Η περίπτωση 3 του άρθρου 975 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι απαιτήσεις που έχουν ως βάση τους την παροχή εξαρτημένης εργασίας, οι απαιτήσεις των δασκάλων, καθώς και οι απαιτήσεις από αμοιβές, έξοδα και αποζημιώσεις των δικηγόρων, είτε αμείβονται κατά υπόθεση είτε με πάγια περιοδική αμοιβή, εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία πριν από την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης. Οι αποζημιώσεις λόγω καταγγελίας της σχέσης εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των δικηγόρων για αποζημίωση λόγω λύσης της σύμβασης έμμισθης εντολής κατατάσσονται στην τάξη αυτή ανεξαρτήτως του χρόνου στον οποίο προέκυψαν. Στην ίδια τάξη υπάγονται και οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας γενικής γραμματείας κοινωνικών ασφαλίσεων, εφόσον προέκυψαν έως την ημέρα του πλειστηριασμού ή την κήρυξη της πτώχευσης. Η διαίρεση του πλειστηριάσματος σε ποσοστά, κατά το άρθρο 977, γίνεται μετά την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τάξεως αυτής.»
Αλήθεια, δεδομένου ότι πλέον ισχύει το άρθρο 154 του Πτωχευτικού Κώδικα (κύρωση με ν. 3588/2007), σε τι μπορεί να αφορά η «ημερομηνία κήρυξης της πτώχευσης» ως χρονικό σημείο γενέσεως των προνομιακών απαιτήσεων εργαζομένων και δικηγόρων (και -κατά το σχέδιο- και των ασφαλιστικών οργανισμών);
Σχετικά με το όριο της διετίας πριν τον αρχικό πλειστηριασμό θα πράπει να προβλεφθεί, ότι αυτή αναστέλλεται σε περίπτωση που ο οφειλέτης πέτυχε την αναστολή εκτελέσεως, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση δικαιοστασίου
Η προνομιακή κατάταξη των δικηγορικών αμοιβών ίσως θα πρέπει να γίνεται με τον όρο καταθέσεως είτε συμφωνητικού θεωρημένου από ΔΟΥ είτε απυ στο συμβολαιογράφο
Ι. Νομίζω ότι είναι ευκαιρία να διευκρινισθεί ποιά είναι η μεταχείριση των εργατικών απαιτήσεων, που προέκυψαν μετά την αρχική ημερομηνία του πλειστηριασμού. Η νομολογία (με σημαντική μειοηφία αρχικά) κατέληξε ότι οι μετά την αρχική ημερομηνία του πλειστηριασμού γεννώμενες εργατικές απαιτήσεις δεν είναι προνομιακές. Ετσι, όμως, δημιουργείται το παράδοξο να είναι προνομιακές οι παλαιότερες απαιτήσεις και να στερούνται του προνομίου οι νεότερες. Βέβαια, αν και οι νεότερες απαιτήσεις θεωρηθούν προνομιακές, υπάρχει περίπτωση να επεκταθεί το προνόμιο σε διάστημα μείζον της διετίας (π.χ. 2 χρόνια πριν τον αρχικώς ορισθέντα πλειστηριασμό + 2 χρόνια μετά τον αρχικώς ορισθέντα και έως την ημέρα που διενεργήθηκε), πράγμα που δεν φαίνεται να είναι ορθό. Η άποψή μου είναι ότι θα πρέπει να ορισθεί πως οι εργατικές απαιτήσεις δεν πρέπει να εκτείνονται σε διάστημα μείζον της διετίας, αλλά να επιλέγεται από τον αναγγελλόμενο η (συνεχόμενη) διετία, για την οποία θα κατατάσσονται ως προνομιακές οι απαιτήσεις του.
ΙΙ. Ο προβιβασμός των απαιτήσεων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης στην τρίτη τάξη και η εξομοίωσή τους με τις εργατικές ως προς την ικανοποίησή τους από το σύνολο του πλειστηριάσματος (προν την διαίρεσή του σύμφωνα με το αρθ. 977 ΚΠολΔ) ουσιαστικά ακυρώνει σε σημαντικό βαθμό την δίκαιη ικανοποίηση των εργατικών απαιτήσεων, οι οποίες θα κατατάσσονται συμμέτρως με εκείνες των φορέων κοινωνικής ασφάλισης και μάλιστα με άνισο τρόπο, αφού για μεν τις εργατικές τίθεται το όριο της διετίας και μάλιστα πριν τον αρχικώς ορισθέντα πλειστηρισμό, ενώ για τις απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης δεν τίθεται κανένας τέτοιος περιορισμός, αλλά θα κατατάσσονται προνομιακά οποτεδήποτε κι αν προέκυψαν, δηλαδή έστω και 10 χρόνια πριν τον πλειστηριασμό και έως την διενέργειά του.
Γιατί, άραγε, είναι ορθό να τίθεται ο χρονικός περιορισμός της διετίας ως προς τις εργατικές απαιτήσεις, όχι, όμως, και για τις απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης;
Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης έχουν τα εξής πλεονεκτήματα για την διευκόλυνση της ικανοποίησης των απαιτήσέων τους
(α) έχουν τη δυνατότητα ως ΝΠΔΔ να επιδιώκουν την είσπραξη των απαιτήσεών τους με μόνη την έκδοση των καταλογιστικών πράξεων, αντίθετα με τους εργαζόμενους, που δεν έχουν εκτελεστό τίτλο πριν την άσκηση αγωγής και την έκδοση εκτελεστής δικαστικής απόφασης
(β) έχουν το όπλο της ποινικής δίωξης (οι εργαζόμενοι το έχουν μόνο για δεδουλευμένες απαιτήσεις, όχι, όμως, για αποδοχές υπερημερίας και αποζημιώσεις)
(γ) έχουν το όπλο της άρνησης “ασφαλιστικής ενημερότητας”.
Για τους πιο πάνω λόγους δεν είναι δίκαιο να προβιβασθούν οι απαιτήσεις των φορέων κοινωνικής ασφάλισης στην τρίτη τάξη.
Ας σημειωθεί, τέλος, ότι κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε σκόπιμο, αφού αποτρέπει τον εργαζόμενο από του να καταγγείλει στο ΙΚΑ τον εργοδότη του, εφ’ όσον έτσι θα συντρέχει με το ΙΚΑ στην τρίτη τάξη των προνομίων.
Η φράση «εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία διετία» πρέπει να διατυπωθεί ως εξής:
«εφόσον προέκυψαν μέσα στην τελευταία πενταετία ή έχει εκδοθεί γι αυτές τελεσίδικη απόφαση»
Πράγματι, η διετία ως χρονικό διάστημα εντός του οποίου θα πρέπει να έχει «προκύψει» η αξίωση, ώστε να καταταχθεί προνομιακά είναι ελάχιστη, επειδή είναι πολύ πιθανό από την πρώτη πράξη της εκτέλεσης, έως και την ημερομηνία ορισμού του πρώτου πλειστηριασμού ή της κήρυξης της πτώχευσης να παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο των δύο ετών, ώσπου φ.ε. να τελεσιδικίσει τυχόν ανακοπή του οφειλέτη, οπότε το προνόμιο των εργαζόμενων (και των δικηγόρων) ουσιαστικά εξανεμίζεται.
Όμοια, θα πρέπει να κατατάσσονται προνομιακά και οι αναγνωρισμένες (τέτοιες) αξιώσεις με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει δηλαδή να προταχθεί το κριτήριο της φύσης της αξίωσης (ως προερχόμενης από εργασία-παροχή δικ. υπηρεσίας) απ’ το κριτήριο της απειλούμενης ανάγκης.
Στο ίδιο πνεύμα, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι ο κάθε δανειστής της §3 θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να ζητήσει την αναβολή του πλειστηριασμού ενόψει έκδοσης τελεσίδικης απόφασης που θα αναγνωρίζει την αξίωσή του, ώστε να έχει την δυνατότητα να αναγγελθεί προνομιακά. Το δικαίωμα αυτό θα πρέπει να υπάρχει μία φορά και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. 8 μήνες = όσο το διάστημα υποχρεωτικής έκδοσης απόφασης) ώστε να μην χαλκεύονται υπέρμετρα τα δικαιώματα των άλλων δανειστών.
Τέλος, το τελευταίο εδάφιο, το ρήμα «πρέκυψαν» έχει προκαλέσει ερμηνευτικές δυσχέριες, ενώ έχει οδηγήσει και σε παραδοξότητες.
Δηλαδή, έχει νομολογιακά κριθεί ότι η αξίωση, πχ του ΙΚΑ, «προκύπτει» απ’ όταν θα εκδοθεί η οικεία απόφαση του διευθυντή, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται το φαινόμενο ο μεν πολίτης να μην μπορεί να λάβει ασφαλιστική ενημερώτητα επειδή φαίνεται να οφείλει στον ασφαλιστικό οργανισμό, ο δε ασφ. οργανισμός να μην μπορεί να καταταχθεί προνομιακά επειδή δεν έχει ακόμη εκδοθεί η οικεία απόφαση του διευθυντή του, η οποία -ως γνωστό- ενδέχεται να καθυστερήσει και έτη.
Κατά συνέπεια οι λέξεις «εφόσον προέκυψαν» πρέπει να αντικατασταθούν με την έκφραση «τις οποίες ο φορέας είχε δικαίωμα να εισπράξει»