφής τέκνου δικαστικών λειτουργών, οι λέξεις «ή του προέδρου του οικείου πρωτοδικείου για τα δικαστήρια στα οποία υπηρετούν μέχρι τέσσερις ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες» διαγράφονται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Στον γονέα δικαστικό λειτουργό χορηγείται, ύστερα από αίτησή του, με απόφαση του δικαστή ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου, που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, η οποία κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, άδεια εννέα (9) μηνών με αποδοχές για ανατροφή τέκνου. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης, η παραπάνω άδεια των εννέα (9) μηνών για ανατροφή τέκνου με αποδοχές προσαυξάνεται, κατά έξι (6) μήνες για κάθε τέκνο πέραν του ενός. Η ημερομηνία έναρξης της άδειας προσδιορίζεται, όταν το σχετικό αίτημα υποβάλλεται από μητέρα δικαστική λειτουργό, το συντομότερο δυνατόν, οπωσδήποτε όμως μέσα σε δύο (2) μήνες από το πέρας της άδειας μητρότητας που έλαβε η ίδια δικαστική λειτουργός. Η αίτηση για τη χορήγηση της παραπάνω άδειας σε πατέρα δικαστικό λειτουργό, για την ανατροφή του τέκνου του, υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν, δηλαδή μετά τη λήξη της άδειας μητρότητας που έχει χορηγηθεί στην εργαζομένη μητέρα του παιδιού του. Αν η σύζυγος ή το πρόσωπο, με το οποίο έχει συνάψει σύμφωνο συμβίωσης ο δικαστικός λειτουργός, δεν έχει λάβει άδεια μητρότητας, η αίτηση υποβάλλεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία έληγε η άδεια μητρότητας, την οποία, με βάση τον χρόνο τοκετού, θα ελάμβανε μητέρα δικαστική λειτουργός.».
Άρθρο 83
Αναρρωτική άδεια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 54 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 54 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των αναρρωτικών αδειών των δικαστικών λειτουργών, οι λέξεις «ή τον πρόεδρο του οικείου πρωτοδικείου, για τα δικαστήρια στα οποία υπηρετούν μέχρι τέσσερις (4) ειρηνοδίκες ή πταισματοδίκες,» διαγράφονται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Στους δικαστικούς λειτουργούς που ασθενούν ή έχουν ανάγκη ανάρρωσης, χορηγείται από τον δικαστή ή τον πρόεδρο του τριμελούς συμβουλίου που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο ή τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αναρρωτική άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η σχετική απόφαση κοινοποιείται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.».
Άρθρο 84
Εκπαιδευτική άδεια – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 55 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην περ. β) του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 55 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των εκπαιδευτικών αδειών των δικαστικών λειτουργών στην αλλοδαπή και ημεδαπή, οι λέξεις «του ειρηνοδίκη,» διαγράφονται και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Επιτρέπεται η χορήγηση εκπαιδευτικής άδειας απουσίας στην αλλοδαπή:
α) στους εισηγητές και παρέδρους του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
β) στους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων από τον βαθμό, του πρωτοδίκη και του αντεισαγγελέα πρωτοδικών μέχρι του εφέτη και του αντεισαγγελέα εφετών,
γ) στους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από τον βαθμό του πρωτοδίκη μέχρι του εφέτη.
Εκπαιδευτική άδεια δεν επιτρέπεται να χορηγηθεί μετά τη συμπλήρωση του πεντηκοστού πέμπτου (55ου) έτους της ηλικίας. Για να χορηγηθεί εκπαιδευτική άδεια, απαιτείται ο δικαστικός λειτουργός να έχει πολύ καλή γνώση της γλώσσας της χώρας στην οποία πρόκειται να μεταβεί για εκπαίδευση και να έχει γίνει δεκτός σε αναγνωρισμένο μεταπτυχιακό πρόγραμμα σπουδών σε πανεπιστήμιο της αλλοδαπής, είτε ως πλήρους φοίτησης είτε ως ακαδημαϊκός επισκέπτης.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Η’
ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΕΣ ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ Ε’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 85
Μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 1 και 3 άρθρου 60 ν. Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 1 του άρθρου 60 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α΄ 109), περί των μεταθέσεων των δικαστικών λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) προστίθεται νέο, τέταρτο, εδάφιο,
β) στο πέμπτο εδάφιο,
βα) οι λέξεις «δεκαπέντε (15)» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δέκα (10)» και
ββ) προστίθενται οι λέξεις «, εφόσον η μετακίνησή τους γίνεται σε δικαστήρια της ίδιας εφετειακής έδρας, άλλως εντός δεκαπέντε (15 ημερών)» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Τα Ανώτατα Δικαστικά Συμβούλια για τις προαγωγές και μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών συνεδριάζουν κατά το χρονικό διάστημα από τις 10 Μαΐου έως τις 10 Ιουνίου. Οι προαγόμενοι και μετατιθέμενοι δικαστικοί λειτουργοί είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους έως τις 15 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, εκτός αν υπηρεσιακές ανάγκες επιβάλλουν να εμφανιστούν νωρίτερα. Κατ’ εξαίρεση, για την πλήρωση κενών οργανικών θέσεων που δημιουργούνται κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, το οικείο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο συνεδριάζει για προαγωγές και μεταθέσεις δικαστικών λειτουργών και κατά τους μήνες Οκτώβριο και Ιανουάριο. Αν κενωθεί οργανική θέση πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, στη θέση του μετατίθεται, κατά προτεραιότητα, πρωτοδίκης της ίδιας επετηρίδας. Οι δικαστικοί λειτουργοί που προάγονται και μετατίθενται κατά το προηγούμενο εδάφιο, είναι υποχρεωμένοι να εμφανισθούν στις θέσεις τους εντός δέκα (10) ημερών από τη δημοσίευση του προεδρικού διατάγματος περί προαγωγής ή μετάθεσης, εφόσον η μετακίνησή τους γίνεται σε δικαστήρια της ίδιας εφετειακής έδρας, άλλως εντός δεκαπέντε ημερών (15). Αν εμφανισθεί απρόβλεπτη υπηρεσιακή ανάγκη ή σε όλως εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια του δικαστικού έτους, επιτρέπεται απόσπαση δικαστικού λειτουργού, σύμφωνα με το άρθρο 61.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 60 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, προστίθενται οι λέξεις «, συμπεριλαμβανομένων αυτών της ειδικής επετηρίδας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,» και η παρ. 3 διαμορφώνεται ως εξής:
«3. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού, συμπεριλαμβανομένων αυτών της ειδικής επετηρίδας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, μπορεί να γίνει είτε ύστερα από αίτηση αυτού είτε αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να αντιμετωπισθεί υπηρεσιακή ανάγκη, η οποία πρέπει να εκτίθεται αναλυτικά στην απόφαση. Απαγορεύεται η μετάθεση που έχει σχέση με την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού.».
Άρθρο 86
Αποσπάσεις δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση παρ. 2 του άρθρου 61 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 61 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των αποσπάσεων των δικαστικών λειτουργών, η περ. δ) καταργείται και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Η διαπίστωση της υπηρεσιακής ανάγκης γίνεται με αιτιολογημένη έκθεση:
α) του Προέδρου του Αρείου Πάγου, προκειμένου για δικαστές των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων,
β) του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, προκειμένου για εισαγγελικούς λειτουργούς,
γ) του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προκειμένου για τους δικαστικούς λειτουργούς των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
δ) [Καταργείται].
Στην έκθεση περιλαμβάνεται και πρόταση για το δικαστήριο ή την εισαγγελία από την οποία είναι δυνατό να αποσπαστεί ο δικαστικός λειτουργός.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’
ΒΑΘΜΟΙ ΙΕΡΑΡΧΙΑΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΣΤ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 87
Βαθμοί ιεραρχίας, αντιστοιχία και προβάδισμα δικαστικών λειτουργών – Τροποποίηση άρθρου 66 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο άρθρο 66 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί των βαθμών ιεραρχίας, της αντιστοιχίας και του προβαδίσματος των δικαστικών λειτουργών, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις:
α) στην περ. β) της παρ. 1,
αα) στην υποπερ. βγ), προστίθενται οι λέξεις «δικαστής ειδικής επετηρίδας,» και
αβ) η υποπερ. βδ) καταργείται,
β) στην παρ. 2,
βα) στην περ. στ), διαγράφονται οι λέξεις «και οι ειρηνοδίκες Α’ τάξης»,
ββ) στην περ. ζ), οι λέξεις «ειρηνοδίκες Β΄ τάξης» αντικαθίστανται από τις λέξεις «δικαστές ειδικής επετηρίδας»,
βγ) στην περ. η), διαγράφονται οι λέξεις «και οι ειρηνοδίκες Γ’ τάξης» και
βδ) προστίθεται περ. θ),
γ) στην παρ. 3,
γα) στην περ. α), η λέξη «ειρηνοδικών» αντικαθίσταται από τις λέξεις «προέδρων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας» και
γβ) στην περ. δ), η λέξη «ειρηνοδίκες» αντικαθίσταται από τις λέξεις «δικαστές ειδικής επετηρίδας πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων»,
δ) στην παρ. 4,
δα) η περ. γ) αντικαθίσταται και
δβ) η περ. δ) καταργείται και το άρθρο 66, μετά από νομοτεχνικές βελτιώσεις, διαμορφώνεται ως εξής:
«Άρθρο 66
Βαθμοί ιεραρχίας – Αντιστοιχία – Προβάδισμα δικαστικών λειτουργών
- Οι βαθμοί της ιεραρχίας των δικαστικών λειτουργών είναι οι εξής:
α) Του Συμβουλίου της Επικρατείας: Πρόεδρος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
β) Των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων:
βα) Πρόεδρος, Εισαγγελέας, αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, αρεοπαγίτης, αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου,
ββ) πρόεδρος, εισαγγελέας εφετών, εφέτης, αντεισαγγελέας εφετών,
βγ) πρόεδρος, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, δικαστής ειδικής επετηρίδας, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας,
βδ) [Καταργείται]
γ) Του Ελεγκτικού Συνεδρίου: Πρόεδρος, αντιπρόεδρος, σύμβουλος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
δ) Της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο: Γενικός Επίτροπος, Επίτροπος, αντεπίτροπος, πάρεδρος, εισηγητής, δόκιμος εισηγητής.
ε) Της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων:
Γενικός Επίτροπος, επίτροπος, αντεπίτροπος.
στ) Των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων: Πρόεδρος εφετών, εφέτης, πρόεδρος πρωτοδικών, πρωτοδίκης και πάρεδρος πρωτοδικείου διοικητικών δικαστηρίων.
- Εξομοιώνονται βαθμολογικά:
α) ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος και ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
γ) οι σύμβουλοι της Επικρατείας, οι αρεοπαγίτες, οι αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, οι σύμβουλοι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι αντεπίτροποι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι αντεπίτροποι Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
δ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων,
ε) οι πάρεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι εφέτες, οι αντεισαγγελείς εφετών, οι πάρεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, καθώς και οι εφέτες των διοικητικών δικαστηρίων,
στ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών και οι πρόεδροι πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων,
ζ) οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πρωτοδίκες, οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων και οι δικαστές ειδικής επετηρίδας,
η) οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πάρεδροι πρωτοδικείου, οι πάρεδροι εισαγγελείς, οι πάρεδροι πρωτοδικείου των διοικητικών δικαστηρίων,
θ) οι δόκιμοι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πάρεδροι πρωτοδικείου, οι πάρεδροι εισαγγελείς, οι πάρεδροι πρωτοδικείου των διοικητικών δικαστηρίων.
- Μεταξύ των δικαστικών λειτουργών που ανήκουν στην ίδια βαθμίδα εξομοίωσης, προβαδίζει ο αρχαιότερος στον βαθμό με την εξής σειρά:
α) δικαστές, πλην προέδρων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας και πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας,
β) εισαγγελείς,
γ) επίτροποι,
δ) δικαστές ειδικής επετηρίδας πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων.
- Στις επίσημες τελετές ή εορτές καλούνται, ως εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας:
α) στην Αθήνα, ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος, ο Εισαγγελέας και οι αντιπρόεδροι του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος και οι αντιπρόεδροι του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Γενικός Επίτροπος και ο Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος και ο Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων,
β) στις πόλεις έδρες εφετείων, ο πρόεδρος και ο εισαγγελέας των εφετών και ο πρόεδρος εφετών διοικητικών δικαστηρίων,
γ) στις πόλεις έδρες πρωτοδικείων, ο πρόεδρος πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και ο εισαγγελέας πρωτοδικών και ο πρόεδρος πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων, και στις παράλληλες και περιφερειακές έδρες ο οριζόμενος από τον διευθύνοντα το πρωτοδικείο ή την εισαγγελία,
δ) [Καταργείται].
- Οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς εφετών, καθώς και οι πρόεδροι εφετών διοικητικών δικαστηρίων εξομοιώνονται μισθολογικά με τους δικαστικούς λειτουργούς, που αναφέρονται στην περ. γ) της παρ. 2.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι’
ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΙ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ-ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΓΕΛΙΩΝ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΓ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 88
Δικαίωμα ένταξης στη γενική επετηρίδα – Αντικατάσταση άρθρου 90 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Το άρθρο 90 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του διορισμού και των προαγωγών των ειρηνοδικών, αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 90
Ένταξη πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική
- Στους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 (Α’ 65) ειρηνοδίκες παρέχεται το δικαίωμα ένταξης στη γενική επετηρίδα, μετά από αίτησή τους, εφόσον έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης του άρθρου 7 του ν. 5108/2024 και έχουν μία (1) τουλάχιστον έκθεση επιθεώρησης του κεφαλαίου ΙΗ΄ του Κώδικα αυτού περί διενέργειας επιθεώρησης, από́ τον αρμόδιο Επιθεωρητή́ του Αρείου Πάγου της δικαστικής περιφέρειας στην οποία υπηρετούν.
- Η αίτηση υποβάλλεται την πρώτη εβδομάδα του Μαρτίου κάθε έτους στην γραμματεία του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης. Για την ένταξη στη γενική́ επετηρίδα και τον ακριβή́ αριθμό́ των εντασσόμενων πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας αποφαίνεται το Ανώτατο Δικαστικό́ Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης με αιτιολογημένη απόφασή́ του, η οποία εκδίδεται μετά από ακρόαση των αιτούντων, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις επιθεώρησης, το ήθος, την επιστημονική́ κατάρτιση, την ποιοτική́ και ποσοτική́ απόδοση της εργασίας και την επίδοση αυτών γενικά́. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης εφαρμόζεται από τη 16η Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους.
- Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Ποινικής και Πολιτικής Δικαιοσύνης επιλαμβάνεται των κρίσεων των παρ. 1 και 2 κατόπιν ερωτήματος που αποστέλλει ο Υπουργός Δικαιοσύνης, μέχρι την 30ή Μαρτίου κάθε έτους, με θέμα την πλήρωση οργανικών θέσεων πρωτοδικών γενικής επετηρίδας σε αριθμό αντίστοιχο των υποβληθεισών αιτήσεων.
- Οι εντασσόμενοι στη γενική́ επετηρίδα των πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά́ που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική́ επετηρίδα κατά́ τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται.
- Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο μπορεί, με αιτιολογημένη απόφασή του, να απορρίψει την αίτηση της παρ. 2, αν κρίνει ότι ο αιτών δεν έχει τη δυνατότητα ένταξης στη γενική επετηρίδα.
- Η απόρριψη της αίτησης δεν αποτελεί κώλυμα για την εκ νέου υποβολή αυτής στο επόμενο έτος.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΑ’
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΔ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 89
Αποφάσεις Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης περί διορισμού και ένταξης στη γενική επετηρίδα – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 91 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 91 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της συγκρότησης, των αρμοδιοτήτων και της λειτουργίας του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) προστίθενται οι λέξεις «γενικής επετηρίδας», β) διαγράφεται η λέξη «ειρηνοδικών», γ) προστίθενται οι λέξεις «την ένταξη δικαστών ειδικής επετηρίδας στη γενική, καθώς» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο Πολιτικής και Ποινικής Δικαιοσύνης αποφασίζει για τον διορισμό των πρωτοδικών γενικής επετηρίδας και αντεισαγγελέων πρωτοδικών και την ένταξη δικαστών ειδικής επετηρίδας στη γενική, καθώς και για τις τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις και προαγωγές των δικαστικών λειτουργών της πολιτικής και ποινικής δικαιοσύνης. Επίσης, αποφασίζει, γνωμοδοτεί ή προτείνει και σε κάθε άλλη περίπτωση που ορίζεται από τον νόμο.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΒ’
ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΙΣΤ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 90
Όργανα επιθεώρησης και ετήσια επιθεώρηση – Τροποποίηση παρ. 2 και 10 άρθρου 93 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
- Στην παρ. 2 του άρθρου 93 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί του Συμβουλίου Επιθεώρησης και περί των οργάνων και της διαδικασίας επιθεώρησης των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των δικαστικών λειτουργών, καταργείται η περ. β) και η παρ. 2 διαμορφώνεται ως εξής:
«2. Την επιθεώρηση ενεργούν:
α) στα εφετεία, στα πρωτοδικεία και στις αντίστοιχες εισαγγελίες, αρεοπαγίτες και αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,
β) [Καταργείται]
γ) στις γραμματείες των παραπάνω δικαστηρίων και εισαγγελιών, οι πρόεδροι και εισαγγελείς εφετών της οικείας περιφέρειας και οι πρόεδροι και εισαγγελείς πρωτοδικών, αντίστοιχα.».
- Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 93 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών, διαγράφονται οι λέξεις «, ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων» και η παρ. 10 διαμορφώνεται ως εξής:
«10. Οι πρόεδροι εφετών ενεργούν ετήσια επιθεώρηση των πρωτοδικείων και οι εισαγγελείς εφετών ετήσια επιθεώρηση των εισαγγελιών της περιφέρειάς τους και των πταισματοδικείων ως προς το προανακριτικό τους έργο, παράλληλα προς την επιθεώρηση των επιθεωρητών αρεοπαγιτών και αντεισαγγελέων του Αρείου Πάγου. Σε όσα δικαστήρια και εισαγγελίες υπηρετούν περισσότεροι πρόεδροι ή εισαγγελείς εφετών, ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή εκείνος που διευθύνει το δικαστήριο ή την εισαγγελία διενεργεί ο ίδιος την επιθεώρηση ή ορίζει από τους ομοιόβαθμούς του αυτόν ή αυτούς που πρόκειται να τη διενεργήσουν.».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΓ’
ΔΙΩΞΗ – ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑ’ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΚΩΔΙΚΑ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ
Άρθρο 91
Άσκηση πειθαρχικής δίωξης – Αρμοδιότητα για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης σε εισαγγελείς – Τροποποίηση παρ. 1 άρθρου 117 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών
Στην παρ. 1 του άρθρου 117 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (ν. 4938/2022, Α’ 109), περί της άσκησης πειθαρχικής δίωξης, επέρχονται οι ακόλουθες τροποποιήσεις: α) στην περ. στα), προστίθενται οι λέξεις «ή ο οριζόμενος από αυτόν αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου», β) στην περ. ζ), οι λέξεις «ο εισαγγελέας εφετών ή ο προϊστάμενος της εισαγγελίας» αντικαθίστανται από τις λέξεις «ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών ή ο οριζόμενος από αυτόν εισαγγελέας» και η παρ. 1 διαμορφώνεται ως εξής:
«1. Αρμόδιοι για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης είναι:
α) ο Υπουργός Δικαιοσύνης για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς,
β) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά τις παρ. 4 και 5 του άρθρου 97, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης αντιπροέδρους τακτικούς και αναπληρωματικούς, για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας,
γ) ο αντιπρόεδρος που προεδρεύει στο Συμβούλιο Επιθεώρησης των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, για τους δικαστικούς λειτουργούς των διοικητικών δικαστηρίων,
δ) ο πρόεδρος του Συμβουλίου Επιθεώρησης, για όλους τους δικαστικούς λειτουργούς των πολιτικών – ποινικών δικαστηρίων, εκτός από τα μέλη του Αρείου Πάγου,
ε) ο αρχαιότερος από τους κληρωθέντες, κατά την παρ. 6 του άρθρου 96, στο Συμβούλιο Επιθεώρησης, αντιπροέδρους τακτικούς και αναπληρωματικούς, για τους παρέδρους, τους εισηγητές και τους δόκιμους εισηγητές του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο για τους παρέδρους, εισηγητές και δόκιμους εισηγητές της Γενικής Επιτροπείας,
στ) ο πρόεδρος του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του εφετείου ή ο πρόεδρος του εφετείου πολιτικού ή διοικητικού για τους προέδρους πρωτοδικών, πρωτοδίκες, παρέδρους.
στα) ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ή ο οριζόμενος από αυτόν αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου για όλους τους εισαγγελείς, εκτός από τους αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου,
ζ) ο διευθύνων την εισαγγελία εφετών ή ο οριζόμενος από αυτόν εισαγγελέας εφετών για τους εισαγγελείς, αντεισαγγελείς πρωτοδικών και παρέδρους της εισαγγελίας.».
Έχει καταστεί ξεκάθαρο ότι δεν ενδιαφέρει τον νομοθέτη η εξώφθαλμη άνιση μεταχείριση των Ειρηνοδικών προκειμένου να μην διασαλευθεί η επετηρίδα των Πρωτοδικών. Ωστόσο οι τελευταίοι δεν έχουν ακόμα μάλλον αντιληφθεί το πόσο θα επιβαρυνθεί η υπηρεσιακή τους κατάσταση από τον συνεχώς αυξανόμενο όγκο εφέσεων, εάν δεν υπάρξει σύσταση νέων οργανικών θέσεών τους ως δευτεροβάθμιων δικαστών, αφού η προαγωγή των τέως Ειρηνοδικών, άλλως των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, έχει αποκλειστεί. Τονίζεται δε, στο σημειο αυτό, ότι δεν νοείται ενοποίηση 1ου βαθμού και αντιβαίνει στο άρθρο 88 Σ, η μη προαγωγή των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας τουλάχιστον στον βαθμό του Προέδρου Πρωτοδικών εν τοις πράγμασι κι όχι τύποις, αφού ο 1ος βαθμός απαρτίζεται και από αυτή τη θέση. Σε κάθε περίπτωση και εφόσον μοναδικό μέλημα είναι η μη διασάλευση της υπηρεσιακής θέσης των νυν Πρωτοδικών, τουλάχιστον θα ήταν χρήσιμο να διευκρινιστεί ότι η «ένταξη» του άρθρου 89 όσων δικαστών επιθυμούν να μεταπηδήσουν στην γενική επετηρίδα θα είναι πράγματι ένταξη και όχι πρώτη τοποθέσηση σε οποιοδήποτε ακριτικό μέρος έχει απομείνει. Η διατήρηση, δηλαδή, της οργανικής τους θέσης, εφόσον δεν επιθυμούν οι ίδιοι να μετακινηθούν, θα είναι ένα από τα σημαντικότερα κίνητρα για τη μεταπήδησή τους στη γενική επετηρίδα. Αυτόνοητο είναι βέβαια ότι η ειδική επετηρίδια θα συνεχίσει να υπάρχει μέχρι και την αφυπηρέτηση και του τέλευταίου νυν Ειρηνοδίκη, ακόμα και εάν σε αυτήν απομείνουν μονον πέντε άτομα. Οι αλλαγές δε, αυτές, ουδόλως, επηρεάζουν τους νυν Πρωτοδίκες ούτε κατ΄ ελάχιστο.
Τέλος, πρέπει να υπάρξει σαφής και ξεκάθαρη πρόβλεψη και περί της τυχόν αναπλήρωσης πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας σε περίπτωση ασθενείας του και εν γένει πρόσκαιρου ή μη κωλύμματός του, καθώς δεν υπάρχει καμία σχετική ρύθμιση.
Ορθή η μέχρι τώρα κριτική που ασκείται στη διακριτική μεταχείριση που επιφυλάσσει το υπό διαβούλευση σχέδιο νόμου σε βάρος των Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας σε σχέση με τους Πρωτοδίκες Γενικής Επετηρίδας, αναφορικά ιδίως με την δυνατότητα εξέλιξης. Τα σχετικά σχόλια πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη κατά την διαμόρφωση των τελικών νομοθετικών διατάξεων. Ομοίως ορθές οι παρατηρήσεις σχετικά με το εσφαλμένο της τοποθέτησης των Πρωτοδικών της Ειδικής Επετηρίδας που θα ενταχθούν στη Γενική Επετηρίδα στο τέλος αυτής και ακόμη περισσότερο η κατάταξη των Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας μετά τους Πρωτοδίκες Γενικής Επετηρίδας εσαεί. Αυτά τα προβλήματα διέβλεπε το σώμα όταν εκφράστηκε κατά της ενοποίησης, πλην όμως δεν εισακούστηκε και τώρα πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή προκειμένου να μην αδικηθεί ουδείς. Ως Ειρηνοδίκης με οκταετή εμπειρία, σαφώς δεν αξιώνω να τοποθετηθώ στην ίδια θέση της επετηρίδας με τον Πρωτοδίκη που έχει οκταετή εμπειρία και στο ποινικό αντικείμενο, πλην όμως αδυνατώ να δεχθώ ότι θα τοποθετηθώ μετά τον νεοδιοριζόμενο πρωτοδίκη (με κάθε σεβασμό προς τον τελευταίο) και όχι μόνον δεν θα προεδρεύσω σε πολυμελή αστική σύνθεση αλλά, σε τέτοια περίπτωση, θα θεωρούμαι πάντα νεότερη από κάθε συνάδελφο της Γενικής Επετηρίδας ανεξαρτήτως ετών εμπειρίας δικών μου και του τελευταίου (βλ. άρ. 7 παρ. 4 εδ. τελ. ν. 5108/2024), παρότι προεδρεύω σε αστικά δικαστήρια τα τελευταία οκτώ έτη και ανταποκρίνομαι, ευδόκιμα κατά τους Επιθεωρητές μου, στα σχετικά καθήκοντα.
Ειδική αναφορά επιθυμώ να κάνω στη ρύθμιση του ΚΟΔΚΔΛ για τις έρευνες, καθότι θεωρώ άτοπο να επιχειρεί το εν λόγω νομοθέτημα να απονείμει την σχετική υπηρεσία σε συγκεκριμένες κατηγορίες δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Δεδομένου ότι εκ του Συντάγματος και του Κ.Π.Δ. δεν γίνεται διάκριση μεταξύ των ανωτέρω και δύνανται / υποχρεούνται άπαντες να τις διεξάγουν, ορθότερο είναι η εν λόγω υπηρεσία να ανατίθεται από τον μεν διευθύνοντα το Πρωτοδικείο στους δικαστικούς λειτουργούς, από τον δε διευθύνοντα την Εισαγγελία στους εισαγγελικούς λειτουργούς, που τυχόν έχουν μικρότερο φόρτο, πλην όμως επειδή κάτι τέτοιο σπάνια θα συμβαίνει, δικαιότερο υπηρεσιακά είναι η σχετική υπηρεσία να επιβαρύνει το σύνολο των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών λόγω του ότι ο φόρτος απάντων είναι αδιαμφισβήτητος και μόνο αν η υπηρεσία μοιράζεται σε περισσότερα άτομα θα μετριάζεται και αυτός ο υπηρεσιακός φόρτος. Άλλως, εάν ο νομοθέτης κρίνει ορθό να επιβαρύνει μονομερώς κάποιες κατηγορίες των λειτουργών με συγκεκριμένες υπηρεσίες, τουλάχιστον στην περίπτωση των Πρωτοδικών Ειδικής Επετηρίδας θα πρέπει να τους απαλλάξει ομοίως ρητά από άλλες υπηρεσίες ως αντιστάθμισμα σε μία προσπάθεια ισοκατανομής των υπηρεσιών μεταξύ απάντων των Πρωτοδικών που θα εκτελούν μεταξύ τους ίδια καθήκοντα.
Άρθρο 87: Η διαβάθμιση της ιεραρχίας, όπως φέρεται, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης: Είναι μεν αμφότεροι Πρωτοδίκες, πλην όμως η διάταξη διαχωρίζει αδικαιολόγητα σε πρωτοδίκη και δικαστή ειδικής επετηρίδας, τοποθετώντας τον μεν πρώτο ιεραρχικά πάνω από τον αντεισαγγελέα πρωτοδικών, τον δε δεύτερο από κάτω. Ως εκ τούτου, θα πρέπει η η παρ.1β του άρθρου 66 ΚΟΔΚΔΛ να διαμορφωθεί ως εξής:
«βγ) πρόεδρος, πρόεδρος ειδικής επετηρίδας, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας»
Η παρ.2 ως εξής:
«στ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρόεδροι πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων, οι πρόεδροι πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας,
ζ) οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πρωτοδίκες γενικής, οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδες, οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων».
Στην παρ.3 να απαλειφθεί η ήδη αναχρονιστική αναφορά σε δικαστές ειδικής επετηρίδας σε αντικατάσταση των Ειρηνοδικών, εφόσον πλέον οι τελευταίοι υπηρετούν σε ενιαίες οργανικές θέσεις με τους δικαστές γενικής επετηρίδας.
Με το άρθρο 88 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου προκρίνεται η λύση της παροχής δυνατότητας στους υπηρετούντες κατά την έναρξη ισχύος του ν. 5108/2024 Ειρηνοδίκες να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, μετά από αίτησή τους, εφόσον έχουν ολοκληρώσει τα υποχρεωτικά προγράμματα επιμόρφωσης του άρθρου 7 του ν. 5108/2024 κλπ.. Ωστόσο, ορίζεται, ότι οι εντασσόμενοι στη γενική επετηρίδα των Πρωτοδικών, κάθε φορά, τοποθετούνται μετά από τον τελευταίο Πρωτοδίκη, με βάση τη σειρά που κατείχε ο καθένας εξ αυτών στην ειδική επετηρίδα κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης και καταλαμβάνουν τις οργανικές θέσεις των Πρωτοδικών γενικής επετηρίδας των Πρωτοδικείων στα οποία τοποθετούνται (σχετ. και το άρθρο 87). Δεν είναι δίκαιο ένας Ειρηνοδίκης 10, 20 ή και 30 ετών να είναι ιεραρχικά κατώτερος από έναν νέο πρωτοδίκη, ακόμα κι από τον πρωτοδίκη που μόλις αποφοίτησε από την ΕΣΔΙ, καθώς αυτό αποτελεί αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση σε βάρος των πρώην Ειρηνοδικών και με τον τρόπο αυτό δημιουργούνται Δικαστές δύο ταχυτήτων. Θα ήταν πιο δίκαιο ένα σύστημα, στο οποίο θα λαμβάνεται υπόψη ο υπηρεσιακός βίος των μέχρι πρότινος Ειρηνοδικών, ήτοι οι Ειρηνοδίκες Α’ Τάξης να εντάσσονται μετά τον τελευταίο Πρόεδρο Πρωτοδικών, οι Β’ μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη οκταετίας, οι Γ’ μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη τετραετίας και οι Δ’ μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη. Ή να προβλεφθεί η είσοδος στη γενική επετηρίδα απάντων των τέως Ειρηνοδικών με την αναγνώριση ενός αριθμού ετών υπηρεσίας, ώστε να επιτευχθεί πλήρης ενοποίηση.
Επίσης, όπως εύστοχα έχει επισημανθεί από άλλους συναδέλφους, μετά την απαλοιφή της 90 παρ. 10 ΚΟΔΚΔΛ δεν υπάρχει μνεία για την ειδική επετηρίδα και τις προαγωγές εντός αυτής, δεδομένου ότι υπήρχαν βαθμοί Eιρηνοδικών που έφταναν σε αντιστοιχία με το βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών. Ανάλογη βαθμολογική εξέλιξη πρέπει κατ’ ελάχιστον να χορηγηθεί και στους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας σε κάθε περίπτωση, άλλως προκύπτει περαιτέρω υποβάθμιση ενός σημαντικού αριθμού Δικαστών.
Τέλος, πρέπει να καταργηθεί πλήρως η πρόβλεψη υποχρεωτικής μετάθεσης δικαστικών λειτουργών. Η μετάθεση δικαστικού λειτουργού θα πρέπει να είναι δυνατή αποκλειστικά και μόνο κατόπιν αίτησής του, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως που προβλέπει η παράγραφος 4, περ. α’ του άρθρου 60 του ΚΟΔΚΔΛ, δηλαδή αν ο δικαστικός λειτουργός έχει υποπέσει σε βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα.
Για να εξασφαλιστεί η αξιοπρεπής λειτουργία των δύο επετηρίδων του πρώτου βαθμού και η εν γένει εύρυθμη λειτουργία των Δικαστηρίων από 16.09.2024 θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα παρακάτω και να τροποποιηθεί το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο όσον αφορά την τροποποίηση του ΚΟΔΚΔΛ ως εξής:
Άρθρο 4 του ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 65 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου)
Δεδομένου ότι στα πλαίσια των διατάξεων του ν.5108/2024 προκρίνεται η ενοποίηση των δύο κλάδων του πρώτου βαθμού θα πρέπει αυτό να αποτυπωθεί και στον Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Δικαστικών Λειτουργών, ώστε Πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας να χαίρουν ίδιας αντιμετώπισης, εφόσον εκτελούν τα ίδια καθήκοντα. Προκειμένου να εναρμονισθεί το άρθρο αυτό με τις επιταγές του ν.5108/2024 Να τροποποιηθούν οι παραγράφοι 1, 3, και 5 του άρθρου αυτού ως εξής:
Παράγραφος 1:
Συνεπώς προτείνουμε το υπό στοιχείο α’ να απαλειφθεί και στο στοιχείο β’ να προστεθεί μετά τη λέξη «πρωτοδίκη», η φράση «ανεξάρτητα από την επετηρίδα στην οποία ανήκει», προκειμένου μετά την τροποποίησή το περιεχόμενο του στοιχείου β) να είναι το εξής
«β. το μονομελές πρωτοδικείο ή πλημμελειοδικείο, από πρόεδρο πρωτοδικών ή πρωτοδίκη, ανεξάρτητα από την επετηρίδα στην οποία ανήκει»
Παράγραφος 3:
Στις πολυμελείς συνθέσεις των Δικαστηρίων κατά την έκδοση των αποφάσεων, πρώτος εκφέρει την άποψή του ο νεώτερος στην αρχαιότητα Δικαστής, προκειμένου να μην επηρεαστεί η απόφασή του από την άποψη των αρχαιότερων και πιο έμπειρων αυτού μελών της σύνθεσης του Δικαστηρίου. Εν προκειμένω όμως με αυτή την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου του άρθρου 7 § 4 του ν.5108/2024, δημιουργείται το παράδοξο ότι μεταξύ ομοιόβαθμων Πρωτοδικών ειδικής και γενικής επετηρίδας θα εκφέρει πρώτος την άποψή του ο Πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας, ο οποίος στις συνηθέστερες περιπτώσεις θα έχει μεγαλύτερη δικαστική εμπειρία από τον Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας. Το γεγονός αυτό όμως, ακόμη και στις περιπτώσεις που δεν θα ασκεί καμία επιρροή στον νεώτερο σε δικαστική εμπειρία Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, εύλογα θα δημιουργεί αμφιβολίες στους πολίτες και στους δικηγόρους, καθώς ανατρέπει τα όσα ίσχυαν τις τελευταίες δεκαετίες, και οι αμφιβολίες αυτές δεν θα αμβλυνθούν με τον χρόνο, δεδομένου ότι οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας από 16.09.2024 θα ασκούν τα ίδια καθήκοντα με τους γενικής επετηρίδας. Σημειωτέον ότι από το νόμο 5108/2024 δεν προκύπτει ότι ο γενικής επετηρίδας θεωρείται γενικά αρχαιότερος από τον ειδικής επετηρίδας Πρωτοδίκη, σε αντίθετη περίπτωση άλλωστε θα ήταν περιττή η ρύθμιση του τελευταίου εδαφίου της 4ης παραγράφου του άρθρου 7 ν.5108/2024, το γεγονός δε ότι κατά την ένταξη στη γενική κατατάσσει ο ισχύων νόμος τον Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας κάτω από τον τελευταίο Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, δεν συνηγορεί στην αντίθετη άποψη, δεδομένου ότι αφενός στο άρθρο 8 § 1 γίνεται βαθμολογική αντιστοίχιση μεταξύ των Πρωτοδικών γενικής και ειδικής επετηρίδας και αφετέρου στην αιτιολογική έκθεση αναφέρεται ότι η πρόβλεψη για την ένταξη στη γενική του άρθρου 8 § 2 του ίδιου νόμου δεν τέθηκε προκειμένου να μην διαταραχθεί η βαθμολογική ιεραρχία, αλλά προκειμένου να μην διαταραχθούν τα κεκτημένα κάθε επετηρίδας. Συνεπώς θα πρέπει να παραμείνει η ως έχει η παράγραφος 3, δίχως διαχωρισμό μεταξύ πρωτοδικών γενικής και ειδικής επετηρίδας.
Παράγραφος 5:
Προκειμένου να είναι πιο εύκολη και λειτουργική η ισοκατανομή των καθηκόντων μεταξύ των Πρωτοδικών γενικής και ειδικής επετηρίδας, προτείνουμε μετά το πρώτο εδάφιο να προστεθεί το εξής εδάφιο «Στα τμήματα που συγκροτούνται στα πολιτικά και ποινικά Δικαστήρια όπου απαιτείται η συμμετοχή πρωτοδίκη, συμμετέχουν σε έκαστο των τμημάτων αυτών πρωτοδίκες αμφότερων των επετηρίδων κατ’ αναλογία του αριθμού τους στο συνολικό αριθμό των υπηρετούντων πρωτοδικών», προκειμένου η παράγραφος αυτή να έχει το εξής περιεχόμενο
«5. Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, διαιρούνται σε τμήματα. Στα τμήματα που συγκροτούνται στα πολιτικά και ποινικά Δικαστήρια όπου απαιτείται η συμμετοχή πρωτοδίκη, συμμετέχουν σε έκαστο των τμημάτων αυτών πρωτοδίκες αμφότερων των επετηρίδων κατ’ αναλογία του αριθμού τους στο συνολικό αριθμό των υπηρετούντων πρωτοδικών. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στον χώρο των ανακοινώσεων και στο οικείο πληροφοριακό σύστημα, εφόσον υπάρχει.»
Άρθρα 5 και 6 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρα 67 και 68 υπό διαβούλευση νομοσχεδίου)
Για τους ίδιους ως άνω λόγους, στα πλαίσια της ενοποίησης δεν πρέπει να υπάρχει ποσοτικός περιορισμός στις πολυμελείς συνθέσεις των Δικαστηρίων και να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των Πρωτοδικών αμφότερων των επετηρίδων, για το λόγο αυτό είναι περιττές οι σχετικές τροποποιήσεις που προτείνονται από το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο στα άρθρα 5 και 6 του ΚΟΔΚΔΛ.
Άρθρο 12 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 69 υπό διαβούλευση νομοσχεδίου)
Προκειμένου να είναι πιο εύκολη και λειτουργική η ισοκατανομή των θερινών καθηκόντων μεταξύ των Πρωτοδικών γενικής και ειδικής επετηρίδας, τα εδ. β΄ και γ΄ της παρ. 3 ως έχουν ορθώς απαλείφονται, όπως προτείνεται στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, και προτείνουμε να προστεθεί δεύτερο εδάφιο με το εξής περιεχόμενο «Οι πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας κατανέμονται στα τμήματα κατ’ αναλογία του αριθμού τους στο συνολικό αριθμό των υπηρετούντων πρωτοδικών», και το περιεχόμενο της παραγράφου 3 να διαμορφωθεί ως εξής:
« 3. Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων συγκροτούνται ένα ή περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Οι πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας κατανέμονται στα τμήματα κατ’ αναλογία του αριθμού τους στο συνολικό αριθμό των υπηρετούντων πρωτοδικών στο ίδιο Πρωτοδικείο.»
Άρθρο 17 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 72 υπό διαβούλευση νομοσχεδίου)
Προκειμένου να μην αποκλειστούν από τα συμβούλια οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, δεδομένου και του φθίνοντος αριθμού τους, λόγω αφυπηρετήσεων και εντάξεως στη γενική επετηρίδα, θα πρέπει αντί να καταργηθεί στην παράγραφο 3 η περίπτωση γ’ να αντικατασταθεί ως εξής
“γ. Στα πολιτικά δικαστήρια του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας, στα οποία υπηρετούν δικαστές ειδικής επετηρίδας, το Συμβούλιο αποτελείται από έναν Πρόεδρο Πρωτοδικών, έναν Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας και έναν Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας”.
Άρθρο 30 Α ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 80 υπό διαβούλευση νομοσχεδίου
Προς εναρμόνιση του ΚΟΔΚΔΛ με την παράγραφο 3 του άρθρου 5 και της παραγράφου 2 του άρθρου 14 του ν.5108/2024 ορθώς ρυθμίζεται η λειτουργία των Προανακριτικών Τμημάτων και η συμμετοχή των Δικαστών στις έρευνες κατ’ οίκον, πλην όμως για τις έρευνες κακώς γίνεται διάκριση μεταξύ Πρωτοδικών ειδικής και γενικής επετηρίδας. Η συγκεκριμένη υπηρεσία πέραν της 24ωρης επιφυλακής του εκάστοτε επιφορτισμένου με αυτή, τις περισσότερες φορές απαιτεί και την πολύωρη απασχόληση του, η οποία μπορεί να διαρκέσει και ολόκληρο το 24ωρο, δεδομένου ότι ο Δικαστής θα πρέπει να παρίσταται σε έρευνες που εμπλέκονται κλιμάκια διάφορων αρχών κάθε φορά (αστυνομικών, λιμενικών κλπ), δίχως να δύναται να προβλεφθεί εκ των προτέρων η διάρκεια των ερευνών αυτών σε έκαστη υπηρεσία, στερεί με τον τρόπο αυτό, τον επιφορτισμένο με την υπηρεσία αυτή, το χρόνο έκδοσης αποφάσεων όχι μόνο μίας ημέρας αλλά και ενδεχομένως και της επόμενης λόγω κόπωσης. Συνεπώς θα πρέπει η υπηρεσία αυτή, προκειμένου να μην επιβαρυνθούν υπέρμετρα οι διενεργούντες αυτή, να κατανέμεται κατά μήνα μεταξύ του συνόλου των υπηρετούντων Πρωτοδικών και Αντεισαγγελέων και Παρέδρων, κατά την κατανομή δε των υποθέσεων να αντιστοιχεί η υπηρεσία αυτή τουλάχιστον με υπηρεσία έδρας Μονομελούς Πλημμελειοδικείου. Επομένως, αφ’ ης στιγμής οι Πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας ασκούν τα ίδια καθήκοντα, δεν θα πρέπει να συμπεριληφθεί η προτεινόμενη στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο διάκριση μεταξύ των Πρωτοδικών ειδικής και γενικής επετηρίδας στην παράγραφο 5 του άρθρου 30 Α, το οποίο θα πρέπει να διαμορφωθεί ως εξής:
“5. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του προανακριτή συμπεριλαμβάνεται και η κατά προτεραιότητα έναντι των λοιπών αρμόδιων δικαστικών λειτουργών διενέργεια ερευνών κατ’ οίκον σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 9 του Συντάγματος και των άρθρων 253 έως 256 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (ν. 4620/2019, Α’ 182). Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι υπηρετούντες προανακριτές ή οι κατά την παρ. 2 του παρόντος αναπληρωτές τους, η έρευνα διενεργείται από τους νεότερους πρωτοδίκες, οι οποίοι δεν έχουν συμπληρώσει δωδεκαετή υπηρεσία και, εάν οι τελευταίοι δεν επαρκούν, από αντεισαγγελείς πλημμελειοδικών ή από εισαγγελικούς παρέδρους”
Άρθρο 60 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 85 υπό διαβούλευση νομοσχεδίου)
Δεδομένου ότι οι Πρωτοδίκες αμφότερων των επετηρίδων ασκούν τα ίδια καθήκοντα και οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας υπάγονται σε μία αριθμητικά φθίνουσα “προσωρινή” και μη ανανεώσιμη επετηρίδα (σε αντίθεση με την αριθμητικά αύξουσα και συνεχώς ανανεούμενη γενική επετηρίδα της οποίας τα μέλη θα θεωρούνται εσαεί αρχαιότεροί τους), η βασική υπηρεσιακή ανάγκη που φαίνεται να εξυπηρετεί η προτεινόμενη τροποποίηση είναι να καλυφθούν, από τους εσαεί (ιεραρχικά και ανεξαρτήτως ηλικίας) νεώτερους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, οι κενές θέσεις σε Πρωτοδικεία που δεν επιθυμούν να τοποθετηθούν οι νεοδιόριστοι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας, που με βάση τις παραπάνω νομοθετικές προβλέψεις θα λογίζονται ως αρχαιότεροι. Σταδιακά ωστόσο μία αυτεπάγγελτη μετάθεση για ανάγκες της υπηρεσίας ενός Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας, θα ελλοχεύει τον κίνδυνο να παραμείνει αυτός απομακρυσμένος από τον τόπο συμφερόντων του σε ολόκληρο τον υπηρεσιακό του βίο, καθώς, με την άνιση μεταχείριση που επιφυλάσσεται στην υπηρεσιακή εξέλιξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, στις επόμενες μεταθέσεις θα προηγούνται πάντα οι Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας ως αρχαιότεροί του. Έτσι μόνη ελπίδα, μετά από μια μελλοντική αυτεπάγγελτη μετάθεση για ανάγκες της υπηρεσίας, για εκούσια μετάθεση και προσέγγιση του τόπου συμφερόντων του, θα είναι η εκούσια (δια ένταξης στη γενική) ή ακούσια (δια συνταξιοδοτήσεως) αποχώρηση κάποιου Πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας στις θέσεις των οποίων θα προηγείται (σε σχέση με τους Πρωτοδίκες γενικής επετηρίδας) στις μεταθέσεις, αποχωρήσεις όμως που θα είναι ελάχιστες μετά τα πρώτα έτη εφαρμογής του ν.5108/24 κατά τα οποία, εκτός του ότι θα έχει κατασταλάξει ο αριθμός όσων θέλουν να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, θα συνταξιοδοτηθεί παράλληλα και η πλειοψηφία των νυν Ειρηνοδικών που διορίστηκαν με το διαγωνισμό του 1999, ενώ η πλειοψηφία όσων διορίστηκαν με τους επόμενους διαγωνισμούς θα έχουν μπροστά τους τουλάχιστον 20 έτη υπηρεσίας μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Συνεπώς θα πρέπει να εξαιρεθούν οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, από την αυτεπάγγελτη μετάθεση λόγω αναγκών της υπηρεσίας, καθώς ήδη θα μπορούν να καλύψουν ανάγκες της υπηρεσίας με τις διατάξεις περί απόσπασής τους, και να διαμορφωθεί η παράγραφος 3 ως εξής
«3. Μετάθεση δικαστικού λειτουργού, πλην αυτών της ειδικής επετηρίδας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, μπορεί να γίνει είτε ύστερα από αίτηση αυτού είτε αυτεπαγγέλτως, προκειμένου να αντιμετωπισθεί υπηρεσιακή ανάγκη, η οποία πρέπει να εκτίθεται αναλυτικά στην απόφαση. Απαγορεύεται η μετάθεση που έχει σχέση με την άσκηση των δικαιοδοτικών και εν γένει υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστικού λειτουργού.»
Άρθρο 66 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 87 υπό διαβούλευση νομοσχεδίου)
Μολονότι και ο ίδιος ο ν.5108/2024 προβλέπει την εξομοίωση και αντιστοίχιση των Ειρηνοδικών Α με Προέδρους Πρωτοδικών βλέπει κανείς ότι η τροποποίηση του αρθ.66 ΚΟΔΚΔΛ αγνόησε παντελώς την κατάταξη αυτή, καταργώντας το βαθμό του Ειρηνοδίκη Α και παραλείποντας πρόβλεψη για ανάλογη αντιστοιχία Δικαστή της ειδικής επετηρίδας. Σκοπός είναι η υποβάθμιση υπηρετούντων Δικαστών; Και η διατάραξη της ειδικής επετηρίδας, απαγορευμένη από τη διάταξη αρθ.88§6 Σ; Και όμως το ίδιο το σχέδιο κάνει αναφορά στην τροποποιούμενη αρθ.66§3 για προέδρους πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας. Πρέπει συναφώς να προβλεφθεί βαθμός αντίστοιχος του Προέδρου Πρωτοδικών για το Δικαστή της ειδικής επετηρίδας, λαμβανομένης υπόψη της επιβίωσης της επετηρίδας αυτής κι ενόψει των αυτών καθηκόντων που θα ασκούν πλέον οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, άλλως επέρχεται υποβάθμιση Δικαστικών Λειτουργών. Να διαμορφωθεί δηλαδή
η παρ.1β ως εξής:
«βγ) πρόεδρος, πρόεδρος ειδικής επετηρίδας, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας,»
Η παρ.2 ως εξής:
«στ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρόεδροι πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων, οι πρόεδροι πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας,
ζ) οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πρωτοδίκες γενικής, οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδες, οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων».
Στην παρ.3 ν’ απαλειφθεί η ήδη αναχρονιστική αναφορά σε δικαστές ειδικής επετηρίδας σε αντικατάσταση των Ειρηνοδικών, εφόσον πλέον οι τελευταίοι υπηρετούν σε ενιαίες οργανικές θέσεις με τους δικαστές γενικής επετηρίδας και η αντιστοίχιση της αρχαιότητας τους είναι ζήτημα που λύνεται ευχερώς, αφού ήδη η διάταξη αρθ.8§1 ν.5108/24 δείχνει το δρόμο για μια τέτοια αντιστοίχιση.
Άρθρο 90 ΚΟΔΚΔΛ (άρθρο 88 υπό διαβούλευση νομοσχεδίου)
Η διαδικασία της ένταξης στη γενική επετηρίδα εν πολλοίς καθορίσθηκε με το ν.5108/2024 (αρθ.8§2) και εξειδικεύεται στο τροποποιούμενο αρθ.90. Ωστόσο ο νόμος αυτός θα επιδέχετο βελτίωση ώστε να ληφθεί υπόψη ο υπηρεσιακός βίος των έως πρότινος Ειρηνοδικών κατά τον αρχικό σχεδιασμό του Υπουργείου, ήτοι οι Ειρηνοδίκες Α να εντάσσονται μετά τον τελευταίο Πρόεδρο Πρωτοδικών, οι Β μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη οκταετίας, οι Γ μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη τετραετίας και οι Δ μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη ενδεχομένως κλιμακωτά προκειμένου να μη διασαλευθεί υπέρμετρα η γενική επετηρίδα.
Άλλως ένα σχήμα παράλληλης διαδρομής της ειδικής επετηρίδας απελευθερωμένης κατά τα άνω ώστε οι Δικαστές αυτής να προάγονται σε ανώτερους του Προέδρου Πρωτοδικών βαθμούς μετά από κρίση και αξιολόγηση, την οποία ούτως ή άλλως θα υφίστανται με την επιθεώρησή τους, και πάντοτε υπό το πρίσμα ότι πλέον οι έως πρότινος Ειρηνοδίκες ασκούν πλέον πλήρη καθήκοντα Πρωτοδίκη.
Επίσης μετά την απαλοιφή της 90 § 10 ΚΟΔΚΔΛ δεν υπάρχει μνεία για την ειδική επετηρίδα και τις προαγωγές εντός αυτής δεδομένου ότι υπήρχαν βαθμοί ειρηνοδικών που έφταναν σε αντιστοιχία με το βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών. Ανάλογη βαθμολογική εξέλιξη πρέπει κατ’ ελάχιστον να χορηγηθεί και στους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας σε κάθε περίπτωση άλλως προκύπτει περαιτέρω υποβάθμιση ενός σημαντικού αριθμού Δικαστών.
Περαιτέρω, παρά το γεγονός ότι η ένταξη στη γενική, κατά τον ίδιο νόμο, δεν θεωρείται προαγωγή και οι Πρωτοδίκες αμφότερων των επετηρίδων έχουν τις ίδιες ως επί το πλείστον αρμοδιότητες, δεν αποσαφηνίζεται αν ο εντασσόμενος στη γενική θα παραμένει στο Πρωτοδικείο όπου υπηρετούσε ή αν πρέπει να μετατίθεται σε άλλη οργανική θέση γενικής επετηρίδας άλλου Πρωτοδικείου. Επειδή δεν προκύπτει κανένας δικαιολογητικός λόγος για μετακίνηση του εντασσόμενου στη γενική επετηρίδα σε αντίστοιχη οργανική θέση διαφορετικού Πρωτοδικείου, θα πρέπει να προβλεφθεί ρητά ότι οι εντασσόμενοι στη γενική επετηρίδα των Πρωτοδικών θα τοποθετούνται στα ίδια Πρωτοδικεία που υπηρετούσαν ως Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, πλην αν ίδιοι αιτηθούν την τοποθέτησή τους σε άλλο Πρωτοδικείο.
Πέραν των ανωτέρω, προϋπόθεση της ουσιαστικής ενοποίησης, και αδιαφόρως των ζητημάτων επετηρίδας με βάση και την αντιστοίχηση του αρθ.8 του ν.5108/2024, τυγχάνει η ομαλή μισθολογική εξέλιξη των εντασσόμενων Ειρηνοδικών στην ειδική επετηρίδα με επέκταση εφαρμογής του αρθ.4 ν.2521/1997 (όπως ισχύει μετά ν.3691/2008) . Η αιτιολογική έκθεση του ν.5108/2024 ως προς το άρθρο 10 του νόμου αυτού αναφέρει ότι οι Ειρηνοδίκες θα λαμβάνουν όλες τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών με τους οποίους αντιστοιχούν κατά το άρθρο 8 του ίδιου νόμου, συμπεριλαμβανομένων των μισθολογικών προαγωγών και κατ’ αναλογία των ετών πραγματικής δικαστικής υπηρεσίας, διατηρώντας τις υφιστάμενες αποδοχές τους όπου αυτές είναι υψηλότερες και ότι η ρύθμιση αυτή τίθεται ώστε να διασφαλιστεί η μη χειροτέρευση της θέσης και η μη διάψευση της εύλογης προσδοκίας τους αναφορικά με τη μισθολογική τους κατάσταση. Ωστόσο προκύπτουν ερμηνευτικές ασάφειες ως προς την εφαρμογή των μισθολογικών προαγωγών που προβλέπονται στο άρθρο 4 του ν. 2521/1997, ειδικότερα στο εν λόγω άρθρο τίθεται επιπλέον προϋπόθεση η μη προαγωγή του εκάστοτε Δικαστικού Λειτουργού, λόγω έλλειψης κενών οργανικών θέσεων, ενώ στους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, δεν υπάρχει σήμερα καμία πρόβλεψη βαθμολογικής προαγωγής. Επίσης δεν καθίσταται σαφές αν θα εφαρμοστεί, μετά την κατάργηση των Ειρηνοδικείων η περίπτωση στ) του άρθρου 4 § 1 τού ίδιου νόμου, για όσους δεν έχουν συμπληρώσει κατά την έναρξη εφαρμογής του νόμου τα 24 χρόνια υπηρεσίας, δεδομένου ότι η ρύθμιση αυτή ουδεμία σχέση είχε με τις μισθολογικές προαγωγές των Πρωτοδικών. Συνεπώς θα πρέπει στο άρθρο 90 να συμπεριληφθούν διατάξεις που να αποσαφηνίζουν το μισθολογικό καθεστώς των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας ως εξής:
α) Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, που δεν έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του ν.5108/2024, τα 7 έτη συνολικής δικαστικής υπηρεσίας λαμβάνουν τις πλήρεις αποδοχές του Πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας, κατά τους ορισμούς του άρθρου 8 § 1 περ. γ΄ του Ν. 5108/2024. Με τη συμπλήρωση επταετούς συνολικής υπηρεσίας, λαμβάνουν τις πλήρεις αποδοχές Προέδρου Πρωτοδικών, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 § 1α Ν. 2521/1997.
β) Οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του ν.5108/2024, ή συμπληρώνουν στη συνέχεια 7 έτη συνολικής δικαστικής υπηρεσίας, λαμβάνουν πλήρεις αποδοχές Προέδρου Πρωτοδικών, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 § 1 του ν. 2521/1997.
γ) Οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του ν.5108/2024, ή συμπληρώνουν στη συνέχεια τα 18 έτη συνολικής δικαστικής υπηρεσίας, και αν δεν έχουν προαχθεί σε Πρόεδρο Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, λαμβάνουν προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού που λαμβάνουν με το βασικό μισθό του εφέτη, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 § 1β ν. 2521/1997
δ) Οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του ν.5108/2024, ή συμπληρώνουν στη συνέχεια τα 20 έτη συνολικής δικαστικής υπηρεσίας, και αν δεν έχουν προαχθεί σε Πρόεδρο Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, λαμβάνουν προσαύξηση ίση με τα ενενήντα εκατοστά (90/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού που λαμβάνουν με το βασικό μισθό του Εφέτη, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 § 1β ν. 2521/1997
ε) Οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του ν.5108/2024, ή συμπληρώνουν στη συνέχεια τα 24 έτη συνολικής δικαστικής υπηρεσίας, και αν δεν έχουν προαχθεί σε Πρόεδρο Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, λαμβάνουν το βασικό μισθό Εφέτη, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 § 1στ ν.2521/1997
στ) Οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του ν.5108/2024, ή συμπληρώνουν στη συνέχεια τα 27 έτη συνολικής δικαστικής υπηρεσίας, και αν δεν έχουν προαχθεί σε Πρόεδρο Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, λαμβάνουν προσαύξηση ίση με τα πενήντα εκατοστά (50/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού που λαμβάνουν με το βασικό μισθό του το βασικό μισθό του Προέδρου Εφετών κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 § 1γ ν.2521/1997
ζ) Οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας που έχουν συμπληρώσει, κατά την έναρξη ισχύος του ν.5108/2024, ή συμπληρώνουν στη συνέχεια τα 30 έτη συνολικής δικαστικής υπηρεσίας, και αν δεν έχουν προαχθεί σε Πρόεδρο Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας, λαμβάνουν προσαύξηση ίση με τα ενενήντα πέντε εκατοστά (95/100) της διαφοράς μεταξύ του βασικού μισθού που λαμβάνουν με το βασικό μισθό του το βασικό μισθό του Προέδρου Εφετών, κατ’ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 4 § 1γ ν.2521/1997
Τα μέλη της ΕνΔΕ:
Κυριλή Ευπραξία (Έφη), Ειρηνοδίκης Α’ τάξης
Μπιχάκης Αργύρης, Ειρηνοδίκης Β’ τάξης
Στασινούλας Δημήτριος, Ειρηνοδίκης Β’ τάξης
Άρθρο 85 παρ. 3 σχετικά με τις μεταθέσεις: Δεν υπάρχει λόγος μετάθεσης για υπηρεσιακές ανάγκες αφού οι ανάγκες αυτές μπορούν να καλυφθούν με απόσπαση. Υπάρχει μια διγλωσσία σε σχέση με το Ν.5108/2024 σχετικά με το αμετάθητο των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας. Η τροποποίηση της διάταξης αφήνει περιθώρια για παράκαμψη της αρχαιότητας και την προνομιακή μετάθεση κάποιων δικαστών. Το χειρότερο όμως είναι ότι αφήνει περιθώρια για τον έλεγχο της σύνθεσης των Δικαστηρίων απειλώντας την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης.
Άρθρο 87 σχετικά με τους βαθμούς ιεραρχίας: Οι δικαστές ειδικής επετηρίδας άρα και οι πρόεδροι πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας τοποθετούνται μετά τους πρωτοδίκες ουσιαστικά υποβαθμίζοντας τους εν ενεργεία Ειρηνοδίκες Α τάξης και τους λοιπούς Ειρηνοδίκες σε σχέση με όσα ίσχυαν στον προηγούμενο οργανισμό δικαστηρίων.
‘Αρθρο 88 ενταξη στην γενική επετηρίδα: Υπάρχει πλήρης απαξίωση της οποιαδήποτε προϋπηρεσίας των δικαστών ειδικής επετηρίδας ακόμη και μετά την εφαρμογή του Ν.5108/2024.
Άρθρο 80 προανακριτές: Υπάρχει σαφής διακριτική μεταχείριση των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας. Επίσης δημιουργούνται ζητήματα δικαστικής ανεξερτησίας στην περίπτωση που ο Εισαγγελέας προΐσταται των προανακριτών αλλά μπορεί να ανεβαίνει μαζί με τους «υφισταμένους» του στις έδρες των μονομελών πλημμελειοδικείων.
Γενικότερα σχόλια:
Η ιση κατανομή του φόρτου εργασίας μεταξύ όλων των δικαστών του Πρωτοδικείου (και των προέδρων) πρέπει να εξασφαλίζεται από τις διατάξεις του Οργανισμού Δικαστηρίων και να μην επαφίεται στην καλή διάθεση του εκάστοτε διευθύνοντος.
Οι επερχόμενες αλλαγές εφόσον εισάγουν διακρίσεις και μάλιστα δυσμενείς σε βάρος των δικαστών της ειδικής επετηρίδας είναι αντίθετες με την αρχή της ισότητας. Οι υποχρεώσεις των νυν Ειρηνοδικών αυξάνονται ραγδαία, χωρίς κανένα αντίκρυσμα στην υπηρεσιακή τους εξέλιξη. Ο τρόπος εισαγωγής των νυν πρωτοδικών και η προστασία του δικαιώματός τους στην επετηρίδα τους πρέπει να σταθμισθεί με τα αντίστοιχα δικαιώματα των νυν Ειρηνοδικών και τις δικές τους προσδοκίες στην υπηρεσιακή εξέλιξη και την συμμετοχή στην διεύθυνση των δικαστηρίων. Εξάλλου είναι απαξιωτικό για τους Ειρηνοδίκες Β και Α τάξης, εκ των οποίοι οι τελευταίοι είχαν βαθμό που αντιστοιχούσε σε Πρόεδρο Πρωτοδικών, να τοποθετηθούν στο τέλος της γενικής επετηρίδας με αίτησή τους. Επισημαίνεται ότι ο εγκλωβισμός των Ειρηνοδικών σε μια υπηρεσιακή κατάσταση χωρίς καμία προοπτική ουσιαστικής υπηρεσιακής εξέλιξης αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα στην υπηρεσιακή τους απόδοση και την καλή συνεργασία μεταξύ των δικαστών.
Θα πρέπει να επανεξετάσετε άμεσα τον τρόπο διεξαγωγής των προγραμμάτων επιμόρφωσης. Έτσι όπως πάτε να τα οργανώσετε, δημιουργείτε κενά στις δικαστικές υπηρεσίες της χώρας για όλο το διάστημα από 1-10-2024 έως 27-2-2025. Δεδομένου ότι οι επιμορφούμενοι ειρηνοδίκες κατά τον πρώτο κύκλο της επιμόρφωσης δεν θα χρεώνονται υποθέσεις και δεν θα εκτελούν άλλου είδους υπηρεσίες στις δικαστικές υπηρεσίες όπου υπηρετούν, θα είναι σαν να βρίσκονται ουσιαστικά σε άδεια. Αυτό συνεπάγεται κατ’ αναλογία επιβάρυνση των ειρηνοδικών που θα μείνουν πίσω να υπηρετήσουν στα δικαστήρια τους, οι οποίοι θα δουν τις υπηρεσίες αλλά και τις έδρες τους (συνεπώς και τη χρέωσή τους) να πολλαπλασιάζονται. Υπάρχει μέριμνα για ισοκαταμερισμό των υπηρεσιών και των εδρών μεταξύ όλων των δικαστών που θα υπηρετούν στο εκάστοτε δικαστήριο λόγω των κενών που θα προκύψουν από την επιμόρφωση και ειδικά στα περιφερειακά δικαστήρια, όπου ο αριθμός των υπηρετούντων δικαστών είναι περιορισμένος; Η θα καταλήξουμε και αυτό το δικαστικό έτος σε υπερχρέωση των ειρηνοδικών και αύξηση της υπηρεσιακής τους επιβάρυνσης, παράλληλα με την ταλαιπωρία στην οποία θα τους υποβάλετε στο όνομα της «επιμόρφωσης» που θέλετε να κάνετε; Επιβάλλεται άμεση αναθεώρηση του πλαισίου με βάση το οποίο θα διεξαχθούν τα προγράμματα επιμόρφωσης. Σε κάθε περίπτωση να προκριθεί η αποκλειστική διαδικτυακή παρακολούθησή τους.
Είναι αντισυνταγματική η μη εξέλιξη των πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας εφοσον θα ασκούν α ίδια καθήκοντα. Επίσης τι σημαίνει πρωτοδίκες και δικαστές ειδικής επετηρίδας. Θα στερούνται νομιμότητας οι αποφάσεις των δεύτερων.
Ίδιες υποχρεώσεις σημαίνει και ίδια δικαιώματα. Εφόσον η ενοποίηση είναι πλέον νόμος του Κράτους, πρέπει να αναγνωριστεί βαθμολογικά η προϋπηρεσία των ειρηνοδικών (και προσεχώς πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας) – αν όχι ολόκληρη ή κατά ένα μέρος, τουλάχιστον από 16.9.2024 – και να προβλεφθεί εξέλιξη στην ειδική επετηρίδα με δημιουργία, σε ποσοστό ανάλογο των δικαστών της ειδικής επετηρίδας, νέων θέσεων Προέδρων Πρωτοδικών. Επίσης, η ένταξη στη γενική επετηρίδα θα πρέπει να γίνεται στην οργανική θέση που κατέχει ο εντασσόμενος πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας στο ίδιο πρωτοδικείο. Τέλος, η εκδίκαση των εφέσεων από τα πρωτοδικεία μόνο επιβράδυνση θα δημιουργήσει, αφού ο ίδιος αριθμός δικαστών θα αναλαμβάνει πλέον και την εκδίκαση των εφέσεων. Για το λόγο αυτό οι εφέσεις θα πρέπει να εκδικάζονται από τα Εφετεία, με σύσταση νέων θέσεων εφετών και προέδρων εφετών, κατανεμημένων αναλόγως μεταξύ των δύο επετηρίδων. Το Υπουργείο γνωρίζει πολύ καλά ότι το εγχείρημα της ενοποίησης επιχειρείται σε βάρος μόνο των (πρώην) ειρηνοδικών. Θα κάνετε επιτέλους κάτι κ. Υπουργέ για τη διόρθωση της πρωτοφανούς αυτής αδικίας, την οποία υφίσταται και για την οποία φωνάζει το 1/3 του δικαστικού σώματος, αλλά η φωνή του δεν ακούγεται πουθενά, ή οι αδικίες θα διορθωθούν κατόπιν προσφυγών στα εσωτερικά, ευρωπαϊκά και διεθνή δικαστήρια με ό, τι αυτό συνεπάγεται για την «εικόνα» της χώρας μας;
Η ένταξη των πρώην Ειρηνοδικών απο την ειδική στη γενική επετηρίδα θα συνεπάγεται και μετάθεση; Διότι η εν λόγω ένταξη δεν αποτελεί τοποθέτηση ούτε διορισμό, καθώς ο τέως Ειρηνοδίκης δεν είναι δόκιμος αλλά ισόβιος δικαστικός λειτουργός και κατά την ένταξή του πρέπει να παραμένει στον τόπο υπηρεσίας του.
Τα άρθρα 87 και 88 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου, σε ό,τι αφορά τους νυν Ειρηνοδίκες, συνιστούν την επιτομή της αδικίας και της άνισης μεταχείρισής τους, καθώς είναι οι μόνοι που θίγονται από την ενοποίηση του πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας. Φαίνεται πως μοναδικό μέλημα του νομοθέτη είναι η μη διασάλευση ούτε στο ελάχιστο της επετηρίδας των πρωτοδικών, στο βωμό δε αυτής πρέπει να θυσιαστούν όλοι οι νυν Ειρηνοδίκες, αντίθετα προς κάθε έννοια δικαίου. Η προϋπηρεσία τους αντιμετωπίζεται από τον νομοθέτη επιλεκτικά. Είναι χρήσιμη, όταν πρόκειται για την επιβάρυνσή τους με νέα καθήκοντα, αλλά ανάξια λόγου, όταν πρόκειται για την υπηρεσιακή τους θέση και εξέλιξη. Εν τέλει ο νομοθέτης τους θέτει ενώπιον ενός εκβιαστικού διλήμματος. Ή θα παραμείνουν στάσιμοι για το υπόλοιπο του υπηρεσιακού τους βίου, «βλέποντας τα άλλα τρένα να περνούν», ή θα ζητήσουν να ενταχθούν στη γενική επετηρίδα, στο τέλος της, υπό τον νεοδιόριστο πρωτοδίκη, ξεκινώντας από το μηδέν, με διαγραφή όλης της προϋπηρεσίας τους και με απώλεια της οργανικής τους θέσης, τοποθετούμενοι, ως νεοδιόριστοι, σε νησιά και ακριτικές περιοχές, παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη διέλθει από έναν κύκλο μεταθέσεων, ενώ τις δικές τους οργανικές θέσεις θα καταλάβουν νυν πρωτοδίκες, ακόμη και με λιγότερα έτη υπηρεσίας, οι οποίοι ως εκ τούτου θα τύχουν πρωτοφανούς εύνοιας, καθώς ήδη από τα πρώτα έτη του υπηρεσιακού τους βίου θα βρεθούν στον τόπο υπηρεσίας που επιθυμούν. Είναι προφανές ότι η ένταξη στη γενική επετηρίδα, υπό τους ανωτέρω όρους, θίγει τους νυν Ειρηνοδίκες, αφορά δε εν τέλει μόνο μια μικρή μερίδα αυτών, ήτοι τους νεότερους ηλικιακά και υπηρεσιακά, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις. Επιβάλλεται να επανεξεταστούν οι όροι ένταξης στη γενική επετηρίδα με προσμέτρηση των ετών υπηρεσίας των εντασσομένων, έστω εν μέρει, άλλως με τη δυνατότητα διατήρησης της οργανικής τους θέσης.
Άρθρο 64: Οι οργανικές θέσεις ….. είναι “ενιαίες”.
Απαιτείται διασαφήνιση του όρου ‘ενιαίες¨, καθόσον η υπηρεσιακή κατάστασή των Ειρηνοδικών πρέπει να είναι σαφής και η διάταξη αυτή εμμέσως καταργεί την ειδική επετηρίδα.
Άρθρο 66: Δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για αναπλήρωση των πρωτοδικών ειδικής και από ποιόν θα γίνεται αυτή ηαναπλήρωση
Άρθρο 76: Ο αριθμός … λογίζεται “ενιαίος”. Τι εννοεί ενιαίος και τι εξυπηρετεί αυτή η διατύπωση;
Άρθρο 87: ο Ν. 5108/2024 να ισχύει από 16-9-2024 και σε αυτή τη διετία να μην “προσπεράσουν” τους Ειρηνοδίκες που θα μεταπηδήσουν στη γενική, έστω οι απόφοιτοι της ΕΣΔι μέχρι το 2026.
Επίσης, το άρθρο αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης: Ο Ειρηνοδίκης ονομάζεται Πρωτοδίκης μεν, πλην διαχωρίζει πρωτοδίκη και δικαστή ειδικής επετηρίδας, τον μεν πρώτο τον τοποθετεί ιεραρχικά πάνω από τον αντεισαγγελέα πρωτοδικών, τον δε δεύτερο από κάτω.
Άρθρο 89: Αποφασίζει για την “ένταξη”. Η ένταξη να εννοεί όντως την “ένταξη”.
ΤΕΛΟΣ: Τα οδοιπορικά να προκαταβάλλονται.
ΓΕΝΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ: Η υπηρεσιακή κατάσταση των νυν ειρηνοδικών δεν καθίσταται σαφής και σημαντικά σημεία αυτής δεν ρυθμίζονται ούτε από αυτόν το Νόμο, αλλά ο νομοθέτης επαφίενται σε Πράξεις του Προέδρου Πρωτοδικών, πράγμα που επιβεβαιώνει και προδιαγράφει την περαιτέρω υπηρεσιακή υποβάθμισή των Ειρηνοδικών.
Επί της ουσίας δεν επιτυγχάνεται ενοποίηση του Α΄ βαθμού, καθόσον εξακολουθούν και υπάρχουν δικαστές δύο ταχυτήτων, παρά επιχειρείται η κατάργηση του θεσμού των Ειρηνοδικών μόνο μετονομάζοντας τους ως Πρωτοδίκες Ειδικής επετηρίδας, δεδομένου ότι θα επωμίζονται και θα περαιώνουν ίδιου αντικείμενου εργασίες με τους Πρωτοδίκες, πλην αφαιρώντας τους παράλληλα πληθώρα κεκτημένων εργασιακών δικαιωμάτων και απολαβών τους.
Προτείνεται : 1) Κατάργηση της ειδικής επετηρίδας, με εμβόλιμη ένταξη των ήδη υπηρετούντων Ειρηνοδικών στη γενική επετηρίδα αναλόγως των ετών υπηρεσίας τους στο Σώμα, με αναγνώριση προϋπηρεσίας υπέρ των πρωτοδικών 3 ετών, με δυνατότητα εξέλιξης τους ως των Πρωτοδικών , πλην μόνο κατόπιν αίτησής τους.
2) Αύξηση των οργανικών θέσεων Προέδρων Πρωτοδικών, Εφετών και Προέδρων Εφετών.
3) Κατάργηση των κατ’ οίκων ερευνών παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου και διενέργεια αυτών με παραγγελία του αρμόδιου Εισαγγελέα
Ζαμπία Ιατράκη Ειρηνοδίκης Β’
Πέραν των όσων εξαιρετικά σημαντικών και σωστών γράφουν τα μέλη του Δ.Σ. της ΕΝΔΕ κ. Στασινούλας και κ. Μπιχάκης. Με το νομοσχέδιο θα έχουμε το 1/3 των Δικαστών να μην έχουν καμία δυνατότητα προαγωγής, να μην κρίνονται για τα επόμενα 20-30 χρόνια από το ΑΔΣ και το ίδιο 1/3 να ζητάει να αξιολογηθεί. Το δε επιχείρημα της παράκαμψης της αρχαιότητας/ εμβόλιμης επετηρίδας έχει ήδη ξεπεραστεί από τον ισχύοντα ΚΟΔΚΔΛ καθώς ήδη στο άρθρο 59 Παρ. 6 η προαγωγή γίνεται πάντα κατ’ απόλυτη εκλογή.
Ο νομοθέτης στο ν. 5108/2024 και σύμφωνα με το άρθ. 7 αυτού ανέθεσε στους πρώην Ειρηνοδίκες τα αυτά αντικείμενα που ήδη δίκαζαν, χωρίς καθ΄ύλην περιορισμούς, όλο το προανακριτικό έργο, τα ήσσονος σημασίας ποινικά μετά από επιμόρφωση, μετά δε την επιμόρφωσή τους και λοιπές υποθέσεις αστικού δικαίου. Η διαφοροποίηση καθηκόντων μεταξύ των Δικαστών και η διατήρηση των δύο επετηρίδων ήταν επιλογή του νομοθέτη του ν. 5108/2024 καθώς ήταν η μόνη η οποία θα μπορούσε να προσδώσει Συνταγματικό έρεισμα, έστω και αμφίβολο, στην επιλογή του για διαφορετική, μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξή των πρώην Ειρηνοδικών. Ωστόσο, όταν ανατίθεται στους Ειρηνοδίκες ΤΟ ΣΥΝΟΛΟ του Αστικού ΚΑΙ ΠΛΕΟΝ, με το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΙΝΙΚΟΥ Δικαίου, είναι κατάφωρα άδικο και προβληματικό, ως παραβιάζον την αρχή της ισότητας, να μην έχουν ίδια δυνατότητα βαθμολογικής και μισθολογικής εξέλιξης (το εάν θα δίνονταν προβάδισμα κάποιων ετών στους Πρωτοδίκες Γενικής Επετηρίδας κατά την ημερομηνία κατάρτισης μιας ενιαίας επετηρίδας είναι διαφορετικό ζήτημα, όπως διαφορετικό ζήτημα είναι το χρονικό σημείο κατά το οποίο θα ενοποιούνταν οι επετηρίδες πχ μετά την ολοκλήρωση των προγραμμάτων επιμόρφωσης όταν και πρακτικά όλοι οι Πρωτοδίκες, Ειδικής και Γενικής Επετηρίδας, θα δικάζουν τα ίδια). Συνεπώς, τα άρθ. 65,66 και 71 του υπό διαβούλευση νομοσχεδίου με τα οποία προτείνεται η συμμετοχή των πρώην Ειρηνοδικών στο ΜΟΔ και στα Συμβούλια (ποινικά) έρχονται σε αντίθεση τόσο με το άρθ. 7 του ν. 5108/2024, όσο και με το Σύνταγμα και πρέπει να τροποποιηθούν σχετικά ώστε να μην προβλέπεται η συμμετοχή των πρώην Ειρηνοδικών σε αυτά.
Επίσης, η πρόβλεψη περί κληρώσεων (ασφαλιστικά, ποινικά) σε μικρότερους δικαστικούς σχηματισμούς κυρίως της επαρχίας, σε συνδυασμό με την προτεινόμενη αρμοδιότητα επί των εφέσεων, θα δημιουργήσει σαφέστατα το πρόβλημα να μην μπορεί να σχηματιστεί σύνθεση με τρεις Δικαστές και τους αναπληρωματικούς αυτών, προκειμένου να δικαστεί το πινάκιο των εφέσεων της αρμοδιότητας (εάν διατηρηθεί) του Πολυμελούς. Ειδικά σε έδρες οι οποίες έχουν και Περιφερειακά Δικαστήρια (1 ή 2), είναι πιθανόν να μην μπορεί καν να σχηματιστεί σωστή σύνθεση καθώς ένα άτομο θα είναι καθημερινά δεσμευμένο στην Περιφερειακή έδρα (σύμφωνα με τις εξαγγελίες του Υπουργείου περί «καθημερινού Δικαστή»), ενώ παράλληλα με το Πολυμελές Πρωτοδικείο, δικάζονται συνήθως, ποινικά μονομελή, ποινικά τριμελή, ασφαλιστικά μονομελούς κ.α. διαδικασίες οι οποίες κρατούν δεσμευμένους συγκεκριμένους Δικαστές οι οποίοι δεν θα μπορούν να κληθούν προς αναπλήρωση. Συνεπώς, η ρύθμιση περί κλήρωσης στα ασφαλιστικά πρέπει να απαλειφθεί.
Άρθρο 62: Πρέπει να προβλεφθεί ρητώς πως η αποζημίωση των οδοιπορικών εξόδων για την μετάβαση των δικαστικών λειτουργών στα παράλληλα και περιφερειακά πρωτοδικεία πρέπει να ΠΡΟΚΑΤΑΒΑΛΛΕΤΑΙ και όχι να καταβάλλεται αρκετούς μήνες κατόπιν.
Άρθρο 66: Δεν προβλέπεται ρύθμιση για την αναπλήρωση των δικαστών Ειδικής επετηρίδας. Συνεπώς, σε περίπτωση κωλύματος τους και εάν δεν υπάρχει ή κωλύεται έτερος δικαστής της ειδικής επετηρίδας, πρέπει να προβλεφθεί η αναπλήρωση του και από δικαστή της γενικής επετηρίδας. Εξάλλου ο νόμος περί ενοποιήσεως το αυτό προωθεί. Το ενιαίο του πρώτου βαθμού.
Άρθρο 80: Οι κατ’ οίκον έρευνες πρέπει να διενεργούνται πρωτίστως και σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους προανακριτές Πρωτοδίκες και έπειτα από την Εισαγγελική αρχή, διότι υπάγεται στην αρμοδιότητα της τελευταίας. Λόγω του φόρτου των υποθέσεων και προκειμένου να επιτευχθεί η επιτάχυνση της δικαιοσύνης, οι λοιποί δικαστές ειδικής επετηρίδας που είναι επιφορτισμένοι με τις υπηρεσίες των ποινικών και πολιτικών εδρών και την έκδοση αποφάσεων, δεν πρέπει να αποσπώνται στη θέση προανακριτού, πλην εάν το ζητούν. Ωστόσο, η διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως και κατ’ οίκων ερευνών, ως διεκπεραιωτικές διαδικασίες, πρέπει να πάψουν να ανατίθενται σε δικαστές με κυρίαρχο κρίση, οι οποίοι είναι νομικώς απαράδεκτο να υπόκεινται στην Εισαγγελική αρχή. Ούτε ο Πρωτοδίκης, έστω και ειδικής επετηρίδας, ως βαθμός, δύναται να είναι γενικός ανακριτικός υπάλληλος. Τέτοιες αρμοδιότητες πρέπει να ανατίθενται στους Εισαγγελείς και στη δικαστική αστυνομία.
Άρθρα 85 και 86: Στις μεταθέσεις, τοποθετήσεις και αποσπάσεις των δικαστικών λειτουργών πρέπει να προβλέπονται ρητώς και τα επιμέρους κριτήρια που αναγνωρίζονται στα άτομα που ανήκουν στην ειδική κοινωνική κατηγορία (π.χ. των πολυτέκνων).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Θ’- Άρθρο 87 περ. βγ’: Βαθμοί Ιεραρχίας. Ο Πρωτοδίκης της ειδικής επετηρίδας δεν παύει να έχει το βαθμό του Πρωτόδικη. Αντιβαίνει συνεπώς στη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης η ιεραρχική διαφοροποίηση του από αυτόν της γενικής επετηρίδας, εφόσον ο πρώτος τίθεται κάτωθι ακόμη και από τους αντεισαγγελείς πρωτοδικών. Τέτοια διαφοροποίηση ενδεχομένως να ήταν θεμιτή μόνον στους προανακριτές Πρωτοδίκες, ως γενικούς ανακριτικούς υπαλλήλους, ωστόσο και αυτοί δεν παύουν να είναι δικαστές με κυρίαρχο κρίση και δη Πρωτοδίκες και δεν δύνανται να τίθενται υπό τη διεύθυνση της Εισαγγελικής αρχής. Το Συνταγματικό και νομικώς ορθό στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν η θέση των Πρωτοδικών της ειδικής επετηρίδας να τίθεται αμέσως μετά των Πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας και να απαλειφθεί η φράση «δικαστές ειδικής επετηρίδας». Η δε Εισαγγελική αρχή, ως ανεξάρτητη υπηρεσία, θα έπρεπε να έχει δική της αυτοτελή ιεραρχία, ανεξάρτητη από αυτή των δικαστών.
Άρθρο 90: Ένταξη των Πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας στη γενική. Αντισυνταγματική η πρόβλεψη εκμηδενίσεως των ετών υπηρεσίας των τέως Ειρηνοδικών κατά την ένταξη τους στη γενική επετηρίδα. Ο τέως Ειρηνοδίκης με έτη υπηρεσίας δε μπορεί να είναι υποδεέστερος του νεωτέρου Πρωτόδικη, ήτοι δικαστικού λειτουργού χωρίς ανάλογη εμπειρία. Πλέον, με την επιμόρφωση των τέως Ειρηνοδικών και την αύξηση των αρμοδιοτήτων τους, δεν είναι νόμιμος ο διαχωρισμός. Θα πρέπει να αναγνωρισθούν έστω κάποια έτη υπηρεσίας. Εξάλλου, δε μπορούν να αναγνωρίζονται μόνον υποχρεώσεις στους τέως Ειρηνοδίκες και ουδεμία υποχρέωση στους Πωρτοδίκες της γενικής επετηρίδας. Η ενοποίηση δεν είναι δυνατόν να διαλαμβάνεται εν μέρει. Το ορθό δε θα ήταν η ανάλογη αύξηση των οργανικών θέσεων στη γενική επετηρίδα και η είσοδος σε αυτή απάντων των τέως Ειρηνοδικών με την αναγνώριση ενός αριθμού ετών υπηρεσίας. Έτσι θα μπορούσε να επιτευχθεί η πλήρης ενοποίηση και όχι αυτού του υβριδικού τύπου μεταρρύθμιση. Αντίστοιχη θα έπρεπε να είναι και η αύξηση των οργανικών θέσεων των λοιπών βαθμών, οι δικαστές των οποίων θα κληθούν να δικάσουν μεγαλύτερο αριθμό Εφέσεων κατά των πρωτοδικών αποφάσεων. Ούτως ή άλλως υφίσταται ήδη μεγαλύτερος αριθμός δικαστών και θα έπρεπε να αξιοποιηθούν αναλόγως.
Επιπλέον, η αίτηση προς ένταξη στην γενική επετηρίδα δεν θα έπρεπε να έχει χρονικό περιορισμό, ήτοι της διετίας, καθώς ήδη δεν αναγνωρίζονται τα προηγούμενα έτη υπηρεσίας στους τέως Ειρηνοδίκες και, ως εκ τούτου, δεν πρέπει να χάνονται και επιπλέον έτη.
Τέλος, πρέπει να δημιουργηθούν νέες οργανικές θέσεις Προέδρων Πρωτοδικών για τους αρχαιότερους τέως Ειρηνοδίκες της ειδικής επετηρίδας και ο εν λόγω βαθμός θα πρέπει να τους αποδίδεται ουσία και όχι επί τιμή, καθώς η ενοποίηση αφορά στον πρώτο βαθμό, στον οποίο υπάγονται οι Πρόεδροι Πρωτοδικών.
Αρθ.87
Μολονότι και ο ίδιος ο ν.5108/2024 προβλέπει την εξομοίωση και αντιστοίχιση των Ειρηνοδικών Α με Προέδρους Πρωτοδικών βλέπει κανείς ότι η τροποποίηση του αρθ.66 ΚΟΔΚΔΛ αγνόησε παντελώς την κατάταξη αυτή, καταργώντας το βαθμό του Ειρηνοδίκη Α και παραλείποντας πρόβλεψη για ανάλογη αντιστοιχία Δικαστή της ειδικής επετηρίδας. Σκοπός είναι η υποβάθμιση υπηρετούντων Δικαστών? Και η διατάραξη της ειδικής επετηρίδας, απαγορευμένη από τη διάταξη αρθ.88§6 Σ? Και όμως το ίδιο το σχέδιο κάνει αναφορά στην τροποποιούμενη αρθ.66§3 για προέδρους πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας. Πρέπει συναφώς να προβλεφθεί βαθμός αντίστοιχος του Προέδρου Πρωτοδικών για το Δικαστή της ειδικής επετηρίδας, λαμβανομένης υπόψη της επιβίωσης της επετηρίδας αυτής κι ενόψει των αυτών καθηκόντων που θα ασκούν πλέον οι Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας, άλλως επέρχεται υποβάθμιση Δικαστικών Λειτουργών. Να διαμορφωθεί δηλαδή η παρ.1β ως εξής:
«βγ) πρόεδρος, πρόεδρος ειδικής επετηρίδας, εισαγγελέας πρωτοδικών, πρωτοδίκης, πρωτοδίκης ειδικής επετηρίδας, αντεισαγγελέας πρωτοδικών, πάρεδρος πρωτοδικείου, πάρεδρος εισαγγελίας,»
Η παρ.2 ως εξής:
«στ) οι πρόεδροι και οι εισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρόεδροι πρωτοδικών διοικητικών δικαστηρίων, οι πρόεδροι πρωτοδικών ειδικής επετηρίδας,
ζ) οι εισηγητές του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, οι πρωτοδίκες γενικής, οι πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδες, οι αντεισαγγελείς πρωτοδικών, οι πρωτοδίκες των διοικητικών δικαστηρίων».
Στην παρ.3 ν’ απαλειφθεί η ήδη αναχρονιστική αναφορά σε δικαστές ειδικής επετηρίδας σε αντικατάσταση των Ειρηνοδικών, εφόσον πλέον οι τελευταίοι υπηρετούν σε ενιαίες οργανικές θέσεις με τους δικαστές γενικής επετηρίδας και η αντιστοίχιση της αρχαιότητας τους είναι ζήτημα που λύνεται ευχερώς, αφού ήδη η διάταξη αρθ.8§1 ν.5108/24 δείχνει το δρόμο για μια τέτοια αντιστοίχιση.
Αρθ.88
Η διαδικασία της ένταξης στη γενική επετηρίδα εν πολλοίς καθορίσθηκε με το ν.5108/2024 (αρθ.8§2) και εξειδικεύεται στο τροποποιούμενο αρθ.90. Ωστόσο ο νόμος αυτός θα επιδέχετο βελτίωση ώστε να ληφθεί υπόψη ο υπηρεσιακός βίος των έως πρότινος Ειρηνοδικών κατά τον αρχικό σχεδιασμό του Υπουργείου, ήτοι οι Ειρηνοδίκες Α να εντάσσονται μετά τον τελευταίο Πρόεδρο Πρωτοδικών, οι Β μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη οκταετίας, οι Γ μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη τετραετίας και οι Δ μετά τον τελευταίο Πρωτοδίκη ενδεχομένως κλιμακωτά προκειμένου να μη διασαλευθεί υπέρμετρα η γενική επετηρίδα.
Άλλως ένα σχήμα παράλληλης διαδρομής της ειδικής επετηρίδας απελευθερωμένης κατά τα άνω ώστε οι Δικαστές αυτής να προάγονται σε ανώτερους του Προέδρου Πρωτοδικών βαθμούς μετά από κρίση και αξιολόγηση, την οποία ούτως ή άλλως θα υφίστανται με την επιθεώρησή τους, και πάντοτε υπό το πρίσμα ότι πλέον οι έως πρότινος Ειρηνοδίκες ασκούν πλέον πλήρη καθήκοντα Πρωτοδίκη.
Επίσης μετά την απαλοιφή της 90§10 ΚΟΔΚΔΛ δεν υπάρχει μνεία για την ειδική επετηρίδα και τις προαγωγές εντός αυτής δεδομένου ότι υπήρχαν βαθμοί ειρηνοδικών που έφταναν σε αντιστοιχία με το βαθμό Προέδρου Πρωτοδικών. Ανάλογη βαθμολογική εξέλιξη πρέπει κατ’ ελάχιστον να χορηγηθεί και στους Πρωτοδίκες ειδικής επετηρίδας σε κάθε περίπτωση άλλως προκύπτει περαιτέρω υποβάθμιση ενός σημαντικού αριθμού Δικαστών.
1) Με την πρόβλεψη οι δικαστές της ειδικής επετηρίδας να μην προάγονται και να διατηρούν μέχρι την αφυπηρέτηση την ιδιότητα του πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας διερωτάται κανείς:
α) Είναι δυνατόν Πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας να ασκούν εφεξής τα ίδια καθήκοντα, αλλά οι μεν να προάγονται, οι δε, όχι απλώς να μην προάγονται και να μένουν για πάντα στάσιμοι, αλλά να θεωρούνται, ασκώντας τα ίδια ακριβώς καθήκοντα, νεότεροι ακόμη και από τον πάρεδρο που θα εισέλθει κατά τα προσεχή έτη στο Σώμα;
Στο εργατικό δίκαιο ποιας χώρας και σε ποια χάρτα θεμελιωδών δικαιωμάτων είναι αυτά γραμμένα; Τουλάχιστον, ως Ειρηνοδίκες, με την προαγωγή μας εντός των τάξεων που διατηρούσαμε, αποκτούσαμε, πέραν των μισθολογικών, και δικαιώματα στην άσκηση Διοίκησης, διδασκαλίας στη Σχολή κλπ.
β) Σε σχέση με την αρχή της μη διατάραξης της Επετηρίδας, αλήθεια, δεν διαταράσσεται η Επετηρίδα:
ι) όταν σχετικά νέος Ειρηνοδίκης αιτηθεί την ένταξή του στην γενική επετηρίδα και την πετύχει, οπότε, με βάση τις προβλέψεις του νομοσχεδίου, θα καταστεί αρχαιότερος ακόμη και από τον πρώην προϊστάμενό του, ο οποίος έχει τα διπλάσια χρόνια (και ζωής και υπηρεσίας) από αυτόν, ενώ και οι δύο θα ασκούν τα ίδια καθήκοντα;
ιι) όταν ένας Ειρηνοδίκης που βρίσκεται χαμηλά υποβάλει αίτηση φέτος για ένταξή του στην γενική επετηρίδα, ενώ ένας άλλος αρχαιότερος από αυτόν Ειρηνοδίκης, που ασκεί όμοια με αυτόν καθήκοντα, υποβάλει, για τους δικούς του λόγους (λχ άδεια λοχείας, ανατροφής τέκνου κλπ) αίτηση ένταξης στην γενική επετηρίδα την επόμενη χρονιά;
γ) Ή μήπως δεν έχει ήδη διαταραχθεί η Επετηρίδα όταν δόκιμος Ειρηνοδίκης – απόφοιτος ΕΣΔΙ, με μηδενική εμπειρία έδρας, καταταγεί σε κάθε περίπτωση πάνω από όλους εμάς;
2) Με τον Ν.4055/2012 όλη η εκουσία ήρθε στα Ειρηνοδικεία. Πρόκειται για υποθέσεις που, αν εξαιρέσει κανείς τον ήδη λήξαντα Νόμο Κατσέλη που προσαύξησε έτι περαιτέρω τις προς εκδίκαση περιπτώσεις, με ένα πρόχειρο, αλλά πραγματικό, υπολογισμό καταλαμβάνουν το διόλου αμελητέο ποσοστό του 25% της Πολιτικής Δίκης. Τότε κανείς δεν σκέφτηκε να επιμορφώσει τους ήδη υπηρετούντες Ειρηνοδίκες για τα νέα τους, εξαιρετικά αυξημένα, καθήκοντα, καίτοι το είχαμε ζητήσει. Στην πράξη εν τέλει μάθαμε την προσωρινή διοίκηση σωματείων, την άδεια παρένθετης μητρότητας, υποθέσεις που εν συνεχεία έφυγαν από τα Ειρηνοδικεία, αλλά και όσες παρέμειναν. Σεμνύνομαι να αναφέρω πως η νομική κοινότητα μπορεί να επιβεβαιώσει ότι σε γενικές γραμμές, λαμβανομένου υπόψη και του ανθρώπινου παράγοντα, τα καταφέραμε, και μάλιστα εξαιρετικά καλά.
Σήμερα, που ένα όχι ίδιο, αλλά, σε κάθε περίπτωση, ευθέως ανάλογο, ποσοστό ύλης επιβαρύνει εφεξής και τους Ειρηνοδίκες, προκρίνεται όχι απλώς η επιμόρφωσή μας, αλλά και το (εντελώς περιττό, μα και άκρως προσβλητικό, για εν ενεργεία Δικαστικό Λειτουργό) δεύτερο στάδιο αυτής:
ι) με σύνταξη βουλευμάτων, τα οποία είχαμε ήδη δουλέψει κατά την διάρκεια της εξάμηνης άσκησής μας στο Πρωτοδικείο που περιλάμβανε όλες τις υποθέσεις αυτού (στη συνέχεια, η άσκηση έγινε δίμηνη) και
ιι) με σύνταξη ποινικών αποφάσεων, τη στιγμή που οι περισσότεροι εξ ημών ήδη μετέχουμε σε συνθέσεις Τριμελών Πλημμελειοδικείων και πολλοί εξ ημών έχουμε γράψει τη μειοψηφία κατά τη σύνταξη ποινικών αποφάσεων.
Κι αλήθεια, ο 35/χρονος Πρωτοδίκης θα διδάξει επί της έδρας τον 60/χρονο Ειρηνοδίκη ζητήματα που ούτε ο ίδιος, λόγω της γνωστής πολυνομίας και διαρκούς αλλαγής των ποινών, που καταλαμβάνει κατά τα τελευταία έτη το Ποινικό Δίκαιο, γνωρίζει;
Ή μήπως συμβάλλει στο κύρος της Δικαιοσύνης ο ίδιος, 35/χρονος, Πρωτοδίκης να συστήνει στο ακροατήριο τον 60/χρονο Ειρηνοδίκη ως… μαθητή του, προκειμένου να δικαιολογήσει την παρουσία του στην έδρα;
Τέτοιες ρυθμίσεις προσβάλλουν ευθέως και στο σύνολό του το 1/3 του Δικαστικού Σώματος και έπρεπε ήδη να είχαν αποσυρθεί.
Η όλη λειτουργία των περιφερειακών εδρών των Πρωτοδικείων, οι οποίες αποτελούν στην ουσία μεταβατικές έδρες αυτών και όχι περιφερειακά Πρωτοδικεία, αφού δεν αποτελούν αυτόνομους και ανεξάρτητους δικαστικούς σχηματισμούς, δεδομένου ότι δεν υφίστανται σ’ αυτές οργανικές θέσεις δικαστών (και δεν υφίστανται διότι σε διαφορετική περίπτωση δεν θα συζητούσαμε για ενοποίηση, αλλά για διατήρηση των Ειρηνοδικείων με άλλη ονομασία, πράγμα το οποίο δεν θέλησε ο νομοθέτης, αφού καμία επιτάχυνση δεν θα επέφερε η αλλαγή αυτή), θα πρέπει να ακολουθήσει την λειτουργία των μεταβατικών εδρών των Μονομελών Πλημμελειοδικείων, όπου άπασα η δικογραφία τηρείται στην κεντρική έδρα του Πρωτοδικείου και μεταβαίνει στη μεταβατική έδρα το Δικαστήριο προς εκδίκαση των υποθέσεων χάριν διευκόλυνσης των πολιτών και μικρότερης οικονομικής τους επιβάρυνσης.
Τα δικόγραφα όλων των διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένων διαταγών πληρωμής κλπ. θα πρέπει να κατατίθενται μόνο στην κεντρική έδρα του Πρωτοδικείου και όχι στις περιφερειακές έδρες, οι οποίες στην πλειοψηφία τους είναι υποστελεχωμένες από δικαστικούς υπαλλήλους και έχουν μικρό αριθμό υποθέσεων κατά έτος. Πρόεδρος υπηρεσίας, ο οποίος θα διεκπεραιώνει καθημερινά κάθε επείγουσα υπόθεση καθώς και αιτήματα προσωρινών διαταγών, θα πρέπει να υπάρχει μόνο στην κεντρική έδρα του Πρωτοδικείου και όχι στην περιφερειακή έδρα, καθώς το αντίθετο δεν συνάδει με την ενοποίηση του πρώτου βαθμού. Το αντίθετο θα οδηγήσει και πάλι σε ανισότητες και ουδεμία επιτάχυνση θα επέλθει. Οι Προανακριτές ορθά έχει προβλεφθεί να διενεργούν την προανάκριση μόνο στην κεντρική έδρα όπου θα εδρεύει το σχετικό τμήμα, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για την κύρια ανάκριση. Στις λοιπές περιοχές εκάστου Πρωτοδικείου, όπου και εδρεύουν αστυνομικές και λιμενικές αρχές, η προανάκριση μπορεί να διεκπεραιώνεται από αυτές, οι οποίες ευχερώς και σήμερα διεκπεραιώνουν με επιτυχία πληθώρα υποθέσεων προανάκρισης κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας.
Κρίσιμα άρθρα προς τροποποίηση για την στοιχειωδώς εύρυθμη λειτουργία των ενοποιημένων πρωτοδικείων.
Α) Συγκρότηση Δικαστηρίων
ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 3.1 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων
«….Ο αριθμός των οργανικών θέσεων των δικαστικών λειτουργών και των δικαστικών υπαλλήλων ορίζεται με νόμο…..»
Σχόλιο
Είναι χρήσιμο να διακρίνεται απολύτως η ειδική-παράλληλη επετηρίδα (και όχι μόνο θεωρητικά), ώστε να είναι ευχερής η λειτουργία της στην πράξη τόσο από την Διοίκηση του Δικαστηρίου, όσο και από το ΑΔΣ, χωρίς ασάφειες και παρερμηνείες.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
– Στο άρθρ. 3 παρ. 1 ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέο εδάφιο ως εξής:
«Οι οργανικές θέσεις των πρώην Ειρηνοδικών που υπηρετούν στο Πρωτοδικείο, οι οποίοι ανήκουν στην ειδική επετηρίδα, μέχρι την αφυπηρέτησή τους, είναι διακριτές από αυτές των Πρωτοδικών και Προέδρων Πρωτοδικών της γενικής επετηρίδας».
Παράδειγμα εφαρμογής.
Έστω ότι σε ένα πρωτοδικείο υπάρχουν μετά την ενοποίησή του 50 οργανικές θέσεις δικαστών, ήτοι 35 της γενικής και 15 της ειδικής επετηρίδας και έστω ότι εν συνεχεία υπάρχει 1 οργανικό κενό στην γενική και 3 στην ειδική επετηρίδα του Δικαστηρίου αυτού. Έστω ότι υποβάλλουν προς το δικαστήριο αυτό αίτηση μετάθεσης 10 δικαστές της γενικής και 2 της ειδικής επετηρίδας.
Θα υλοποιηθεί το 1 εκ των 10 αιτημάτων της γενικής και τα 2 αιτήματα της ειδικής επετηρίδας, ενώ 1 οργανική θέση στην ειδική επετηρίδα θα παραμείνει κενή σε εκείνη την φάση, λόγω έλλειψης αντίστοιχου αιτήματος.
Β) Τμήματα ενοποιημένου πρωτοδικείου
ΙΣΧΥΟΥΣΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρα 4§5 και 4§8 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων
4.5. «….Τα δικαστήρια, αν το επιτρέπει ο αριθμός των δικαστών που υπηρετούν σε αυτά, διαιρούνται σε τμήματα. Σχετική γνωστοποίηση γίνεται στον χώρο των ανακοινώσεων και στο οικείο πληροφοριακό σύστημα, εφόσον υπάρχει….»
4.8. «…..Στα Ειρηνοδικεία, στα οποία λειτουργούν τμήματα, είναι δυνατή η σύσταση, με απόφαση του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης ή του προϊσταμένου του δικαστηρίου, ειδικού ή ειδικών τμημάτων εκδίκασης των υποθέσεων του ν. 3869/2010 (Α’ 130), τα οποία στελεχώνονται με δικαστές σε ποσοστό ανάλογο του ποσοστού των σχετικών υποθέσεων που εκκρεμούν σε κάθε δικαστήριο…..»
Σχόλιο
Ήδη με τον ισχύοντα κώδικα προβλέπεται η λειτουργία τμημάτων η οποία, λόγω της εξειδίκευσης, συμβάλλει και στην ταχύτητα και στην ποιοτικότερη επεξεργασία των δικογραφιών. Μοναδικό μέχρι τώρα κώλυμα στην δημιουργία τμημάτων ήταν η ύπαρξη μικρών δικαστικών σχηματισμών, κάτι όμως που με την συγχώνευση -τουλάχιστον στην συντριπτική πλειοψηφία των δικαστηρίων- αίρεται, καθώς πλέον θα έχουμε λιγότερα δικαστήρια με περισσότερους υπηρετούντες δικαστές σε αυτά.
Επιπλέον, η παρ. 8 του άρθρ. 4 ΚΟΔΚΔΛ μάς παρέχει νομοθετικό προηγούμενο αφενός σύστασης ειδικών τμημάτων αφετέρου στελέχωσης τμήματος με ποσόστωση.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
Μετά το άρθρ. 4 παρ. 5 ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέα υποπαράγραφος ως εξής:
«Στην περίπτωση όπου, βάσει του οικείου Κανονισμού του Πρωτοδικείου, συγκροτηθούν τμήματα, οι Δικαστές της ειδικής επετηρίδας θα έχουν δικαίωμα να οριστούν σε καθένα από αυτά κατά ποσοστό ίσο με τον λόγο συμμετοχής τους στο Πρωτοδικείο και για τον ορισμό τους, κατά το ποσοστό αυτό, θα λαμβάνεται υπόψη η σειρά της εσωτερικής τους (ειδικής) επετηρίδας».
Παράδειγμα Εφαρμογής.
Έστω ότι σε ένα δικαστήριο υπηρετούν 100 δικαστές, 70 της γενικής και 30 της ειδικής επετηρίδας. Έστω ότι υποθετικά στο δικαστήριο αυτό, σύμφωνα με τον κανονισμό, δημιουργούνται 3 τμήματα, ήτοι ένα τμήμα τακτικής με αριθμό 50 δικαστών, ένα τμήμα ειδικών διαδικασιών με αριθμό δικαστών 30 και ένα τμήμα εκουσίας με αριθμό δικαστών 20.
Το τμήμα τακτικής θα αποτελείται από 15 δικαστές ειδικής (50 επί 30%) και 35 γενικής (50 επί 70%).
Το τμήμα ειδικών διαδικασιών θα αποτελείται από 9 δικαστές ειδικής (30 επί 30%) και 21 γενικής επετηρίδας (50 επί 30%).
Το τμήμα εκουσίας θα αποτελείται από 6 δικαστές ειδικής (20 επί 30%) και 14 γενικής επετηρίδας (50 επί 70%).
Γ) Θερινά τμήματα
ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 12 παρ 3 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων
«…Κατά την περίοδο των θερινών τμημάτων συγκροτούνται ένα ή περισσότερα τμήματα, ανάλογα με τις ανάγκες του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας. Προκειμένου περί ειρηνοδικείων ή πταισματοδικείων, τα θερινά τμήματα συγκροτούνται για όλη την περιφέρεια του οικείου πρωτοδικείου από τους ειρηνοδίκες και πταισματοδίκες που υπηρετούν σε αυτά και οι οποίοι αναπληρώνονται αμοιβαίως. Η κατάρτιση των θερινών τμημάτων των ειρηνοδικών και πταισματοδικών γίνεται στα ειρηνοδικεία και πταισματοδικεία της περιφέρειας των Πρωτοδικών Αθήνας, Θεσσαλονίκης και Πειραιά από τις ολομέλειες των ειρηνοδικείων και πταισματοδικείων της έδρας και στα υπόλοιπα από τις ολομέλειες των οικείων πρωτοδικείων….»
Σχόλιο
Προς αποφυγή ασαφειών στην σειρά προτίμησης των θερινών τμημάτων επιβάλλεται να προσαρμοστεί η διάταξη, δεδομένων των δύο διακριτών επετηρίδων (γενικής και ειδικής).
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
– Τα εδ. β’ και γ’ του άρθρ. 12 παρ. 3 ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να τροποποιηθούν ως εξής:
«Σε κάθε θερινό τμήμα που θα συγκροτηθεί θα μετέχουν Δικαστές της ειδικής επετηρίδας κατά ποσοστό ίσο με τον λόγο συμμετοχής τους στο Πρωτοδικείο και για την δήλωση προτίμησής τους θα λαμβάνεται υπόψη η σειρά της εσωτερικής τους (ειδικής) επετηρίδας. Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται αναλόγως και για τη συγκρότηση των τμημάτων διακοπών της περιόδου των Χριστουγέννων και του Πάσχα».
Παράδειγμα Εφαρμογής.
Έστω ότι σε ένα δικαστήριο υπηρετούν 100 δικαστές, 70 της γενικής και 30 της ειδικής επετηρίδας. Έστω ότι υποθετικά στο δικαστήριο αυτό σύμφωνα με την ολομέλεια δημιουργούνται 5 τμήματα διακοπών, με αριθμό 20 υπηρετούντων δικαστών σε κάθε τμήμα.
Σε αυτή την περίπτωση, κάθε τμήμα θα αποτελείται από 6 πρωτοδίκες ειδικής (20 επί 30%) και 14 γενικής (20 επί 70%).
Δ) Λοιπές συναφείς τροποποιήσεις
Σε αντιστοιχία των ανωτέρω, προτείνεται να γίνουν οι κάτωθι τροποποιήσεις:
– Στο άρθρ. 17 παρ. 7 περ. α υπό αβ’ ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέα υποπαράγραφος ως εξής:
«Κατά την κατάρτιση των συνθέσεων των τμημάτων του δικαστηρίου οι Δικαστές της ειδικής επετηρίδας θα ορίζονται σε καθένα από αυτά κατά ποσοστό ίσο με τον λόγο συμμετοχής τους στο Πρωτοδικείο. Για τον ορισμό τους κατά το ποσοστό αυτό θα λαμβάνεται υπόψη η σειρά της εσωτερικής τους (ειδικής) επετηρίδας».
– Στο άρθρ. 19 παρ. 5 περ. α υπό αα’ ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέα υποπαράγραφος ως εξής:
«Σε ό,τι αφορά στον τρόπο συγκρότησης των τμημάτων, οι Δικαστές της ειδικής επετηρίδας θα έχουν δικαίωμα να οριστούν σε καθένα από αυτά κατά ποσοστό ίσο με τον λόγο συμμετοχής τους στο Πρωτοδικείο. Για τον ορισμό τους κατά το ποσοστό αυτό θα λαμβάνεται υπόψη η σειρά της εσωτερικής τους (ειδικής) επετηρίδας. Οποιαδήποτε διάταξη κανονισμού αποκλίνει από την ανωτέρω πρόβλεψη είναι αυτοδικαίως άκυρη».
– Στο άρθρ. 19 παρ. 5 περ. β ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέα υποπαράγραφος ως εξής:
«Η ισομερής κατανομή θα ισχύει και μεταξύ των δικαστικών λειτουργών της γενικής και ειδικής επετηρίδας».
Στο άρθρ. 31 παρ. 3 ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέα υποπαράγραφος ως εξής:
«Σε κάθε θερινό τμήμα που θα συγκροτηθεί θα μετέχουν Δικαστές της ειδικής επετηρίδας κατά ποσοστό ίσο με τον λόγο συμμετοχής τους στο Πρωτοδικείο και για την δήλωση προτίμησής τους θα λαμβάνεται υπόψη η σειρά της εσωτερικής τους (ειδικής) επετηρίδας.».
Ε) Διοίκηση ενοποιημένου πρωτοδικείου
ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 17 παρ. 1 Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων
«…..1. Τα δικαστήρια διευθύνονται από: α) τον πρόεδρο του δικαστηρίου και αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο, β) τον ειρηνοδίκη το ειρηνοδικείο και τον πταισματοδίκη το πταισματοδικείο και αν αυτοί είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο».
Σχόλιο
Δεν μπορεί να γίνει λόγος για ειδική επετηρίδα, όταν οι υπηρεσίες καθορίζονται από δικαστικό λειτουργό της γενικής. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος ούτε για γενική ούτε για ειδική (παράλληλη) επετηρίδα, αφού υπάρχει εμπλοκή άλλου προσώπου στην τελευταία, και μάλιστα στο κρίσιμο ζήτημα των υπηρεσιών.
ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΝΕΑ ΔΙΑΤΑΞΗ
«…….Τα δικαστήρια διευθύνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο. Στην περίπτωση ενοποιημένων δικαστηρίων όπου υπηρετούν δικαστές και ειδικής επετηρίδας οι υπηρεσίες εδρών των δικαστών της ειδικής επετηρίδας εκδίδονται από τον αρχαιότερο υπηρετούντα δικαστή της ειδικής επετηρίδας. Στην αρχή κάθε νέου δικαστικού έτους θα γίνεται συνεννόηση μεταξύ του Προϊσταμένου του Δικαστηρίου και του αρχαιότερου Δικαστή της ειδικής επετηρίδας για την δικάσιμο που θα χρεωθεί έκαστη επετηρίδα κατά το ποσοστό σύνθεσης του δικαστηρίου. Σε περίπτωση μη συνεννόησης, θα πραγματοποιηθεί κλήρωση των δικασίμων που θα αντιστοιχούν σε κάθε επετηρίδα, ανάλογα με το ποσοστό σύνθεσης εκάστου τμήματος…»
Παράδειγμα Εφαρμογής.
Έστω ότι το τμήμα τακτικής αποτελείται από 15 δικαστές ειδικής και 35 γενικής επετηρίδας. Έστω ότι κατά το προσεχές δικαστικό έτος υπάρχουν 40 δικάσιμοι τακτικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει ότι αντιστοιχούν 12 δικάσιμοι στους δικαστές της ειδικής και 28 για τους δικαστές της γενικής επετηρίδας. Εφόσον εξευρεθούν οι δικάσιμοι που αντιστοιχούν σε κάθε επετηρίδα, θα γίνεται κάθε μήνα ο ορισμός ως ανωτέρω.
ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ
«…….Τα δικαστήρια διευθύνονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου και αν οι πρόεδροι είναι περισσότεροι, από τον αρχαιότερο. Στην περίπτωση ενοποιημένων δικαστηρίων όπου υπηρετούν δικαστές και ειδικής επετηρίδας, οι υπηρεσίες όσον αφορά στους δικαστές της ειδικής επετηρίδας πρέπει να εγκρίνονται από τον αρχαιότερο υπηρετούντα δικαστή της ειδικής επετηρίδας. Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, η διαφορά θα επιλύεται από τον Πρόεδρο Εφετών ή οριζόμενο από αυτόν Εφέτη…»
Ε) Εκδίκαση υποθέσεων ασφαλιστικών μέτρων
Λόγω της νέας σύνθεσης του ενοποιημένου Πρωτοδικείου, αλλά και λόγω της γενικότερης καθυστέρησης στην εκδίκαση των ασφαλιστικών μέτρων, που παρατηρείται ιδίως στα μεγάλα Πρωτοδικεία και αντίκειται στην ίδια την φύση της προστασίας του ασφαλιστέου δικαιώματος, προτείνεται η τροποποίηση του άρθρ. 21 ΚΟΔΚΔΛ ως εξής:
«Οι υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων εκδικάζονται από όλους τους υπηρετούντες δικαστές του Πρωτοδικείου. Ο προϊστάμενος του Πρωτοδικείου, κατά τον ορισμό των δικαστών που θα εκδικάζουν υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, λαμβάνει υπόψη του τη συνολική χρέωση κάθε δικαστή σε υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, ώστε να τηρείται και για τη συγκεκριμένη διαδικασία η αρχή της ισομερούς κατανομής των υποθέσεων».
ΣΤ) Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων ενοποιημένου πρωτοδικείου
Λόγω της φύσεως της ειδικής επετηρίδας, η οποία δεν παρέχει στους εκεί ανήκοντες δικαστές καμία δυνατότητα εξέλιξης, ενόψει της μη εξοικείωσης των δικαστών της ειδικής επετηρίδας με ποινικές υποθέσεις και λαμβανομένης υπόψη της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα αρχής της αναλογικότητας, προτείνεται, αναφορικά με τις ποινικές υποθέσεις, να υπάρχει μεταξύ δικαστών της ειδικής και αυτών της γενικής επετηρίδας η σχέση 1 προς 4. Δηλαδή, για κάθε μία έδρα δικαστή της ειδικής επετηρίδας να αντιστοιχούν 4 έδρες σε δικαστή της γενικής επετηρίδας, είτε οι έδρες αυτές αφορούν σε σύνθεση τριμελούς είτε αφορούν στη συγκρότηση του μονομελούς πλημμελειοδικείου.
– Συνεπώς, το άρθρ. 20 παρ. 3 περ. α υπο αγ’ ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέα υποπαράγραφος ως εξής:
«Οι δικαστές της ειδικής επετηρίδας θα μετέχουν στις ποινικές συνθέσεις κατ’ ανώτερο ποσοστό 25% σε σχέση με τους δικαστές της γενικής επετηρίδας».
Ζ) Επιμόρφωση δικαστών της ειδικής επετηρίδας
Στο άρθρ. 92 ΚΟΔΚΔΛ προτείνεται να προστεθεί νέα υποπαράγραφος ως εξής:
«Η επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών της ειδικής επετηρίδας στις ποινικές διαδικασίες θα γίνει στον τόπο υπηρεσίας τους, ανά Εφετειακή Περιφέρεια. Κατά την διάρκεια της επιμόρφωσής τους και μέχρι αυτή να ολοκληρωθεί θα απαλλάσσονται από οποιοδήποτε άλλο υπηρεσιακό καθήκον. Ο χρόνος απαλλαγής των δικαστικών λειτουργών της ειδικής επετηρίδας δεν προσμετράται για την ισομερή κατανομή. Κατά την διάρκεια της επιμόρφωσής τους, οι δικαστές της ειδικής επετηρίδας λογίζεται ότι χρεώθηκαν τη μέση χρέωση του τμήματος ή, αντιστοίχως, του πρωτοδικείου όπου υπηρετούν».
Άρθρα 64 και 76.
Προβληματική είναι η χρήση του όρου «ενιαίος». Υποτίθεται ότι ο Κώδικας αποσαφηνίζει την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών και όχι να δημιουργεί σύγχυση ή κενό. Η χρήση παρεμφερών όρων εντάσσεται στο γενικότερο πρόβλημα της διαμόρφωσης της υπηρεσιακής κατάστασης των πρώην ειρηνοδικών όχι εξολοκλήρου από το Νόμο αλλά από Πράξεις του εκάστοτε και κατά τόπους προέδρους πρωτοδικών. Μια τέτοια εξέλιξη κινείται αντίρροπα προς τον σκοπό της ενοποίησης αφού ελλοχεύει ο κίνδυνος άλλοτε οι θέσεις να θεωρούνται οργανικές θέσεις πρωτοδικών του πρωτοδικείου και άλλοτε διακριτές θέσεις πρωτοδικών γενικής και ειδικής, όταν παραστεί συνθήκη (λχ μεταθέσεις) εις βάρος των πρωτοδικών ειδικής. Θα πρέπει εντός του κειμένου του Νόμου να αποσαφηνίζεται τι εννοείται, τι εξυπηρετεί και σε τι χρησιμεύει η χρησιμοποίηση του παραπάνω όρου «ενιαίος» ή να χρησιμοποιηθεί άλλος, σαφής όρος.
Άρθρο 66.
Δεν υπάρχει καμμία πρόβλεψη για δυνατότητα αναπλήρωσης του πρωτοδίκη ειδικής επετηρίδας πράγμα που οδηγεί στο εσφαλμένο συμπέρασμα ότι αυτός δεν δύναται να κωλύεται. Θα πρέπει να υπάρξει ρητή πρόβλεψη όπως ακριβώς για τον πρωτοδίκη γενικής επετηρίδας ώστε η ενοποίηση να υλοποιηθεί στην πράξη.
Άρθρο 87.
Η διαβάθμιση της ιεραρχίας όπως φέρεται παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης: Πρωτοδίκες μεν αμφότεροι αλλά διαχωρίζει αδικαιολόγητα πρωτοδίκη και δικαστή ειδικής επετηρίδας, τον μεν πρώτο τον τοποθετεί ιεραρχικά πάνω από τον αντεισαγγελέα πρωτοδικών, τον δε δεύτερο από κάτω.
Επίσης, ως προς την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστών ο Ν. 5108/2024, διακρίνει σε πρωτοδίκες γενικής και ειδικής επετηρίδας με έναρξη ισχύος, ως προς το ανωτέρω, την 16-9-2024. Θα πρέπει λοιπόν να ληφθεί υπόψη το ανωτέρω εναρκτήριο χρονικό σημείο για όσους ενταχθούν στη γενική επετηρίδα ώστε να μην τους «προσπεράσουν» ιεραρχικά οι απόφοιτοι της ΕΣΔι μέχρι το 2026.
1. Με πράξη του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας απαιτείται να ορίζεται σε κάθε παράλληλη έδρα Πρωτοδικείου συγκεκριμένος Πρόεδρος Πρωτοδικών και Ανακριτής. Ναι μεν υπάρχει πρόβλεψη συγκρότησης δικαστικού συμβουλίου στο πρωτοδικείο και πλημμελειοδικείο της παράλληλης έδρας, αλλά απαιτείται ρητή αναφορά σε Πρόεδρο Πρωτοδικών και Ανακριτή της παράλληλης έδρας.
2. Είναι αδιανόητη η πρόβλεψη του νομοσχεδίου στο άρθρο 68 ότι οι οργανικές θέσεις υπαλλήλων των καταργούμενων Ειρηνοδικείων μεταφέρονται στην έδρα Πρωτοδικείου, χωρίς να γίνεται διάκριση για τα καταργούμενα Ειρηνοδικεία που ανήκουν στην περιφέρεια των παράλληλων εδρών. Με τον τρόπο επέρχεται ευθύς εξ αρχής αποδυνάμωση των παράλληλων εδρών ως δικαστικών σχηματισμών και τορπιλίζεται από την έναρξή τους η λειτουργικότητα και βιωσιμότητά τους. Η πρόβλεψη δυνατότητας μετακίνησης από και προς τις παράλληλες έδρες υπαλλήλων με πράξη του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση. Απαιτείται οι οργανικές θέσεις υπαλλήλων των Ειρηνοδικείων που καταργούνται να μεταφερθούν στις παράλληλες έδρες, εφόσον τα καταργούμενα Ειρηνοδικεία ανήκαν στην περιφέρεια των παράλληλων εδρών
1. Με πράξη του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας απαιτείται να ορίζεται σε κάθε παράλληλη έδρα Πρωτοδικείου συγκεκριμένος Πρόεδρος Πρωτοδικών και Ανακριτής. Ναι μεν υπάρχει πρόβλεψη συγκρότησης δικαστικού συμβουλίου στο πρωτοδικείο και πλημμελειοδικείο της παράλληλης έδρας, αλλά απαιτείται ρητή αναφορά σε Πρόεδρο Πρωτοδικών και Ανακριτή της παράλληλης έδρας.
2. Είναι αδιανόητη και έρχεται σε αντίθεση με τις κατηγορηματικές δεσμεύσεις του Υπουργείου και του κ. Υπουργού προσωπικά η πρόβλεψη του νομοσχεδίου στο άρθρο 68 ότι οι οργανικές θέσεις υπαλλήλων των καταργούμενων Ειρηνοδικείων μεταφέρονται στην έδρα Πρωτοδικείου, χωρίς να γίνεται διάκριση για τα καταργούμενα Ειρηνοδικεία που ανήκουν στην περιφέρεια των παράλληλων εδρών. Με τον τρόπο επέρχεται ευθύς εξ αρχής αποδυνάμωση των παράλληλων εδρών ως δικαστικών σχηματισμών και τορπιλίζεται από την έναρξή τους η λειτουργικότητα και βιωσιμότητά τους. Η πρόβλεψη δυνατότητας μετακίνησης από και προς τις παράλληλες έδρες υπαλλήλων με πράξη του διευθύνοντος το πρωτοδικείο της έδρας δεν επαρκεί σε καμία περίπτωση.