Κυρώνονται και έχουν την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παράγραφος 1 του Συντάγματος η τροποποίηση του άρθρου 8 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ν. 3003/2002, Α΄ 75) που υιοθετήθηκε με την από 10.6.2010 Απόφαση RC/Res.5 της Αναθεωρητικής Διάσκεψης του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Καμπάλα, 31 Μαΐου – 11 Ιουνίου 2010), οι τροποποιήσεις του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου αναφορικά με το έγκλημα της επίθεσης που υιοθετήθηκαν με την από 11.6.2010 Απόφαση RC/Res.6 της ως άνω Αναθεωρητικής Διάσκεψης και η τροποποίηση του άρθρου 124 του Καταστατικού της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που υιοθετήθηκε με την από 26.11.2015 Απόφαση ICC-ASP/14/Res.2 της 14ης Συνόδου της Συνέλευσης των Κρατών Μερών στο Καταστατικό της Ρώμης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Χάγη, 18-26 Νοεμβρίου 2015), το κείμενο των οποίων σε πρωτότυπο στην αγγλική γλώσσα (πατήστε εδώ [1]) και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα έχει ως εξής:
Στην παράγραφο 2(ε) του άρθρου 8 προστίθενται τα ακόλουθα:
«(xiii) Χρησιμοποίηση δηλητηρίου ή δηλητηριωδών όπλων.
(xiv) Χρησιμοποίηση ασφυξιογόνων, δηλητηριωδών ή άλλων αερίων και όλων των ανάλογων υγρών, υλικών ή συσκευών.
(xv) Χρήση σφαιρών που εκρήγνυνται και τα θραύσματά τους διασκορπίζονται εύκολα στο ανθρώπινο σώμα, όπως σφαίρες με επικάλυψη της βολίδας από σκληρό περίβλημα που δεν καλύπτει πλήρως την βολίδα ή που έχει εγκοπές.»
1. Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του Καταστατικού διαγράφεται.
2. Μετά το άρθρο 8 του Καταστατικού προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:
Έγκλημα επίθεσης
1. Για τους σκοπούς του παρόντος Καταστατικού, «έγκλημα επίθεσης» σημαίνει τον σχεδιασμό, την προπαρασκευή, την έναρξη ή την εκτέλεση από πρόσωπο, το οποίο είναι σε θέση να ελέγχει αποτελεσματικά ή να διευθύνει την πολιτική ή στρατιωτική δράση ενός Κράτους, μίας πράξης επίθεσης η οποία, λόγω του χαρακτήρα, της βαρύτητας και της έκτασής της, συνιστά πρόδηλη παραβίαση του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, «πράξη επίθεσης» σημαίνει τη χρήση ένοπλης βίας από ένα Κράτος κατά της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου Κράτους, ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο ασύμβατο με τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Οποιαδήποτε από τις ακόλουθες πράξεις, ανεξάρτητα από την κήρυξη πολέμου, συνιστά πράξη επίθεσης σύμφωνα με την Απόφαση 3314 (XXΙX) της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών της 14ης Δεκεμβρίου 1974:
α) η εισβολή ή η επίθεση από τις ένοπλες δυνάμεις ενός Κράτους στο έδαφος άλλου Κράτους, ή οποιαδήποτε στρατιωτική κατοχή, οσοδήποτε προσωρινή, η οποία προκύπτει από τέτοια εισβολή ή επίθεση, ή οποιαδήποτε προσάρτηση με τη χρήση βίας του εδάφους άλλου Κράτους ή τμήματος αυτού,
β) ο βομβαρδισμός από τις ένοπλες δυνάμεις ενός Κράτους του εδάφους άλλου Κράτους ή η χρήση οιωνδήποτε όπλων από ένα Κράτος εναντίον του εδάφους άλλου Κράτους,
γ) ο αποκλεισμός των λιμένων ή των ακτών ενός Κράτους από τις ένοπλες δυνάμεις άλλου Κράτους,
δ) η επίθεση από τις ένοπλες δυνάμεις ενός Κράτους εναντίον των χερσαίων, ναυτικών ή αεροπορικών δυνάμεων, ή των ναυτικών και αεροπορικών στόλων άλλου Κράτους,
ε) η χρήση των ενόπλων δυνάμεων ενός Κράτους που βρίσκονται εντός του εδάφους άλλου Κράτους με τη συμφωνία του Κράτους υποδοχής, κατά παράβαση των όρων που προβλέπονται στη συμφωνία ή οποιαδήποτε παράταση της παρουσίας τους στο έδαφος αυτό πέραν της λήξης της συμφωνίας,
στ) η ενέργεια ενός Κράτους, το οποίο έχει θέσει το έδαφός του στη διάθεση άλλου Κράτους, να επιτρέψει τη χρησιμοποίηση του εδάφους του από το άλλο Κράτος για την τέλεση πράξης επίθεσης εναντίον τρίτου Κράτους,
ζ) η αποστολή από ένα Κράτος ή για λογαριασμό του ενόπλων συμμοριών, ομάδων, ατάκτων ή μισθοφόρων, οι οποίοι τελούν εναντίον άλλου Κράτους πράξεις ένοπλης βίας τέτοιας βαρύτητας, ώστε να ισοδυναμούν με τις πράξεις που απαριθμούνται ανωτέρω, ή η ουσιώδης εμπλοκή του σε αυτές.
3. Μετά το άρθρο 15 του Καταστατικού προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:
Άσκηση δικαιοδοσίας επί του εγκλήματος της επίθεσης
(Παραπομπή από Κράτος-αυτεπάγγελτη έρευνα)
1. Το Δικαστήριο δύναται να ασκεί δικαιοδοσία επί του εγκλήματος της επίθεσης, σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (γ) του άρθρου 13, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
2. Το Δικαστήριο δύναται να ασκεί δικαιοδοσία μόνο σε σχέση με εγκλήματα επίθεσης που έχουν διαπραχθεί ένα έτος μετά την επικύρωση ή την αποδοχή των τροποποιήσεων από τριάντα Κράτη Μέρη.
3. Το Δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία επί του εγκλήματος της επίθεσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, υπό την επιφύλαξη απόφασης που θα ληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2017 από την αυτή πλειοψηφία των Κρατών Μερών που απαιτείται για την υιοθέτηση τροποποίησης του Καταστατικού.
4. Το Δικαστήριο δύναται, σύμφωνα με το άρθρο 12, να ασκήσει δικαιοδοσία επί εγκλήματος επίθεσης που προκύπτει από πράξη επίθεσης, η οποία διαπράχθηκε από ένα Κράτος Μέρος, εκτός εάν το Κράτος Μέρος αυτό έχει προηγουμένως δηλώσει ότι δεν αποδέχεται τέτοια δικαιοδοσία με την κατάθεση δήλωσης στον Γραμματέα. Η ανάκληση μιας τέτοιας δήλωσης μπορεί να γίνει οποτεδήποτε και εξετάζεται από το Κράτος Μέρος εντός τριών ετών.
5. Το Δικαστήριο δεν ασκεί τη δικαιοδοσία του επί εγκλήματος επίθεσης, όταν αυτό διαπράττεται από πολίτες Κράτους το οποίο δεν είναι Μέρος στο παρόν Καταστατικό ή στο έδαφος του Κράτους αυτού.
6. Σε περίπτωση που ο/η Εισαγγελέας συμπεράνει ότι υπάρχει επαρκής βάση για την έναρξη έρευνας σε σχέση με έγκλημα επίθεσης, θα εξακριβώσει κατ’ αρχάς εάν το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει διαπιστώσει ότι το εμπλεκόμενο Κράτος έχει τελέσει πράξη επίθεσης. Ο/η Εισαγγελέας γνωστοποιεί στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών την κατάσταση ενώπιον του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων όλων των σχετικών πληροφοριών και εγγράφων.
7. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο Ασφαλείας έχει προβεί σε τέτοια διαπίστωση, ο/η Εισαγγελέας δύναται να αρχίσει έρευνα σε σχέση με έγκλημα επίθεσης.
8. Σε περίπτωση που δεν έχει λάβει χώρα τέτοια διαπίστωση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της γνωστοποίησης, ο/η Εισαγγελέας δύναται να αρχίσει έρευνα σε σχέση με έγκλημα επίθεσης, υπό την προϋπόθεση ότι η Βαθμίδα Προδικασίας έχει επιτρέψει την έναρξη της έρευνας σε σχέση με έγκλημα επίθεσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 15, και το Συμβούλιο Ασφαλείας δεν έχει αποφασίσει διαφορετικά σύμφωνα με το άρθρο 16.
9. Η διαπίστωση τέλεσης μιας πράξης επίθεσης από όργανο άλλο πλην του Δικαστηρίου δεν θίγει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Καταστατικού.
10. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις αναφορικά με την άσκηση δικαιοδοσίας σε σχέση με άλλα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 5.
4. Μετά το άρθρο 15A του Καταστατικού προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:
Άρθρο 15Β
Άσκηση δικαιοδοσίας επί του εγκλήματος της επίθεσης
(Παραπομπή από το Συμβούλιο Ασφαλείας)
1. Το Δικαστήριο δύναται να ασκεί δικαιοδοσία επί του εγκλήματος της επίθεσης, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του άρθρου 13, με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
2. Το Δικαστήριο δύναται να ασκεί δικαιοδοσία μόνο σε σχέση με εγκλήματα επίθεσης που έχουν διαπραχθεί ένα έτος μετά την επικύρωση ή την αποδοχή των τροποποιήσεων από τριάντα Κράτη Μέρη.
3. Το Δικαστήριο ασκεί δικαιοδοσία επί του εγκλήματος της επίθεσης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, υπό την επιφύλαξη απόφασης που θα ληφθεί μετά την 1η Ιανουαρίου 2017 από την αυτή πλειοψηφία των Κρατών Μερών που απαιτείται για την υιοθέτηση τροποποίησης του Καταστατικού.
4. Η διαπίστωση τέλεσης μιας πράξης επίθεσης από όργανο άλλο πλην του Δικαστηρίου δεν θίγει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Καταστατικού.
5. Το παρόν άρθρο δεν θίγει τις διατάξεις αναφορικά με την άσκηση δικαιοδοσίας σε σχέση με άλλα εγκλήματα που αναφέρονται στο άρθρο 5.
5. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 25 του Καταστατικού προστίθεται το ακόλουθο κείμενο:
3Α. Σε σχέση με το έγκλημα της επίθεσης, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που είναι σε θέση να ελέγχουν αποτελεσματικά ή να διευθύνουν την πολιτική ή στρατιωτική δράση ενός Κράτους.
6. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του Καταστατικού αντικαθίσταται από το ακόλουθο εδάφιο:
1. Τα στοιχεία της υπόστασης των εγκλημάτων βοηθούν το Δικαστήριο στην ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 6, 7, 8 και 8Α.
7. Η εισαγωγική φράση της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του Καταστατικού αντικαθίσταται από την ακόλουθη παράγραφο. Η υπόλοιπη παράγραφος παραμένει αμετάβλητη:
3. Ουδείς, ο οποίος δικάστηκε από άλλο δικαστήριο για συμπεριφορά η οποία επίσης απαγορεύεται κατά τα άρθρα 6, 7, 8 ή 8Α, θα δικάζεται από το Δικαστήριο σε σχέση με την ίδια συμπεριφορά, εκτός εάν οι διαδικασίες στο άλλο δικαστήριο:
Το Άρθρο 124 του Καταστατικού της Ρώμης διαγράφεται.